Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δίνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δίνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
δίνω, δίνεις, δίνει, δίνουμε, δίνετε, δίνουν
Υποτακτική
να δίνω, να δίνεις, να δίνει, να δίνουμε, να δίνετε, να δίνουν
Προστακτική
β΄ ενικό: δίνε – β΄ πληθυντικό: δίνετε
Μετοχή
δίνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
έδινα, έδινες, έδινε, δίναμε, δίνατε, έδιναν
 
Αόριστος
Οριστική
έδωσα, έδωσες, έδωσε, δώσαμε, δώσατε, έδωσαν (ή δώσανε)
Υποτακτική
να δώσω, να δώσεις, να δώσει, να δώσουμε, να δώσετε, να δώσουν
Προστακτική
β΄ ενικό: δώσε – β΄ πληθυντικό: δώστε  
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δίνω, θα δίνεις, θα δίνει, θα δίνουμε, θα δίνετε, θα δίνουν
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δώσω, θα δώσεις, θα δώσει, θα δώσουμε, θα δώσετε, θα δώσουν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω δώσει, θα έχεις δώσει, θα έχει δώσει, θα έχουμε δώσει, θα έχετε δώσει, θα έχουν δώσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δώσει, έχεις δώσει, έχει δώσει, έχουμε δώσει, έχετε δώσει, έχουν δώσει
Υποτακτική
να έχω δώσει, να έχεις δώσει, να έχει δώσει, να έχουμε δώσει, να έχετε δώσει, να έχουν δώσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δώσει, είχες δώσει, είχε δώσει, είχαμε δώσει, είχατε δώσει, είχαν(ε) δώσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
δίνομαι, δίνεσαι, δίνεται, δινόμαστε, δίνεστε, δίνονται 
Υποτακτική
να δίνομαι, να δίνεσαι, να δίνεται, να δινόμαστε, να δίνεστε, να δίνονται 
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: δίνεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
δινόμουν, δινόσουν, δινόταν, δινόμαστε, δινόσαστε, δίνονταν
(& δινόμουνα, δινόσουνα, δινότανε, δινόμασταν, δινόσασταν, δινόντουσαν
 
Αόριστος
Οριστική
δόθηκα, δόθηκες, δόθηκε, δοθήκαμε, δοθήκατε, δόθηκαν (ή δοθήκανε)
Υποτακτική
να δοθώ, να δοθείς, να δοθεί, να δοθούμε, να δοθείτε, να δοθούν
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: δοθείτε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δίνομαι, θα δίνεσαι, θα δίνεται, θα δινόμαστε, θα δίνεστε, θα δίνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δοθώ, θα δοθείς, θα δοθεί, θα δοθούμε, θα δοθείτε, θα δοθούν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω δοθεί, θα έχεις δοθεί, θα έχει δοθεί, θα έχουμε δοθεί, θα έχετε δοθεί, θα έχουν δοθεί 
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δοθεί, έχεις δοθεί, έχει δοθεί, έχουμε δοθεί, έχετε δοθεί, έχουν δοθεί
Υποτακτική
να έχω δοθεί, να έχεις δοθεί, να έχει δοθεί, να έχουμε δοθεί, να έχετε δοθεί, να έχουν δοθεί
Μετοχή
δοσμένος, δοσμένη, δοσμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δοθεί, είχες δοθεί, είχε δοθεί, είχαμε δοθεί, είχατε δοθεί, είχαν(ε) δοθεί 
 
Σημειώσεις:
 
1. Συχνά παρατηρούνται ορθογραφικά λάθη σε διάφορους χρόνους του ρήματος δίνω ως προς την εναλλαγή των –ω και –ο. Οι διαφορές στην ορθογραφία οφείλονται στην κατανομή των θεμάτων δω- και δο- του ρήματος δίδωμι στην Αρχαία Ελληνική. Με βάση την κατανομή αυτήν, οι τύποι του ρήματος ορθογραφούνται ως εξής:
Γράφονται με –ω (δω-) στους συνοπτικούς χρόνους (αοριστικούς) τύπους της ενεργητικής φωνής και στους αντίστοιχους συντελικούς χρόνους: δώσω (παρα-δώσω, μετα-δώσω, δια-δώσω…) –έδωσα (παρ-έδωσα, διέ-δωσα, μετ-έδωσα) – έχω / είχα / θα έχω δώσει (παραδώσει, διαδώσει, μεταδώσει…).
Γράφονται με –ο (δο) στους συνοπτικούς (αοριστικούς) τύπους της μεσοπαθητικής φωνής και στους αντίστοιχους συντελικούς χρόνους: δοθώ (παρα-δοθώ, δια-δοθώ, μετα-δοθώ…) – δόθηκα (παρά-δόθηκα, δια-δόθηκα, μετα-δόθηκα…) – έχω / είχα / θα έχω δοθεί (παρα-δοθεί, δια-δοθεί, μετα-δοθεί…).
Ομοίως με ο- ορθογραφούνται οι λόγιες μετοχές σε –μένος, είτε χρησιμοποιούνται με αναδιπλασιασμό είτε χωρίς (π.χ. προδομένος, παραδεδομένος, διαδεδομένος…).
Μερικοί ομιλητές παρασύρονται από τους συνοπτικούς χρόνους δώσω, έδωσα και γράφουν εσφαλμένα με -ω- τα αντίστοιχα ουσιαστικά. Ωστόσο, τα ουσιαστικά αυτά έχουν σχηματιστεί με βάση το θέμα δο- και, επομένως, γράφονται ήδη από την αρχαιότητα με –ο: δόση, μετάδοση, απόδοση…  
 
2. Σύνταξη του δίνω. Το ρήμα δίνω συντάσσεται με γενική στα νότια ελλαδικά ιδιώματα (σύνταξη που έχει γενικευθεί στην κοινή Νέα Ελληνική, π.χ. Μου δίνει χρήματα, αλλά με αιτιατική στα βόρεια ιδιώματα (Με δίνει χρήματα). Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν μιλούμε για σωστό / λάθος ούτε για καλύτερο / χειρότερο, διότι και οι δύο συντακτικές δομές (με αιτιατική και με γενική) είναι σωστές με διαφορετική κατανομή χρήσεως στη μία και ενιαία ελληνική γλώσσα (την αιτιατική στα βόρεια και τη γενική στα νότια ιδιώματα).
 
3. Προσοχή.
Ενεργητική φωνή: έδωσα – δώσω – έχω δώσει
Μεσοπαθητική φωνή: δόθηκα – δοθώ – έχω δοθεί.
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.
 
 
 
 

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «βλέπω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «βλέπω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
βλέπω, βλέπεις, βλέπει, βλέπουμε, βλέπετε, βλέπουν
Υποτακτική
να βλέπω, να βλέπεις, να βλέπει, να βλέπουμε, να βλέπετε, να βλέπουν
Προστακτική
β΄ ενικό: βλέπε – β΄ πληθυντικό: βλέπετε
Μετοχή
βλέποντας
 
Παρατατικός
Οριστική
έβλεπα, έβλεπες, έβλεπε, βλέπαμε, βλέπατε, έβλεπαν ή βλέπανε
 
Αόριστος
Οριστική
είδα, είδες, είδε, είδαμε, είδατε, είδαν ή είδανε
Υποτακτική
να δω, να δεις, να δει, να δούμε, να δείτε, να δουν ή να δούνε  
Προστακτική
β΄ ενικό: δες – β΄ πληθυντικό: δείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα βλέπω, θα βλέπεις, θα βλέπει, θα βλέπουμε, θα βλέπετε, θα βλέπουν
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δω, θα δεις, θα δει, θα δούμε, θα δείτε, θα δουν ή θα δούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω δει, θα έχεις δει, θα έχει δει, θα έχουμε δει, θα έχετε δει, θα έχουν δει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δει, έχεις δει, έχει δει, έχουμε δει, έχετε δει, έχουν δει
Υποτακτική
να έχω δει, να έχεις δει, να έχει δει, να έχουμε δει, να έχετε δει, να έχουν δει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δει, είχες δει, είχε δει, είχαμε δει, είχατε δει, είχαν(ε) δει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
βλέπομαι, βλέπεσαι, βλέπεται, βλεπόμαστε, βλέπεστε, βλέπονται 
Υποτακτική
να βλέπομαι, να βλέπεσαι, να βλέπεται, να βλεπόμαστε, να βλέπεστε, να βλέπονται 
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: βλέπεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
βλεπόμουν, βλεπόσουν, βλεπόταν, βλεπόμαστε, βλεπόσαστε, βλέπονταν
(& βλεπόμουνα, βλεπόσουνα, βλεπότανε)
 
Αόριστος
Οριστική
ειδώθηκα, ειδώθηκες, ειδώθηκε, ειδωθήκαμε, ειδωθήκατε, ειδώθηκαν ή ειδωθήκανε  
Υποτακτική
να ιδωθώ, να ιδωθείς, να ιδωθεί, να ιδωθούμε, να ιδωθείτε, να ιδωθούν
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ιδωθείτε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα βλέπομαι, θα βλέπεσαι, θα βλέπεται, θα βλεπόμαστε, θα βλέπεστε, θα βλέπονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ιδωθώ, θα ιδωθείς, θα ιδωθεί, θα ιδωθούμε, θα ιδωθείτε, θα ιδωθούν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ιδωθεί, θα έχεις ιδωθεί, θα έχει ιδωθεί, θα έχουμε ιδωθεί, θα έχετε ιδωθεί, θα έχουν ιδωθεί 
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ιδωθεί, έχεις ιδωθεί, έχει ιδωθεί, έχουμε ιδωθεί, έχετε ιδωθεί, έχουν ιδωθεί
Υποτακτική
να έχω ιδωθεί, να έχεις ιδωθεί, να έχει ιδωθεί, να έχουμε ιδωθεί, να έχετε ιδωθεί, να έχουν ιδωθεί
Μετοχή
ιδωμένος, ιδωμένη, ιδωμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ιδωθεί, είχες ιδωθεί, είχε ιδωθεί, είχαμε ιδωθεί, είχατε ιδωθεί, είχαν(ε) ιδωθεί 
 
Σημειώσεις:
 
Τα κυριότερα ρήματα που δηλώνουν όραση είναι τα βλέπω και κοιτάζω. Το βλέπω είναι το λέξημα που εκφράζει γενικά ότι κάποιος έχει την ικανότητα της όρασης, ότι χωρίς συγκεκριμένο σκοπό ή πρόθεση ή ιδιαίτερη προσπάθεια χρησιμοποιεί την αίσθηση της όρασης. Αντίθετα, το κοιτάζω σημαίνει «στρέφω το βλέμμα μου για να δω», επομένως υπονοεί σκοπό. Έτσι, λέμε τον κοίταξε στα μάτια (όχι: τον είδε στα μάτια), αλλά τον είδε που έφυγε (όχι: τον κοίταξε που έφυγε).
Επιπλέον, μια σειρά άλλων ρημάτων συνδέονται με την όραση με διάφορους τρόπους. Με την έννοια του τρόπου με τον οποίο βλέπει κανείς είναι περισσότερο συνδεδεμένα τα θωρώ, ατενίζω, παρατηρώ, προσέχω, παρακολουθώ, διακρίνω και χαζεύω. Συγκεκριμένα, το λαϊκό θωρώ σημαίνει «στρέφω το βλέμμα μου για να δω». Το ατενίζω σημαίνει «καρφώνω και κρατώ το βλέμμα μου προσηλωμένο κάπου». Όταν αυτό γίνεται με κάποια προσπάθεια, δηλώνεται με το διακρίνω, ενώ όταν γίνεται με συγκέντρωση, προσοχή και σταδιακό τρόπο, δηλώνεται από τα ρήματα προσέχω, παρατηρώ και παρακολουθώ. Το χαζεύω δηλώνει σαφώς την απουσία συγκεκριμένου σκοπού.  
Τέλος, με την έννοια του τόπου συνδέονται περισσότερο τα αντικρίζω, αγναντεύω, επισκοπώ. Συγκεκριμένα, αν βλέπω απέναντι ή μπροστά μου, αν προσδιορίζεται δηλαδή ο συγκεκριμένος τόπος (ή κατεύθυνση), χρησιμοποιείται το αντικρίζω∙ αν βλέπω μακριά, σε απόσταση, τότε το αγναντεύω∙ και αν βλέπω από πάνω και εποπτεύω, τότε το επισκοπώ.
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «επιβάλλω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «επιβάλλω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
επιβάλλω, επιβάλλεις, επιβάλλει, επιβάλλουμε, επιβάλλετε, επιβάλλουν
Υποτακτική
να επιβάλλω, να επιβάλλεις, να επιβάλλει, να επιβάλλουμε, να επιβάλλετε, να επιβάλλουν
Προστακτική
β΄ ενικό: επίβαλλε – β΄ πληθυντικό: επιβάλλετε  
Μετοχή
επιβάλλοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
επέβαλλα, επέβαλλες, επέβαλλε, επιβάλλαμε, επιβάλλατε, επέβαλλαν
 
Αόριστος
Οριστική
επέβαλα, επέβαλες, επέβαλε, επιβάλαμε, επιβάλατε, επέβαλαν
Υποτακτική
να επιβάλω, να επιβάλεις, να επιβάλει, να επιβάλουμε, να επιβάλετε, να επιβάλουν
Προστακτική
β΄ ενικό: επίβαλε – β΄ πληθυντικό: επιβάλετε  
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επιβάλλω, θα επιβάλλεις, θα επιβάλλει, θα επιβάλλουμε, θα επιβάλλετε, θα επιβάλλουν
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επιβάλω, θα επιβάλεις, θα επιβάλει, θα επιβάλουμε, θα επιβάλετε, θα επιβάλουν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω επιβάλει, θα έχεις επιβάλει, θα έχει επιβάλει, θα έχουμε επιβάλει, θα έχετε επιβάλει, θα έχουν επιβάλει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω επιβάλει, έχεις επιβάλει, έχει επιβάλει, έχουμε επιβάλει, έχετε επιβάλει, έχουν επιβάλει
Υποτακτική
να έχω επιβάλει, να έχεις επιβάλει, να έχει επιβάλει, να έχουμε επιβάλει, να έχετε επιβάλει, να έχουν επιβάλει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα επιβάλει, είχες επιβάλει, είχε επιβάλει, είχαμε επιβάλει, είχατε επιβάλει, είχαν(ε) επιβάλει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
επιβάλλομαι, επιβάλλεσαι, επιβάλλεται, επιβαλλόμαστε, επιβάλλεστε, επιβάλλονται 
Υποτακτική
να επιβάλλομαι, να επιβάλλεσαι, να επιβάλλεται, να επιβαλλόμαστε, να επιβάλλεστε, να επιβάλλονται 
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: επιβάλλεστε
Μετοχή
επιβαλλόμενος, επιβαλλόμενη, επιβαλλόμενο   
 
Παρατατικός
Οριστική
επιβαλλόμουν, επιβαλλόσουν, επιβαλλόταν, επιβαλλόμαστε, επιβαλλόσαστε, επιβάλλονταν
(& επιβαλλόμουνα, επιβαλλόσουνα, επιβαλλότανε)
 
Αόριστος
Οριστική
επιβλήθηκα, επιβλήθηκες, επιβλήθηκε, επιβληθήκαμε, επιβληθήκατε, επιβλήθηκαν
Υποτακτική
να επιβληθώ, να επιβληθείς, να επιβληθεί, να επιβληθούμε, να επιβληθείτε, να επιβληθούν
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: επιβληθείτε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επιβάλλομαι, θα επιβάλλεσαι, θα επιβάλλεται, θα επιβαλλόμαστε, θα επιβάλλεστε, θα επιβάλλονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επιβληθώ, θα επιβληθείς, θα επιβληθεί, θα επιβληθούμε, θα επιβληθείτε, θα επιβληθούν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω επιβληθεί, θα έχεις επιβληθεί, θα έχει επιβληθεί, θα έχουμε επιβληθεί, θα έχετε επιβληθεί, θα έχουν επιβληθεί 
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω επιβληθεί, έχεις επιβληθεί, έχει επιβληθεί, έχουμε επιβληθεί, έχετε επιβληθεί, έχουν επιβληθεί
Υποτακτική
να έχω επιβληθεί, να έχεις επιβληθεί, να έχει επιβληθεί, να έχουμε επιβληθεί, να έχετε επιβληθεί, να έχουν επιβληθεί
Μετοχή
επιβεβλημένος, επιβεβλημένη, επιβεβλημένο  
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα επιβληθεί, είχες επιβληθεί, είχε επιβληθεί, είχαμε επιβληθεί, είχατε επιβληθεί, είχαν(ε) επιβληθεί 
 
Σημειώσεις:
 
1. Η ορθογραφία του ρήματος επιβάλλω διέπεται από τον εξής απλό μνημόνικο κσνόνα: μια φορά = ένα λ, πολλές φορές = δύο λ. Ειδικότερα:
Με δύο -λ- γράφεται το ρήμα, εφόσον δηλώνεται διάρκεια ή επανάληψη (δηλ. στον Ενεστώτα, Παρατατικό και Εξακολουθητικό Μέλλοντα): επιβάλλω – επέβαλλα – θα επιβάλλω.
Με ένα -λ- γράφεται το ρήμα, εφόσον δηλώνεται στιγμιαία ή συντελεσμένη πράξη (δηλ. στον Αόριστο, τον Στιγμιαίο Μέλλοντα και στους συντελικούς χρόνους): επέβαλα – θα επιβάλω – έχω / είχα / θα έχω επιβάλει.
 
Μια φορά = -λ- (π.χ. Κατάφερε να επιβάλει την τάξη – Τελικά επέβαλε την τάξη)
Πολλές φορές = -λλ- (π.χ. Συνεχώς επιβάλλουν / επέβαλλαν νέα μέτρα).
 
2. Μετοχή μεσοπαθητικού Παρακειμένου. Τα σύνθετα του ρήματος βάλλω σχηματίζουν τη μετοχή μεσοπαθητικού Παρακειμένου με αναδιπλασιασμό (δηλ. επανάληψη του αρχικού συμφώνου του ρήματος + φωνήεν + ε) κληρονομημένο από την Αρχαία Ελληνική: επιβάλλω – επιβεβλημένος.
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.
 

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εισάγω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εισάγω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εισάγω, εισάγεις, εισάγει, εισάγουμε, εισάγετε, εισάγουν
Υποτακτική
να εισάγω, να εισάγεις, να εισάγει, να εισάγουμε, να εισάγετε, να εισάγουν
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εισάγετε
Μετοχή
εισάγοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
εισήγα, εισήγες, εισήγε, εισήγαμε, εισήγατε, εισήγαν
 
Αόριστος
Οριστική
εισήγαγα, εισήγαγες, εισήγαγε, εισαγάγαμε, εισαγάγατε, εισήγαγαν
Υποτακτική
να εισαγάγω, να εισαγάγεις, να εισαγάγει, να εισαγάγουμε, να εισαγάγετε, να εισαγάγουν
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εισαγάγετε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εισάγω, θα εισάγεις, θα εισάγει, θα εισάγουμε, θα εισάγετε, θα εισάγουν
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εισαγάγω, θα εισαγάγεις, θα εισαγάγει, θα εισαγάγουμε, θα εισαγάγετε, θα εισαγάγουν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εισαγάγει, θα έχεις εισαγάγει, θα έχει εισαγάγει, θα έχουμε εισαγάγει, θα έχετε εισαγάγει, θα έχουν εισαγάγει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εισαγάγει, έχεις εισαγάγει, έχει εισαγάγει, έχουμε εισαγάγει, έχετε εισαγάγει, έχουν εισαγάγει
Υποτακτική
να έχω εισαγάγει, να έχεις εισαγάγει, να έχει εισαγάγει, να έχουμε εισαγάγει, να έχετε εισαγάγει, να έχουν εισαγάγει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εισαγάγει, είχες εισαγάγει, είχε εισαγάγει, είχαμε εισαγάγει, είχατε εισαγάγει, είχαν(ε) εισαγάγει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εισάγομαι, εισάγεσαι, εισάγεται, εισαγόμαστε, εισάγεστε, εισάγονται  
Υποτακτική
να εισάγομαι, να εισάγεσαι, να εισάγεται, να εισαγόμαστε, να εισάγεστε, να εισάγονται 
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εισάγεστε
Μετοχή
εισαγόμενος  
 
Παρατατικός
Οριστική
εισαγόμουν, εισαγόσουν, εισαγόταν, εισαγόμαστε, εισαγόσαστε, εισάγονταν
(& εισαγόμουνα, εισαγόσουνα, εισαγότανε)
 
Αόριστος
Οριστική
εισήχθη, εισήχθης, εισήχθη, εισήχθημεν, εισήχθητε, εισήχθησαν
Υποτακτική
να εισαχθώ, να εισαχθείς, να εισαχθεί, να εισαχθούμε, να εισαχθείτε, να εισαχθούν
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εισαχθείτε  
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εισάγομαι, θα εισάγεσαι, θα εισάγεται, θα εισαγόμαστε, θα εισάγεστε, θα εισάγονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εισαχθώ, θα εισαχθείς, θα εισαχθεί, θα εισαχθούμε, θα εισαχθείτε, θα εισαχθούν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εισαχθεί, θα έχεις εισαχθεί, θα έχει εισαχθεί, θα έχουμε εισαχθεί, θα έχετε εισαχθεί, θα έχουν εισαχθεί  
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εισαχθεί, έχεις εισαχθεί, έχει εισαχθεί, έχουμε εισαχθεί, έχετε εισαχθεί, έχουν εισαχθεί
Υποτακτική
να έχω εισαχθεί, να έχεις εισαχθεί, να έχει εισαχθεί, να έχουμε εισαχθεί, να έχετε εισαχθεί, να έχουν εισαχθεί
Μετοχή
εισηγμένος
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εισαχθεί, είχες εισαχθεί, είχε εισαχθεί, είχαμε εισαχθεί, είχατε εισαχθεί, είχαν(ε) εισαχθεί  
 
Σημειώσεις:
 
1. Το ρήμα εισάγω ανήκει στα λίγα ρήματα της Νέας Ελληνικής που κατά κανόνα διατηρούν τη χρονική ή φωνηεντική αύξηση στους παρελθοντικούς χρόνους (Παρατατικό και Αόριστο). Η χρονική αύξηση γράφεται πάντοτε με -η- και διατηρείται μόνο εφόσον τονίζεται (Παρατατικός: εισήγα, εισήγες, εισήγε, εισήγαμε, εισήγατε, εισήγαν – Αόριστος: εισήγαγα, εισήγαγες, εισήγαγε, εισήγαγαν).
 
2. Μεσοπαθητικός αόριστος: Ο μεσοπαθητικός αόριστος του λόγιου ρήματος άγω είναι σπάνιος και, όταν χρησιμοποιείται, συνήθως συναντάται με τις αρχαίες καταλήξεις του παθητικού αορίστου: ήχθην, ήχθης, ήχθη – ήχθημεν, ήχθητε, ήχθησαν. Το ίδιο ισχύει και για τα σύνθετά του, τα οποία χρησιμοποιούνται περισσότερο, π.χ. εισήχθη, προήχθη, απήχθη κ.ά.
 
3. Μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου: Τα σύνθετα του ρήματος άγω σχηματίζουν τη μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου με χρονική αύξηση (δηλαδή έκταση του α- σε η-, κληρονομημένη από την Αρχαία Ελληνική: εισάγω = εισηγμένος, προάγω = προηγμένος, συνάγω = συνηγμένος.
 
4. –άγω, -αγάγω. Το ρήμα άγω χρησιμοποιείται στη σύγχρονη Ελληνική ως σύνθετο με προθέσεις. Αξίζει να επισημανθεί η δυσκολία που προκύπτει συνήθως και που γεννά συχνά λάθη στη χρήση κυρίως των τύπων με θα / να (μέλλοντας και υποτακτικές ενεστώτα – αορίστου): πότε λέμε θα εισάγει και πότε θα εισαγάγει∙ πότε να διεξάγουμε και πότε να διεξαγάγουμε. Μνημονικά και πρακτικά, για να αντιμετωπίσουμε τη δυσκολία αρκεί να θυμόμαστε ότι οι διπλασιασμένοι τύποι με το αγαγ- χρησιμοποιούνται για πράξη στιγμιαία, συνοπτική, μη επαναλαμβανόμενη («μία φορά»)∙ αντιθέτως, οι αδιπλασίαστοι τύποι με το αγ- (μη συνοπτικοί) χρησιμοποιούνται για πράξη συνεχή, συχνή, επαναλαμβανόμενη («πολλές φορές»).
Παραδείγματα:
(πολλές φορές) Η αντιπροσωπεία θα εισάγει αυτοκίνητα από τη Γερμανία κάθε χρόνο.
(μία φορά) Η αντιπροσωπεία φέτος θα εισαγάγει αυτοκίνητα από τη Γερμανία.
 
- Με τα έχω / είχα / θα έχω χρησιμοποιείται πάντα ο διπλασιασμένος τύπος: έχω εισαγάγει, είχε παραγάγει, θα είχες εξαγάγει. Αντιθέτως, όταν δεν υπάρχει τίποτε μπροστά από το ρήμα, χρησιμοποιείται πάντοτε ο τύπος αγ-: εισάγει αυτοκίνητα, παράγουμε προϊόντα, διεξάγουμε ανάκριση.
Το αγαγ- δεν χρησιμοποιείται για επανάληψη, συνέχεια διάρκεια.
 
- Πολλοί ομιλητές πλέον χρησιμοποιούν τους αδόκιμους συνοπτικούς τύπους σε –άξω για μερικά σύνθετα του άγω (π.χ. θα / να παράξω κ.λπ.). Αξίζει να επισημανθεί όμως ότι για σύνθετα του άγω με την πρόθεση εξ (εξάγω, διεξάγω) θα σχηματίζονταν τύποι θα εξάξω και θα διεξάξω, που είναι όντως κακόηχοι.
 
Σύνθετα με το άγω:
α) με μία πρόθεση: ανάγω,  απάγω, διάγω, εισάγω, ενάγω, εξάγω, κατάγω, παράγω, περιάγω, προάγω, προσάγω, συνάγω, υπάγω
β) με δύο προθέσεις: αναπαράγω, διεξάγω, παρεισάγω, υπεισάγω. 
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.
 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...