Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Νέα ελληνικά: αναλυτική κλίση ρημάτων. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αναλαμβάνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Steven Zimmer
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αναλαμβάνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
αναλαμβάνω, αναλαμβάνεις, αναλαμβάνει, αναλαμβάνουμε, αναλαμβάνετε, αναλαμβάνουν
Υποτακτική
να αναλαμβάνω, να αναλαμβάνεις, να αναλαμβάνει, να αναλαμβάνουμε, να αναλαμβάνετε, να αναλαμβάνουν
Προστακτική
β΄ ενικό: αναλάμβανε – β΄ πληθυντικό: αναλαμβάνετε 
Μετοχή
αναλαμβάνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
αναλάμβανα, αναλάμβανες, αναλάμβανε, αναλαμβάναμε, αναλαμβάνατε, αναλάμβαναν
 
Αόριστος
Οριστική
ανέλαβα, ανέλαβες, ανέλαβε, αναλάβαμε, αναλάβατε, ανέλαβαν
Υποτακτική
να αναλάβω, να αναλάβεις, να αναλάβει, να αναλάβουμε, να αναλάβετε, να αναλάβουν
Προστακτική
β΄ ενικό: ανάλαβε – β΄ πληθυντικό: αναλάβετε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναλαμβάνω, θα αναλαμβάνεις, θα αναλαμβάνει, θα αναλαμβάνουμε, θα αναλαμβάνετε, θα αναλαμβάνουν
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναλάβω, θα αναλάβεις, θα αναλάβει, θα αναλάβουμε, θα αναλάβετε, θα αναλάβουν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναλάβει, θα έχεις αναλάβει, θα έχει αναλάβει, θα έχουμε αναλάβει, θα έχετε αναλάβει, θα έχουν αναλάβει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναλάβει, έχεις αναλάβει, έχει αναλάβει, έχουμε αναλάβει, έχετε αναλάβει, έχουν αναλάβει
Υποτακτική
να έχω αναλάβει, να έχεις αναλάβει, να έχει αναλάβει, να έχουμε αναλάβει, να έχετε αναλάβει, να έχουν αναλάβει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναλάβει, είχες αναλάβει, είχε αναλάβει, είχαμε αναλάβει, είχατε αναλάβει, είχαν(ε) αναλάβει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
αναλαμβάνομαι, αναλαμβάνεσαι, αναλαμβάνεται, αναλαμβανόμαστε, αναλαμβάνεστε, αναλαμβάνονται
Υποτακτική
να αναλαμβάνομαι, να αναλαμβάνεσαι, να αναλαμβάνεται, να αναλαμβανόμαστε, να αναλαμβάνεστε, να αναλαμβάνονται
Μετοχή
αναλαμβανόμενος, αναλαμβανόμενη, αναλαμβανόμενο  
 
Παρατατικός
Οριστική
αναλαμβανόμουν, αναλαμβανόσουν, αναλαμβανόταν, αναλαμβανόμασταν, αναλαμβανόσασταν, αναλαμβάνονταν
(& αναλαμβανόμουνα, αναλαμβανόσουνα, αναλαμβανότανε)
 
Αόριστος
Οριστική
αναλήφθηκα, αναλήφθηκες, αναλήφθηκε, αναληφθήκαμε, αναληφθήκατε, αναλήφθηκαν
Υποτακτική
να αναληφθώ, να αναληφθείς, να αναληφθεί, να αναληφθούμε, να αναληφθείτε, να αναληφθούν
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αναληφθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναλαμβάνομαι, θα αναλαμβάνεσαι, θα αναλαμβάνεται, θα αναλαμβανόμαστε, θα αναλαμβάνεστε, θα αναλαμβάνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναληφθώ, θα αναληφθείς, θα αναληφθεί, θα αναληφθούμε, θα αναληφθείτε, θα αναληφθούν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναληφθεί, θα έχεις αναληφθεί, θα έχει αναληφθεί, θα έχουμε αναληφθεί, θα έχετε αναληφθεί, θα έχουν αναληφθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναληφθεί, έχεις αναληφθεί, έχει αναληφθεί, έχουμε αναληφθεί, έχετε αναληφθεί, έχουν αναληφθεί
Υποτακτική
να έχω αναληφθεί, να έχεις αναληφθεί, να έχει αναληφθεί, να έχουμε αναληφθεί, να έχετε αναληφθεί, να έχουν αναληφθεί
Μετοχή
ανειλημμένος, ανειλημμένη, ανειλημμένο 
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναληφθεί, είχες αναληφθεί, είχε αναληφθεί, είχαμε αναληφθεί, είχατε αναληφθεί, είχαν(ε) αναληφθεί

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αναιρώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Robert Farkas

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αναιρώ»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
αναιρώ, αναιρείς, αναιρεί, αναιρούμε, αναιρείτε, αναιρούν (ή αναιρούνε)
Υποτακτική
να αναιρώ, να αναιρείς, να αναιρεί, να αναιρούμε, να αναιρείτε, να αναιρούν (ή να αναιρούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αναιρείτε  
Μετοχή
αναιρώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
αναιρούσα, αναιρούσες, αναιρούσε, αναιρούσαμε, αναιρούσατε, αναιρούσαν (ή αναιρούσανε)
 
Αόριστος
Οριστική
αναίρεσα, αναίρεσες, αναίρεσε, αναιρέσαμε, αναιρέσατε, αναίρεσαν (ή αναιρέσανε)
Υποτακτική
να αναιρέσω, να αναιρέσεις, να αναιρέσει, να αναιρέσουμε, να αναιρέσετε, να αναιρέσουν (ή να αναιρέσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αναίρεσε β΄ πληθυντικό: αναιρέστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναιρώ, θα αναιρείς, θα αναιρεί, θα αναιρούμε, θα αναιρείτε, θα αναιρούν (ή θα αναιρούνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναιρέσω, θα αναιρέσεις, θα αναιρέσει, θα αναιρέσουμε, θα αναιρέσετε, θα αναιρέσουν (ή θα αναιρέσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναιρέσει, θα έχεις αναιρέσει, θα έχει αναιρέσει, θα έχουμε αναιρέσει, θα έχετε αναιρέσει, θα έχουν(ε) αναιρέσει
[& θα έχω αναιρεμένο, αναιρεμένη, αναιρεμένο
θα έχεις αναιρεμένο, αναιρεμένη, αναιρεμένο
θα έχει αναιρεμένο, αναιρεμένη, αναιρεμένο
θα έχουμε αναιρεμένους, αναιρεμένες, αναιρεμένα
θα έχετε αναιρεμένους, αναιρεμένες, αναιρεμένα
θα έχουν(ε) αναιρεμένους, αναιρεμένες, αναιρεμένα]
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναιρέσει, έχεις αναιρέσει, έχει αναιρέσει, έχουμε αναιρέσει, έχετε αναιρέσει, έχουν(ε) αναιρέσει
[& έχω αναιρεμένο, αναιρεμένη, αναιρεμένο κτλ.]
Υποτακτική
να έχω αναιρέσει, να έχεις αναιρέσει, να έχει αναιρέσει, να έχουμε αναιρέσει, να έχετε αναιρέσει, να έχουν αναιρέσει
[& να έχω αναιρεμένο, αναιρεμένη, αναιρεμένο κτλ.]
Μετοχή
---
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναιρέσει, είχες αναιρέσει, είχε αναιρέσει, είχαμε αναιρέσει, είχατε αναιρέσει, είχαν(ε) αναιρέσει
[& είχα αναιρεμένο, αναιρεμένη, αναιρεμένο κτλ.]
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
αναιρούμαι, αναιρείσαι, αναιρείται, αναιρούμαστε, αναιρείστε, αναιρούνται
Υποτακτική
να αναιρούμαι, να αναιρείσαι, να αναιρείται, να αναιρούμαστε, να αναιρείστε, να αναιρούνται
Προστακτική
---
Μετοχή
αναιρούμενος, αναιρούμενη, αναιρούμενο 
 
Παρατατικός
Οριστική
αναιρούμουν, αναιρούσουν, αναιρούταν ή αναιρούτανε, αναιρούμασταν ή αναιρούμαστε, αναιρούσασταν, αναιρούνταν
 
Αόριστος
Οριστική
αναιρέθηκα, αναιρέθηκες, αναιρέθηκε, αναιρεθήκαμε, αναιρεθήκατε, αναιρέθηκαν ή αναιρεθήκανε 
Υποτακτική
να αναιρεθώ, να αναιρεθείς, να αναιρεθεί, να αναιρεθούμε, να αναιρεθείτε, να αναιρεθούν
Προστακτική
β΄ ενικού: αναιρέσου β΄ πληθυντικό: αναιρεθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναιρούμαι, θα αναιρείσαι, θα αναιρείται, θα αναιρούμαστε, θα αναιρείστε, θα αναιρούνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναιρεθώ, θα αναιρεθείς, θα αναιρεθεί, θα αναιρεθούμε, θα αναιρεθείτε, θα αναιρεθούν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναιρεθεί, θα έχεις αναιρεθεί, θα έχει αναιρεθεί, θα έχουμε αναιρεθεί, θα έχετε αναιρεθεί, θα έχουν αναιρεθεί
[& θα είμαι αναιρεμένος, αναιρεμένη, αναιρεμένο
θα είσαι αναιρεμένος, αναιρεμένη, αναιρεμένο
θα είναι αναιρεμένος, αναιρεμένη, αναιρεμένο
θα είμαστε αναιρεμένοι, αναιρεμένες, αναιρεμένα
θα είσαστε αναιρεμένοι, αναιρεμένες, αναιρεμένα
θα είναι αναιρεμένοι, αναιρεμένες, αναιρεμένα]
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναιρεθεί, έχεις αναιρεθεί, έχει αναιρεθεί, έχουμε αναιρεθεί, έχετε αναιρεθεί, έχουν αναιρεθεί
[& είμαι αναιρεμένος, αναιρεμένη, αναιρεμένο κτλ.]
Υποτακτική
να έχω αναιρεθεί, να έχεις αναιρεθεί, να έχει αναιρεθεί, να έχουμε αναιρεθεί, να έχετε αναιρεθεί, να έχουν αναιρεθεί
[& να είμαι αναιρεμένος, αναιρεμένη, αναιρεμένο κτλ.]
Μετοχή
αναιρεμένος, αναιρεμένη, αναιρεμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναιρεθεί, είχες αναιρεθεί, είχε αναιρεθεί, είχαμε αναιρεθεί, είχατε αναιρεθεί, είχαν(ε) αναιρεθεί
[& ήμουν αναιρεμένος, αναιρεμένη, αναιρεμένο κτλ.]

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δρω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
David H Yang
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δρω»
 
Ενεστώτας
Οριστική
δρω, δρας, δρα, δρούμε, δράτε, δρουν (ή δρούνε)
Υποτακτική
να δρω, να δρας, να δρα, να δρούμε, να δράτε, να δρουν
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: δράτε
Μετοχή
δρώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
δρούσα, δρούσες, δρούσε, δρούσαμε, δρούσατε, δρούσαν
 
Αόριστος
Οριστική
έδρασα, έδρασες, έδρασε, δράσαμε, δράσατε, έδρασαν
Υποτακτική
να δράσω, να δράσεις, να δράσει, να δράσουμε, να δράσετε, να δράσουν
Προστακτική
β΄ ενικό: δράσε β΄ πληθυντικό: δράστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δρω, θα δρας, θα δρα, θα δρούμε, θα δράτε, θα δρούν
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα δράσω, θα δράσεις, θα δράσει, θα δράσουμε, θα δράσετε, θα δράσουν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω δράσει, θα έχεις δράσει, θα έχει δράσει, θα έχουμε δράσει, θα έχετε δράσει, θα έχουν δράσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω δράσει, έχεις δράσει, έχει δράσει, έχουμε δράσει, έχετε δράσει, έχουν δράσει
Υποτακτική
να έχω δράσει, να έχεις δράσει, να έχει δράσει, να έχουμε δράσει, να έχετε δράσει, να έχουν δράσει
Μετοχή
---
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα δράσει, είχες δράσει, είχε δράσει, είχαμε δράσει, είχατε δράσει, είχαν(ε) δράσει

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φαίνομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Vince Cavataio 
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «φαίνομαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
φαίνομαι, φαίνεσαι, φαίνεται, φαινόμαστε, φαίνεστε / φαινόσαστε, φαίνονται
Υποτακτική
να φαίνομαι, να φαίνεσαι, να φαίνεται, να φαινόμαστε, να φαίνεστε / να φαινόσαστε, να φαίνονται
Προστακτική
---
Μετοχή
φαινόμενο (πρόκειται για το ουδέτερο της μετοχής, το οποίο χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό)
 
Παρατατικός
Οριστική
φαινόμουν, φαινόσουν, φαινόταν, φαινόμαστε, φαινόσαστε, φαίνονταν
(& φαινόμουνα, φαινόσουνα, φαινότανε, φαινόμασταν, φαινόσασταν, φαινόντουσαν / φαινόντανε)
 
Αόριστος
Οριστική
φάνηκα, φάνηκες, φάνηκε, φανήκαμε, φανήκατε, φάνηκαν / φανήκανε
Υποτακτική
να φανώ, να φανείς, να φανεί, να φανούμε, να φανείτε, να φανούν / να φανούνε
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: φανείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα φαίνομαι, θα φαίνεσαι, θα φαίνεται, θα φαινόμαστε, θα φαίνεστε / θα φαινόσαστε, θα φαίνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα φανώ, θα φανείς, θα φανεί, θα φανούμε, θα φανείτε, θα φανούν / θα φανούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω φανεί, θα έχεις φανεί, θα έχει φανεί, θα έχουμε φανεί, θα έχετε φανεί, θα έχουν φανεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω φανεί, έχεις φανεί, έχει φανεί, έχουμε φανεί, έχετε φανεί, έχουν φανεί
Υποτακτική
να έχω φανεί, να έχεις φανεί, να έχει φανεί, να έχουμε φανεί, να έχετε φανεί, να έχουν φανεί
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα φανεί, είχες φανεί, είχε φανεί, είχαμε φανεί, είχατε φανεί, είχαν(ε) φανεί
 

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συγχωρώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Greg Collins 

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συγχωρώ»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
συγχωρώ, συγχωρείς, συγχωρεί, συγχωρούμε, συγχωρείτε, συγχωρούν (ή συγχωρούνε)
& συγχωρώ, συγχωράς, συγχωρά ή συγχωράει, συγχωράμε, συγχωράτε, συγχωρούν ή συγχωράνε
Υποτακτική
να συγχωρώ, να συγχωρείς, να συγχωρεί, να συγχωρούμε, να συγχωρείτε, να συγχωρούν (ή να συγχωρούνε)
& να συγχωρώ, να συγχωράς, να συγχωρά ή να συγχωράει, να συγχωρούμε, να συγχωράτε, να συγχωρούν ή να συγχωράνε
Προστακτική
β΄ ενικό: συγχώρα β΄ πληθυντικό: συγχωράτε
Μετοχή
συγχωρώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
συγχωρούσα, συγχωρούσες, συγχωρούσε, συγχωρούσαμε, συγχωρούσατε, συγχωρούσαν (ή συγχωρούσανε)
& συγχώραγα, συγχώραγες, συγχώραγε, συγχωράγαμε, συγχωράγατε, συγχώραγαν (ή συγχωράγανε)
 
Αόριστος
Οριστική
συγχώρησα, συγχώρησες, συγχώρησε, συγχωρήσαμε, συγχωρήσατε, συγχώρησαν (ή συγχωρήσανε)
Υποτακτική
να συγχωρήσω, να συγχωρήσεις, να συγχωρήσει, να συγχωρήσουμε, να συγχωρήσετε, να συγχωρήσουν (ή να συγχωρήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: συγχώρησε β΄ πληθυντικό: συγχωρήστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συγχωρώ, θα συγχωρείς, θα συγχωρεί, θα συγχωρούμε, θα συγχωρείτε, θα συγχωρούν (ή θα συγχωρούνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συγχωρήσω, θα συγχωρήσεις, θα συγχωρήσει, θα συγχωρήσουμε, θα συγχωρήσετε, θα συγχωρήσουν (ή θα συγχωρήσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συγχωρήσει, θα έχεις συγχωρήσει, θα έχει συγχωρήσει, θα έχουμε συγχωρήσει, θα έχετε συγχωρήσει, θα έχουν(ε) συγχωρήσει
Περιφραστικά
[& θα έχω συγχωρημένο, συγχωρημένη, συγχωρημένο
θα έχεις συγχωρημένο, συγχωρημένη, συγχωρημένο
θα έχει συγχωρημένο, συγχωρημένη, συγχωρημένο
θα έχουμε συγχωρημένο, συγχωρημένη, συγχωρημένο
θα έχετε συγχωρημένο, συγχωρημένη, συγχωρημένο
θα έχουν(ε) συγχωρημένο, συγχωρημένη, συγχωρημένο]
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συγχωρήσει, έχεις συγχωρήσει, έχει συγχωρήσει, έχουμε συγχωρήσει, έχετε συγχωρήσει, έχουν(ε) συγχωρήσει
Περιφραστικά
[& έχω συγχωρημένο, συγχωρημένη, συγχωρημένο κτλ.]
Υποτακτική
να έχω συγχωρήσει, να έχεις συγχωρήσει, να έχει συγχωρήσει, να έχουμε συγχωρήσει, να έχετε συγχωρήσει, να έχουν συγχωρήσει
Περιφραστικά
[& να έχω συγχωρημένο, συγχωρημένη, συγχωρημένο κτλ.]
Μετοχή
---
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συγχωρήσει, είχες συγχωρήσει, είχε συγχωρήσει, είχαμε συγχωρήσει, είχατε συγχωρήσει, είχαν(ε) συγχωρήσει
[& είχα συγχωρημένο, συγχωρημένη, συγχωρημένο κτλ.]
 
Σημείωση: Οι καταλήξεις του Ενεστώτα σε –αω (συγχωράω, συγχωράς, συγχωράει) συναντώνται σε οικείο λόγο. Αντιστοίχως, οι συνοπτικοί τύποι του ρήματος σε -εσ- (συγχωρέσω, συγχώρεσα) χρησιμοποιούνται σε οικείο λόγο. 
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
συγχωρούμαι, συγχωρείσαι, συγχωρείται, συγχωρούμαστε, συγχωρείστε, συγχωρούνται
& συγχωριέμαι, συγχωριέσαι, συγχωριέται, συγχωριώμαστε, συγχωριέστε, συγχωριούνται
Υποτακτική
να συγχωρούμαι, να συγχωρείσαι, να συγχωρείται, να συγχωρούμαστε, να συγχωρείστε, να συγχωρούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συγχωρείστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
συγχωρούμουν, συγχωρούσουν, συγχωρούνταν, συγχωρούμασταν ή συγχωρούμαστε, συγχωρούσασταν ή συγχωρούσαστε, συγχωρούνταν
& συγχωριόμουν, συγχωριόσουν, συγχωριόταν, συγχωριόμαστε, συγχωριόσαστε, συγχωριόνταν
 
Αόριστος
Οριστική
συγχωρήθηκα, συγχωρήθηκες, συγχωρήθηκε, συγχωρηθήκαμε, συγχωρηθήκατε, συγχωρήθηκαν ή συγχωρηθήκανε
& συγχωρέθηκα, συγχωρέθηκες, συγχωρέθηκε, συγχωρεθήκαμε, συγχωρεθήκατε, συγχωρέθηκαν   
Υποτακτική
να συγχωρεθώ, να συγχωρεθείς, να συγχωρεθεί, να συγχωρεθούμε, να συγχωρεθείτε, να συγχωρεθούν
Προστακτική
β΄ ενικού: συγχωρήσου β΄ πληθυντικό: συγχωρηθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συγχωρούμαι, θα συγχωρείσαι, θα συγχωρείται, θα συγχωρούμαστε, θα συγχωρείστε, θα συγχωρούνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συγχωρεθώ, θα συγχωρεθείς, θα συγχωρεθεί, θα συγχωρεθούμε, θα συγχωρεθείτε, θα συγχωρεθούν
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συγχωρεθεί, θα έχεις συγχωρεθεί, θα έχει συγχωρεθεί, θα έχουμε συγχωρεθεί, θα έχετε συγχωρεθεί, θα έχουν συγχωρεθεί
[& θα είμαι συγχωρημένος, συγχωρημένη, συγχωρημένο
θα είσαι συγχωρημένος, συγχωρημένη, συγχωρημένο
θα είναι συγχωρημένος, συγχωρημένη, συγχωρημένο
θα είμαστε συγχωρημένοι, συγχωρημένες, συγχωρημένα
θα είσαστε συγχωρημένοι, συγχωρημένες, συγχωρημένα
θα είναι συγχωρημένοι, συγχωρημένες, συγχωρημένα]
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συγχωρεθεί, έχεις συγχωρεθεί, έχει συγχωρεθεί, έχουμε συγχωρεθεί, έχετε συγχωρεθεί, έχουν συγχωρεθεί
[& είμαι συγχωρημένος, συγχωρημένη, συγχωρημένο κτλ.]
Υποτακτική
να έχω συγχωρεθεί, να έχεις συγχωρεθεί, να έχει συγχωρεθεί, να έχουμε συγχωρεθεί, να έχετε συγχωρεθεί, να έχουν συγχωρεθεί
[& να είμαι συγχωρημένος, συγχωρημένη, συγχωρημένο κτλ.]
Μετοχή
συγχωρημένος, συγχωρημένη, συγχωρημένο
& συγχωρεμένος, συγχωρεμένη, συγχωρεμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συγχωρεθεί, είχες συγχωρεθεί, είχε συγχωρεθεί, είχαμε συγχωρεθεί, είχατε συγχωρεθεί, είχαν(ε) συγχωρεθεί
[& ήμουν συγχωρημένος, συγχωρημένη, συγχωρημένο κτλ.]

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παρατείνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Linda Woods
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παρατείνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
παρατείνω, παρατείνεις, παρατείνει, παρατείνουμε, παρατείνετε, παρατείνουν (ή παρατείνουνε)
Υποτακτική
να παρατείνω, να παρατείνεις, να παρατείνει, να παρατείνουμε, να παρατείνετε, να παρατείνουν (ή να παρατείνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: παράτεινε – β΄ πληθυντικό: παρατείνετε
Μετοχή
παρατείνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
παρέτεινα, παρέτεινες, παρέτεινε, παρατείναμε, παρατείνατε, παρέτειναν ή παρατείνανε
& παράτεινα, παράτεινες, παράτεινε, παρατείναμε, παρατείνατε, παράτειναν
Σημείωση: Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται, όταν τονίζεται.
 
Αόριστος
Οριστική
παρέτεινα, παρέτεινες, παρέτεινε, παρατείναμε, παρατείνατε, παρέτειναν ή παρατείνανε
Υποτακτική
να παρατείνω, να παρατείνεις, να παρατείνει, να παρατείνουμε, να παρατείνετε, να παρατείνουν (ή να παρατείνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: παράτεινε – β΄ πληθυντικό: παρατείνετε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παρατείνω, θα παρατείνεις, θα παρατείνει, θα παρατείνουμε, θα παρατείνετε, θα παρατείνουν (ή θα παρατείνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παρατείνω, θα παρατείνεις, θα παρατείνει, θα παρατείνουμε, θα παρατείνετε, θα παρατείνουν (ή θα παρατείνουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω παρατείνει, θα έχεις παρατείνει, θα έχει παρατείνει, θα έχουμε παρατείνει, θα έχετε παρατείνει, θα έχουν παρατείνει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παρατείνει, έχεις παρατείνει, έχει παρατείνει, έχουμε παρατείνει, έχετε παρατείνει, έχουν(ε) παρατείνει
Υποτακτική
να έχω παρατείνει, να έχεις παρατείνει, να έχει παρατείνει, να έχουμε παρατείνει, να έχετε παρατείνει, να έχουν(ε) παρατείνει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παρατείνει, είχες παρατείνει, είχε παρατείνει, είχαμε παρατείνει, είχατε παρατείνει, είχαν(ε) παρατείνει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
παρατείνομαι, παρατείνεσαι, παρατείνεται, παρατεινόμαστε, παρατείνεστε, παρατείνονται
Υποτακτική
να παρατείνομαι, να παρατείνεσαι, να παρατείνεται, να παρατεινόμαστε, να παρατείνεστε, να παρατείνονται
Προστακτική
---
Μετοχή
παρατεινόμενος, παρατεινόμενη, παρατεινόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
παρατεινόμουν, παρατεινόσουν, παρατεινόταν, παρατεινόμαστε, παρατεινόσαστε, παρατείνονταν
(& παρατεινόμουνα, παρατεινόσουνα, παρατεινότανε, παρατεινόμασταν, παρατεινόσασταν, παρατεινόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
παρατάθηκα, παρατάθηκες, παρατάθηκε, παραταθήκαμε, παραταθήκατε, παρατάθηκαν (ή παραταθήκανε)
Υποτακτική
να παραταθώ, να παραταθείς, να παραταθεί, να παραταθούμε, να παραταθείτε, να παραταθούν (ή να παραταθούνε)
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παρατείνομαι, θα παρατείνεσαι, θα παρατείνεται, θα παρατεινόμαστε, θα παρατείνεστε, θα παρατείνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα παραταθώ, θα παραταθείς, θα παραταθεί, θα παραταθούμε, θα παραταθείτε, θα παραταθούν (ή θα παραταθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω παραταθεί, θα έχεις παραταθεί, θα έχει παραταθεί, θα έχουμε παραταθεί, θα έχετε παραταθεί, θα έχουν παραταθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω παραταθεί, έχεις παραταθεί, έχει παραταθεί, έχουμε παραταθεί, έχετε παραταθεί, έχουν παραταθεί
Υποτακτική
να έχω παραταθεί, να έχεις παραταθεί, να έχει παραταθεί, να έχουμε παραταθεί, να έχετε παραταθεί, να έχουν παραταθεί
Μετοχή
παρατεταμένος, παρατεταμένη, παρατεταμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα παραταθεί, είχες παραταθεί, είχε παραταθεί, είχαμε παραταθεί, είχατε παραταθεί, είχαν(ε) παραταθεί
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...