Henri Jules Jean Geoffroy
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αποκλείω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αποκλείω, αποκλείεις, αποκλείει, αποκλείουμε, αποκλείετε, αποκλείουν (ή αποκλείουνε)
Υποτακτική
να αποκλείω, να αποκλείεις, να αποκλείει, να αποκλείουμε, να αποκλείετε, να αποκλείουν (ή να αποκλείουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: απόκλειε – β΄ πληθυντικό: αποκλείετε
Μετοχή
αποκλείοντας
Παρατατικός
Οριστική
απέκλεια, απέκλειες, απέκλειε, αποκλείαμε, αποκλείατε, απέκλειαν ή αποκλείανε
[Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται
μόνο όταν τονίζεται]
Αόριστος
Οριστική
απέκλεισα, απέκλεισες, απέκλεισε, αποκλείσαμε, αποκλείσατε, απέκλεισαν ή αποκλείσανε
Υποτακτική
να αποκλείσω, να αποκλείσεις, να αποκλείσει, να αποκλείσουμε, να αποκλείσετε, να αποκλείσουν (ή να αποκλείσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: απόκλεισε – β΄ πληθυντικό: αποκλείστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αποκλείω, θα αποκλείεις, θα αποκλείει, θα αποκλείουμε, θα αποκλείετε, θα αποκλείουν (ή θα αποκλείουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αποκλείσω, θα αποκλείσεις, θα αποκλείσει, θα αποκλείσουμε, θα αποκλείσετε, θα αποκλείσουν (ή θα αποκλείσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αποκλείσει, θα έχεις αποκλείσει, θα έχει αποκλείσει, θα έχουμε αποκλείσει, θα έχετε αποκλείσει, θα έχουν αποκλείσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αποκλείσει, έχεις αποκλείσει, έχει αποκλείσει, έχουμε αποκλείσει, έχετε αποκλείσει, έχουν(ε) αποκλείσει
Υποτακτική
να έχω αποκλείσει, να έχεις αποκλείσει, να έχει αποκλείσει, να έχουμε αποκλείσει, να έχετε αποκλείσει, να έχουν (ή έχουνε) αποκλείσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αποκλείσει, είχες αποκλείσει, είχε αποκλείσει, είχαμε αποκλείσει, είχατε αποκλείσει, είχαν(ε) αποκλείσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αποκλείομαι, αποκλείεσαι, αποκλείεται, αποκλειόμαστε, αποκλείεστε ή αποκλειόσαστε, αποκλείονται
Υποτακτική
να αποκλείομαι, να αποκλείεσαι, να αποκλείεται, να αποκλειόμαστε, να αποκλείεστε ή να αποκλειόσαστε, να αποκλείονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αποκλείεστε
Μετοχή
αποκλειόμενος, αποκλειόμενη, αποκλειόμενο
Παρατατικός
Οριστική
αποκλειόμουν, αποκλειόσουν, αποκλειόταν, αποκλειόμασταν, αποκλειόσασταν, αποκλείονταν
(& αποκλειόμουνα, αποκλειόσουνα,
αποκλειότανε, αποκλειόμαστε, αποκλειόσαστε, αποκλειόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
αποκλείστηκα, αποκλείστηκες, αποκλείστηκε, αποκλειστήκαμε, αποκλειστήκατε, αποκλείστηκαν ή αποκλειστήκανε
Υποτακτική
να αποκλειστώ, να αποκλειστείς, να αποκλειστεί, να αποκλειστούμε, να αποκλειστείτε, να αποκλειστούν (ή να αποκλειστούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: αποκλείσου β΄ πληθυντικό: αποκλειστείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αποκλείομαι, θα αποκλείεσαι, θα αποκλείεται, θα αποκλειόμαστε, θα αποκλείεστε ή θα αποκλειόσαστε, θα αποκλείονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αποκλειστώ, θα αποκλειστείς, θα αποκλειστεί, θα αποκλειστούμε, θα αποκλειστείτε, θα αποκλειστούν (ή θα αποκλειστούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αποκλειστεί, θα έχεις αποκλειστεί, θα έχει αποκλειστεί, θα έχουμε αποκλειστεί, θα έχετε αποκλειστεί, θα έχουν αποκλειστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αποκλειστεί, έχεις αποκλειστεί, έχει αποκλειστεί, έχουμε αποκλειστεί, έχετε αποκλειστεί, έχουν(ε) αποκλειστεί
Υποτακτική
να έχω αποκλειστεί, να έχεις αποκλειστεί, να έχει αποκλειστεί, να έχουμε αποκλειστεί, να έχετε αποκλειστεί, να έχουν(ε) αποκλειστεί
Μετοχή
αποκλεισμένος, αποκλεισμένη, αποκλεισμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αποκλειστεί, είχες αποκλειστεί, είχε αποκλειστεί, είχαμε αποκλειστεί, είχατε αποκλειστεί, είχαν(ε) αποκλειστεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αποκλείω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αποκλείω, αποκλείεις, αποκλείει, αποκλείουμε, αποκλείετε, αποκλείουν (ή αποκλείουνε)
να αποκλείω, να αποκλείεις, να αποκλείει, να αποκλείουμε, να αποκλείετε, να αποκλείουν (ή να αποκλείουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: απόκλειε – β΄ πληθυντικό: αποκλείετε
Μετοχή
αποκλείοντας
Παρατατικός
Οριστική
απέκλεια, απέκλειες, απέκλειε, αποκλείαμε, αποκλείατε, απέκλειαν ή αποκλείανε
Αόριστος
Οριστική
απέκλεισα, απέκλεισες, απέκλεισε, αποκλείσαμε, αποκλείσατε, απέκλεισαν ή αποκλείσανε
να αποκλείσω, να αποκλείσεις, να αποκλείσει, να αποκλείσουμε, να αποκλείσετε, να αποκλείσουν (ή να αποκλείσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: απόκλεισε – β΄ πληθυντικό: αποκλείστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αποκλείω, θα αποκλείεις, θα αποκλείει, θα αποκλείουμε, θα αποκλείετε, θα αποκλείουν (ή θα αποκλείουνε)
Οριστική
θα αποκλείσω, θα αποκλείσεις, θα αποκλείσει, θα αποκλείσουμε, θα αποκλείσετε, θα αποκλείσουν (ή θα αποκλείσουνε)
Οριστική
θα έχω αποκλείσει, θα έχεις αποκλείσει, θα έχει αποκλείσει, θα έχουμε αποκλείσει, θα έχετε αποκλείσει, θα έχουν αποκλείσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αποκλείσει, έχεις αποκλείσει, έχει αποκλείσει, έχουμε αποκλείσει, έχετε αποκλείσει, έχουν(ε) αποκλείσει
να έχω αποκλείσει, να έχεις αποκλείσει, να έχει αποκλείσει, να έχουμε αποκλείσει, να έχετε αποκλείσει, να έχουν (ή έχουνε) αποκλείσει
Οριστική
είχα αποκλείσει, είχες αποκλείσει, είχε αποκλείσει, είχαμε αποκλείσει, είχατε αποκλείσει, είχαν(ε) αποκλείσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αποκλείομαι, αποκλείεσαι, αποκλείεται, αποκλειόμαστε, αποκλείεστε ή αποκλειόσαστε, αποκλείονται
να αποκλείομαι, να αποκλείεσαι, να αποκλείεται, να αποκλειόμαστε, να αποκλείεστε ή να αποκλειόσαστε, να αποκλείονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αποκλείεστε
Μετοχή
αποκλειόμενος, αποκλειόμενη, αποκλειόμενο
Παρατατικός
Οριστική
αποκλειόμουν, αποκλειόσουν, αποκλειόταν, αποκλειόμασταν, αποκλειόσασταν, αποκλείονταν
Οριστική
αποκλείστηκα, αποκλείστηκες, αποκλείστηκε, αποκλειστήκαμε, αποκλειστήκατε, αποκλείστηκαν ή αποκλειστήκανε
να αποκλειστώ, να αποκλειστείς, να αποκλειστεί, να αποκλειστούμε, να αποκλειστείτε, να αποκλειστούν (ή να αποκλειστούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: αποκλείσου β΄ πληθυντικό: αποκλειστείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αποκλείομαι, θα αποκλείεσαι, θα αποκλείεται, θα αποκλειόμαστε, θα αποκλείεστε ή θα αποκλειόσαστε, θα αποκλείονται
Οριστική
θα αποκλειστώ, θα αποκλειστείς, θα αποκλειστεί, θα αποκλειστούμε, θα αποκλειστείτε, θα αποκλειστούν (ή θα αποκλειστούνε)
Οριστική
θα έχω αποκλειστεί, θα έχεις αποκλειστεί, θα έχει αποκλειστεί, θα έχουμε αποκλειστεί, θα έχετε αποκλειστεί, θα έχουν αποκλειστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αποκλειστεί, έχεις αποκλειστεί, έχει αποκλειστεί, έχουμε αποκλειστεί, έχετε αποκλειστεί, έχουν(ε) αποκλειστεί
να έχω αποκλειστεί, να έχεις αποκλειστεί, να έχει αποκλειστεί, να έχουμε αποκλειστεί, να έχετε αποκλειστεί, να έχουν(ε) αποκλειστεί
Μετοχή
αποκλεισμένος, αποκλεισμένη, αποκλεισμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αποκλειστεί, είχες αποκλειστεί, είχε αποκλειστεί, είχαμε αποκλειστεί, είχατε αποκλειστεί, είχαν(ε) αποκλειστεί