Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κοιμάμαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Soosh

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κοιμάμαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
κοιμάμαι (κοιμούμαι), κοιμάσαι, κοιμάται, κοιμόμαστε (κοιμούμαστε), κοιμάστε (κοιμόσαστε), κοιμούνται (κοιμόνται)  
Υποτακτική
να κοιμάμαι (να κοιμούμαι), να κοιμάσαι, να κοιμάται, να κοιμόμαστε (να κοιμούμαστε), να κοιμάστε (να κοιμόσαστε), να κοιμούνται (να κοιμόνται) 
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κοιμάστε
Μετοχή
κοιμώμενος, κοιμωμένη, κοιμώμενο (αρχαιοελληνικής προέλευσης) & κοιμούμενος, κοιμούμενη, κοιμούμενο (λογοτεχνικής χρήσης)     
 
Παρατατικός
Οριστική
κοιμόμουν, κοιμόσουν, κοιμόταν, κοιμόμαστε (ή κοιμούμαστε), κοιμόσαστε, κοιμόνταν (ή κοιμόντανε ή κοιμούνταν)
(& κοιμόμουνα, κοιμόσουνα, κοιμότανε, κοιμόμασταν, κοιμόσασταν, κοιμόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
κοιμήθηκα, κοιμήθηκες, κοιμήθηκε, κοιμηθήκαμε, κοιμηθήκατε, κοιμήθηκαν
Υποτακτική
να κοιμηθώ, να κοιμηθείς, να κοιμηθεί, να κοιμηθούμε, να κοιμηθείτε, να κοιμηθούν (ή να κοιμηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κοιμήσου, β΄ πληθυντικό: κοιμηθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κοιμάμαι (θα κοιμούμαι), θα κοιμάσαι, θα κοιμάται, θα κοιμόμαστε (θα κοιμούμαστε), θα κοιμάστε (θα κοιμόσαστε), θα κοιμούνται (θα κοιμόνται) 
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κοιμηθώ, θα κοιμηθείς, θα κοιμηθεί, θα κοιμηθούμε, θα κοιμηθείτε, θα κοιμηθούν ή θα κοιμηθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κοιμηθεί, θα έχεις κοιμηθεί, θα έχει κοιμηθεί, θα έχουμε κοιμηθεί, θα έχετε κοιμηθεί, θα έχουν(ε) κοιμηθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κοιμηθεί, έχεις κοιμηθεί, έχει κοιμηθεί, έχουμε κοιμηθεί, έχετε κοιμηθεί, έχουν(ε) κοιμηθεί
Υποτακτική
να έχω κοιμηθεί, να έχεις κοιμηθεί, να έχει κοιμηθεί, να έχουμε κοιμηθεί, να έχετε κοιμηθεί, να έχουν(ε) κοιμηθεί
Μετοχή
κοιμισμένος, κοιμισμένη, κοιμισμένο 
(Το αποθετικό ρήμα κοιμάμαι σχηματίζει τη μετοχή παρακειμένου σύμφωνα με τα ρήματα σε -ίζω π.χ. δροσισμένος, δροσισμένη, δροσισμένο)
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κοιμηθεί, είχες κοιμηθεί, είχε κοιμηθεί, είχαμε κοιμηθεί, είχατε κοιμηθεί, είχαν(ε) κοιμηθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ανασταίνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Gustave Dore
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ανασταίνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ανασταίνω, ανασταίνεις, ανασταίνει, ανασταίνουμε, ανασταίνετε, ανασταίνουν (ή ανασταίνουνε)
Υποτακτική
να ανασταίνω, να ανασταίνεις, να ανασταίνει, να ανασταίνουμε, να ανασταίνετε, να ανασταίνουν (ή να ανασταίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάσταινε – β΄ πληθυντικό: ανασταίνετε
Μετοχή
ανασταίνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
ανάσταινα, ανάσταινες, ανάσταινε, ανασταίναμε, ανασταίνατε, ανάσταιναν ή ανασταίνανε
 
Αόριστος
Οριστική
ανάστησα, ανάστησες, ανάστησε, αναστήσαμε, αναστήσατε, ανάστησαν ή αναστήσανε
Υποτακτική
να αναστήσω, να αναστήσεις, να αναστήσει, να αναστήσουμε, να αναστήσετε, να αναστήσουν (ή να αναστήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάστησε – β΄ πληθυντικό: αναστήσετε ή αναστήστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανασταίνω, θα ανασταίνεις, θα ανασταίνει, θα ανασταίνουμε, θα ανασταίνετε, θα ανασταίνουν (ή θα ανασταίνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναστήσω, θα αναστήσεις, θα αναστήσει, θα αναστήσουμε, θα αναστήσετε, θα αναστήσουν (ή α αναστήσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναστήσει, θα έχεις αναστήσει, θα έχει αναστήσει, θα έχουμε αναστήσει, θα έχετε αναστήσει, θα έχουν(ε) αναστήσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναστήσει, έχεις αναστήσει, έχει αναστήσει, έχουμε αναστήσει, έχετε αναστήσει, έχουν(ε) αναστήσει
Υποτακτική
να έχω αναστήσει, να έχεις αναστήσει, να έχει αναστήσει, να έχουμε αναστήσει, να έχετε αναστήσει, να έχουν(ε) αναστήσει
Μετοχή
έχοντας αναστήσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναστήσει, είχες αναστήσει, είχε αναστήσει, είχαμε αναστήσει, είχατε αναστήσει, είχαν(ε) αναστήσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ανασταίνομαι, ανασταίνεσαι, ανασταίνεται, ανασταινόμαστε, ανασταίνεστε ή ανασταινόσαστε, ανασταίνονται
Υποτακτική
να ανασταίνομαι, να ανασταίνεσαι, να ανασταίνεται, να ανασταινόμαστε, να ανασταίνεστε ή να ανασταινόσαστε, να ανασταίνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ανασταίνεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
ανασταινόμουν, ανασταινόσουν, ανασταινόταν, ανασταινόμαστε, ανασταινόσαστε, ανασταίνονταν
(& ανασταινόμουνα, ανασταινόσουνα, ανασταινότανε, ανασταινόμασταν, ανασταινόσασταν, ανασταινόντουσαν ή ανασταινόντανε)
 
Αόριστος
Οριστική
αναστήθηκα, αναστήθηκες, αναστήθηκε, αναστηθήκαμε, αναστηθήκατε, αναστήθηκαν ή αναστηθήκανε
Υποτακτική
να αναστηθώ, να αναστηθείς, να αναστηθεί, να αναστηθούμε, να αναστηθείτε, να αναστηθούν ή να αναστηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: αναστήσου, β΄ πληθυντικό: αναστηθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανασταίνομαι, θα ανασταίνεσαι, θα ανασταίνεται, θα ανασταινόμαστε, θα ανασταίνεστε ή θα ανασταινόσαστε, θα ανασταίνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναστηθώ, θα αναστηθείς, θα αναστηθεί, θα αναστηθούμε, θα αναστηθείτε, θα αναστηθούν ή θα αναστηθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναστηθεί, θα έχεις αναστηθεί, θα έχει αναστηθεί, θα έχουμε αναστηθεί, θα έχετε αναστηθεί, θα έχουν(ε) αναστηθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναστηθεί, έχεις αναστηθεί, έχει αναστηθεί, έχουμε αναστηθεί, έχετε αναστηθεί, έχουν(ε) αναστηθεί
Υποτακτική
να έχω αναστηθεί, να έχεις αναστηθεί, να έχει αναστηθεί, να έχουμε αναστηθεί, να έχετε αναστηθεί, να έχουν(ε) αναστηθεί
Μετοχή
αναστημένος, αναστημένη, αναστημένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναστηθεί, είχες αναστηθεί, είχε αναστηθεί, είχαμε αναστηθεί, είχατε αναστηθεί, είχαν(ε) αναστηθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κερνάω - κερνώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Studio Grafiikka
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κερνάω - κερνώ»
 
Το ρήμα κερνάω – κερνώ ανήκει στη δεύτερη συζυγία ρημάτων, καθώς προέρχεται από τα αρχαία συνηρημένα σε -άω, -.
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κερνώ, κερνάς, κερνά, κερνούμε, κερνάτε, κερνούν ή κερνούνε
& κερνάω, κερνάς, κερνάει, κερνάμε, κερνάτε, κερνάνε 
Υποτακτική
να κερνώ, να κερνάς, να κερνά, να κερνούμε, να κερνάτε, να κερνούν ή να κερνούνε
& να κερνάω, να κερνάς, να κερνάει, να κερνάμε, να κερνάτε, να κερνάνε 
Προστακτική
β΄ ενικό: κέρνα – β΄ πληθυντικό: κερνάτε
Μετοχή
κερνώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
κερνούσα, κερνούσες, κερνούσε, κερνούσαμε, κερνούσατε, κερνούσαν (ή κερνούσανε)
& κέρναγα, κέρναγες, κέρναγε, κερνάγαμε, κερνάγατε, κέρναγαν (ή κερνάγανε)
 
Αόριστος
Οριστική
κέρασα, κέρασες, κέρασε, κεράσαμε, κεράσατε, κέρασαν (ή κεράσανε)
Υποτακτική
να κεράσω, να κεράσεις, να κεράσει, να κεράσουμε, να κεράσετε, να κεράσουν (ή να κεράσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κέρασε – β΄ πληθυντικό: κεράστε    
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κερνώ, θα κερνάς, θα κερνά, θα κερνούμε, θα κερνάτε, θα κερνούν ή θα κερνούνε
& θα κερνάω, θα κερνάς, θα κερνάει, θα κερνάμε, θα κερνάτε, θα κερνάνε 
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κεράσω, θα κεράσεις, θα κεράσει, θα κεράσουμε, θα κεράσετε, θα κεράσουν (ή θα κεράσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κεράσει, θα έχεις κεράσει, θα έχει κεράσει, θα έχουμε κεράσει, θα έχετε κεράσει, θα έχουν(ε) κεράσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κεράσει, έχεις κεράσει, έχει κεράσει, έχουμε κεράσει, έχετε κεράσει, έχουν(ε) κεράσει
Υποτακτική
να έχω κεράσει, να έχεις κεράσει, να έχει κεράσει, να έχουμε κεράσει, να έχετε κεράσει, να έχουν(ε) κεράσει
Μετοχή
έχοντας κεράσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κεράσει, είχες κεράσει, είχε κεράσει, είχαμε κεράσει, είχατε κεράσει, είχαν/είχανε κεράσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κερνιέμαι, κερνιέσαι, κερνιέται, κερνιόμαστε, κερνιέστε, κερνιούνται
Υποτακτική
να κερνιέμαι, να κερνιέσαι, να κερνιέται, να κερνιόμαστε, να κερνιέστε, να κερνιούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κερνιέστε
 
Παρατατικός
Οριστική
κερνιόμουν, κερνιόσουν, κερνιόταν, κερνιόμαστε, κερνιόσαστε, κερνιόνταν ή κερνιούνταν  
& κερνιόμουνα, κερνιόσουνα, κερνιότανε, κερνιόμασταν, κερνιόσασταν, κερνιόντουσαν
 
Αόριστος
Οριστική
κεράστηκα, κεράστηκες, κεράστηκε, κεραστήκαμε, κεραστήκατε, κεράστηκαν (ή κεραστήκανε)
Υποτακτική
να κεραστώ, να κεραστείς, να κεραστεί, να κεραστούμε, να κεραστείτε, να κεραστούν (ή να κεραστούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: κεράσου β΄ πληθυντικό: κεραστείτε   
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κερνιέμαι, θα κερνιέσαι, θα κερνιέται, θα κερνιόμαστε, θα κερνιέστε, θα κερνιούνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κεραστώ, θα κεραστείς, θα κεραστεί, θα κεραστούμε, θα κεραστείτε, θα κεραστούν (ή θα κεραστούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κεραστεί, θα έχεις κεραστεί, θα έχει κεραστεί, θα έχουμε κεραστεί, θα έχετε κεραστεί, θα έχουν(ε) κεραστεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κεραστεί, έχεις κεραστεί, έχει κεραστεί, έχουμε κεραστεί, έχετε κεραστεί, έχουν(ε) κεραστεί
Υποτακτική
να έχω κεραστεί, να έχεις κεραστεί, να έχει κεραστεί, να έχουμε κεραστεί, να έχετε κεραστεί, να έχουν(ε) κεραστεί
Μετοχή
κερασμένος, κερασμένη, κερασμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κεραστεί, είχες κεραστεί, είχε κεραστεί, είχαμε κεραστεί, είχατε κεραστεί, είχαν(ε) κεραστεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «επαινώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Mike Moyers
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «επαινώ»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
επαινώ, επαινείς, επαινεί, επαινούμε, επαινείτε, επαινούν (ή επαινούνε)
Υποτακτική
να επαινώ, να επαινείς, να επαινεί, να επαινούμε, να επαινείτε, να επαινούν (ή να επαινούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: επαινείτε 
Μετοχή
επαινώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
επαινούσα, επαινούσες, επαινούσε, επαινούσαμε, επαινούσατε, επαινούσαν (ή επαινούσανε)
 
Αόριστος
Οριστική
επαίνεσα, επαίνεσες, επαίνεσε, επαινέσαμε, επαινέσατε, επαίνεσαν (ή επαινέσανε)
Υποτακτική
να επαινέσω, να επαινέσεις, να επαινέσει, να επαινέσουμε, να επαινέσετε, να επαινέσουν (ή να επαινέσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: επαίνεσε β΄ πληθυντικό: επαινέστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επαινώ, θα επαινείς, θα επαινεί, θα επαινούμε, θα επαινείτε, θα επαινούν (ή θα επαινούνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επαινέσω, θα επαινέσεις, θα επαινέσει, θα επαινέσουμε, θα επαινέσετε, θα επαινέσουν (ή θα επαινέσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω επαινέσει, θα έχεις επαινέσει, θα έχει επαινέσει, θα έχουμε επαινέσει, θα έχετε επαινέσει, θα έχουν(ε) επαινέσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω επαινέσει, έχεις επαινέσει, έχει επαινέσει, έχουμε επαινέσει, έχετε επαινέσει, έχουν(ε) επαινέσει
Υποτακτική
να έχω επαινέσει, να έχεις επαινέσει, να έχει επαινέσει, να έχουμε επαινέσει, να έχετε επαινέσει, να έχουν(ε) επαινέσει
Μετοχή
έχοντας επαινέσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα επαινέσει, είχες επαινέσει, είχε επαινέσει, είχαμε επαινέσει, είχατε επαινέσει, είχαν(ε) επαινέσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
επαινούμαι, επαινείσαι, επαινείται, επαινούμαστε, επαινείστε, επαινούνται
Υποτακτική
να επαινούμαι, να επαινείσαι, να επαινείται, να επαινούμαστε, να επαινείστε, να επαινούνται
Προστακτική
---
Μετοχή
επαινούμενος, επαινούμενη, επαινούμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
επαινούμουν, επαινούσουν, επαινούταν, επαινούμασταν ή επαινούμαστε, επαινούσαστε, επαινούνταν
 
Αόριστος
Οριστική
επαινέθηκα, επαινέθηκες, επαινέθηκε, επαινεθήκαμε, επαινεθήκατε, επαινέθηκαν ή επαινεθήκανε
Υποτακτική
να επαινεθώ, να επαινεθείς, να επαινεθεί, να επαινεθούμε, να επαινεθείτε, να επαινεθούν ή να επαινεθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: επαινέσου β΄ πληθυντικό: επαινεθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επαινούμαι, θα επαινείσαι, θα επαινείται, θα επαινούμαστε, θα επαινείστε, θα επαινούνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επαινεθώ, θα επαινεθείς, θα επαινεθεί, θα επαινεθούμε, θα επαινεθείτε, θα επαινεθούν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω επαινεθεί, θα έχεις επαινεθεί, θα έχει επαινεθεί, θα έχουμε επαινεθεί, θα έχετε επαινεθεί, θα έχουν(ε) επαινεθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω επαινεθεί, έχεις επαινεθεί, έχει επαινεθεί, έχουμε επαινεθεί, έχετε επαινεθεί, έχουν(ε) επαινεθεί
Υποτακτική
να έχω επαινεθεί, να έχεις επαινεθεί, να έχει επαινεθεί, να έχουμε επαινεθεί, να έχετε επαινεθεί, να έχουν(ε) επαινεθεί
Μετοχή
επαινεμένος, επαινεμένη, επαινεμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα επαινεθεί, είχες επαινεθεί, είχε επαινεθεί, είχαμε επαινεθεί, είχατε επαινεθεί, είχαν(ε) επαινεθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κλείνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Melanie Viola
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κλείνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κλείνω, κλείνεις, κλείνει, κλείνουμε, κλείνετε, κλείνουν (ή κλείνουνε)
Υποτακτική
να κλείνω, να κλείνεις, να κλείνει, να κλείνουμε, να κλείνετε, να κλείνουν (ή να κλείνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κλείνε – β΄ πληθυντικό: κλείνετε
Μετοχή
κλείνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
έκλεινα, έκλεινες, έκλεινε, κλείναμε, κλείνατε, έκλειναν ή κλείνανε
Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται όταν τονίζεται.
 
Αόριστος
Οριστική
έκλεισα, έκλεισες, έκλεισε, κλείσαμε, κλείσατε, έκλεισαν ή κλείσανε
Υποτακτική
να κλείσω, να κλείσεις, να κλείσει, να κλείσουμε, να κλείσετε, να κλείσουν (ή να κλείσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κλείσε – β΄ πληθυντικό: κλείστε (ή κλείσετε)
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κλείνω, θα κλείνεις, θα κλείνει, θα κλείνουμε, θα κλείνετε, θα κλείνουν (ή θα κλείνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κλείσω, θα κλείσεις, θα κλείσει, θα κλείσουμε, θα κλείσετε, θα κλείσουν (ή θα κλείσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κλείσει, θα έχεις κλείσει, θα έχει κλείσει, θα έχουμε κλείσει, θα έχετε κλείσει, θα έχουν(ε) κλείσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κλείσει, έχεις κλείσει, έχει κλείσει, έχουμε κλείσει, έχετε κλείσει, έχουν(ε) κλείσει
Υποτακτική
να έχω κλείσει, να έχεις κλείσει, να έχει κλείσει, να έχουμε κλείσει, να έχετε κλείσει, να έχουν(ε) κλείσει
Μετοχή
έχοντας κλείσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κλείσει, είχες κλείσει, είχε κλείσει, είχαμε κλείσει, είχατε κλείσει, είχαν(ε) κλείσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κλείνομαι, κλείνεσαι, κλείνεται, κλεινόμαστε, κλείνεστε, κλείνονται
Υποτακτική
να κλείνομαι, να κλείνεσαι, να κλείνεται, να κλεινόμαστε, να κλείνεστε, να κλείνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κλείνεστε
Μετοχή
(κλεινόμενος, κλεινόμενη, κλεινόμενο)
 
Παρατατικός
Οριστική
κλεινόμουν, κλεινόσουν, κλεινόταν, κλεινόμαστε, κλεινόσαστε, κλείνονταν
(& κλεινόμουνα, κλεινόσουνα, κλεινότανε, κλεινόμασταν, κλεινόσασταν, κλεινόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
κλείστηκα, κλείστηκες, κλείστηκε, κλειστήκαμε, κλειστήκατε, κλείστηκαν (ή κλειστήκανε)
Υποτακτική
να κλειστώ, να κλειστείς, να κλειστεί, να κλειστούμε, να κλειστείτε, να κλειστούν (ή να κλειστούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: κλείσου β΄ πληθυντικό: κλειστείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κλείνομαι, θα κλείνεσαι, θα κλείνεται, θα κλεινόμαστε, θα κλείνεστε, θα κλείνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κλειστώ, θα κλειστείς, θα κλειστεί, θα κλειστούμε, θα κλειστείτε, θα κλειστούν (ή θα κλειστούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κλειστεί, θα έχεις κλειστεί, θα έχει κλειστεί, θα έχουμε κλειστεί, θα έχετε κλειστεί, θα έχουν(ε) κλειστεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κλειστεί, έχεις κλειστεί, έχει κλειστεί, έχουμε κλειστεί, έχετε κλειστεί, έχουν(ε) κλειστεί
Υποτακτική
να έχω κλειστεί, να έχεις κλειστεί, να έχει κλειστεί, να έχουμε κλειστεί, να έχετε κλειστεί, να έχουν(ε) κλειστεί
Μετοχή
κλεισμένος, κλεισμένη, κλεισμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κλειστεί, είχες κλειστεί, είχε κλειστεί, είχαμε κλειστεί, είχατε κλειστεί, είχαν(ε) κλειστεί
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...