Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συντηρώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Greg Joens

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συντηρώ»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
συντηρώ, συντηρείς, συντηρεί, συντηρούμε, συντηρείτε, συντηρούν (ή συντηρούνε)
Υποτακτική
να συντηρώ, να συντηρείς, να συντηρεί, να συντηρούμε, να συντηρείτε, να συντηρούν (ή να συντηρούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συντηρείτε
Μετοχή
συντηρώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
συντηρούσα, συντηρούσες, συντηρούσε, συντηρούσαμε, συντηρούσατε, συντηρούσαν (ή συντηρούσανε)
 
Αόριστος
Οριστική
συντήρησα, συντήρησες, συντήρησε, συντηρήσαμε, συντηρήσατε, συντήρησαν (ή συντηρήσανε)
Υποτακτική
να συντηρήσω, να συντηρήσεις, να συντηρήσει, να συντηρήσουμε, να συντηρήσετε, να συντηρήσουν (ή να συντηρήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: συντήρησε – β΄ πληθυντικό: συντηρήστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συντηρώ, θα συντηρείς, θα συντηρεί, θα συντηρούμε, θα συντηρείτε, θα συντηρούν (ή θα συντηρούνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συντηρήσω, θα συντηρήσεις, θα συντηρήσει, θα συντηρήσουμε, θα συντηρήσετε, θα συντηρήσουν (ή θα συντηρήσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συντηρήσει, θα έχεις συντηρήσει, θα έχει συντηρήσει, θα έχουμε συντηρήσει, θα έχετε συντηρήσει, θα έχουν(ε) συντηρήσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συντηρήσει, έχεις συντηρήσει, έχει συντηρήσει, έχουμε συντηρήσει, έχετε συντηρήσει, έχουν(ε) συντηρήσει
Υποτακτική
να έχω συντηρήσει, να έχεις συντηρήσει, να έχει συντηρήσει, να έχουμε συντηρήσει, να έχετε συντηρήσει, να έχουν(ε) συντηρήσει
Μετοχή
---
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συντηρήσει, είχες συντηρήσει, είχε συντηρήσει, είχαμε συντηρήσει, είχατε συντηρήσει, είχαν(ε) συντηρήσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
συντηρούμαι, συντηρείσαι, συντηρείται, συντηρούμαστε, συντηρείστε, συντηρούνται
Υποτακτική
να συντηρούμαι, να συντηρείσαι, να συντηρείται, να συντηρούμαστε, να συντηρείστε, να συντηρούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συντηρείστε
Μετοχή
συντηρούμενος, συντηρούμενη, συντηρούμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
συντηρούμουν, συντηρούσουν, συντηρούνταν, συντηρούμασταν ή συντηρούμαστε, συντηρούσασταν ή συντηρούσαστε, συντηρούνταν
 
Αόριστος
Οριστική
συντηρήθηκα, συντηρήθηκες, συντηρήθηκε, συντηρηθήκαμε, συντηρηθήκατε, συντηρήθηκαν ή συντηρηθήκανε
Υποτακτική
να συντηρηθώ, να συντηρηθείς, να συντηρηθεί, να συντηρηθούμε, να συντηρηθείτε, να συντηρηθούν ή να συντηρηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: συντηρήσου - β΄ πληθυντικό: συντηρηθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συντηρούμαι, θα συντηρείσαι, θα συντηρείται, θα συντηρούμαστε, θα συντηρείστε, θα συντηρούνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συντηρηθώ, θα συντηρηθείς, θα συντηρηθεί, θα συντηρηθούμε, θα συντηρηθείτε, θα συντηρηθούν ή θα συντηρηθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συντηρηθεί, θα έχεις συντηρηθεί, θα έχει συντηρηθεί, θα έχουμε συντηρηθεί, θα έχετε συντηρηθεί, θα έχουν(ε) συντηρηθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συντηρηθεί, έχεις συντηρηθεί, έχει συντηρηθεί, έχουμε συντηρηθεί, έχετε συντηρηθεί, έχουν(ε) συντηρηθεί
Υποτακτική
να έχω συντηρηθεί, να έχεις συντηρηθεί, να έχει συντηρηθεί, να έχουμε συντηρηθεί, να έχετε συντηρηθεί, να έχουν(ε) συντηρηθεί
Μετοχή
συντηρημένος, συντηρημένη, συντηρημένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συντηρηθεί, είχες συντηρηθεί, είχε συντηρηθεί, είχαμε συντηρηθεί, είχατε συντηρηθεί, είχαν(ε) συντηρηθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συμμετέχω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Flo Karp

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συμμετέχω»
 
Ενεστώτας
Οριστική
συμμετέχω, συμμετέχεις, συμμετέχει, συμμετέχουμε, συμμετέχετε, συμμετέχουν (ή συμμετέχουνε)
Υποτακτική
να συμμετέχω, να συμμετέχεις, να συμμετέχει, να συμμετέχουμε, να συμμετέχετε, να συμμετέχουν (ή να συμμετέχουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: συμμέτεχε – β΄ πληθυντικό: συμμετέχετε
Μετοχή
συμμετέχοντας (& συμμετέχων, συμμετέχουσα, συμμετέχον)
 
Παρατατικός
Οριστική
συμμετείχα, συμμετείχες, συμμετείχε, συμμετείχαμε, συμμετείχατε, συμμετείχαν ή συμμετείχανε
 
Αόριστος
Οριστική
συμμετείχα, συμμετείχες, συμμετείχε, συμμετείχαμε, συμμετείχατε, συμμετείχαν ή συμμετείχανε
Υποτακτική
να συμμετάσχω, να συμμετάσχεις, να συμμετάσχει, να συμμετάσχουμε, να συμμετάσχετε, να συμμετάσχουν ή να συμμετάσχουνε
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συμμετάσχετε    
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συμμετέχω, θα συμμετέχεις, θα συμμετέχει, θα συμμετέχουμε, θα συμμετέχετε, θα συμμετέχουν (ή θα συμμετέχουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συμμετάσχω, θα συμμετάσχεις, θα συμμετάσχει, θα συμμετάσχουμε, θα συμμετάσχετε, θα συμμετάσχουν ή θα συμμετάσχουνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συμμετάσχει, θα έχεις συμμετάσχει, θα έχει συμμετάσχει, θα έχουμε συμμετάσχει, θα έχετε συμμετάσχει, θα έχουν(ε) συμμετάσχει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συμμετάσχει, έχεις συμμετάσχει, έχει συμμετάσχει, έχουμε συμμετάσχει, έχετε συμμετάσχει, έχουν(ε) συμμετάσχει
Υποτακτική
να έχω συμμετάσχει, να έχεις συμμετάσχει, να έχει συμμετάσχει, να έχουμε συμμετάσχει, να έχετε συμμετάσχει, να έχουν(ε) συμμετάσχει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συμμετάσχει, είχες συμμετάσχει, είχε συμμετάσχει, είχαμε συμμετάσχει, είχατε συμμετάσχει, είχαν(ε) συμμετάσχει
 
Σημείωση: θα / να συμμετέχω – θα / να συμμετάσχω. Όλο και περισσότεροι ομιλητές της Ελληνικής αμελούν στον προφορικό τους λόγο τη διάκριση μεταξύ των «θα / να συμμετέχω» και «θα / να συμμετάσχω», προτιμώντας το συμμετέχω και στις δύο περιπτώσεις· λένε π.χ. σωστά: Καλό είναι οι μαθητές να συμμετέχουν ενεργά στις δραστηριότητες που έχει προγραμματίσει για φέτος το σχολείο, αλλά και λανθασμένα: Οι μαθητές θα συμμετέχουν (αντί: συμμετάσχουν) ενεργά στην εκπαιδευτική δραστηριότητα της επόμενης εβδομάδας.
Ωστόσο, το θα / να συμμετέχω δηλώνει διάρκεια ή επανάληψη, ότι κάποιος θα λαμβάνει μέρος σε κάτι τακτικά, συχνά, γενικά ή χωρίς καθορισμένο χρόνο στο μέλλον, ενώ το να / θα συμμετάσχω δηλώνει κάτι συνοπτικό, ασχέτως διάρκειας, με έμφαση στο γεγονός παρά στον χρόνο. Συνεπώς, σωστό είναι να πούμε: Αποφάσισα να συμμετάσχω στον διαγωνισμό (όχι να συμμετέχω, αφού ο διαγωνισμός θα διεξαχθεί συγκεκριμένη ημέρα και ώρα) – Πολλοί τραγουδιστές θα συμμετάσχουν στην αντιπολεμική συναυλία της ερχόμενης εβδομάδας – Θέλει να συμμετέχει στις εκδηλώσεις του σωματείου (γενικά, όποτε διοργανώνονται) – Μου αρέσει να συμμετέχω στους κοινωνικούς αγώνες (γενικά, όποτε γίνονται) κ.λπ.
Αντιστοίχως, ο παρακείμενος, ο υπερσυντέλικος και ο συντελεσμένος μέλλοντας σχηματίζονται με το συμμετάσχει: έχω / είχα / θα έχω συμμετάσχει (είναι λάθος το έχω *συμμετέχει).
Η διάκριση των δύο τύπων έχει καταστεί προβληματική, επειδή στο κλιτικό σύστημα της Νεοελληνικής το –σχω του ρήματος έχω συνιστά απόκλιση (είναι ανώμαλο ρήμα), κάτι που επηρεάζει τα σύνθετα μετέχω (μετάσχω), συμμετέχω (συμμετάσχω), κατέχω (κατάσχω). Επίσης, ο μορφολογικός σχηματισμός σε –σχω αποτελεί στοιχείο της λόγιας γλώσσας.
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συσπειρώνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Jutta Maria Pusl

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συσπειρώνω»
 
(συσπειρώνω: μαζεύω κάτι σπειροειδώς – κάνω πλήθος ανθρώπων να ενωθεί γύρω από κόμμα, άνθρωπο κ.λπ., ώστε να αποτελέσουν ένα συμπαγές σύνολο)
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
συσπειρώνω, συσπειρώνεις, συσπειρώνει, συσπειρώνουμε, συσπειρώνετε, συσπειρώνουν (ή συσπειρώνουνε)
Υποτακτική
να συσπειρώνω, να συσπειρώνεις, να συσπειρώνει, να συσπειρώνουμε, να συσπειρώνετε, να συσπειρώνουν (ή να συσπειρώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: συσπείρωνε – β΄ πληθυντικό: συσπειρώνετε
Μετοχή
συσπειρώνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
συσπείρωνα, συσπείρωνες, συσπείρωνε, συσπειρώναμε, συσπειρώνατε, συσπείρωναν ή συσπειρώνανε
 
Αόριστος
Οριστική
συσπείρωσα, συσπείρωσες, συσπείρωσε, συσπειρώσαμε, συσπειρώσατε, συσπείρωσαν ή συσπειρώσανε
Υποτακτική
να συσπειρώσω, να συσπειρώσεις, να συσπειρώσει, να συσπειρώσουμε, να συσπειρώσετε, να συσπειρώσουν (ή να συσπειρώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: συσπείρωσε – β΄ πληθυντικό: συσπειρώστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συσπειρώνω, θα συσπειρώνεις, θα συσπειρώνει, θα συσπειρώνουμε, θα συσπειρώνετε, θα συσπειρώνουν (ή θα συσπειρώνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συσπειρώσω, θα συσπειρώσεις, θα συσπειρώσει, θα συσπειρώσουμε, θα συσπειρώσετε, θα συσπειρώσουν (ή θα συσπειρώσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συσπειρώσει, θα έχεις συσπειρώσει, θα έχει συσπειρώσει, θα έχουμε συσπειρώσει, θα έχετε συσπειρώσει, θα έχουν(ε) συσπειρώσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συσπειρώσει, έχεις συσπειρώσει, έχει συσπειρώσει, έχουμε συσπειρώσει, έχετε συσπειρώσει, έχουν(ε) συσπειρώσει
Υποτακτική
να έχω συσπειρώσει, να έχεις συσπειρώσει, να έχει συσπειρώσει, να έχουμε συσπειρώσει, να έχετε συσπειρώσει, να έχουν(ε) συσπειρώσει
Μετοχή
έχοντας συσπειρώσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συσπειρώσει, είχες συσπειρώσει, είχε συσπειρώσει, είχαμε συσπειρώσει, είχατε συσπειρώσει, είχαν(ε) συσπειρώσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
συσπειρώνομαι, συσπειρώνεσαι, συσπειρώνεται, συσπειρωνόμαστε, συσπειρώνεστε, συσπειρώνονται
Υποτακτική
να συσπειρώνομαι, να συσπειρώνεσαι, να συσπειρώνεται, να συσπειρωνόμαστε, να συσπειρώνεστε, να συσπειρώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συσπειρώνεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
συσπειρωνόμουν, συσπειρωνόσουν, συσπειρωνόταν, συσπειρωνόμαστε, συσπειρωνόσαστε, συσπειρώνονταν
(& συσπειρωνόμουνα, συσπειρωνόσουνα, συσπειρωνότανε, συσπειρωνόμασταν, συσπειρωνόσασταν, συσπειρωνόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
συσπειρώθηκα, συσπειρώθηκες, συσπειρώθηκε, συσπειρωθήκαμε, συσπειρωθήκατε, συσπειρώθηκαν (ή συσπειρωθήκανε)
Υποτακτική
να συσπειρωθώ, να συσπειρωθείς, να συσπειρωθεί, να συσπειρωθούμε, να συσπειρωθείτε, να συσπειρωθούν (ή να συσπειρωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: συσπειρώσου – β΄ πληθυντικό: συσπειρωθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συσπειρώνομαι, θα συσπειρώνεσαι, θα συσπειρώνεται, θα συσπειρωνόμαστε, θα συσπειρώνεστε, θα συσπειρώνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συσπειρωθώ, θα συσπειρωθείς, θα συσπειρωθεί, θα συσπειρωθούμε, θα συσπειρωθείτε, θα συσπειρωθούν (ή θα συσπειρωθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συσπειρωθεί, θα έχεις συσπειρωθεί, θα έχει συσπειρωθεί, θα έχουμε συσπειρωθεί, θα έχετε συσπειρωθεί, θα έχουν(ε) συσπειρωθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συσπειρωθεί, έχεις συσπειρωθεί, έχει συσπειρωθεί, έχουμε συσπειρωθεί, έχετε συσπειρωθεί, έχουν(ε) συσπειρωθεί
Υποτακτική
να έχω συσπειρωθεί, να έχεις συσπειρωθεί, να έχει συσπειρωθεί, να έχουμε συσπειρωθεί, να έχετε συσπειρωθεί, να έχουν(ε) συσπειρωθεί
Μετοχή
συσπειρωμένος, συσπειρωμένη, συσπειρωμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συσπειρωθεί, είχες συσπειρωθεί, είχε συσπειρωθεί, είχαμε συσπειρωθεί, είχατε συσπειρωθεί, είχαν(ε) συσπειρωθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «στοιβάζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Allan Swart

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «στοιβάζω»
 
(στοιβάζω: τοποθετώ πράγματα σε στοίβες)
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
στοιβάζω, στοιβάζεις, στοιβάζει, στοιβάζουμε, στοιβάζετε, στοιβάζουν ή στοιβάζουνε
Υποτακτική
να στοιβάζω, να στοιβάζεις, να στοιβάζει, να στοιβάζουμε, να στοιβάζετε, να στοιβάζουν ή να στοιβάζουνε
Προστατική
β΄ ενικό: στοίβαζε – β΄ πληθυντικό: στοιβάζετε
Μετοχή
στοιβάζοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
στοίβαζα, στοίβαζες, στοίβαζε, στοιβάζαμε, στοιβάζατε, στοίβαζαν ή στοιβάζανε
 
Αόριστος
Οριστική
στοίβαξα, στοίβαξες, στοίβαξε, στοιβάξαμε, στοιβάξατε, στοίβαξαν ή στοιβάξανε
Υποτακτική
να στοιβάξω, να στοιβάξεις, να στοιβάξει, να στοιβάξουμε, να στοιβάξετε, να στοιβάξουν ή να στοιβάξουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: στοίβαξε – β΄ πληθυντικό: στοιβάξτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στοιβάζω, θα στοιβάζεις, θα στοιβάζει, θα στοιβάζουμε, θα στοιβάζετε, θα στοιβάζουν ή θα στοιβάζουνε
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στοιβάξω, θα στοιβάξεις, θα στοιβάξει, θα στοιβάξουμε, θα στοιβάξετε, θα στοιβάξουν ή θα στοιβάξουνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω στοιβάξει, θα έχεις στοιβάξει, θα έχει στοιβάξει, θα έχουμε στοιβάξει, θα έχετε στοιβάξει, θα έχουν(ε) στοιβάξει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω στοιβάξει, έχεις στοιβάξει, έχει στοιβάξει, έχουμε στοιβάξει, έχετε στοιβάξει, έχουν(ε) στοιβάξει
Υποτακτική
να έχω στοιβάξει, να έχεις στοιβάξει, να έχει στοιβάξει, να έχουμε στοιβάξει, να έχετε στοιβάξει, να έχουν(ε) στοιβάξει
Μετοχή
έχοντας στοιβάξει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα στοιβάξει, είχες στοιβάξει, είχε στοιβάξει, είχαμε στοιβάξει, είχατε στοιβάξει, είχαν(ε) στοιβάξει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
στοιβάζομαι, στοιβάζεσαι, στοιβάζεται, στοιβαζόμαστε, στοιβάζεστε, στοιβάζονται
Υποτακτική
να στοιβάζομαι, να στοιβάζεσαι, να στοιβάζεται, να στοιβαζόμαστε, να στοιβάζεστε, να στοιβάζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: στοιβάζεστε
Μετοχή
στοιβαζόμενος, στοιβαζόμενη, στοιβαζόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
στοιβαζόμουν, στοιβαζόσουν, στοιβαζόταν, στοιβαζόμαστε, στοιβαζόσαστε, στοιβάζονταν
(& στοιβαζόμουνα, στοιβαζόσουνα, στοιβαζότανε, στοιβαζόμασταν, στοιβαζόσασταν, στοιβαζόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
στοιβάχτηκα, στοιβάχτηκες, στοιβάχτηκε, στοιβαχτήκαμε, στοιβαχτήκατε, στοιβάχτηκαν ή στοιβαχτήκανε
Υποτακτική
να στοιβαχτώ, να στοιβαχτείς, να στοιβαχτεί, να στοιβαχτούμε, να στοιβαχτείτε, να στοιβαχτούν ή να στοιβαχτούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: στοιβάξου – β΄ πληθυντικό: στοιβαχτείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στοιβάζομαι, θα στοιβάζεσαι, θα στοιβάζεται, θα στοιβαζόμαστε, θα στοιβάζεστε, θα στοιβάζονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στοιβαχτώ, θα στοιβαχτείς, θα στοιβαχτεί, θα στοιβαχτούμε, θα στοιβαχτείτε, θα στοιβαχτούν ή θα στοιβαχτούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω στοιβαχτεί, θα έχεις στοιβαχτεί, θα έχει στοιβαχτεί, θα έχουμε στοιβαχτεί, θα έχετε στοιβαχτεί, θα έχουν(ε) στοιβαχτεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω στοιβαχτεί, έχεις στοιβαχτεί, έχει στοιβαχτεί, έχουμε στοιβαχτεί, έχετε στοιβαχτεί, έχουν(ε) στοιβαχτεί
Υποτακτική
να έχω στοιβαχτεί, να έχεις στοιβαχτεί, να έχει στοιβαχτεί, να έχουμε στοιβαχτεί, να έχετε στοιβαχτεί, να έχουν(ε) στοιβαχτεί
Μετοχή
στοιβαγμένος, στοιβαγμένη, στοιβαγμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα στοιβαχτεί, είχες στοιβαχτεί, είχε στοιβαχτεί, είχαμε στοιβαχτεί, είχατε στοιβαχτεί, είχαν(ε) στοιβαχτεί
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...