Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παίρνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Naxart Studio 
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παίρνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
παίρνω, παίρνεις, παίρνει, παίρνουμε, παίρνετε, παίρνουν (ή παίρνουνε)
Υποτακτική
να παίρνω, να παίρνεις, να παίρνει, να παίρνουμε, να παίρνετε, να παίρνουν (ή να παίρνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: παίρνε – β΄ πληθυντικό: παίρνετε
Μετοχή
παίρνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
έπαιρνα, έπαιρνες, έπαιρνε, παίρναμε, παίρνατε, έπαιρναν (ή παίρνανε) 
 
Αόριστος
Οριστική
πήρα, πήρες, πήρε, πήραμε, πήρατε, πήραν (ή πήρανε)
Υποτακτική
να πάρω, να πάρεις, να πάρει, να πάρουμε, να πάρετε, να πάρουν (ή να πάρουνε)  
Προστακτική
β΄ ενικό: πάρε – β΄ πληθυντικό: πάρτε (ή πάρετε) 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παίρνω, θα παίρνεις, θα παίρνει, θα παίρνουμε, θα παίρνετε, θα παίρνουν (ή θα παίρνουνε) 
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πάρω, θα πάρεις, θα πάρει, θα πάρουμε, θα πάρετε, θα πάρουν (ή θα πάρουνε)  
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω πάρει, θα έχεις πάρει, θα έχει πάρει, θα έχουμε πάρει, θα έχετε πάρει, θα έχουν πάρει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω πάρει, έχεις πάρει, έχει πάρει, έχουμε πάρει, έχετε πάρει, έχουν πάρει
Υποτακτική
να έχω πάρει, να έχεις πάρει, να έχει πάρει, να έχουμε πάρει, να έχετε πάρει, να έχουν πάρει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα πάρει, είχες πάρει, είχε πάρει, είχαμε πάρει, είχατε πάρει, είχαν(ε) πάρει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
παίρνομαι, παίρνεσαι, παίρνεται, παιρνόμαστε, παίρνεστε, παίρνονται
Υποτακτική
να παίρνομαι, να παίρνεσαι, να παίρνεται, να παιρνόμαστε, να παίρνεστε, να παίρνονται
 
Παρατατικός
Οριστική
παιρνόμουν, παιρνόσουν, παιρνόταν, παιρνόμαστε, παιρνόσαστε, παίρνονταν   
& παιρνόμουνα, παιρνόσουνα, παιρνότανε, παιρνόμασταν, παιρνόσασταν, παιρνόντουσαν
 
Αόριστος
Οριστική
πάρθηκα, πάρθηκες, πάρθηκε, παρθήκαμε, παρθήκατε, πάρθηκαν (ή παρθήκανε) 
Υποτακτική
να παρθώ, να παρθείς, να παρθεί, να παρθούμε, να παρθείτε, να παρθούν (ή να παρθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: πάρσου β΄ πληθυντικό: παρθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παίρνομαι, θα παίρνεσαι, θα παίρνεται, θα παιρνόμαστε, θα παίρνεστε, θα παίρνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παρθώ, θα παρθείς, θα παρθεί, θα παρθούμε, θα παρθείτε, θα παρθούν (ή θα παρθούνε) 
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω παρθεί, θα έχεις παρθεί, θα έχει παρθεί, θα έχουμε παρθεί, θα έχετε παρθεί, θα έχουν παρθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παρθεί, έχεις παρθεί, έχει παρθεί, έχουμε παρθεί, έχετε παρθεί, έχουν παρθεί
Υποτακτική
να έχω παρθεί, να έχεις παρθεί, να έχει παρθεί, να έχουμε παρθεί, να έχετε παρθεί, να έχουν παρθεί
Μετοχή
παρμένος, παρμένη, παρμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παρθεί, είχες παρθεί, είχε παρθεί, είχαμε παρθεί, είχατε παρθεί, είχαν(ε) παρθεί
 
Σημείωση: παίρνω – περνώ: Οι λέξεις αυτές ανήκουν στα τονικά παρώνυμα, δηλαδή σε τύπους που διαφέρουν φωνητικά μόνο ως προς τη θέση του τόνου, η δε ετυμολογική προέλευση ερμηνεύει και τη διαφορά στην ορθογραφία. Το ρήμα παίρνω (με –αι) προέρχεται από μεσαιωνικό τύπο που ανάγεται στο αρχαιοελληνικό σύνθετο παίρω «υψώνω – σηκώνω») (προέρχεται από την πρόθεση πί και το ρήμα αρω), πράγμα που εξηγεί επιπλέον τον μεσαιωνικό αόριστο πρα > πήρα. Το ρήμα περνώ (με –ε) είναι μεσαιωνικό και προέρχεται από μεταπλασμό του αρχαιοελληνικού περ (-άω) (προέρχεται από το επίρρημα πέρα), πράγμα που εξηγεί επιπλέον το αόριστο πέρασα > πέρασα.
Προσοχή: Περνώ από τη γειτονιά σου – Παίρνω το λεωφορείο.
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υφίσταμαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Giorgione
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υφίσταμαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
υφίσταμαι, υφίστασαι, υφίσταται, υφιστάμεθα, υφίστασθε, υφίστανται
Υποτακτική
να υφίσταμαι, να υφίστασαι, να υφίσταται, να υφιστάμεθα, να υφίστασθε, να υφίστανται
Μετοχή
υφιστάμενος, υφιστάμενη, υφιστάμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
υφιστάμην, υφίστασο, υφίστατο, υφιστάμεθα, υφίστασθε, υφίσταντο 
 
Αόριστος
Οριστική
υπέστην, υπέστης, υπέστη, υπέστημεν, υπέστητε, υπέστησαν
Υποτακτική
να υποστώ, να υποστείς, να υποστεί, να υποστούμε, να υποστείτε, να υποστούν
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: υποστείτε  
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υφίσταμαι, θα υφίστασαι, θα υφίσταται, θα υφιστάμεθα, θα υφίστασθε, θα υφίστανται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υποστώ, θα υποστείς, θα υποστεί, θα υποστούμε, θα υποστείτε, θα υποστούν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω υποστεί, θα έχεις υποστεί, θα έχει υποστεί, θα έχουμε υποστεί, θα έχετε υποστεί, θα έχουν υποστεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω υποστεί, έχεις υποστεί, έχει υποστεί, έχουμε υποστεί, έχετε υποστεί, έχουν υποστεί
Υποτακτική
να έχω υποστεί, να έχεις υποστεί, να έχει υποστεί, να έχουμε υποστεί, να έχετε υποστεί, να έχουν υποστεί
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα υποστεί, είχες υποστεί, είχε υποστεί, είχαμε υποστεί, είχατε υποστεί, είχαν(ε) υποστεί
 
Σημείωση: Η πιο συνηθισμένη χρήση του ρήματος υφίσταμαι είναι ως μεταβατικού με τη σημασία «παθαίνω, υποβάλλομαι σε κάτι» (π.χ. Καθημερινά υφίσταται μεγάλη ταλαιπωρία στις μετακινήσεις). Αλλά σε πιο λόγιο ύφος χρησιμοποιείται και αμετάβατο ως εμφατικό συνώνυμο του ρήματος υπάρχω (π.χ. Ξεκαθάρισαν πως τέτοιο θέμα δεν υφίσταται).

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μετέρχομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Beata Bieniak

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μετέρχομαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
μετέρχομαι, μετέρχεσαι, μετέρχεται, μετερχόμαστε, μετέρχεστε, μετέρχονται
Υποτακτική
να μετέρχομαι, να μετέρχεσαι, να μετέρχεται, να μετερχόμαστε, να μετέρχεστε, να μετέρχονται
Προστακτική
---
Μετοχή
μετερχόμενος, μετερχόμενη, μετερχόμενο 
 
Παρατατικός
Οριστική
μετερχόμουν, μετερχόσουν, μετερχόταν, μετερχόμαστε, μετερχόσαστε, μετέρχονταν
& μετερχόμουνα, μετερχόσουνα, μετερχότανε, μετερχόμασταν, μετερχόσασταν, μετερχόντανε
 
Αόριστος
Οριστική
μετήλθα, μετήλθες, μετήλθε, μετήλθαμε, μετήλθατε, μετήλθαν (ή μετήλθανε)
Υποτακτική
να μετέλθω, να μετέλθεις, να μετέλθει, να μετέλθουμε, να μετέλθετε, να μετέλθουν (ή να μετέλθουνε)
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μετέρχομαι, θα μετέρχεσαι, θα μετέρχεται, θα μετερχόμαστε, θα μετέρχεστε, θα μετέρχονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μετέλθω, θα μετέλθεις, θα μετέλθει, θα μετέλθουμε, θα μετέλθετε, θα μετέλθουν ή θα μετέλθουνε
& θα μετέρθω, θα μετέρθεις, θα μετέρθει, θα μετέρθουμε, θα μετέρθετε, θα μετέρθουν ή θα μετέρθουνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω μετέλθει, θα έχεις μετέλθει, θα έχει μετέλθει, θα έχουμε μετέλθει, θα έχετε μετέλθει, θα έχουν(ε) μετέλθει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μετέλθει, έχεις μετέλθει, έχει μετέλθει, έχουμε μετέλθει, έχετε μετέλθει, έχουν μετέλθει
& έχω μετέρθει, έχεις μετέρθει, έχει μετέρθει, έχουμε μετέρθει, έχετε μετέρθει, έχουν μετέρθει
Υποτακτική
να έχω μετέλθει, να έχεις μετέλθει, να έχει μετέλθει, να έχουμε μετέλθει, να έχετε μετέλθει, να έχουν μετέλθει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μετέλθει, είχες μετέλθει, είχε μετέλθει, είχαμε μετέλθει, είχατε μετέλθει, είχαν(ε) μετέλθει
& είχα μετέρθει, είχες μετέρθει, είχε μετέρθει, είχαμε μετέρθει, είχατε μετέρθει, είχαν(ε) μετέρθει
 
Σημείωση: Το ρήμα μετέρχομαι συντάσσεται με αιτιατική π.χ. Μετέρχεται άνομες μεθόδους. Σημαίνει ό,τι και το χρησιμοποιώ, αλλά έχει επικρατήσει να λέγεται για χρήση μεθόδου ή μέσου προς επίτευξη στόχου, συνήθως με αρνητικές συνυποδηλώσεις π.χ. Μετέρχεται κάθε μέσο, για να αναρριχηθεί στην εξουσία.

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «νικάω - νικώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Greek Art
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «νικάω - νικώ»
 
Το ρήμα νικάω – νικώ ανήκει στη δεύτερη συζυγία ρημάτων, καθώς προέρχεται από τα αρχαία συνηρημένα σε -άω, -.
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
νικώ, νικάς, νικά, νικούμε, νικάτε, νικούν
& νικάω, νικάς, νικάει, νικάμε, νικάτε, νικάνε  
Υποτακτική
να νικώ, να νικάς, να νικά, να νικούμε, να νικάτε, να νικούν
& να νικάω, να νικάς, να νικάει, να νικάμε, να νικάτε, να νικάνε 
Προστακτική
β΄ ενικό: νίκα – β΄ πληθυντικό: νικάτε
Μετοχή
νικώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
νικούσα, νικούσες, νικούσε, νικούσαμε, νικούσατε, νικούσαν (ή νικούσανε)
& νίκαγα, νίκαγες, νίκαγε, νικάγαμε, νικάγατε, νίκαγαν (ή νικάγανε)
 
Αόριστος
Οριστική
νίκησα, νίκησες, νίκησε, νικήσαμε, νικήσατε, νίκησαν (ή νικήσανε)
Υποτακτική
να νικήσω, να νικήσεις, να νικήσει, να νικήσουμε, να νικήσετε, να νικήσουν (ή να νικήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: νίκησε – β΄ πληθυντικό: νικήστε     
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα νικώ, θα νικάς, θα νικά, θα νικούμε, θα νικάτε, θα νικούν
& θα νικάω, θα νικάς, θα νικάει, θα νικάμε, θα νικάτε, θα νικάνε 
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα νικήσω, θα νικήσεις, θα νικήσει, θα νικήσουμε, θα νικήσετε, θα νικήσουν (ή θα νικήσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω νικήσει, θα έχεις νικήσει, θα έχει νικήσει, θα έχουμε νικήσει, θα έχετε νικήσει, θα έχουν νικήσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω νικήσει, έχεις νικήσει, έχει νικήσει, έχουμε νικήσει, έχετε νικήσει, έχουν νικήσει
Υποτακτική
να έχω νικήσει, να έχεις νικήσει, να έχει νικήσει, να έχουμε νικήσει, να έχετε νικήσει, να έχουν νικήσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα νικήσει, είχες νικήσει, είχε νικήσει, είχαμε νικήσει, είχατε νικήσει, είχαν/είχανε νικήσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
νικιέμαι, νικιέσαι, νικιέται, νικιόμαστε, νικιέστε, νικιούνται
Υποτακτική
να νικιέμαι, να νικιέσαι, να νικιέται, να νικιόμαστε, να νικιέστε, να νικιούνται
 
Παρατατικός
Οριστική
νικιόμουν, νικιόσουν, νικιόταν, νικιόμαστε, νικιόσαστε, νικιόνταν ή νικιούνταν   
& νικιόμουνα, νικιόσουνα, νικιότανε, νικιόμασταν, νικιόσασταν, νικιόντουσαν
 
Αόριστος
Οριστική
νικήθηκα, νικήθηκες, νικήθηκε, νικηθήκαμε, νικηθήκατε, νικήθηκαν (ή νικηθήκανε)
Υποτακτική
να νικηθώ, να νικηθείς, να νικηθεί, να νικηθούμε, να νικηθείτε, να νικηθούν (ή να νικηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: νικήσου β΄ πληθυντικό: νικηθείτε    
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα νικιέμαι, θα νικιέσαι, θα νικιέται, θα νικιόμαστε, θα νικιέστε, θα νικιούνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα νικηθώ, θα νικηθείς, θα νικηθεί, θα νικηθούμε, θα νικηθείτε, θα νικηθούν (ή θα νικηθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω νικηθεί, θα έχεις νικηθεί, θα έχει νικηθεί, θα έχουμε νικηθεί, θα έχετε νικηθεί, θα έχουν νικηθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω νικηθεί, έχεις νικηθεί, έχει νικηθεί, έχουμε νικηθεί, έχετε νικηθεί, έχουν νικηθεί
Υποτακτική
να έχω νικηθεί, να έχεις νικηθεί, να έχει νικηθεί, να έχουμε νικηθεί, να έχετε νικηθεί, να έχουν νικηθεί
Μετοχή
νικημένος, νικημένη, νικημένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα νικηθεί, είχες νικηθεί, είχε νικηθεί, είχαμε νικηθεί, είχατε νικηθεί, είχαν(ε) νικηθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εγκρίνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Carmen Guedez
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εγκρίνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εγκρίνω, εγκρίνεις, εγκρίνει, εγκρίνουμε, εγκρίνετε, εγκρίνουν (ή εγκρίνουνε)
Υποτακτική
να εγκρίνω, να εγκρίνεις, να εγκρίνει, να εγκρίνουμε, να εγκρίνετε, να εγκρίνουν (ή να εγκρίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: έγκρινε – β΄ πληθυντικό: εγκρίνετε
Μετοχή
εγκρίνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
ενέκρινα, ενέκρινες, ενέκρινε, εγκρίναμε, εγκρίνατε, ενέκριναν
Σημείωση: Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται, όταν τονίζεται.
 
Αόριστος
Οριστική
ενέκρινα, ενέκρινες, ενέκρινε, εγκρίναμε, εγκρίνατε, ενέκριναν
Σημείωση: Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται, όταν τονίζεται.
Υποτακτική
να εγκρίνω, να εγκρίνεις, να εγκρίνει, να εγκρίνουμε, να εγκρίνετε, να εγκρίνουν (ή να εγκρίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: έγκρινε – β΄ πληθυντικό: εγκρίνετε   
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εγκρίνω, θα εγκρίνεις, θα εγκρίνει, θα εγκρίνουμε, θα εγκρίνετε, θα εγκρίνουν (ή θα εγκρίνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εγκρίνω, θα εγκρίνεις, θα εγκρίνει, θα εγκρίνουμε, θα εγκρίνετε, θα εγκρίνουν (ή θα εγκρίνουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εγκρίνει, θα έχεις εγκρίνει, θα έχει εγκρίνει, θα έχουμε εγκρίνει, θα έχετε εγκρίνει, θα έχουν εγκρίνει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εγκρίνει, έχεις εγκρίνει, έχει εγκρίνει, έχουμε εγκρίνει, έχετε εγκρίνει, έχουν(ε) εγκρίνει
Υποτακτική
να έχω εγκρίνει, να έχεις εγκρίνει, να έχει εγκρίνει, να έχουμε εγκρίνει, να έχετε εγκρίνει, να έχουν εγκρίνει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εγκρίνει, είχες εγκρίνει, είχε εγκρίνει, είχαμε εγκρίνει, είχατε εγκρίνει, είχαν(ε) εγκρίνει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
εγκρίνομαι, εγκρίνεσαι, εγκρίνεται, εγκρινόμαστε, εγκρίνεστε, εγκρίνονται
Υποτακτική
να εγκρίνομαι, να εγκρίνεσαι, να εγκρίνεται, να εγκρινόμαστε, να εγκρίνεστε, να εγκρίνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ---
Μετοχή
εγκρινόμενος, εγκρινόμενη, εγκρινόμενο 
 
Παρατατικός
Οριστική
εγκρινόμουν, εγκρινόσουν, εγκρινόταν, εγκρινόμαστε, εγκρινόσαστε (εγκρινόσασταν), εγκρίνονταν
(& εγκρινόμουνα, εγκρινόσουνα, εγκρινότανε)
 
Αόριστος
Οριστική
εγκρίθηκα, εγκρίθηκες, εγκρίθηκε, εγκριθήκαμε, εγκριθήκατε, εγκρίθηκαν
Υποτακτική
να εγκριθώ, να εγκριθείς, να εγκριθεί, να εγκριθούμε, να εγκριθείτε, να εγκριθούν (ή να εγκριθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: εγκρίσου β΄ πληθυντικό: εγκριθείτε  
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εγκρίνομαι, θα εγκρίνεσαι, θα εγκρίνεται, θα εγκρινόμαστε, θα εγκρίνεστε, θα εγκρίνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εγκριθώ, θα εγκριθείς, θα εγκριθεί, θα εγκριθούμε, θα εγκριθείτε, θα εγκριθούν (ή θα εγκριθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εγκριθεί, θα έχεις εγκριθεί, θα έχει εγκριθεί, θα έχουμε εγκριθεί, θα έχετε εγκριθεί, θα έχουν εγκριθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εγκριθεί, έχεις εγκριθεί, έχει εγκριθεί, έχουμε εγκριθεί, έχετε εγκριθεί, έχουν εγκριθεί
Υποτακτική
να έχω εγκριθεί, να έχεις εγκριθεί, να έχει εγκριθεί, να έχουμε εγκριθεί, να έχετε εγκριθεί, να έχουν εγκριθεί
Μετοχή
εγκεκριμένος, εγκεκριμένη, εγκεκριμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εγκριθεί, είχες εγκριθεί, είχε εγκριθεί, είχαμε εγκριθεί, είχατε εγκριθεί, είχαν(ε) εγκριθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κάθομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Slim Aarons 
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κάθομαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
κάθομαι, κάθεσαι, κάθεται, καθόμαστε, κάθεστε / καθόσαστε, κάθονται 
Υποτακτική
να κάθομαι, να κάθεσαι, να κάθεται, να καθόμαστε, να κάθεστε / να καθόσαστε, να κάθονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κάθεστε
Μετοχή
(καθούμενος, καθουμένη, καθούμενο)
& καθήμενος, καθημένη, καθήμενο (Μετοχή σχηματισμένη από το αρχαιοελληνικό ρήμα «κάθημαι»
 
Παρατατικός
Οριστική
καθόμουν, καθόσουν, καθόταν, καθόμαστε, καθόσαστε, κάθονταν
(& καθόμουνα, καθόσουνα, καθότανε, καθόμασταν, καθόσασταν, καθόντουσαν / καθόντανε)
 
Αόριστος
Οριστική
έκατσα, έκατσες, έκατσε, κάτσαμε, κάτσατε, έκατσαν / κάτσανε
& κάθισα, κάθισες, κάθισε, καθίσαμε, καθίσατε, κάθισαν / καθίσανε
Υποτακτική
να κάτσω, να κάτσεις, να κάτσει, να κάτσουμε, να κάτσετε, να κάτσουν / να κάτσουνε
& να καθίσω, να καθίσεις, να καθίσει, να καθίσουμε, να καθίσετε, να καθίσουν / να καθίσουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: κάτσε & κάθισε
β΄ πληθυντικό: κάτσετε & καθίστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κάθομαι, θα κάθεσαι, θα κάθεται, θα καθόμαστε, θα κάθεστε / θα καθόσαστε, θα κάθονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κάτσω, θα κάτσεις, θα κάτσει, θα κάτσουμε, θα κάτσετε, θα κάτσουν
& θα καθίσω, θα καθίσεις, θα καθίσει, θα καθίσουμε, θα καθίσετε, θα καθίσουν / θα καθίσουνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κάτσει, θα έχεις κάτσει, θα έχει κάτσει, θα έχουμε κάτσει, θα έχετε κάτσει, θα έχουν κάτσει 
& θα έχω καθίσει, θα έχεις καθίσει, θα έχει καθίσει, θα έχουμε καθίσει, θα έχετε καθίσει, θα έχουν(ε) καθίσει  
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κάτσει, έχεις κάτσει, έχει κάτσει, έχουμε κάτσει, έχετε κάτσει, έχουν κάτσει
& έχω καθίσει, έχεις καθίσει, έχει καθίσει, έχουμε καθίσει, έχετε καθίσει, έχουν καθίσει
Υποτακτική
να έχω κάτσει, να έχεις κάτσει, να έχει κάτσει, να έχουμε κάτσει, να έχετε κάτσει, να έχουν κάτσει
& να έχω καθίσει, να έχεις καθίσει, να έχει καθίσει, να έχουμε καθίσει, να έχετε καθίσει, να έχουν καθίσει
Μετοχή
καθισμένος, καθισμένη, καθισμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κάτσει, είχες κάτσει, είχε κάτσει, είχαμε κάτσει, είχατε κάτσει, είχαν(ε) κάτσει
& είχα καθίσει, είχες καθίσει, είχε καθίσει, είχαμε καθίσει, είχατε καθίσει, είχαν καθίσει   
 
Σημείωση:
- Ο αόριστος του ρήματος κάθομαι σχηματίστηκε από το ρήμα καθίζω και, επομένως, γράφεται κάθισα (με –ι).

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «θέτω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Rachel Watson Pattern

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «θέτω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
θέτω, θέτεις, θέτει, θέτουμε, θέτετε, θέτουν (ή θέτουνε)  
Υποτακτική
να θέτω, να θέτεις, να θέτει, να θέτουμε, να θέτετε, να θέτουν (ή να θέτουνε) 
Προστακτική
β΄ ενικό: θέτε – β΄ πληθυντικό: θέτετε 
Μετοχή
θέτοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
έθετα, έθετες, έθετε, θέταμε, θέτατε, έθεταν (ή θέτανε)  
 
Αόριστος
Οριστική
έθεσα, έθεσες, έθεσε, θέσαμε, θέσατε, έθεσαν (ή θέσανε)
Υποτακτική
να θέσω, να θέσεις, να θέσει, να θέσουμε, να θέσετε, να θέσουν (ή να θέσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: θέσε – β΄ πληθυντικό: θέστε      
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα θέτω, θα θέτεις, θα θέτει, θα θέτουμε, θα θέτετε, θα θέτουν (ή θα θέτουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα θέσω, θα θέσεις, θα θέσει, θα θέσουμε, θα θέσετε, θα θέσουν (ή θα θέσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω θέσει, θα έχεις θέσει, θα έχει θέσει, θα έχουμε θέσει, θα έχετε θέσει, θα έχουν θέσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω θέσει, έχεις θέσει, έχει θέσει, έχουμε θέσει, έχετε θέσει, έχουν θέσει
Υποτακτική
να έχω θέσει, να έχεις θέσει, να έχει θέσει, να έχουμε θέσει, να έχετε θέσει, να έχουν θέσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα θέσει, είχες θέσει, είχε θέσει, είχαμε θέσει, είχατε θέσει, είχαν/είχανε θέσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
θέτομαι, θέτεσαι, θέτεται, θετόμαστε, θέτεστε, θέτονται
Υποτακτική
να θέτομαι, να θέτεσαι, να θέτεται, να θετόμαστε, να θέτεστε, να θέτονται
Προστακτική
β΄ πληθ.: θέτεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
θετόμουν, θετόσουν, θετόταν, θετόμαστε ή θετόμασταν, θετόσαστε ή θετόσασταν, θέτονταν ή θετόντουσαν  
(& θετόμουνα, θετόσουνα, θετότανε)
 
Αόριστος
Οριστική
τέθηκα, τέθηκες, τέθηκε, τεθήκαμε, τεθήκατε, τέθηκαν (ή τεθήκανε)
Υποτακτική
να τεθώ, να τεθείς, να τεθεί, να τεθούμε, να τεθείτε, να τεθούν (ή να τεθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: θέσου β΄ πληθυντικό: τεθείτε     
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα θέτομαι, θα θέτεσαι, θα θέτεται, θα θετόμαστε, θα θέτεστε, θα θέτονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα τεθώ, θα τεθείς, θα τεθεί, θα τεθούμε, θα τεθείτε, θα τεθούν (ή θα τεθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω τεθεί, θα έχεις τεθεί, θα έχει τεθεί, θα έχουμε τεθεί, θα έχετε τεθεί, θα έχουν τεθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω τεθεί, έχεις τεθεί, έχει τεθεί, έχουμε τεθεί, έχετε τεθεί, έχουν τεθεί
Υποτακτική
να έχω τεθεί, να έχεις τεθεί, να έχει τεθεί, να έχουμε τεθεί, να έχετε τεθεί, να έχουν τεθεί
Μετοχή
τεθειμένος, τεθειμένη, τεθειμένη  
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα τεθεί, είχες τεθεί, είχε τεθεί, είχαμε τεθεί, είχατε τεθεί, είχαν(ε) τεθεί
 
Σημείωση: Οι τύποι θέτομαι, θέτεσαι κ.λπ. αποτελούν μεταφορά του ενεργητικού θέτω στη μεσοπαθητική φωνή με προσαρμογή στους κανονικούς ρηματικούς τύπους σε –όμαι. Οι τύποι αυτοί, αν και χρησιμοποιούνται έχοντας το πλεονέκτημα της κλιτικής ομαλότητας, θεωρούνται ότι ανήκουν στον προφορικό καθημερινό λόγο και αποφεύγονται στον γραπτό και επίσημο λόγο.
Στον γραπτό λόγο προτιμότερη είναι η χρήση του τίθεμαι και των συνθέτων αυτού.
 
Ενεστώτας
τίθεμαι, τίθεσαι, τίθεται, τιθέμεθα, τίθεσθε / τίθεστε, τίθενται
 
Παρατατικός
τιθέμην, τίθεσο, τίθετο, τιθέμεθα, τίθεσθε, τίθεντο
διατιθέμην, διατίθεσο, διατίθετο, διατιθέμεθα, διατίθεσθε, διατίθεντο
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...