Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εκμεταλλεύομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Peter Cassidy
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εκμεταλλεύομαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
εκμεταλλεύομαι, εκμεταλλεύεσαι, εκμεταλλεύεται, εκμεταλλευόμαστε, εκμεταλλεύεστε, εκμεταλλεύονται
Υποτακτική
να εκμεταλλεύομαι, να εκμεταλλεύεσαι, να εκμεταλλεύεται, να εκμεταλλευόμαστε, να εκμεταλλεύεστε, να εκμεταλλεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εκμεταλλεύεστε
Μετοχή
εκμεταλλευόμενος, εκμεταλλευόμενη, εκμεταλλευόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
εκμεταλλευόμουν, εκμεταλλευόσουν, εκμεταλλευόταν, εκμεταλλευόμαστε, εκμεταλλευόσαστε, εκμεταλλεύονταν
(& εκμεταλλευόμουνα, εκμεταλλευόσουνα, εκμεταλλευότανε, εκμεταλλευόμασταν, εκμεταλλευόσασταν, εκμεταλλευόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
εκμεταλλεύτηκα, εκμεταλλεύτηκες, εκμεταλλεύτηκε, εκμεταλλευτήκαμε, εκμεταλλευτήκατε, εκμεταλλεύτηκαν ή εκμεταλλευτήκανε
& εκμεταλλεύθηκα, εκμεταλλεύθηκες, εκμεταλλεύθηκε, εκμεταλλευθήκαμε, εκμεταλλευθήκατε, εκμεταλλεύθηκαν ή εκμεταλλευθήκανε
Υποτακτική
να εκμεταλλευτώ, να εκμεταλλευτείς, να εκμεταλλευτεί, να εκμεταλλευτούμε, να εκμεταλλευτείτε, να εκμεταλλευτούν (ή να εκμεταλλευτούνε)
& να εκμεταλλευθώ, να εκμεταλλευθείς, να εκμεταλλευθεί, να εκμεταλλευθούμε, να εκμεταλλευθείτε, να εκμεταλλευθούν (ή να εκμεταλλευθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: εκμεταλλέψου β΄ πληθυντικό: εκμεταλλευτείτε / εκμεταλλευθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκμεταλλεύομαι, θα εκμεταλλεύεσαι, θα εκμεταλλεύεται, θα εκμεταλλευόμαστε, θα εκμεταλλεύεστε, θα εκμεταλλεύονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκμεταλλευτώ, θα εκμεταλλευτείς, θα εκμεταλλευτεί, θα εκμεταλλευτούμε, θα εκμεταλλευτείτε, θα εκμεταλλευτούν (ή θα εκμεταλλευτούνε)
& θα εκμεταλλευθώ, θα εκμεταλλευθείς, θα εκμεταλλευθεί, θα εκμεταλλευθούμε, θα εκμεταλλευθείτε, θα εκμεταλλευθούν (ή θα εκμεταλλευθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εκμεταλλευτεί, θα έχεις εκμεταλλευτεί, θα έχει εκμεταλλευτεί, θα έχουμε εκμεταλλευτεί, θα έχετε εκμεταλλευτεί, θα έχουν(ε) εκμεταλλευτεί
& θα έχω εκμεταλλευθεί, θα έχεις εκμεταλλευθεί, θα έχει εκμεταλλευθεί, θα έχουμε εκμεταλλευθεί, θα έχετε εκμεταλλευθεί, θα έχουν(ε) εκμεταλλευθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εκμεταλλευτεί, έχεις εκμεταλλευτεί, έχει εκμεταλλευτεί, έχουμε εκμεταλλευτεί, έχετε εκμεταλλευτεί, έχουν(ε) εκμεταλλευτεί
& έχω εκμεταλλευθεί, έχεις εκμεταλλευθεί, έχει εκμεταλλευθεί, έχουμε εκμεταλλευθεί, έχετε εκμεταλλευθεί, έχουν(ε) εκμεταλλευθεί
Υποτακτική
να έχω εκμεταλλευτεί, να έχεις εκμεταλλευτεί, να έχει εκμεταλλευτεί, να έχουμε εκμεταλλευτεί, να έχετε εκμεταλλευτεί, να έχουν(ε) εκμεταλλευτεί
& να έχω εκμεταλλευθεί, να έχεις εκμεταλλευθεί, να έχει εκμεταλλευθεί, να έχουμε εκμεταλλευθεί, να έχετε εκμεταλλευθεί, να έχουν(ε) εκμεταλλευθεί
Μετοχή
εκμεταλλευμένος, εκμεταλλευμένη, εκμεταλλευμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εκμεταλλευτεί, είχες εκμεταλλευτεί, είχε εκμεταλλευτεί, είχαμε εκμεταλλευτεί, είχατε εκμεταλλευτεί, είχαν(ε) εκμεταλλευτεί
& είχα εκμεταλλευθεί, είχες εκμεταλλευθεί, είχε εκμεταλλευθεί, είχαμε εκμεταλλευθεί, είχατε εκμεταλλευθεί, είχαν(ε) εκμεταλλευθεί
 
Σημείωση: Το ρήμα εκμεταλλεύομαι ανήκει στα αποθετικά ρήματα και, ως εκ τούτου, έχει μόνο μεσοπαθητική φωνή αλλά ενεργητική σημασία, δηλαδή συντάσσεται κανονικά με αντικείμενο. Αυτό σημαίνει ότι δεν σχηματίζει ενεργητική φωνή (δεν υπάρχει τύπος *εκμεταλλεύω στη Νέα Ελληνική) ούτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί με παθητική σημασία. Συνεπώς, είναι λανθασμένες προτάσεις του τύπου π.χ. Μετανάστριες *εκμεταλλεύονται από κυκλώματα του υπόκοσμου, αντί των οποίων θα πρέπει να χρησιμοποιείται άλλη διατύπωση: Μετανάστριες γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από του κυκλώματα του υπόκοσμου / Κυκλώματα του υπόκοσμου εκμεταλλεύονται μετανάστριες.
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ερωτεύομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Michael Tompsett

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ερωτεύομαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
ερωτεύομαι, ερωτεύεσαι, ερωτεύεται, ερωτευόμαστε, ερωτεύεστε, ερωτεύονται
Υποτακτική
να ερωτεύομαι, να ερωτεύεσαι, να ερωτεύεται, να ερωτευόμαστε, να ερωτεύεστε, να ερωτεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ερωτεύεστε
Μετοχή
ερωτευόμενος, ερωτευόμενη, ερωτευόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
ερωτευόμουν, ερωτευόσουν, ερωτευόταν, ερωτευόμαστε, ερωτευόσαστε, ερωτεύονταν
(& ερωτευόμουνα, ερωτευόσουνα, ερωτευότανε, ερωτευόμασταν, ερωτευόσασταν, ερωτευόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
ερωτεύτηκα, ερωτεύτηκες, ερωτεύτηκε, ερωτευτήκαμε, ερωτευτήκατε, ερωτεύτηκαν ή ερωτευτήκανε
& ερωτεύθηκα, ερωτεύθηκες, ερωτεύθηκε, ερωτευθήκαμε, ερωτευθήκατε, ερωτεύθηκαν ή ερωτευθήκανε
Υποτακτική
να ερωτευτώ, να ερωτευτείς, να ερωτευτεί, να ερωτευτούμε, να ερωτευτείτε, να ερωτευτούν (ή να ερωτευτούνε)
& να ερωτευθώ, να ερωτευθείς, να ερωτευθεί, να ερωτευθούμε, να ερωτευθείτε, να ερωτευθούν (ή να ερωτευθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: ερωτέψου β΄ πληθυντικό: ερωτευτείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ερωτεύομαι, θα ερωτεύεσαι, θα ερωτεύεται, θα ερωτευόμαστε, θα ερωτεύεστε, θα ερωτεύονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ερωτευτώ, θα ερωτευτείς, θα ερωτευτεί, θα ερωτευτούμε, θα ερωτευτείτε, θα ερωτευτούν (ή θα ερωτευτούνε)
& θα ερωτευθώ, θα ερωτευθείς, θα ερωτευθεί, θα ερωτευθούμε, θα ερωτευθείτε, θα ερωτευθούν (ή θα ερωτευθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ερωτευτεί, θα έχεις ερωτευτεί, θα έχει ερωτευτεί, θα έχουμε ερωτευτεί, θα έχετε ερωτευτεί, θα έχουν(ε) ερωτευτεί
& θα έχω ερωτευθεί, θα έχεις ερωτευθεί, θα έχει ερωτευθεί, θα έχουμε ερωτευθεί, θα έχετε ερωτευθεί, θα έχουν(ε) ερωτευθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ερωτευτεί, έχεις ερωτευτεί, έχει ερωτευτεί, έχουμε ερωτευτεί, έχετε ερωτευτεί, έχουν(ε) ερωτευτεί
& έχω ερωτευθεί, έχεις ερωτευθεί, έχει ερωτευθεί, έχουμε ερωτευθεί, έχετε ερωτευθεί, έχουν(ε) ερωτευθεί
Υποτακτική
να έχω ερωτευτεί, να έχεις ερωτευτεί, να έχει ερωτευτεί, να έχουμε ερωτευτεί, να έχετε ερωτευτεί, να έχουν(ε) ερωτευτεί
& να έχω ερωτευθεί, να έχεις ερωτευθεί, να έχει ερωτευθεί, να έχουμε ερωτευθεί, να έχετε ερωτευθεί, να έχουν(ε) ερωτευθεί
Μετοχή
ερωτευμένος, ερωτευμένη, ερωτευμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ερωτευτεί, είχες ερωτευτεί, είχε ερωτευτεί, είχαμε ερωτευτεί, είχατε ερωτευτεί, είχαν(ε) ερωτευτεί
& είχα ερωτευθεί, είχες ερωτευθεί, είχε ερωτευθεί, είχαμε ερωτευθεί, είχατε ερωτευθεί, είχαν(ε) ερωτευθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εννοώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Diane Palmer
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εννοώ»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εννοώ, εννοείς, εννοεί, εννοούμε, εννοείτε, εννοούν (ή εννοούνε)
Υποτακτική
να εννοώ, να εννοείς, να εννοεί, να εννοούμε, να εννοείτε, να εννοούν (ή να εννοούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εννοείτε
Μετοχή
εννοώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
εννοούσα, εννοούσες, εννοούσε, εννοούσαμε, εννοούσατε, εννοούσαν (ή εννοούσανε)
 
Αόριστος
Οριστική
εννόησα, εννόησες, εννόησε, εννοήσαμε, εννοήσατε, εννόησαν
Υποτακτική
να εννοήσω, να εννοήσεις, να εννοήσει, να εννοήσουμε, να εννοήσετε, να εννοήσουν (ή να εννοήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εννόησε β΄ πληθυντικό: εννοήστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εννοώ, θα εννοείς, θα εννοεί, θα εννοούμε, θα εννοείτε, θα εννοούν (ή θα εννοούνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εννοήσω, θα εννοήσεις, θα εννοήσει, θα εννοήσουμε, θα εννοήσετε, θα εννοήσουν (ή θα εννοήσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εννοήσει, θα έχεις εννοήσει, θα έχει εννοήσει, θα έχουμε εννοήσει, θα έχετε εννοήσει, θα έχουν(ε) εννοήσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εννοήσει, έχεις εννοήσει, έχει εννοήσει, έχουμε εννοήσει, έχετε εννοήσει, έχουν(ε) εννοήσει
Υποτακτική
να έχω εννοήσει, να έχεις εννοήσει, να έχει εννοήσει, να έχουμε εννοήσει, να έχετε εννοήσει, να έχουν(ε) εννοήσει
Μετοχή
έχοντας εννοήσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εννοήσει, είχες εννοήσει, είχε εννοήσει, είχαμε εννοήσει, είχατε εννοήσει, είχαν(ε) εννοήσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εννοούμαι, εννοείσαι, εννοείται, εννοούμαστε, εννοείστε, εννοούνται
Υποτακτική
να εννοούμαι, να εννοείσαι, να εννοείται, να εννοούμαστε, να εννοείστε, να εννοούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εννοείστε
Μετοχή
εννοούμενος, εννοούμενη, εννοούμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
εννοούμουν, εννοούσουν, εννοούταν, εννοούμασταν ή εννοούμαστε, εννοούσαστε, εννοούνταν
 
Αόριστος
Οριστική
εννοήθηκα, εννοήθηκες, εννοήθηκε, εννοηθήκαμε, εννοηθήκατε, εννοήθηκαν ή εννοηθήκανε
Υποτακτική
να εννοηθώ, να εννοηθείς, να εννοηθεί, να εννοηθούμε, να εννοηθείτε, να εννοηθούν ή να εννοηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: εννοήσου β΄ πληθυντικό: εννοηθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εννοούμαι, θα εννοείσαι, θα εννοείται, θα εννοούμαστε, θα εννοείστε, θα εννοούνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εννοηθώ, θα εννοηθείς, θα εννοηθεί, θα εννοηθούμε, θα εννοηθείτε, θα εννοηθούν ή θα εννοηθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εννοηθεί, θα έχεις εννοηθεί, θα έχει εννοηθεί, θα έχουμε εννοηθεί, θα έχετε εννοηθεί, θα έχουν(ε) εννοηθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εννοηθεί, έχεις εννοηθεί, έχει εννοηθεί, έχουμε εννοηθεί, έχετε εννοηθεί, έχουν(ε) εννοηθεί
Υποτακτική
να έχω εννοηθεί, να έχεις εννοηθεί, να έχει εννοηθεί, να έχουμε εννοηθεί, να έχετε εννοηθεί, να έχουν(ε) εννοηθεί
Μετοχή
εννοημένος, εννοημένη, εννοημένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εννοηθεί, είχες εννοηθεί, είχε εννοηθεί, είχαμε εννοηθεί, είχατε εννοηθεί, είχαν(ε) εννοηθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σκέπτομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Az Jackson
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σκέπτομαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
σκέπτομαι, σκέπτεσαι, σκέπτεται, σκεπτόμαστε, σκέπτεστε, σκέπτονται
& σκέφτομαι, σκέφτεσαι, σκέφτεται, σκεφτόμαστε, σκέφτεστε, σκέφτονται
Υποτακτική
να σκέπτομαι, να σκέπτεσαι, να σκέπτεται, να σκεπτόμαστε, να σκέπτεστε, να σκέπτονται
& να σκέφτομαι, να σκέφτεσαι, να σκέφτεται, να σκεφτόμαστε, να σκέφτεστε, να σκέφτονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: σκέπτεστε ή σκέφτεστε
Μετοχή
σκεπτόμενος, σκεπτόμενη, σκεπτόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
σκεπτόμουν, σκεπτόσουν, σκεπτόταν, σκεπτόμαστε, σκεπτόσαστε, σκέπτονταν
(& σκεπτόμουνα, σκεπτόσουνα, σκεπτότανε, σκεπτόμασταν, σκεπτόσασταν, σκεπτόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
σκέφθηκα, σκέφθηκες, σκέφθηκε, σκεφθήκαμε, σκεφθήκατε, σκέφθηκαν (ή σκεφθήκανε)
& σκέφτηκα, σκέφτηκες, σκέφτηκε, σκεφτήκαμε, σκεφτήκατε, σκέφτηκαν (ή σκεφτήκανε)
Υποτακτική
να σκεφθώ, να σκεφθείς, να σκεφθεί, να σκεφθούμε, να σκεφθείτε, να σκεφθούν (ή να σκεφθούνε)
& να σκεφτώ, να σκεφτείς, να σκεφτεί, να σκεφτούμε, να σκεφτείτε, να σκεφτούν (ή να σκεφτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: σκέψου β΄ πληθυντικό: σκεφθείτε (σκεφτείτε)
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα σκέπτομαι, θα σκέπτεσαι, θα σκέπτεται, θα σκεπτόμαστε, θα σκέπτεστε, θα σκέπτονται
& θα σκέφτομαι, θα σκέφτεσαι, θα σκέφτεται, θα σκεφτόμαστε, θα σκέφτεστε, θα σκέφτονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα σκεφθώ, θα σκεφθείς, θα σκεφθεί, θα σκεφθούμε, θα σκεφθείτε, θα σκεφθούν (ή θα σκεφθούνε)
& θα σκεφτώ, θα σκεφτείς, θα σκεφτεί, θα σκεφτούμε, θα σκεφτείτε, θα σκεφτούν (ή θα σκεφτούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω σκεφθεί, θα έχεις σκεφθεί, θα έχει σκεφθεί, θα έχουμε σκεφθεί, θα έχετε σκεφθεί, θα έχουν(ε) σκεφθεί
& θα έχω σκεφτεί, θα έχεις σκεφτεί, θα έχει σκεφτεί, θα έχουμε σκεφτεί, θα έχετε σκεφτεί, θα έχουν(ε) σκεφτεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω σκεφθεί, έχεις σκεφθεί, έχει σκεφθεί, έχουμε σκεφθεί, έχετε σκεφθεί, έχουν(ε) σκεφθεί
& έχω σκεφτεί, έχεις σκεφτεί, έχει σκεφτεί, έχουμε σκεφτεί, έχετε σκεφτεί, έχουν(ε) σκεφτεί
Υποτακτική
να έχω σκεφθεί, να έχεις σκεφθεί, να έχει σκεφθεί, να έχουμε σκεφθεί, να έχετε σκεφθεί, να έχουν(ε) σκεφθεί
& να έχω σκεφτεί, να έχεις σκεφτεί, να έχει σκεφτεί, να έχουμε σκεφτεί, να έχετε σκεφτεί, να έχουν(ε) σκεφτεί
Μετοχή
εσκεμμένος, εσκεμμένη, εσκεμμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα σκεφθεί, είχες σκεφθεί, είχε σκεφθεί, είχαμε σκεφθεί, είχατε σκεφθεί, είχαν(ε) σκεφθεί
& είχα σκεφτεί, είχες σκεφτεί, είχε σκεφτεί, είχαμε σκεφτεί, είχατε σκεφτεί, είχαν(ε) σκεφτεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υπαινίσσομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Luis Carlos Molina Acevedo

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υπαινίσσομαι»
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
υπαινίσσομαι, υπαινίσσεσαι, υπαινίσσεται, υπαινισσόμαστε, υπαινίσσεστε, υπαινίσσονται
Υποτακτική
να υπαινίσσομαι, να υπαινίσσεσαι, να υπαινίσσεται, να υπαινισσόμαστε, να υπαινίσσεστε, να υπαινίσσονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: υπαινίσσεστε
Μετοχή
υπαινισσόμενος, υπαινισσόμενη, υπαινισσόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
υπαινισσόμουν, υπαινισσόσουν, υπαινισσόταν, υπαινισσόμαστε, υπαινισσόσαστε, υπαινίσσονταν
(& υπαινισσόμουνα, υπαινισσόσουνα, υπαινισσότανε, υπαινισσόμασταν, υπαινισσόσασταν, υπαινισσόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
υπαινίχθηκα, υπαινίχθηκες, υπαινίχθηκε, υπαινιχθήκαμε, υπαινιχθήκατε, υπαινίχθηκαν (ή υπαινιχθήκανε)
& υπαινίχτηκα, υπαινίχτηκες, υπαινίχτηκε, υπαινιχτήκαμε, υπαινιχτήκατε, υπαινίχτηκαν (ή υπαινιχτήκανε)
Υποτακτική
να υπαινιχθώ, να υπαινιχθείς, να υπαινιχθεί, να υπαινιχθούμε, να υπαινιχθείτε, να υπαινιχθούν (ή να υπαινιχθούνε)
& να υπαινιχτώ, να υπαινιχτείς, να υπαινιχτεί, να υπαινιχτούμε, να υπαινιχτείτε, να υπαινιχτούν (ή να υπαινιχτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: υπαινίξου β΄ πληθυντικό: υπαινιχθείτε (υπαινιχτείτε)
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υπαινίσσομαι, θα υπαινίσσεσαι, θα υπαινίσσεται, θα υπαινισσόμαστε, θα υπαινίσσεστε, θα υπαινίσσονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υπαινιχθώ, θα υπαινιχθείς, θα υπαινιχθεί, θα υπαινιχθούμε, θα υπαινιχθείτε, θα υπαινιχθούν (ή θα υπαινιχθούνε)
& θα υπαινιχτώ, θα υπαινιχτείς, θα υπαινιχτεί, θα υπαινιχτούμε, θα υπαινιχτείτε, θα υπαινιχτούν (ή θα υπαινιχτούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω υπαινιχθεί, θα έχεις υπαινιχθεί, θα έχει υπαινιχθεί, θα έχουμε υπαινιχθεί, θα έχετε υπαινιχθεί, θα έχουν(ε) υπαινιχθεί
& θα έχω υπαινιχτεί, θα έχεις υπαινιχτεί, θα έχει υπαινιχτεί, θα έχουμε υπαινιχτεί, θα έχετε υπαινιχτεί, θα έχουν(ε) υπαινιχτεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω υπαινιχθεί, έχεις υπαινιχθεί, έχει υπαινιχθεί, έχουμε υπαινιχθεί, έχετε υπαινιχθεί, έχουν(ε) υπαινιχθεί
& έχω υπαινιχτεί, έχεις υπαινιχτεί, έχει υπαινιχτεί, έχουμε υπαινιχτεί, έχετε υπαινιχτεί, έχουν(ε) υπαινιχτεί
Υποτακτική
να έχω υπαινιχθεί, να έχεις υπαινιχθεί, να έχει υπαινιχθεί, να έχουμε υπαινιχθεί, να έχετε υπαινιχθεί, να έχουν(ε) υπαινιχθεί
& να έχω υπαινιχτεί, να έχεις υπαινιχτεί, να έχει υπαινιχτεί, να έχουμε υπαινιχτεί, να έχετε υπαινιχτεί, να έχουν(ε) υπαινιχτεί
Μετοχή
υπαινιγμένος, υπαινιγμένη, υπαινιγμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα υπαινιχθεί, είχες υπαινιχθεί, είχε υπαινιχθεί, είχαμε υπαινιχθεί, είχατε υπαινιχθεί, είχαν(ε) υπαινιχθεί
& είχα υπαινιχτεί, είχες υπαινιχτεί, είχε υπαινιχτεί, είχαμε υπαινιχτεί, είχατε υπαινιχτεί, είχαν(ε) υπαινιχτεί
 

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υποχρεώνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Let Your Art Soar
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υποχρεώνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
υποχρεώνω, υποχρεώνεις, υποχρεώνει, υποχρεώνουμε, υποχρεώνετε, υποχρεώνουν (ή υποχρεώνουνε)
Υποτακτική
να υποχρεώνω, να υποχρεώνεις, να υποχρεώνει, να υποχρεώνουμε, να υποχρεώνετε, να υποχρεώνουν (ή να υποχρεώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: υποχρέωνε – β΄ πληθυντικό: υποχρεώνετε
Μετοχή
υποχρεώνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
υποχρέωνα, υποχρέωνες, υποχρέωνε, υποχρεώναμε, υποχρεώνατε, υποχρέωναν ή υποχρεώνανε
 
Αόριστος
Οριστική
υποχρέωσα, υποχρέωσες, υποχρέωσε, υποχρεώσαμε, υποχρεώσατε, υποχρέωσαν ή υποχρεώσανε
Υποτακτική
να υποχρεώσω, να υποχρεώσεις, να υποχρεώσει, να υποχρεώσουμε, να υποχρεώσετε, να υποχρεώσουν (ή να υποχρεώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: υποχρέωσε – β΄ πληθυντικό: υποχρεώστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υποχρεώνω, θα υποχρεώνεις, θα υποχρεώνει, θα υποχρεώνουμε, θα υποχρεώνετε, θα υποχρεώνουν (ή θα υποχρεώνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υποχρεώσω, θα υποχρεώσεις, θα υποχρεώσει, θα υποχρεώσουμε, θα υποχρεώσετε, θα υποχρεώσουν (ή θα υποχρεώσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω υποχρεώσει, θα έχεις υποχρεώσει, θα έχει υποχρεώσει, θα έχουμε υποχρεώσει, θα έχετε υποχρεώσει, θα έχουν(ε) υποχρεώσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω υποχρεώσει, έχεις υποχρεώσει, έχει υποχρεώσει, έχουμε υποχρεώσει, έχετε υποχρεώσει, έχουν(ε) υποχρεώσει
Υποτακτική
να έχω υποχρεώσει, να έχεις υποχρεώσει, να έχει υποχρεώσει, να έχουμε υποχρεώσει, να έχετε υποχρεώσει, να έχουν(ε) υποχρεώσει
Μετοχή
έχοντας υποχρεώσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα υποχρεώσει, είχες υποχρεώσει, είχε υποχρεώσει, είχαμε υποχρεώσει, είχατε υποχρεώσει, είχαν(ε) υποχρεώσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
υποχρεώνομαι, υποχρεώνεσαι, υποχρεώνεται, υποχρεωνόμαστε, υποχρεώνεστε, υποχρεώνονται
Υποτακτική
να υποχρεώνομαι, να υποχρεώνεσαι, να υποχρεώνεται, να υποχρεωνόμαστε, να υποχρεώνεστε, να υποχρεώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: υποχρεώνεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
υποχρεωνόμουν, υποχρεωνόσουν, υποχρεωνόταν, υποχρεωνόμαστε, υποχρεωνόσαστε, υποχρεώνονταν
(& υποχρεωνόμουνα, υποχρεωνόσουνα, υποχρεωνότανε, υποχρεωνόμασταν, υποχρεωνόσασταν, υποχρεωνόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
υποχρεώθηκα, υποχρεώθηκες, υποχρεώθηκε, υποχρεωθήκαμε, υποχρεωθήκατε, υποχρεώθηκαν (ή υποχρεωθήκανε)
Υποτακτική
να υποχρεωθώ, να υποχρεωθείς, να υποχρεωθεί, να υποχρεωθούμε, να υποχρεωθείτε, να υποχρεωθούν (ή να υποχρεωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: υποχρεώσου - β΄ πληθυντικό: υποχρεωθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υποχρεώνομαι, θα υποχρεώνεσαι, θα υποχρεώνεται, θα υποχρεωνόμαστε, θα υποχρεώνεστε, θα υποχρεώνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υποχρεωθώ, θα υποχρεωθείς, θα υποχρεωθεί, θα υποχρεωθούμε, θα υποχρεωθείτε, θα υποχρεωθούν (ή θα υποχρεωθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω υποχρεωθεί, θα έχεις υποχρεωθεί, θα έχει υποχρεωθεί, θα έχουμε υποχρεωθεί, θα έχετε υποχρεωθεί, θα έχουν(ε) υποχρεωθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω υποχρεωθεί, έχεις υποχρεωθεί, έχει υποχρεωθεί, έχουμε υποχρεωθεί, έχετε υποχρεωθεί, έχουν(ε) υποχρεωθεί
Υποτακτική
να έχω υποχρεωθεί, να έχεις υποχρεωθεί, να έχει υποχρεωθεί, να έχουμε υποχρεωθεί, να έχετε υποχρεωθεί, να έχουν(ε) υποχρεωθεί
Μετοχή
υποχρεωμένος, υποχρεωμένη, υποχρεωμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα υποχρεωθεί, είχες υποχρεωθεί, είχε υποχρεωθεί, είχαμε υποχρεωθεί, είχατε υποχρεωθεί, είχαν(ε) υποχρεωθεί
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...