Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συσπειρώνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Jutta Maria Pusl

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συσπειρώνω»
 
(συσπειρώνω: μαζεύω κάτι σπειροειδώς – κάνω πλήθος ανθρώπων να ενωθεί γύρω από κόμμα, άνθρωπο κ.λπ., ώστε να αποτελέσουν ένα συμπαγές σύνολο)
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
συσπειρώνω, συσπειρώνεις, συσπειρώνει, συσπειρώνουμε, συσπειρώνετε, συσπειρώνουν (ή συσπειρώνουνε)
Υποτακτική
να συσπειρώνω, να συσπειρώνεις, να συσπειρώνει, να συσπειρώνουμε, να συσπειρώνετε, να συσπειρώνουν (ή να συσπειρώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: συσπείρωνε – β΄ πληθυντικό: συσπειρώνετε
Μετοχή
συσπειρώνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
συσπείρωνα, συσπείρωνες, συσπείρωνε, συσπειρώναμε, συσπειρώνατε, συσπείρωναν ή συσπειρώνανε
 
Αόριστος
Οριστική
συσπείρωσα, συσπείρωσες, συσπείρωσε, συσπειρώσαμε, συσπειρώσατε, συσπείρωσαν ή συσπειρώσανε
Υποτακτική
να συσπειρώσω, να συσπειρώσεις, να συσπειρώσει, να συσπειρώσουμε, να συσπειρώσετε, να συσπειρώσουν (ή να συσπειρώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: συσπείρωσε – β΄ πληθυντικό: συσπειρώστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συσπειρώνω, θα συσπειρώνεις, θα συσπειρώνει, θα συσπειρώνουμε, θα συσπειρώνετε, θα συσπειρώνουν (ή θα συσπειρώνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συσπειρώσω, θα συσπειρώσεις, θα συσπειρώσει, θα συσπειρώσουμε, θα συσπειρώσετε, θα συσπειρώσουν (ή θα συσπειρώσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συσπειρώσει, θα έχεις συσπειρώσει, θα έχει συσπειρώσει, θα έχουμε συσπειρώσει, θα έχετε συσπειρώσει, θα έχουν(ε) συσπειρώσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συσπειρώσει, έχεις συσπειρώσει, έχει συσπειρώσει, έχουμε συσπειρώσει, έχετε συσπειρώσει, έχουν(ε) συσπειρώσει
Υποτακτική
να έχω συσπειρώσει, να έχεις συσπειρώσει, να έχει συσπειρώσει, να έχουμε συσπειρώσει, να έχετε συσπειρώσει, να έχουν(ε) συσπειρώσει
Μετοχή
έχοντας συσπειρώσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συσπειρώσει, είχες συσπειρώσει, είχε συσπειρώσει, είχαμε συσπειρώσει, είχατε συσπειρώσει, είχαν(ε) συσπειρώσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
συσπειρώνομαι, συσπειρώνεσαι, συσπειρώνεται, συσπειρωνόμαστε, συσπειρώνεστε, συσπειρώνονται
Υποτακτική
να συσπειρώνομαι, να συσπειρώνεσαι, να συσπειρώνεται, να συσπειρωνόμαστε, να συσπειρώνεστε, να συσπειρώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συσπειρώνεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
συσπειρωνόμουν, συσπειρωνόσουν, συσπειρωνόταν, συσπειρωνόμαστε, συσπειρωνόσαστε, συσπειρώνονταν
(& συσπειρωνόμουνα, συσπειρωνόσουνα, συσπειρωνότανε, συσπειρωνόμασταν, συσπειρωνόσασταν, συσπειρωνόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
συσπειρώθηκα, συσπειρώθηκες, συσπειρώθηκε, συσπειρωθήκαμε, συσπειρωθήκατε, συσπειρώθηκαν (ή συσπειρωθήκανε)
Υποτακτική
να συσπειρωθώ, να συσπειρωθείς, να συσπειρωθεί, να συσπειρωθούμε, να συσπειρωθείτε, να συσπειρωθούν (ή να συσπειρωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: συσπειρώσου – β΄ πληθυντικό: συσπειρωθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συσπειρώνομαι, θα συσπειρώνεσαι, θα συσπειρώνεται, θα συσπειρωνόμαστε, θα συσπειρώνεστε, θα συσπειρώνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συσπειρωθώ, θα συσπειρωθείς, θα συσπειρωθεί, θα συσπειρωθούμε, θα συσπειρωθείτε, θα συσπειρωθούν (ή θα συσπειρωθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συσπειρωθεί, θα έχεις συσπειρωθεί, θα έχει συσπειρωθεί, θα έχουμε συσπειρωθεί, θα έχετε συσπειρωθεί, θα έχουν(ε) συσπειρωθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συσπειρωθεί, έχεις συσπειρωθεί, έχει συσπειρωθεί, έχουμε συσπειρωθεί, έχετε συσπειρωθεί, έχουν(ε) συσπειρωθεί
Υποτακτική
να έχω συσπειρωθεί, να έχεις συσπειρωθεί, να έχει συσπειρωθεί, να έχουμε συσπειρωθεί, να έχετε συσπειρωθεί, να έχουν(ε) συσπειρωθεί
Μετοχή
συσπειρωμένος, συσπειρωμένη, συσπειρωμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συσπειρωθεί, είχες συσπειρωθεί, είχε συσπειρωθεί, είχαμε συσπειρωθεί, είχατε συσπειρωθεί, είχαν(ε) συσπειρωθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «στοιβάζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Allan Swart

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «στοιβάζω»
 
(στοιβάζω: τοποθετώ πράγματα σε στοίβες)
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
στοιβάζω, στοιβάζεις, στοιβάζει, στοιβάζουμε, στοιβάζετε, στοιβάζουν ή στοιβάζουνε
Υποτακτική
να στοιβάζω, να στοιβάζεις, να στοιβάζει, να στοιβάζουμε, να στοιβάζετε, να στοιβάζουν ή να στοιβάζουνε
Προστατική
β΄ ενικό: στοίβαζε – β΄ πληθυντικό: στοιβάζετε
Μετοχή
στοιβάζοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
στοίβαζα, στοίβαζες, στοίβαζε, στοιβάζαμε, στοιβάζατε, στοίβαζαν ή στοιβάζανε
 
Αόριστος
Οριστική
στοίβαξα, στοίβαξες, στοίβαξε, στοιβάξαμε, στοιβάξατε, στοίβαξαν ή στοιβάξανε
Υποτακτική
να στοιβάξω, να στοιβάξεις, να στοιβάξει, να στοιβάξουμε, να στοιβάξετε, να στοιβάξουν ή να στοιβάξουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: στοίβαξε – β΄ πληθυντικό: στοιβάξτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στοιβάζω, θα στοιβάζεις, θα στοιβάζει, θα στοιβάζουμε, θα στοιβάζετε, θα στοιβάζουν ή θα στοιβάζουνε
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στοιβάξω, θα στοιβάξεις, θα στοιβάξει, θα στοιβάξουμε, θα στοιβάξετε, θα στοιβάξουν ή θα στοιβάξουνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω στοιβάξει, θα έχεις στοιβάξει, θα έχει στοιβάξει, θα έχουμε στοιβάξει, θα έχετε στοιβάξει, θα έχουν(ε) στοιβάξει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω στοιβάξει, έχεις στοιβάξει, έχει στοιβάξει, έχουμε στοιβάξει, έχετε στοιβάξει, έχουν(ε) στοιβάξει
Υποτακτική
να έχω στοιβάξει, να έχεις στοιβάξει, να έχει στοιβάξει, να έχουμε στοιβάξει, να έχετε στοιβάξει, να έχουν(ε) στοιβάξει
Μετοχή
έχοντας στοιβάξει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα στοιβάξει, είχες στοιβάξει, είχε στοιβάξει, είχαμε στοιβάξει, είχατε στοιβάξει, είχαν(ε) στοιβάξει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
στοιβάζομαι, στοιβάζεσαι, στοιβάζεται, στοιβαζόμαστε, στοιβάζεστε, στοιβάζονται
Υποτακτική
να στοιβάζομαι, να στοιβάζεσαι, να στοιβάζεται, να στοιβαζόμαστε, να στοιβάζεστε, να στοιβάζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: στοιβάζεστε
Μετοχή
στοιβαζόμενος, στοιβαζόμενη, στοιβαζόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
στοιβαζόμουν, στοιβαζόσουν, στοιβαζόταν, στοιβαζόμαστε, στοιβαζόσαστε, στοιβάζονταν
(& στοιβαζόμουνα, στοιβαζόσουνα, στοιβαζότανε, στοιβαζόμασταν, στοιβαζόσασταν, στοιβαζόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
στοιβάχτηκα, στοιβάχτηκες, στοιβάχτηκε, στοιβαχτήκαμε, στοιβαχτήκατε, στοιβάχτηκαν ή στοιβαχτήκανε
Υποτακτική
να στοιβαχτώ, να στοιβαχτείς, να στοιβαχτεί, να στοιβαχτούμε, να στοιβαχτείτε, να στοιβαχτούν ή να στοιβαχτούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: στοιβάξου – β΄ πληθυντικό: στοιβαχτείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στοιβάζομαι, θα στοιβάζεσαι, θα στοιβάζεται, θα στοιβαζόμαστε, θα στοιβάζεστε, θα στοιβάζονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στοιβαχτώ, θα στοιβαχτείς, θα στοιβαχτεί, θα στοιβαχτούμε, θα στοιβαχτείτε, θα στοιβαχτούν ή θα στοιβαχτούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω στοιβαχτεί, θα έχεις στοιβαχτεί, θα έχει στοιβαχτεί, θα έχουμε στοιβαχτεί, θα έχετε στοιβαχτεί, θα έχουν(ε) στοιβαχτεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω στοιβαχτεί, έχεις στοιβαχτεί, έχει στοιβαχτεί, έχουμε στοιβαχτεί, έχετε στοιβαχτεί, έχουν(ε) στοιβαχτεί
Υποτακτική
να έχω στοιβαχτεί, να έχεις στοιβαχτεί, να έχει στοιβαχτεί, να έχουμε στοιβαχτεί, να έχετε στοιβαχτεί, να έχουν(ε) στοιβαχτεί
Μετοχή
στοιβαγμένος, στοιβαγμένη, στοιβαγμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα στοιβαχτεί, είχες στοιβαχτεί, είχε στοιβαχτεί, είχαμε στοιβαχτεί, είχατε στοιβαχτεί, είχαν(ε) στοιβαχτεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «στηλιτεύω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Natalie Avondet

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «στηλιτεύω»
 
(στηλιτεύω: κατακρίνω με δριμύτητα)  
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
στηλιτεύω, στηλιτεύεις, στηλιτεύει, στηλιτεύουμε, στηλιτεύετε, στηλιτεύουν (ή στηλιτεύουνε)
Υποτακτική
να στηλιτεύω, να στηλιτεύεις, να στηλιτεύει, να στηλιτεύουμε, να στηλιτεύετε, να στηλιτεύουν (ή να στηλιτεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: στηλίτευε – β΄ πληθυντικό: στηλιτεύετε
Μετοχή
στηλιτεύοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
στηλίτευα, στηλίτευες, στηλίτευε, στηλιτεύαμε, στηλιτεύατε, στηλίτευαν ή στηλιτεύανε
 
Αόριστος
Οριστική
στηλίτευσα, στηλίτευσες, στηλίτευσε, στηλιτεύσαμε, στηλιτεύσατε, στηλίτευσαν ή στηλιτεύσανε
Υποτακτική
να στηλιτεύσω, να στηλιτεύσεις, να στηλιτεύσει, να στηλιτεύσουμε, να στηλιτεύσετε, να στηλιτεύσουν (ή να στηλιτεύσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: στηλίτευσε – β΄ πληθυντικό: στηλιτεύστε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στηλιτεύω, θα στηλιτεύεις, θα στηλιτεύει, θα στηλιτεύουμε, θα στηλιτεύετε, θα στηλιτεύουν (ή θα στηλιτεύουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στηλιτεύσω, θα στηλιτεύσεις, θα στηλιτεύσει, θα στηλιτεύσουμε, θα στηλιτεύσετε, θα στηλιτεύσουν (ή θα στηλιτεύσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω στηλιτεύσει, θα έχεις στηλιτεύσει, θα έχει στηλιτεύσει, θα έχουμε στηλιτεύσει, θα έχετε στηλιτεύσει, θα έχουν(ε) στηλιτεύσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω στηλιτεύσει, έχεις στηλιτεύσει, έχει στηλιτεύσει, έχουμε στηλιτεύσει, έχετε στηλιτεύσει, έχουν(ε) στηλιτεύσει
Υποτακτική
να έχω στηλιτεύσει, να έχεις στηλιτεύσει, να έχει στηλιτεύσει, να έχουμε στηλιτεύσει, να έχετε στηλιτεύσει, να έχουν(ε) στηλιτεύσει
Μετοχή
έχοντας στηλιτεύσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα στηλιτεύσει, είχες στηλιτεύσει, είχε στηλιτεύσει, είχαμε στηλιτεύσει, είχατε στηλιτεύσει, είχαν(ε) στηλιτεύσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
στηλιτεύομαι, στηλιτεύεσαι, στηλιτεύεται, στηλιτευόμαστε, στηλιτεύεστε, στηλιτεύονται
Υποτακτική
να στηλιτεύομαι, να στηλιτεύεσαι, να στηλιτεύεται, να στηλιτευόμαστε, να στηλιτεύεστε, να στηλιτεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: στηλιτεύεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
στηλιτευόμουν, στηλιτευόσουν, στηλιτευόταν, στηλιτευόμαστε, στηλιτευόσαστε, στηλιτεύονταν
(& στηλιτευόμουνα, στηλιτευόσουνα, στηλιτευότανε, στηλιτευόμασταν, στηλιτευόσασταν, στηλιτευόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
στηλιτεύτηκα, στηλιτεύτηκες, στηλιτεύτηκε, στηλιτευτήκαμε, στηλιτευτήκατε, στηλιτεύτηκαν ή στηλιτευτήκανε
& στηλιτεύθηκα, στηλιτεύθηκες, στηλιτεύθηκε, στηλιτευθήκαμε, στηλιτευθήκατε, στηλιτεύθηκαν ή στηλιτευθήκανε
Υποτακτική
να στηλιτευτώ, να στηλιτευτείς, να στηλιτευτεί, να στηλιτευτούμε, να στηλιτευτείτε, να στηλιτευτούν (ή να στηλιτευτούνε)
& να στηλιτευθώ, να στηλιτευθείς, να στηλιτευθεί, να στηλιτευθούμε, να στηλιτευθείτε, να στηλιτευθούν (ή να στηλιτευθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: στηλιτεύσου – β΄ πληθυντικό: στηλιτευτείτε ή στηλιτευθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στηλιτεύομαι, θα στηλιτεύεσαι, θα στηλιτεύεται, θα στηλιτευόμαστε, θα στηλιτεύεστε, θα στηλιτεύονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα στηλιτευτώ, θα στηλιτευτείς, θα στηλιτευτεί, θα στηλιτευτούμε, θα στηλιτευτείτε, θα στηλιτευτούν (ή θα στηλιτευτούνε)
& θα στηλιτευθώ, θα στηλιτευθείς, θα στηλιτευθεί, θα στηλιτευθούμε, θα στηλιτευθείτε, θα στηλιτευθούν (ή θα στηλιτευθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω στηλιτευτεί, θα έχεις στηλιτευτεί, θα έχει στηλιτευτεί, θα έχουμε στηλιτευτεί, θα έχετε στηλιτευτεί, θα έχουν(ε) στηλιτευτεί
& θα έχω στηλιτευθεί, θα έχεις στηλιτευθεί, θα έχει στηλιτευθεί, θα έχουμε στηλιτευθεί, θα έχετε στηλιτευθεί, θα έχουν(ε) στηλιτευθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω στηλιτευτεί, έχεις στηλιτευτεί, έχει στηλιτευτεί, έχουμε στηλιτευτεί, έχετε στηλιτευτεί, έχουν(ε) στηλιτευτεί
& έχω στηλιτευθεί, έχεις στηλιτευθεί, έχει στηλιτευθεί, έχουμε στηλιτευθεί, έχετε στηλιτευθεί, έχουν(ε) στηλιτευθεί
Υποτακτική
να έχω στηλιτευτεί, να έχεις στηλιτευτεί, να έχει στηλιτευτεί, να έχουμε στηλιτευτεί, να έχετε στηλιτευτεί, να έχουν(ε) στηλιτευτεί
& να έχω στηλιτευθεί, να έχεις στηλιτευθεί, να έχει στηλιτευθεί, να έχουμε στηλιτευθεί, να έχετε στηλιτευθεί, να έχουν(ε) στηλιτευθεί
Μετοχή
στηλιτευμένος, στηλιτευμένη, στηλιτευμένο  
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα στηλιτευτεί, είχες στηλιτευτεί, είχε στηλιτευτεί, είχαμε στηλιτευτεί, είχατε στηλιτευτεί, είχαν(ε) στηλιτευτεί
& είχα στηλιτευθεί, είχες στηλιτευθεί, είχε στηλιτευθεί, είχαμε στηλιτευθεί, είχατε στηλιτευθεί, είχαν(ε) στηλιτευθεί
 
Σημείωση: Το ρήμα στηλιτεύω σχηματίζει τους συνοπτικούς (αοριστικούς) τύπους της ενεργητικής φωνής με τα επιθήματα -εύσω, -ευσα: στηλιτεύσω, στηλίτευσα (*όχι στηλιτέψω, *όχι στηλίτεψα). Οι μεσοπαθητικοί τύποι σχηματίζονται στον καθημερινό λόγο με το επίθημα -ευτ- (στηλιτεύτηκα, στηλιτευτώ) και σε επίσημο ύφος με το επίθημα -ευθ- (στηλιτεύθηκα, στηλιτευθώ).
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «επιρρίπτω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Antoine Dominique Magaud

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «επιρρίπτω»
 
(επιρρίπτω: καταλογίζω σε κάποιον κάτι)
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
επιρρίπτω, επιρρίπτεις, επιρρίπτει, επιρρίπτουμε, επιρρίπτετε, επιρρίπτουν ή επιρρίπτουνε
Υποτακτική
να επιρρίπτω, να επιρρίπτεις, να επιρρίπτει, να επιρρίπτουμε, να επιρρίπτετε, να επιρρίπτουν ή να επιρρίπτουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: επίρριπτε – β΄ πληθυντικό: επιρρίπτετε 
Μετοχή
επιρρίπτοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
επέρριπτα, επέρριπτες, επέρριπτε, επιρρίπταμε, επιρρίπτατε, επέρριπταν ή επιρρίπτανε
Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται, όταν τονίζεται.
 
Αόριστος
Οριστική
επέρριψα, επέρριψες, επέρριψε, επιρρίψαμε, επιρρίψατε, επέρριψαν ή επιρρίψανε
Υποτακτική
να επιρρίψω, να επιρρίψεις, να επιρρίψει, να επιρρίψουμε, να επιρρίψετε, να επιρρίψουν ή να επιρρίψουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: επίρριψε – β΄ πληθυντικό: επιρρίψτε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επιρρίπτω, θα επιρρίπτεις, θα επιρρίπτει, θα επιρρίπτουμε, θα επιρρίπτετε, θα επιρρίπτουν ή θα επιρρίπτουνε
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επιρρίψω, θα επιρρίψεις, θα επιρρίψει, θα επιρρίψουμε, θα επιρρίψετε, θα επιρρίψουν ή θα επιρρίψουνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω επιρρίψει, θα έχεις επιρρίψει, θα έχει επιρρίψει, θα έχουμε επιρρίψει, θα έχετε επιρρίψει, θα έχουν(ε) επιρρίψει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω επιρρίψει, έχεις επιρρίψει, έχει επιρρίψει, έχουμε επιρρίψει, έχετε επιρρίψει, έχουν(ε) επιρρίψει
Υποτακτική
να έχω επιρρίψει, να έχεις επιρρίψει, να έχει επιρρίψει, να έχουμε επιρρίψει, να έχετε επιρρίψει, να έχουν(ε) επιρρίψει
Μετοχή
έχοντας επιρρίψει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα επιρρίψει, είχες επιρρίψει, είχε επιρρίψει, είχαμε επιρρίψει, είχατε επιρρίψει, είχαν(ε) επιρρίψει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
επιρρίπτομαι, επιρρίπτεσαι, επιρρίπτεται, επιρριπτόμαστε, επιρρίπτεστε, επιρρίπτονται
Υποτακτική
να επιρρίπτομαι, να επιρρίπτεσαι, να επιρρίπτεται, να επιρριπτόμαστε, να επιρρίπτεστε, να επιρρίπτονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: επιρρίπτεστε
Μετοχή
επιρριπτόμενος, επιρριπτόμενη, επιρριπτόμενο  
 
Παρατατικός
Οριστική
επιρριπτόμουν, επιρριπτόσουν, επιρριπτόταν, επιρριπτόμαστε, επιρριπτόσαστε, επιρρίπτονταν
(& επιρριπτόμουνα, επιρριπτόσουνα, επιρριπτότανε, επιρριπτόμασταν, επιρριπτόσασταν, επιρριπτόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
επιρρίφθηκα, επιρρίφθηκες, επιρρίφθηκε, επιρριφθήκαμε, επιρριφθήκατε, επιρρίφθηκαν ή επιρριφθήκανε
Υποτακτική
να επιρριφθώ, να επιρριφθείς, να επιρριφθεί, να επιρριφθούμε, να επιρριφθείτε, να επιρριφθούν ή να επιρριφθούνε
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: επιρριφθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επιρρίπτομαι, θα επιρρίπτεσαι, θα επιρρίπτεται, θα επιρριπτόμαστε, θα επιρρίπτεστε, θα επιρρίπτονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επιρριφθώ, θα επιρριφθείς, θα επιρριφθεί, θα επιρριφθούμε, θα επιρριφθείτε, θα επιρριφθούν ή θα επιρριφθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω επιρριφθεί, θα έχεις επιρριφθεί, θα έχει επιρριφθεί, θα έχουμε επιρριφθεί, θα έχετε επιρριφθεί, θα έχουν(ε) επιρριφθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω επιρριφθεί, έχεις επιρριφθεί, έχει επιρριφθεί, έχουμε επιρριφθεί, έχετε επιρριφθεί, έχουν(ε) επιρριφθεί
Υποτακτική
να έχω επιρριφθεί, να έχεις επιρριφθεί, να έχει επιρριφθεί, να έχουμε επιρριφθεί, να έχετε επιρριφθεί, να έχουν(ε) επιρριφθεί
Μετοχή
---
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα επιρριφθεί, είχες επιρριφθεί, είχε επιρριφθεί, είχαμε επιρριφθεί, είχατε επιρριφθεί, είχαν(ε) επιρριφθεί
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...