Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διεξάγω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
 
Corporate Art Task Force

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διεξάγω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
διεξάγω, διεξάγεις, διεξάγει, διεξάγουμε, διεξάγετε, διεξάγουν ή διεξάγουνε
Υποτακτική
να διεξάγω, να διεξάγεις, να διεξάγει, να διεξάγουμε, να διεξάγετε, να διεξάγουν ή να διεξάγουνε
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: διεξάγετε
Μετοχή
διεξάγοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
διεξήγα, διεξήγες, διεξήγε, διεξήγαμε, διεξήγατε, διεξήγαν ή διεξήγανε
 
Αόριστος
Οριστική
διεξήγαγα, διεξήγαγες, διεξήγαγε, διεξαγάγαμε, διεξαγάγατε, διεξήγαγαν
Υποτακτική
να διεξαγάγω, να διεξαγάγεις, να διεξαγάγει, να διεξαγάγουμε, να διεξαγάγετε, να διεξαγάγουν
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: διεξαγάγετε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διεξάγω, θα διεξάγεις, θα διεξάγει, θα διεξάγουμε, θα διεξάγετε, θα διεξάγουν ή θα διεξάγουνε
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διεξαγάγω, θα διεξαγάγεις, θα διεξαγάγει, θα διεξαγάγουμε, θα διεξαγάγετε, θα διεξαγάγουν ή θα διεξαγάγουνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διεξαγάγει, θα έχεις διεξαγάγει, θα έχει διεξαγάγει, θα έχουμε διεξαγάγει, θα έχετε διεξαγάγει, θα έχουν(ε) διεξαγάγει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διεξαγάγει, έχεις διεξαγάγει, έχει διεξαγάγει, έχουμε διεξαγάγει, έχετε διεξαγάγει, έχουν(ε) διεξαγάγει
Υποτακτική
να έχω διεξαγάγει, να έχεις διεξαγάγει, να έχει διεξαγάγει, να έχουμε διεξαγάγει, να έχετε διεξαγάγει, να έχουν(ε) διεξαγάγει
Μετοχή
έχοντας διεξαγάγει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διεξαγάγει, είχες διεξαγάγει, είχε διεξαγάγει, είχαμε διεξαγάγει, είχατε διεξαγάγει, είχαν(ε) διεξαγάγει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
διεξάγομαι, διεξάγεσαι, διεξάγεται, διεξαγόμαστε, διεξάγεστε, διεξάγονται 
Υποτακτική
να διεξάγομαι, να διεξάγεσαι, να διεξάγεται, να διεξαγόμαστε, να διεξάγεστε, να διεξάγονται 
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: διεξάγεστε
Μετοχή
διεξαγόμενος, διεξαγόμενη, διεξαγόμενο   
 
Παρατατικός
Οριστική
διεξαγόμουν, διεξαγόσουν, διεξαγόταν, διεξαγόμαστε, διεξαγόσαστε, διεξάγονταν
(& διεξαγόμουνα, διεξαγόσουνα, διεξαγότανε, διεξαγόμασταν, διεξαγόσασταν, διεξαγόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
διεξήχθη, διεξήχθης, διεξήχθη, διεξήχθημεν, διεξήχθητε, διεξήχθησαν
διεξάχθηκα, διεξάχθηκες, διεξάχθηκε, διεξαχθήκαμε, διεξαχθήκατε, διεξάχθηκαν(ε)
Υποτακτική
να διεξαχθώ, να διεξαχθείς, να διεξαχθεί, να διεξαχθούμε, να διεξαχθείτε, να διεξαχθούν ή να διεξαχθούνε
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: διεξαχθείτε 
Μετοχή
διεξαχθείς, διεξαχθείσα, διεξαχθέν
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διεξάγομαι, θα διεξάγεσαι, θα διεξάγεται, θα διεξαγόμαστε, θα διεξάγεστε, θα διεξάγονται 
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διεξαχθώ, θα διεξαχθείς, θα διεξαχθεί, θα διεξαχθούμε, θα διεξαχθείτε, θα διεξαχθούν ή θα διεξαχθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διεξαχθεί, θα έχεις διεξαχθεί, θα έχει διεξαχθεί, θα έχουμε διεξαχθεί, θα έχετε διεξαχθεί, θα έχουν(ε) διεξαχθεί 
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διεξαχθεί, έχεις διεξαχθεί, έχει διεξαχθεί, έχουμε διεξαχθεί, έχετε διεξαχθεί, έχουν(ε) διεξαχθεί 
Υποτακτική
να έχω διεξαχθεί, να έχεις διεξαχθεί, να έχει διεξαχθεί, να έχουμε διεξαχθεί, να έχετε διεξαχθεί, να έχουν(ε) διεξαχθεί 
Μετοχή
διεξαγμένος, διεξαγμένη, διεξαγμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διεξαχθεί, είχες διεξαχθεί, είχε διεξαχθεί, είχαμε διεξαχθεί, είχατε διεξαχθεί, είχαν(ε) διεξαχθεί 
 
Σημειώσεις:
 
1. Το ρήμα διεξάγω ανήκει στα λίγα ρήματα της Νέας Ελληνικής που κατά κανόνα διατηρούν τη χρονική ή φωνηεντική αύξηση στους παρελθοντικούς χρόνους (Παρατατικό και Αόριστο). Η χρονική αύξηση γράφεται πάντοτε με -η- και διατηρείται μόνο εφόσον τονίζεται (Παρατατικός: διεξήγα, διεξήγες, διεξήγε, διεξήγαμε, διεξήγατε, διεξήγαν – Αόριστος: διεξήγαγα, διεξήγαγες, διεξήγαγε, διεξήγαγαν): Ο αυτοκράτορας διεξήγε συχνά πολέμους με τους γειτονικούς λαούς – Ο αυτοκράτορας διεξήγαγε τρεις πολέμους με τους γειτονικούς λαούς.
 
2. Το διεξάγω σχηματίζει τους συνοπτικούς (μη διαρκείς – μη επαναληπτικούς) και τους συντελικούς (έχω…) τύπους με το θέμα αγαγ-: να/θα/ας διεξαγάγω – έχω/ είχα/θα έχω διεξαγάγει. Αντίθετα, σχηματίζει τους διαρκείς και επαναληπτικούς τύπους με το θέμα αγ-: θα/να/ας διεξάγω. Παραδείγματα: Δεν είναι δυνατόν να διεξάγει συνέχεια πολέμους – Την επόμενη εβδομάδα θα διεξαγάγει μια νέα δημοσκόπηση – Έχει διεξαγάγει μια εντυπωσιακή προεκλογική εκστρατεία. Με την ορολογία της σχολικής γραμματικής, οι αοριστικοί τύποι, ο στιγμιαίος μέλλοντας και οι συντελικοί τύποι (παρακείμενος, υπερσυντέλικος και συντελεσμένος μέλλοντας) της ενεργητικής φωνής του ρήματος σχηματίζονται σε αγαγ-, ενώ οι ενεστωτικοί τύποι, ο παρατατικός και ο εξακολουθητικός μέλλοντας σχηματίζονται με το θέμα αγ-.
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «γελάω - γελώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Science Photo Library

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «γελάω - γελώ»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
γελώ, γελάς, γελά, γελούμε, γελάτε, γελούν ή γελούνε
& γελάω, γελάς, γελάει, γελάμε, γελάτε, γελάνε
Υποτακτική
να γελώ, να γελάς, να γελά, να γελούμε, να γελάτε, να γελούν ή να γελούνε
& να γελάω, να γελάς, να γελάει, να γελάμε, να γελάτε, να γελάνε
Προστακτική
β΄ ενικό: γέλα – β΄ πληθυντικό: γελάτε
Μετοχή
γελώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
γελούσα, γελούσες, γελούσε, γελούσαμε, γελούσατε, γελούσαν (ή γελούσανε)
& γέλαγα, γέλαγες, γέλαγε, γελάγαμε, γελάγατε, γέλαγαν (ή γελάγανε)
 
Αόριστος
Οριστική
γέλασα, γέλασες, γέλασε, γελάσαμε, γελάσατε, γέλασαν (ή γελάσανε)
Υποτακτική
να γελάσω, να γελάσεις, να γελάσει, να γελάσουμε, να γελάσετε, να γελάσουν (ή να γελάσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: γέλασε – β΄ πληθυντικό: γελάστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα γελώ, θα γελάς, θα γελά, θα γελούμε, θα γελάτε, θα γελούν ή θα γελούνε
& θα γελάω, θα γελάς, θα γελάει, θα γελάμε, θα γελάτε, θα γελάνε
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα γελάσω, θα γελάσεις, θα γελάσει, θα γελάσουμε, θα γελάσετε, θα γελάσουν (ή θα γελάσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω γελάσει, θα έχεις γελάσει, θα έχει γελάσει, θα έχουμε γελάσει, θα έχετε γελάσει, θα έχουν(ε) γελάσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω γελάσει, έχεις γελάσει, έχει γελάσει, έχουμε γελάσει, έχετε γελάσει, έχουν(ε) γελάσει
Υποτακτική
να έχω γελάσει, να έχεις γελάσει, να έχει γελάσει, να έχουμε γελάσει, να έχετε γελάσει, να έχουν(ε) γελάσει
Μετοχή
έχοντας γελάσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα γελάσει, είχες γελάσει, είχε γελάσει, είχαμε γελάσει, είχατε γελάσει, είχαν/είχανε γελάσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
γελιέμαι, γελιέσαι, γελιέται, γελιόμαστε, γελιέστε, γελιούνται
Υποτακτική
να γελιέμαι, να γελιέσαι, να γελιέται, να γελιόμαστε, να γελιέστε, να γελιούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: γελιέστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
γελιόμουν, γελιόσουν, γελιόταν, γελιόμαστε, γελιόσαστε, γελιόνταν ή γελιούνταν
& γελιόμουνα, γελιόσουνα, γελιότανε, γελιόμασταν, γελιόσασταν, γελιόντουσαν
 
Αόριστος
Οριστική
γελάστηκα, γελάστηκες, γελάστηκε, γελαστήκαμε, γελαστήκατε, γελάστηκαν (ή γελαστήκανε)
Υποτακτική
να γελαστώ, να γελαστείς, να γελαστεί, να γελαστούμε, να γελαστείτε, να γελαστούν (ή να γελαστούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: γελάσου – β΄ πληθυντικό: γελαστείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα γελιέμαι, θα γελιέσαι, θα γελιέται, θα γελιόμαστε, θα γελιέστε, θα γελιούνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα γελαστώ, θα γελαστείς, θα γελαστεί, θα γελαστούμε, θα γελαστείτε, θα γελαστούν (ή θα γελαστούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω γελαστεί, θα έχεις γελαστεί, θα έχει γελαστεί, θα έχουμε γελαστεί, θα έχετε γελαστεί, θα έχουν(ε) γελαστεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω γελαστεί, έχεις γελαστεί, έχει γελαστεί, έχουμε γελαστεί, έχετε γελαστεί, έχουν(ε) γελαστεί
Υποτακτική
να έχω γελαστεί, να έχεις γελαστεί, να έχει γελαστεί, να έχουμε γελαστεί, να έχετε γελαστεί, να έχουν(ε) γελαστεί
Μετοχή
γελασμένος, γελασμένη, γελασμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα γελαστεί, είχες γελαστεί, είχε γελαστεί, είχαμε γελαστεί, είχατε γελαστεί, είχαν(ε) γελαστεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κλίνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Dean Russo
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κλίνω»
 
κλίνω: γέρνω προς ορισμένη κατεύθυνση, εμφανίζω τάση προς κάτι, σχηματίζω τύπους του παραδείγματος κλιτού μέρους του λόγου, κάνω κάτι να στραφεί
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κλίνω, κλίνεις, κλίνει, κλίνουμε, κλίνετε, κλίνουν (ή κλίνουνε)
Υποτακτική
να κλίνω, να κλίνεις, να κλίνει, να κλίνουμε, να κλίνετε, να κλίνουν (ή να κλίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κλίνε – β΄ πληθυντικό: κλίνετε
Μετοχή
κλίνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
έκλινα, έκλινες, έκλινε, κλίναμε, κλίνατε, έκλιναν ή κλίνανε
Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται όταν τονίζεται.
 
Αόριστος
Οριστική
έκλινα, έκλινες, έκλινε, κλίναμε, κλίνατε, έκλιναν ή κλίνανε
Το κλίνω έχει κοινούς τύπους για τον παρατατικό και τον αόριστο.
Υποτακτική
να κλίνω, να κλίνεις, να κλίνει, να κλίνουμε, να κλίνετε, να κλίνουν (ή να κλίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κλίνε – β΄ πληθυντικό: κλίνετε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κλίνω, θα κλίνεις, θα κλίνει, θα κλίνουμε, θα κλίνετε, θα κλίνουν (ή θα κλίνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κλίνω, θα κλίνεις, θα κλίνει, θα κλίνουμε, θα κλίνετε, θα κλίνουν (ή θα κλίνουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κλίνει, θα έχεις κλίνει, θα έχει κλίνει, θα έχουμε κλίνει, θα έχετε κλίνει, θα έχουν(ε) κλίνει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κλίνει, έχεις κλίνει, έχει κλίνει, έχουμε κλίνει, έχετε κλίνει, έχουν(ε) κλίνει
Υποτακτική
να έχω κλίνει, να έχεις κλίνει, να έχει κλίνει, να έχουμε κλίνει, να έχετε κλίνει, να έχουν(ε) κλίνει
Μετοχή
έχοντας κλίνει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κλίνει, είχες κλίνει, είχε κλίνει, είχαμε κλίνει, είχατε κλίνει, είχαν(ε) κλίνει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κλίνομαι, κλίνεσαι, κλίνεται, κλινόμαστε, κλίνεστε, κλίνονται
Υποτακτική
να κλίνομαι, να κλίνεσαι, να κλίνεται, να κλινόμαστε, να κλίνεστε, να κλίνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κλίνεστε
Μετοχή
κλινόμενος, κλινόμενη, κλινόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
κλινόμουν, κλινόσουν, κλινόταν, κλινόμαστε, κλινόσαστε, κλίνονταν
(& κλινόμουνα, κλινόσουνα, κλινότανε, κλινόμασταν, κλινόσασταν, κλινόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
κλίθηκα, κλίθηκες, κλίθηκε, κλιθήκαμε, κλιθήκατε, κλίθηκαν (ή κλιθήκανε)
Υποτακτική
να κλιθώ, να κλιθείς, να κλιθεί, να κλιθούμε, να κλιθείτε, να κλιθούν (ή να κλιθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: κλίσου – β΄ πληθυντικό: κλιθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κλίνομαι, θα κλίνεσαι, θα κλίνεται, θα κλινόμαστε, θα κλίνεστε, θα κλίνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κλιθώ, θα κλιθείς, θα κλιθεί, θα κλιθούμε, θα κλιθείτε, θα κλιθούν (ή θα κλιθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κλιθεί, θα έχεις κλιθεί, θα έχει κλιθεί, θα έχουμε κλιθεί, θα έχετε κλιθεί, θα έχουν(ε) κλιθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κλιθεί, έχεις κλιθεί, έχει κλιθεί, έχουμε κλιθεί, έχετε κλιθεί, έχουν(ε) κλιθεί
Υποτακτική
να έχω κλιθεί, να έχεις κλιθεί, να έχει κλιθεί, να έχουμε κλιθεί, να έχετε κλιθεί, να έχουν(ε) κλιθεί
Μετοχή
κεκλιμένος, κεκλιμένη, κεκλιμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κλιθεί, είχες κλιθεί, είχε κλιθεί, είχαμε κλιθεί, είχατε κλιθεί, είχαν(ε) κλιθεί
 
Σημειώσεις: Η μετοχή κεκλιμένος γράφεται με ένα -μ-, αφού ο παρακείμενος και οι άλλοι χρόνοι της μεσοπαθητικής φωνής σχηματίστηκαν στην Αρχαία από το θέμα κλι- (χωρίς ν): κέκλιμαι > κεκλιμένος (όχι κεκλιμμένος)∙ παράβαλε, κρίνω – κέκριμαι > κεκριμένος (συγκεκριμένος, διακεκριμένος, εγκεκριμένος).
Ο αόριστος τύπος του ρήματος κλίνω είναι έκλινα, ίδιος δηλαδή με τον παρατατικό. Έτσι, δεν λέμε *έκλισα το ρήμα, αλλά Έκλινα το ρήμα – Το πλοίο παρεξέκλινε της πορείας του, όχι *παρεξέκλισε κ.λπ. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και το κρίνω: αόριστος έκρινα, όπως ακριβώς και ο παρατατικός: Έκρινα ότι έτσι έπρεπε να πράξω – Τον έκριναν με αυστηρά κριτήρια.
Η εξήγηση γιατί ο αόριστος του κλίνω και του κρίνω σχηματίζεται χωρίς σίγμα αλλά είναι ίδιος με τον παρατατικό βρίσκεται στην Αρχαία Ελληνική∙ τα κλίνω και τα κρίνω είχαν θέμα κλιν- και κριν- με βραχύ -ι-. Στον αόριστο έλαβαν κανονικά την κατάληξη -σα του αορίστους (*κλιν-σα, *κριν-σα). Με απλοποίηση του συμπλέγματος -νσ- που δεν ήταν φωνητικά ανεκτό στην Αρχαία Ελληνική και αντέκταση του βραχέος -ι- (δηλαδή από βραχύ έγινε μακρό) ο αόριστος κρινε (με μακρό -ι-) διακρινόταν φωνητικά από τον παρατατικό κρινε (με βραχύ -ι-). Φυσικά, αυτή η διαφορά ποσότητας του φωνήεντος ήταν αισθητή στην Αρχαία Ελληνική, οπότε δεν υπήρχε το πρόβλημα της συγχύσεως που αντιμετωπίζουμε στη Νέα Ελληνική, στην οποία δεν υπάρχει διάκριση βραχέων και μακρών φωνηέντων.
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δανείζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
John Henne
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δανείζω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
δανείζω, δανείζεις, δανείζει, δανείζουμε, δανείζετε, δανείζουν (ή δανείζουνε)
Υποτακτική
να δανείζω, να δανείζεις, να δανείζει, να δανείζουμε, να δανείζετε, να δανείζουν (ή να δανείζουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: δάνειζε – β΄ πληθυντικό: δανείζετε
Μετοχή
δανείζοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
δάνειζα, δάνειζες, δάνειζε, δανείζαμε, δανείζατε, δάνειζαν ή δανείζανε
 
Αόριστος
Οριστική
δάνεισα, δάνεισες, δάνεισε, δανείσαμε, δανείσατε, δάνεισαν ή δανείσανε
Υποτακτική
να δανείσω, να δανείσεις, να δανείσει, να δανείσουμε, να δανείσετε, να δανείσουν (ή να δανείσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: δάνεισε – β΄ πληθυντικό: δανείστε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δανείζω, θα δανείζεις, θα δανείζει, θα δανείζουμε, θα δανείζετε, θα δανείζουν (ή θα δανείζουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δανείσω, θα δανείσεις, θα δανείσει, θα δανείσουμε, θα δανείσετε, θα δανείσουν (ή θα δανείσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω δανείσει, θα έχεις δανείσει, θα έχει δανείσει, θα έχουμε δανείσει, θα έχετε δανείσει, θα έχουν(ε) δανείσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δανείσει, έχεις δανείσει, έχει δανείσει, έχουμε δανείσει, έχετε δανείσει, έχουν(ε) δανείσει
Υποτακτική
να έχω δανείσει, να έχεις δανείσει, να έχει δανείσει, να έχουμε δανείσει, να έχετε δανείσει, να έχουν(ε) δανείσει
Μετοχή
έχοντας δανείσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δανείσει, είχες δανείσει, είχε δανείσει, είχαμε δανείσει, είχατε δανείσει, είχαν(ε) δανείσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
δανείζομαι, δανείζεσαι, δανείζεται, δανειζόμαστε, δανείζεστε, δανείζονται
Υποτακτική
να δανείζομαι, να δανείζεσαι, να δανείζεται, να δανειζόμαστε, να δανείζεστε, να δανείζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: δανείζεστε
Μετοχή
δανειζόμενος, δανειζόμενη, δανειζόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
δανειζόμουν, δανειζόσουν, δανειζόταν, δανειζόμαστε, δανειζόσαστε, δανείζονταν
(& δανειζόμουνα, δανειζόσουνα, δανειζότανε, δανειζόμασταν, δανειζόσασταν, δανειζόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
δανείστηκα, δανείστηκες, δανείστηκε, δανειστήκαμε, δανειστήκατε, δανείστηκαν ή δανειστήκανε
& δανείσθηκα, δανείσθηκες, δανείσθηκε, δανεισθήκαμε, δανεισθήκατε, δανείσθηκαν ή δανεισθήκανε
Υποτακτική
να δανειστώ, να δανειστείς, να δανειστεί, να δανειστούμε, να δανειστείτε, να δανειστούν ή να δανειστούνε
& να δανεισθώ, να δανεισθείς, να δανεισθεί, να δανεισθούμε, να δανεισθείτε, να δανεισθούν ή να δανεισθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: δανείσου – β΄ πληθυντικό: δανειστείτε ή δανεισθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δανείζομαι, θα δανείζεσαι, θα δανείζεται, θα δανειζόμαστε, θα δανείζεστε, θα δανείζονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δανειστώ, θα δανειστείς, θα δανειστεί, θα δανειστούμε, θα δανειστείτε, θα δανειστούν ή θα δανειστούνε
& θα δανεισθώ, θα δανεισθείς, θα δανεισθεί, θα δανεισθούμε, θα δανεισθείτε, θα δανεισθούν ή θα δανεισθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω δανειστεί, θα έχεις δανειστεί, θα έχει δανειστεί, θα έχουμε δανειστεί, θα έχετε δανειστεί, θα έχουν(ε) δανειστεί
& θα έχω δανεισθεί, θα έχεις δανεισθεί, θα έχει δανεισθεί, θα έχουμε δανεισθεί, θα έχετε δανεισθεί, θα έχουν(ε) δανεισθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δανειστεί, έχεις δανειστεί, έχει δανειστεί, έχουμε δανειστεί, έχετε δανειστεί, έχουν(ε) δανειστεί
& έχω δανεισθεί, έχεις δανεισθεί, έχει δανεισθεί, έχουμε δανεισθεί, έχετε δανεισθεί, έχουν(ε) δανεισθεί
Υποτακτική
να έχω δανειστεί, να έχεις δανειστεί, να έχει δανειστεί, να έχουμε δανειστεί, να έχετε δανειστεί, να έχουν(ε) δανειστεί
& να έχω δανεισθεί, να έχεις δανεισθεί, να έχει δανεισθεί, να έχουμε δανεισθεί, να έχετε δανεισθεί, να έχουν(ε) δανεισθεί
Μετοχή
δανεισμένος, δανεισμένη, δανεισμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δανειστεί, είχες δανειστεί, είχε δανειστεί, είχαμε δανειστεί, είχατε δανειστεί, είχαν(ε) δανειστεί
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...