Steven Zimmer
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αναλαμβάνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αναλαμβάνω, αναλαμβάνεις, αναλαμβάνει, αναλαμβάνουμε, αναλαμβάνετε, αναλαμβάνουν
Υποτακτική
να αναλαμβάνω, να αναλαμβάνεις, να αναλαμβάνει, να αναλαμβάνουμε, να αναλαμβάνετε, να αναλαμβάνουν
Προστακτική
β΄ ενικό: αναλάμβανε – β΄ πληθυντικό: αναλαμβάνετε
Μετοχή
αναλαμβάνοντας
Παρατατικός
Οριστική
αναλάμβανα, αναλάμβανες, αναλάμβανε, αναλαμβάναμε, αναλαμβάνατε, αναλάμβαναν
Αόριστος
Οριστική
ανέλαβα, ανέλαβες, ανέλαβε, αναλάβαμε, αναλάβατε, ανέλαβαν
Υποτακτική
να αναλάβω, να αναλάβεις, να αναλάβει, να αναλάβουμε, να αναλάβετε, να αναλάβουν
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάλαβε – β΄ πληθυντικό: αναλάβετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναλαμβάνω, θα αναλαμβάνεις, θα αναλαμβάνει, θα αναλαμβάνουμε, θα αναλαμβάνετε, θα αναλαμβάνουν
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναλάβω, θα αναλάβεις, θα αναλάβει, θα αναλάβουμε, θα αναλάβετε, θα αναλάβουν
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναλάβει, θα έχεις αναλάβει, θα έχει αναλάβει, θα έχουμε αναλάβει, θα έχετε αναλάβει, θα έχουν αναλάβει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναλάβει, έχεις αναλάβει, έχει αναλάβει, έχουμε αναλάβει, έχετε αναλάβει, έχουν αναλάβει
Υποτακτική
να έχω αναλάβει, να έχεις αναλάβει, να έχει αναλάβει, να έχουμε αναλάβει, να έχετε αναλάβει, να έχουν αναλάβει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναλάβει, είχες αναλάβει, είχε αναλάβει, είχαμε αναλάβει, είχατε αναλάβει, είχαν(ε) αναλάβει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αναλαμβάνομαι, αναλαμβάνεσαι, αναλαμβάνεται, αναλαμβανόμαστε, αναλαμβάνεστε, αναλαμβάνονται
Υποτακτική
να αναλαμβάνομαι, να αναλαμβάνεσαι, να αναλαμβάνεται, να αναλαμβανόμαστε, να αναλαμβάνεστε, να αναλαμβάνονται
Μετοχή
αναλαμβανόμενος, αναλαμβανόμενη, αναλαμβανόμενο
Παρατατικός
Οριστική
αναλαμβανόμουν, αναλαμβανόσουν, αναλαμβανόταν, αναλαμβανόμασταν, αναλαμβανόσασταν, αναλαμβάνονταν
(&
αναλαμβανόμουνα, αναλαμβανόσουνα, αναλαμβανότανε)
Αόριστος
Οριστική
αναλήφθηκα, αναλήφθηκες, αναλήφθηκε, αναληφθήκαμε, αναληφθήκατε, αναλήφθηκαν
Υποτακτική
να αναληφθώ, να αναληφθείς, να αναληφθεί, να αναληφθούμε, να αναληφθείτε, να αναληφθούν
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αναληφθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναλαμβάνομαι, θα αναλαμβάνεσαι, θα αναλαμβάνεται, θα αναλαμβανόμαστε, θα αναλαμβάνεστε, θα αναλαμβάνονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναληφθώ, θα αναληφθείς, θα αναληφθεί, θα αναληφθούμε, θα αναληφθείτε, θα αναληφθούν
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναληφθεί, θα έχεις αναληφθεί, θα έχει αναληφθεί, θα έχουμε αναληφθεί, θα έχετε αναληφθεί, θα έχουν αναληφθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναληφθεί, έχεις αναληφθεί, έχει αναληφθεί, έχουμε αναληφθεί, έχετε αναληφθεί, έχουν αναληφθεί
Υποτακτική
να έχω αναληφθεί, να έχεις αναληφθεί, να έχει αναληφθεί, να έχουμε αναληφθεί, να έχετε αναληφθεί, να έχουν αναληφθεί
Μετοχή
ανειλημμένος, ανειλημμένη, ανειλημμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναληφθεί, είχες αναληφθεί, είχε αναληφθεί, είχαμε αναληφθεί, είχατε αναληφθεί, είχαν(ε) αναληφθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αναλαμβάνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αναλαμβάνω, αναλαμβάνεις, αναλαμβάνει, αναλαμβάνουμε, αναλαμβάνετε, αναλαμβάνουν
να αναλαμβάνω, να αναλαμβάνεις, να αναλαμβάνει, να αναλαμβάνουμε, να αναλαμβάνετε, να αναλαμβάνουν
Προστακτική
β΄ ενικό: αναλάμβανε – β΄ πληθυντικό: αναλαμβάνετε
Μετοχή
αναλαμβάνοντας
Παρατατικός
Οριστική
αναλάμβανα, αναλάμβανες, αναλάμβανε, αναλαμβάναμε, αναλαμβάνατε, αναλάμβαναν
Αόριστος
Οριστική
ανέλαβα, ανέλαβες, ανέλαβε, αναλάβαμε, αναλάβατε, ανέλαβαν
να αναλάβω, να αναλάβεις, να αναλάβει, να αναλάβουμε, να αναλάβετε, να αναλάβουν
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάλαβε – β΄ πληθυντικό: αναλάβετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναλαμβάνω, θα αναλαμβάνεις, θα αναλαμβάνει, θα αναλαμβάνουμε, θα αναλαμβάνετε, θα αναλαμβάνουν
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναλάβω, θα αναλάβεις, θα αναλάβει, θα αναλάβουμε, θα αναλάβετε, θα αναλάβουν
Οριστική
θα έχω αναλάβει, θα έχεις αναλάβει, θα έχει αναλάβει, θα έχουμε αναλάβει, θα έχετε αναλάβει, θα έχουν αναλάβει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναλάβει, έχεις αναλάβει, έχει αναλάβει, έχουμε αναλάβει, έχετε αναλάβει, έχουν αναλάβει
να έχω αναλάβει, να έχεις αναλάβει, να έχει αναλάβει, να έχουμε αναλάβει, να έχετε αναλάβει, να έχουν αναλάβει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναλάβει, είχες αναλάβει, είχε αναλάβει, είχαμε αναλάβει, είχατε αναλάβει, είχαν(ε) αναλάβει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αναλαμβάνομαι, αναλαμβάνεσαι, αναλαμβάνεται, αναλαμβανόμαστε, αναλαμβάνεστε, αναλαμβάνονται
να αναλαμβάνομαι, να αναλαμβάνεσαι, να αναλαμβάνεται, να αναλαμβανόμαστε, να αναλαμβάνεστε, να αναλαμβάνονται
Μετοχή
αναλαμβανόμενος, αναλαμβανόμενη, αναλαμβανόμενο
Παρατατικός
Οριστική
αναλαμβανόμουν, αναλαμβανόσουν, αναλαμβανόταν, αναλαμβανόμασταν, αναλαμβανόσασταν, αναλαμβάνονταν
Αόριστος
Οριστική
αναλήφθηκα, αναλήφθηκες, αναλήφθηκε, αναληφθήκαμε, αναληφθήκατε, αναλήφθηκαν
να αναληφθώ, να αναληφθείς, να αναληφθεί, να αναληφθούμε, να αναληφθείτε, να αναληφθούν
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αναληφθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναλαμβάνομαι, θα αναλαμβάνεσαι, θα αναλαμβάνεται, θα αναλαμβανόμαστε, θα αναλαμβάνεστε, θα αναλαμβάνονται
Οριστική
θα αναληφθώ, θα αναληφθείς, θα αναληφθεί, θα αναληφθούμε, θα αναληφθείτε, θα αναληφθούν
Οριστική
θα έχω αναληφθεί, θα έχεις αναληφθεί, θα έχει αναληφθεί, θα έχουμε αναληφθεί, θα έχετε αναληφθεί, θα έχουν αναληφθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναληφθεί, έχεις αναληφθεί, έχει αναληφθεί, έχουμε αναληφθεί, έχετε αναληφθεί, έχουν αναληφθεί
να έχω αναληφθεί, να έχεις αναληφθεί, να έχει αναληφθεί, να έχουμε αναληφθεί, να έχετε αναληφθεί, να έχουν αναληφθεί
Μετοχή
ανειλημμένος, ανειλημμένη, ανειλημμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναληφθεί, είχες αναληφθεί, είχε αναληφθεί, είχαμε αναληφθεί, είχατε αναληφθεί, είχαν(ε) αναληφθεί