Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αμφιβάλλω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Michelle Calkins

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αμφιβάλλω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
αμφιβάλλω, αμφιβάλλεις, αμφιβάλλει, αμφιβάλλουμε, αμφιβάλλετε, αμφιβάλλουν ή αμφιβάλλουνε
Υποτακτική
να αμφιβάλλω, να αμφιβάλλεις, να αμφιβάλλει, να αμφιβάλλουμε, να αμφιβάλλετε, να αμφιβάλλουν ή να αμφιβάλλουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: αμφίβαλλε – β΄ πληθυντικό: αμφιβάλλετε 
Μετοχή
αμφιβάλλοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
αμφέβαλλα, αμφέβαλλες, αμφέβαλλε, αμφιβάλλαμε, αμφιβάλλατε, αμφέβαλλαν
 
Αόριστος
Οριστική
αμφέβαλα, αμφέβαλες, αμφέβαλε, αμφιβάλαμε, αμφιβάλατε, αμφέβαλαν
Υποτακτική
να αμφιβάλω, να αμφιβάλεις, να αμφιβάλει, να αμφιβάλουμε, να αμφιβάλετε, να αμφιβάλουν ή να αμφιβάλουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: αμφίβαλε – β΄ πληθυντικό: αμφιβάλετε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αμφιβάλλω, θα αμφιβάλλεις, θα αμφιβάλλει, θα αμφιβάλλουμε, θα αμφιβάλλετε, θα αμφιβάλλουν ή θα αμφιβάλλουνε
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αμφιβάλω, θα αμφιβάλεις, θα αμφιβάλει, θα αμφιβάλουμε, θα αμφιβάλετε, θα αμφιβάλουν ή θα αμφιβάλουνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αμφιβάλει, θα έχεις αμφιβάλει, θα έχει αμφιβάλει, θα έχουμε αμφιβάλει, θα έχετε αμφιβάλει, θα έχουν(ε) αμφιβάλει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αμφιβάλει, έχεις αμφιβάλει, έχει αμφιβάλει, έχουμε αμφιβάλει, έχετε αμφιβάλει, έχουν(ε) αμφιβάλει
Υποτακτική
να έχω αμφιβάλει, να έχεις αμφιβάλει, να έχει αμφιβάλει, να έχουμε αμφιβάλει, να έχετε αμφιβάλει, να έχουν(ε) αμφιβάλει
Μετοχή
έχοντας αμφιβάλει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αμφιβάλει, είχες αμφιβάλει, είχε αμφιβάλει, είχαμε αμφιβάλει, είχατε αμφιβάλει, είχαν(ε) αμφιβάλει
 
Σημείωση: Η ορθογραφία του ρήματος αμφιβάλλω διέπεται από τον εξής απλό μνημονικό κανόνα: μία φορά = ένα λ, πολλές φορές = δύο λ. Ειδικότερα:
Το ρήμα αμφιβάλλω γράφεται με δύο -λ-, εφόσον δηλώνεται διάρκεια ή επανάληψη (δηλ. στον ενεστώτα, παρατατικό και μέλλοντα διαρκείας), π.χ. Αμφιβάλλω αν κατάλαβε τι του είπα – Αμφέβαλλα για την ειλικρίνειά του, αλλά είχα άδικο – Θα αμφιβάλλουν για την ορθότητα των ισχυρισμών του όσο δεν τους δίνονται τα στοιχεία για έλεγχο.
Με ένα -λ- γράφεται το ρήμα, εφόσον δηλώνεται στιγμιαία ή συντελεσμένη πράξη (δηλ. στην αόριστο, τον στιγμιαίο μέλλοντα και στους συντελικούς χρόνους), π.χ. Προς στιγμήν αμφέβαλα, αλλά γρήγορα πείστηκα ότι είχε καλές προθέσεις – Θα του μιλήσω ξεκάθαρα, δεν θα τον αφήσω να αμφιβάλει ούτε στιγμή για το τι εννοώ – Πολλές φορές έχω αμφιβάλει για το αν ήταν πραγματικές όλες αυτές οι ιστορίες.
Ρηματική αύξηση (παρατατικού και αορίστου). Το ρήμα αμφιβάλλω εμφανίζει στον ενεργητικό παρατατικό και αόριστο τη λεγόμενη εσωτερική συλλαβική αύξηση -ε-, η οποία διατηρείται όπου τονίζεται. Συνεπώς, οι δύο αυτοί χρόνοι σχηματίζονται ως εξής:
Παρατατικός: αμφέβαλλα, αμφέβαλλες, αμφέβαλλε – αμφιβάλλαμε, αμφιβάλλατε, αμφέβαλλαν
Αόριστος: αμφέβαλα, αμφέβαλες, αμφέβαλε – αμφιβάλαμε, αμφιβάλατε, αμφέβαλαν
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υπόσχομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Studio Grafiikka
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υπόσχομαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
υπόσχομαι, υπόσχεσαι, υπόσχεται, υποσχόμαστε, υπόσχεστε, υπόσχονται
Υποτακτική
να υπόσχομαι, να υπόσχεσαι, να υπόσχεται, να υποσχόμαστε, να υπόσχεστε, να υπόσχονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: υπόσχεστε
Μετοχή
υποσχόμενος, υποσχόμενη, υποσχόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
υποσχόμουν, υποσχόσουν, υποσχόταν, υποσχόμαστε, υποσχόσαστε, υπόσχονταν
(& υποσχόμουνα, υποσχόσουνα, υποσχότανε, υποσχόμασταν, υποσχόσασταν, υποσχόντουσαν ή υποσχόντανε)
 
Αόριστος
Οριστική
υποσχέθηκα, υποσχέθηκες, υποσχέθηκε, υποσχεθήκαμε, υποσχεθήκατε, υποσχέθηκαν ή υποσχεθήκανε
Υποτακτική
να υποσχεθώ, να υποσχεθείς, να υποσχεθεί, να υποσχεθούμε, να υποσχεθείτε, να υποσχεθούν ή να υποσχεθούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: υποσχέσου – β΄ πληθυντικό: υποσχεθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υπόσχομαι, θα υπόσχεσαι, θα υπόσχεται, θα υποσχόμαστε, θα υπόσχεστε, θα υπόσχονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υποσχεθώ, θα υποσχεθείς, θα υποσχεθεί, θα υποσχεθούμε, θα υποσχεθείτε, θα υποσχεθούν ή θα υποσχεθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω υποσχεθεί, θα έχεις υποσχεθεί, θα έχει υποσχεθεί, θα έχουμε υποσχεθεί, θα έχετε υποσχεθεί, θα έχουν(ε) υποσχεθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω υποσχεθεί, έχεις υποσχεθεί, έχει υποσχεθεί, έχουμε υποσχεθεί, έχετε υποσχεθεί, έχουν(ε) υποσχεθεί
Υποτακτική
να έχω υποσχεθεί, να έχεις υποσχεθεί, να έχει υποσχεθεί, να έχουμε υποσχεθεί, να έχετε υποσχεθεί, να έχουν(ε) υποσχεθεί
Μετοχή
υποσχεμένος, υποσχεμένη, υποσχεμένο & υπεσχημένος, υπεσχημένη, υπεσχημένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα υποσχεθεί, είχες υποσχεθεί, είχε υποσχεθεί, είχαμε υποσχεθεί, είχατε υποσχεθεί, είχαν(ε) υποσχεθεί
 
Σημείωση: υπεσχημένος – υποσχεμένος. Ο τύπος υπεσχημένος αποτελεί μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου του αρχ. πισχνομαι «δίνω υπόσχεση» ενώ από το μεταπλασμένο ρήμα υπόσχομαι (ήδη μεσαιωνικό) σχηματίστηκε επίσης αντίστοιχη μετοχή υποσχεμένος. Η διαφορά μεταξύ των δύο μετοχών είναι κυρίως υφολογική∙ ο τύπος υπεσχημένος χρησιμοποιείται σε επίσημο ύφος και σε στερεότυπες εκφράσεις (π.χ. Η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να τηρήσει τα υπεσχημένα), ενώ ο τύπος υποσχεμένος χρησιμοποιείται στον καθημερινό λόγο και σε ανεπίσημο ύφος.
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υποκρίνομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Greg Olsen
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υποκρίνομαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
υποκρίνομαι, υποκρίνεσαι, υποκρίνεται, υποκρινόμαστε, υποκρίνεστε, υποκρίνονται
Υποτακτική
να υποκρίνομαι, να υποκρίνεσαι, να υποκρίνεται, να υποκρινόμαστε, να υποκρίνεστε, να υποκρίνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: υποκρίνεστε
Μετοχή
υποκρινόμενος, υποκρινόμενη, υποκρινόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
υποκρινόμουν, υποκρινόσουν, υποκρινόταν, υποκρινόμαστε, υποκρινόσαστε, υποκρίνονταν
(& υποκρινόμουνα, υποκρινόσουνα, υποκρινότανε, υποκρινόμασταν, υποκρινόσασταν, υποκρινόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
υποκρίθηκα, υποκρίθηκες, υποκρίθηκε, υποκριθήκαμε, υποκριθήκατε, υποκρίθηκαν (ή υποκριθήκανε)
Υποτακτική
να υποκριθώ, να υποκριθείς, να υποκριθεί, να υποκριθούμε, να υποκριθείτε, να υποκριθούν (ή να υποκριθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: υποκρίσου – β΄ πληθυντικό: υποκριθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υποκρίνομαι, θα υποκρίνεσαι, θα υποκρίνεται, θα υποκρινόμαστε, θα υποκρίνεστε, θα υποκρίνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υποκριθώ, θα υποκριθείς, θα υποκριθεί, θα υποκριθούμε, θα υποκριθείτε, θα υποκριθούν (ή θα υποκριθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω υποκριθεί, θα έχεις υποκριθεί, θα έχει υποκριθεί, θα έχουμε υποκριθεί, θα έχετε υποκριθεί, θα έχουν(ε) υποκριθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω υποκριθεί, έχεις υποκριθεί, έχει υποκριθεί, έχουμε υποκριθεί, έχετε υποκριθεί, έχουν(ε) υποκριθεί
Υποτακτική
να έχω υποκριθεί, να έχεις υποκριθεί, να έχει υποκριθεί, να έχουμε υποκριθεί, να έχετε υποκριθεί, να έχουν(ε) υποκριθεί
Μετοχή
---
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα υποκριθεί, είχες υποκριθεί, είχε υποκριθεί, είχαμε υποκριθεί, είχατε υποκριθεί, είχαν(ε) υποκριθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «χειρίζομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Martin Capek

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «χειρίζομαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
χειρίζομαι, χειρίζεσαι, χειρίζεται, χειριζόμαστε, χειρίζεστε, χειρίζονται
Υποτακτική
να χειρίζομαι, να χειρίζεσαι, να χειρίζεται, να χειριζόμαστε, να χειρίζεστε, να χειρίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: χειρίζεστε
Μετοχή
χειριζόμενος, χειριζόμενη, χειριζόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
χειριζόμουν, χειριζόσουν, χειριζόταν, χειριζόμαστε, χειριζόσαστε, χειρίζονταν
(& χειριζόμουνα, χειριζόσουνα, χειριζότανε, χειριζόμασταν, χειριζόσασταν, χειριζόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
χειρίστηκα, χειρίστηκες, χειρίστηκε, χειριστήκαμε, χειριστήκατε, χειρίστηκαν ή χειριστήκανε
& χειρίσθηκα, χειρίσθηκες, χειρίσθηκε, χειρισθήκαμε, χειρισθήκατε, χειρίσθηκαν ή χειρισθήκανε
Υποτακτική
να χειριστώ, να χειριστείς, να χειριστεί, να χειριστούμε, να χειριστείτε, να χειριστούν (ή να χειριστούνε)
& να χειρισθώ, να χειρισθείς, να χειρισθεί, να χειρισθούμε, να χειρισθείτε, να χειρισθούν (ή να χειρισθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: χειρίσου – β΄ πληθυντικό: χειριστείτε / χειρισθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα χειρίζομαι, θα χειρίζεσαι, θα χειρίζεται, θα χειριζόμαστε, θα χειρίζεστε, θα χειρίζονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα χειριστώ, θα χειριστείς, θα χειριστεί, θα χειριστούμε, θα χειριστείτε, θα χειριστούν (ή θα χειριστούνε)
& θα χειρισθώ, θα χειρισθείς, θα χειρισθεί, θα χειρισθούμε, θα χειρισθείτε, θα χειρισθούν (ή θα χειρισθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω χειριστεί, θα έχεις χειριστεί, θα έχει χειριστεί, θα έχουμε χειριστεί, θα έχετε χειριστεί, θα έχουν(ε) χειριστεί
& θα έχω χειρισθεί, θα έχεις χειρισθεί, θα έχει χειρισθεί, θα έχουμε χειρισθεί, θα έχετε χειρισθεί, θα έχουν(ε) χειρισθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω χειριστεί, έχεις χειριστεί, έχει χειριστεί, έχουμε χειριστεί, έχετε χειριστεί, έχουν(ε) χειριστεί
& έχω χειρισθεί, έχεις χειρισθεί, έχει χειρισθεί, έχουμε χειρισθεί, έχετε χειρισθεί, έχουν(ε) χειρισθεί
Υποτακτική
να έχω χειριστεί, να έχεις χειριστεί, να έχει χειριστεί, να έχουμε χειριστεί, να έχετε χειριστεί, να έχουν(ε) χειριστεί
& να έχω χειρισθεί, να έχεις χειρισθεί, να έχει χειρισθεί, να έχουμε χειρισθεί, να έχετε χειρισθεί, να έχουν(ε) χειρισθεί
Μετοχή
χειρισμένος, χειρισμένη, χειρισμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα χειριστεί, είχες χειριστεί, είχε χειριστεί, είχαμε χειριστεί, είχατε χειριστεί, είχαν(ε) χειριστεί
& είχα χειρισθεί, είχες χειρισθεί, είχε χειρισθεί, είχαμε χειρισθεί, είχατε χειρισθεί, είχαν(ε) χειρισθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ζημιώνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Luisa Millicent
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ζημιώνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ζημιώνω, ζημιώνεις, ζημιώνει, ζημιώνουμε, ζημιώνετε, ζημιώνουν (ή ζημιώνουνε)
Υποτακτική
να ζημιώνω, να ζημιώνεις, να ζημιώνει, να ζημιώνουμε, να ζημιώνετε, να ζημιώνουν (ή να ζημιώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ζημίωνε – β΄ πληθυντικό: ζημιώνετε
Μετοχή
ζημιώνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
ζημίωνα, ζημίωνες, ζημίωνε, ζημιώναμε, ζημιώνατε, ζημίωναν ή ζημιώνανε
 
Αόριστος
Οριστική
ζημίωσα, ζημίωσες, ζημίωσε, ζημιώσαμε, ζημιώσατε, ζημίωσαν ή ζημιώσανε
Υποτακτική
να ζημιώσω, να ζημιώσεις, να ζημιώσει, να ζημιώσουμε, να ζημιώσετε, να ζημιώσουν (ή να ζημιώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ζημίωσε – β΄ πληθυντικό: ζημιώστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ζημιώνω, θα ζημιώνεις, θα ζημιώνει, θα ζημιώνουμε, θα ζημιώνετε, θα ζημιώνουν (ή θα ζημιώνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ζημιώσω, θα ζημιώσεις, θα ζημιώσει, θα ζημιώσουμε, θα ζημιώσετε, θα ζημιώσουν (ή θα ζημιώσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ζημιώσει, θα έχεις ζημιώσει, θα έχει ζημιώσει, θα έχουμε ζημιώσει, θα έχετε ζημιώσει, θα έχουν(ε) ζημιώσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ζημιώσει, έχεις ζημιώσει, έχει ζημιώσει, έχουμε ζημιώσει, έχετε ζημιώσει, έχουν(ε) ζημιώσει
Υποτακτική
να έχω ζημιώσει, να έχεις ζημιώσει, να έχει ζημιώσει, να έχουμε ζημιώσει, να έχετε ζημιώσει, να έχουν(ε) ζημιώσει
Μετοχή
έχοντας ζημιώσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ζημιώσει, είχες ζημιώσει, είχε ζημιώσει, είχαμε ζημιώσει, είχατε ζημιώσει, είχαν(ε) ζημιώσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ζημιώνομαι, ζημιώνεσαι, ζημιώνεται, ζημιωνόμαστε, ζημιώνεστε, ζημιώνονται
Υποτακτική
να ζημιώνομαι, να ζημιώνεσαι, να ζημιώνεται, να ζημιωνόμαστε, να ζημιώνεστε, να ζημιώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ζημιώνεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
ζημιωνόμουν, ζημιωνόσουν, ζημιωνόταν, ζημιωνόμαστε, ζημιωνόσαστε, ζημιώνονταν
(& ζημιωνόμουνα, ζημιωνόσουνα, ζημιωνότανε, ζημιωνόμασταν, ζημιωνόσασταν, ζημιωνόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
ζημιώθηκα, ζημιώθηκες, ζημιώθηκε, ζημιωθήκαμε, ζημιωθήκατε, ζημιώθηκαν (ή ζημιωθήκανε)
Υποτακτική
να ζημιωθώ, να ζημιωθείς, να ζημιωθεί, να ζημιωθούμε, να ζημιωθείτε, να ζημιωθούν (ή να ζημιωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: ζημιώσου - β΄ πληθυντικό: ζημιωθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ζημιώνομαι, θα ζημιώνεσαι, θα ζημιώνεται, θα ζημιωνόμαστε, θα ζημιώνεστε, θα ζημιώνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ζημιωθώ, θα ζημιωθείς, θα ζημιωθεί, θα ζημιωθούμε, θα ζημιωθείτε, θα ζημιωθούν (ή θα ζημιωθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ζημιωθεί, θα έχεις ζημιωθεί, θα έχει ζημιωθεί, θα έχουμε ζημιωθεί, θα έχετε ζημιωθεί, θα έχουν(ε) ζημιωθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ζημιωθεί, έχεις ζημιωθεί, έχει ζημιωθεί, έχουμε ζημιωθεί, έχετε ζημιωθεί, έχουν(ε) ζημιωθεί
Υποτακτική
να έχω ζημιωθεί, να έχεις ζημιωθεί, να έχει ζημιωθεί, να έχουμε ζημιωθεί, να έχετε ζημιωθεί, να έχουν(ε) ζημιωθεί
Μετοχή
ζημιωμένος, ζημιωμένη, ζημιωμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ζημιωθεί, είχες ζημιωθεί, είχε ζημιωθεί, είχαμε ζημιωθεί, είχατε ζημιωθεί, είχαν(ε) ζημιωθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αδικώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Toms Tee Store
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αδικώ»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
αδικώ, αδικείς, αδικεί, αδικούμε, αδικείτε, αδικούν (ή αδικούνε)
Υποτακτική
να αδικώ, να αδικείς, να αδικεί, να αδικούμε, να αδικείτε, να αδικούν (ή να αδικούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αδικείτε
Μετοχή
αδικώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
αδικούσα, αδικούσες, αδικούσε, αδικούσαμε, αδικούσατε, αδικούσαν (ή αδικούσανε)
 
Αόριστος
Οριστική
αδίκησα, αδίκησες, αδίκησε, αδικήσαμε, αδικήσατε, αδίκησαν
Υποτακτική
να αδικήσω, να αδικήσεις, να αδικήσει, να αδικήσουμε, να αδικήσετε, να αδικήσουν (ή να αδικήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αδίκησε – β΄ πληθυντικό: αδικήστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αδικώ, θα αδικείς, θα αδικεί, θα αδικούμε, θα αδικείτε, θα αδικούν (ή θα αδικούνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αδικήσω, θα αδικήσεις, θα αδικήσει, θα αδικήσουμε, θα αδικήσετε, θα αδικήσουν (ή θα αδικήσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αδικήσει, θα έχεις αδικήσει, θα έχει αδικήσει, θα έχουμε αδικήσει, θα έχετε αδικήσει, θα έχουν(ε) αδικήσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αδικήσει, έχεις αδικήσει, έχει αδικήσει, έχουμε αδικήσει, έχετε αδικήσει, έχουν(ε) αδικήσει
Υποτακτική
να έχω αδικήσει, να έχεις αδικήσει, να έχει αδικήσει, να έχουμε αδικήσει, να έχετε αδικήσει, να έχουν(ε) αδικήσει
Μετοχή
έχοντας αδικήσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αδικήσει, είχες αδικήσει, είχε αδικήσει, είχαμε αδικήσει, είχατε αδικήσει, είχαν(ε) αδικήσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
αδικούμαι, αδικείσαι, αδικείται, αδικούμαστε, αδικείστε, αδικούνται
Υποτακτική
να αδικούμαι, να αδικείσαι, να αδικείται, να αδικούμαστε, να αδικείστε, να αδικούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αδικείστε
Μετοχή
αδικούμενος, αδικούμενη, αδικούμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
αδικούμουν, αδικούσουν, αδικούταν ή αδικούτανε, αδικούμασταν ή αδικούμαστε, αδικούσαστε ή αδικούσασταν, αδικούνταν
 
Αόριστος
Οριστική
αδικήθηκα, αδικήθηκες, αδικήθηκε, αδικηθήκαμε, αδικηθήκατε, αδικήθηκαν ή αδικηθήκανε
Υποτακτική
να αδικηθώ, να αδικηθείς, να αδικηθεί, να αδικηθούμε, να αδικηθείτε, να αδικηθούν ή να αδικηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: αδικήσου – β΄ πληθυντικό: αδικηθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αδικούμαι, θα αδικείσαι, θα αδικείται, θα αδικούμαστε, θα αδικείστε, θα αδικούνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αδικηθώ, θα αδικηθείς, θα αδικηθεί, θα αδικηθούμε, θα αδικηθείτε, θα αδικηθούν ή θα αδικηθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αδικηθεί, θα έχεις αδικηθεί, θα έχει αδικηθεί, θα έχουμε αδικηθεί, θα έχετε αδικηθεί, θα έχουν(ε) αδικηθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αδικηθεί, έχεις αδικηθεί, έχει αδικηθεί, έχουμε αδικηθεί, έχετε αδικηθεί, έχουν(ε) αδικηθεί
Υποτακτική
να έχω αδικηθεί, να έχεις αδικηθεί, να έχει αδικηθεί, να έχουμε αδικηθεί, να έχετε αδικηθεί, να έχουν(ε) αδικηθεί
Μετοχή
αδικημένος, αδικημένη, αδικημένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αδικηθεί, είχες αδικηθεί, είχε αδικηθεί, είχαμε αδικηθεί, είχατε αδικηθεί, είχαν(ε) αδικηθεί
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...