Soosh
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κοιμάμαι»
Οριστική
κοιμάμαι (κοιμούμαι), κοιμάσαι, κοιμάται, κοιμόμαστε (κοιμούμαστε), κοιμάστε (κοιμόσαστε), κοιμούνται (κοιμόνται)
να κοιμάμαι (να κοιμούμαι), να κοιμάσαι, να κοιμάται, να κοιμόμαστε (να κοιμούμαστε), να κοιμάστε (να κοιμόσαστε), να κοιμούνται (να κοιμόνται)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κοιμάστε
Μετοχή
κοιμώμενος, κοιμωμένη, κοιμώμενο (αρχαιοελληνικής προέλευσης) & κοιμούμενος, κοιμούμενη, κοιμούμενο (λογοτεχνικής χρήσης)
Παρατατικός
Οριστική
κοιμόμουν, κοιμόσουν, κοιμόταν, κοιμόμαστε (ή κοιμούμαστε), κοιμόσαστε, κοιμόνταν (ή κοιμόντανε ή κοιμούνταν)
Αόριστος
Οριστική
κοιμήθηκα, κοιμήθηκες, κοιμήθηκε, κοιμηθήκαμε, κοιμηθήκατε, κοιμήθηκαν
να κοιμηθώ, να κοιμηθείς, να κοιμηθεί, να κοιμηθούμε, να κοιμηθείτε, να κοιμηθούν (ή να κοιμηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κοιμήσου, β΄ πληθυντικό: κοιμηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κοιμάμαι (θα κοιμούμαι), θα κοιμάσαι, θα κοιμάται, θα κοιμόμαστε (θα κοιμούμαστε), θα κοιμάστε (θα κοιμόσαστε), θα κοιμούνται (θα κοιμόνται)
Οριστική
θα κοιμηθώ, θα κοιμηθείς, θα κοιμηθεί, θα κοιμηθούμε, θα κοιμηθείτε, θα κοιμηθούν ή θα κοιμηθούνε
Οριστική
θα έχω κοιμηθεί, θα έχεις κοιμηθεί, θα έχει κοιμηθεί, θα έχουμε κοιμηθεί, θα έχετε κοιμηθεί, θα έχουν(ε) κοιμηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κοιμηθεί, έχεις κοιμηθεί, έχει κοιμηθεί, έχουμε κοιμηθεί, έχετε κοιμηθεί, έχουν(ε) κοιμηθεί
να έχω κοιμηθεί, να έχεις κοιμηθεί, να έχει κοιμηθεί, να έχουμε κοιμηθεί, να έχετε κοιμηθεί, να έχουν(ε) κοιμηθεί
Μετοχή
κοιμισμένος, κοιμισμένη, κοιμισμένο
(Το αποθετικό ρήμα κοιμάμαι σχηματίζει τη μετοχή παρακειμένου σύμφωνα με τα ρήματα σε -ίζω π.χ. δροσισμένος, δροσισμένη, δροσισμένο)
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κοιμηθεί, είχες κοιμηθεί, είχε κοιμηθεί, είχαμε κοιμηθεί, είχατε κοιμηθεί, είχαν(ε) κοιμηθεί