Peter Cassidy
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εκμεταλλεύομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
εκμεταλλεύομαι, εκμεταλλεύεσαι, εκμεταλλεύεται, εκμεταλλευόμαστε, εκμεταλλεύεστε, εκμεταλλεύονται
Υποτακτική
να εκμεταλλεύομαι, να εκμεταλλεύεσαι, να εκμεταλλεύεται, να εκμεταλλευόμαστε, να εκμεταλλεύεστε, να εκμεταλλεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εκμεταλλεύεστε
Μετοχή
εκμεταλλευόμενος, εκμεταλλευόμενη, εκμεταλλευόμενο
Παρατατικός
Οριστική
εκμεταλλευόμουν, εκμεταλλευόσουν, εκμεταλλευόταν, εκμεταλλευόμαστε, εκμεταλλευόσαστε, εκμεταλλεύονταν
(& εκμεταλλευόμουνα, εκμεταλλευόσουνα,
εκμεταλλευότανε, εκμεταλλευόμασταν, εκμεταλλευόσασταν, εκμεταλλευόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
εκμεταλλεύτηκα, εκμεταλλεύτηκες, εκμεταλλεύτηκε, εκμεταλλευτήκαμε, εκμεταλλευτήκατε, εκμεταλλεύτηκαν ή εκμεταλλευτήκανε
& εκμεταλλεύθηκα, εκμεταλλεύθηκες, εκμεταλλεύθηκε,
εκμεταλλευθήκαμε, εκμεταλλευθήκατε, εκμεταλλεύθηκαν ή εκμεταλλευθήκανε
Υποτακτική
να εκμεταλλευτώ, να εκμεταλλευτείς, να εκμεταλλευτεί, να εκμεταλλευτούμε, να εκμεταλλευτείτε, να εκμεταλλευτούν (ή να εκμεταλλευτούνε)
& να εκμεταλλευθώ, να εκμεταλλευθείς, να εκμεταλλευθεί, να εκμεταλλευθούμε, να εκμεταλλευθείτε, να εκμεταλλευθούν (ή να εκμεταλλευθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: εκμεταλλέψου β΄ πληθυντικό: εκμεταλλευτείτε / εκμεταλλευθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκμεταλλεύομαι, θα εκμεταλλεύεσαι, θα εκμεταλλεύεται, θα εκμεταλλευόμαστε, θα εκμεταλλεύεστε, θα εκμεταλλεύονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκμεταλλευτώ, θα εκμεταλλευτείς, θα εκμεταλλευτεί, θα εκμεταλλευτούμε, θα εκμεταλλευτείτε, θα εκμεταλλευτούν (ή θα εκμεταλλευτούνε)
& θα εκμεταλλευθώ, θα εκμεταλλευθείς, θα εκμεταλλευθεί, θα
εκμεταλλευθούμε, θα εκμεταλλευθείτε, θα εκμεταλλευθούν (ή θα εκμεταλλευθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εκμεταλλευτεί, θα έχεις εκμεταλλευτεί, θα έχει εκμεταλλευτεί, θα έχουμε εκμεταλλευτεί, θα έχετε εκμεταλλευτεί, θα έχουν(ε) εκμεταλλευτεί
& θα έχω εκμεταλλευθεί, θα έχεις εκμεταλλευθεί, θα έχει
εκμεταλλευθεί, θα έχουμε εκμεταλλευθεί, θα έχετε εκμεταλλευθεί, θα έχουν(ε)
εκμεταλλευθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εκμεταλλευτεί, έχεις εκμεταλλευτεί, έχει εκμεταλλευτεί, έχουμε εκμεταλλευτεί, έχετε εκμεταλλευτεί, έχουν(ε) εκμεταλλευτεί
& έχω εκμεταλλευθεί, έχεις εκμεταλλευθεί, έχει
εκμεταλλευθεί, έχουμε εκμεταλλευθεί, έχετε εκμεταλλευθεί, έχουν(ε)
εκμεταλλευθεί
Υποτακτική
να έχω εκμεταλλευτεί, να έχεις εκμεταλλευτεί, να έχει εκμεταλλευτεί, να έχουμε εκμεταλλευτεί, να έχετε εκμεταλλευτεί, να έχουν(ε) εκμεταλλευτεί
& να έχω εκμεταλλευθεί, να έχεις εκμεταλλευθεί, να έχει εκμεταλλευθεί, να έχουμε εκμεταλλευθεί, να έχετε εκμεταλλευθεί, να έχουν(ε) εκμεταλλευθεί
Μετοχή
εκμεταλλευμένος, εκμεταλλευμένη, εκμεταλλευμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εκμεταλλευτεί, είχες εκμεταλλευτεί, είχε εκμεταλλευτεί, είχαμε εκμεταλλευτεί, είχατε εκμεταλλευτεί, είχαν(ε) εκμεταλλευτεί
& είχα εκμεταλλευθεί, είχες εκμεταλλευθεί, είχε εκμεταλλευθεί,
είχαμε εκμεταλλευθεί, είχατε εκμεταλλευθεί, είχαν(ε) εκμεταλλευθεί
Σημείωση: Το ρήμα εκμεταλλεύομαι ανήκει στα
αποθετικά ρήματα και, ως εκ τούτου, έχει μόνο μεσοπαθητική φωνή αλλά ενεργητική
σημασία, δηλαδή συντάσσεται κανονικά με αντικείμενο. Αυτό σημαίνει ότι δεν
σχηματίζει ενεργητική φωνή (δεν υπάρχει τύπος *εκμεταλλεύω στη Νέα Ελληνική)
ούτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί με παθητική σημασία. Συνεπώς, είναι λανθασμένες
προτάσεις του τύπου π.χ. Μετανάστριες *εκμεταλλεύονται από κυκλώματα του
υπόκοσμου, αντί των οποίων θα πρέπει να χρησιμοποιείται άλλη διατύπωση:
Μετανάστριες γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από του κυκλώματα του υπόκοσμου
/ Κυκλώματα του υπόκοσμου εκμεταλλεύονται μετανάστριες.
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό
των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εκμεταλλεύομαι»
Οριστική
εκμεταλλεύομαι, εκμεταλλεύεσαι, εκμεταλλεύεται, εκμεταλλευόμαστε, εκμεταλλεύεστε, εκμεταλλεύονται
να εκμεταλλεύομαι, να εκμεταλλεύεσαι, να εκμεταλλεύεται, να εκμεταλλευόμαστε, να εκμεταλλεύεστε, να εκμεταλλεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εκμεταλλεύεστε
Μετοχή
εκμεταλλευόμενος, εκμεταλλευόμενη, εκμεταλλευόμενο
Παρατατικός
Οριστική
εκμεταλλευόμουν, εκμεταλλευόσουν, εκμεταλλευόταν, εκμεταλλευόμαστε, εκμεταλλευόσαστε, εκμεταλλεύονταν
Αόριστος
Οριστική
εκμεταλλεύτηκα, εκμεταλλεύτηκες, εκμεταλλεύτηκε, εκμεταλλευτήκαμε, εκμεταλλευτήκατε, εκμεταλλεύτηκαν ή εκμεταλλευτήκανε
να εκμεταλλευτώ, να εκμεταλλευτείς, να εκμεταλλευτεί, να εκμεταλλευτούμε, να εκμεταλλευτείτε, να εκμεταλλευτούν (ή να εκμεταλλευτούνε)
& να εκμεταλλευθώ, να εκμεταλλευθείς, να εκμεταλλευθεί, να εκμεταλλευθούμε, να εκμεταλλευθείτε, να εκμεταλλευθούν (ή να εκμεταλλευθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: εκμεταλλέψου β΄ πληθυντικό: εκμεταλλευτείτε / εκμεταλλευθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εκμεταλλεύομαι, θα εκμεταλλεύεσαι, θα εκμεταλλεύεται, θα εκμεταλλευόμαστε, θα εκμεταλλεύεστε, θα εκμεταλλεύονται
Οριστική
θα εκμεταλλευτώ, θα εκμεταλλευτείς, θα εκμεταλλευτεί, θα εκμεταλλευτούμε, θα εκμεταλλευτείτε, θα εκμεταλλευτούν (ή θα εκμεταλλευτούνε)
Οριστική
θα έχω εκμεταλλευτεί, θα έχεις εκμεταλλευτεί, θα έχει εκμεταλλευτεί, θα έχουμε εκμεταλλευτεί, θα έχετε εκμεταλλευτεί, θα έχουν(ε) εκμεταλλευτεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εκμεταλλευτεί, έχεις εκμεταλλευτεί, έχει εκμεταλλευτεί, έχουμε εκμεταλλευτεί, έχετε εκμεταλλευτεί, έχουν(ε) εκμεταλλευτεί
να έχω εκμεταλλευτεί, να έχεις εκμεταλλευτεί, να έχει εκμεταλλευτεί, να έχουμε εκμεταλλευτεί, να έχετε εκμεταλλευτεί, να έχουν(ε) εκμεταλλευτεί
& να έχω εκμεταλλευθεί, να έχεις εκμεταλλευθεί, να έχει εκμεταλλευθεί, να έχουμε εκμεταλλευθεί, να έχετε εκμεταλλευθεί, να έχουν(ε) εκμεταλλευθεί
Μετοχή
εκμεταλλευμένος, εκμεταλλευμένη, εκμεταλλευμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εκμεταλλευτεί, είχες εκμεταλλευτεί, είχε εκμεταλλευτεί, είχαμε εκμεταλλευτεί, είχατε εκμεταλλευτεί, είχαν(ε) εκμεταλλευτεί