Michelle Calkins
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αμφιβάλλω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αμφιβάλλω, αμφιβάλλεις, αμφιβάλλει, αμφιβάλλουμε, αμφιβάλλετε, αμφιβάλλουν ή αμφιβάλλουνε
να αμφιβάλλω, να αμφιβάλλεις, να αμφιβάλλει, να αμφιβάλλουμε, να αμφιβάλλετε, να αμφιβάλλουν ή να αμφιβάλλουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: αμφίβαλλε – β΄ πληθυντικό: αμφιβάλλετε
Μετοχή
αμφιβάλλοντας
Παρατατικός
Οριστική
αμφέβαλλα, αμφέβαλλες, αμφέβαλλε, αμφιβάλλαμε, αμφιβάλλατε, αμφέβαλλαν
Αόριστος
Οριστική
αμφέβαλα, αμφέβαλες, αμφέβαλε, αμφιβάλαμε, αμφιβάλατε, αμφέβαλαν
να αμφιβάλω, να αμφιβάλεις, να αμφιβάλει, να αμφιβάλουμε, να αμφιβάλετε, να αμφιβάλουν ή να αμφιβάλουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: αμφίβαλε – β΄ πληθυντικό: αμφιβάλετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αμφιβάλλω, θα αμφιβάλλεις, θα αμφιβάλλει, θα αμφιβάλλουμε, θα αμφιβάλλετε, θα αμφιβάλλουν ή θα αμφιβάλλουνε
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αμφιβάλω, θα αμφιβάλεις, θα αμφιβάλει, θα αμφιβάλουμε, θα αμφιβάλετε, θα αμφιβάλουν ή θα αμφιβάλουνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αμφιβάλει, θα έχεις αμφιβάλει, θα έχει αμφιβάλει, θα έχουμε αμφιβάλει, θα έχετε αμφιβάλει, θα έχουν(ε) αμφιβάλει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αμφιβάλει, έχεις αμφιβάλει, έχει αμφιβάλει, έχουμε αμφιβάλει, έχετε αμφιβάλει, έχουν(ε) αμφιβάλει
να έχω αμφιβάλει, να έχεις αμφιβάλει, να έχει αμφιβάλει, να έχουμε αμφιβάλει, να έχετε αμφιβάλει, να έχουν(ε) αμφιβάλει
Μετοχή
έχοντας αμφιβάλει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αμφιβάλει, είχες αμφιβάλει, είχε αμφιβάλει, είχαμε αμφιβάλει, είχατε αμφιβάλει, είχαν(ε) αμφιβάλει
Με ένα -λ- γράφεται το ρήμα, εφόσον δηλώνεται στιγμιαία ή συντελεσμένη πράξη (δηλ. στην αόριστο, τον στιγμιαίο μέλλοντα και στους συντελικούς χρόνους), π.χ. Προς στιγμήν αμφέβαλα, αλλά γρήγορα πείστηκα ότι είχε καλές προθέσεις – Θα του μιλήσω ξεκάθαρα, δεν θα τον αφήσω να αμφιβάλει ούτε στιγμή για το τι εννοώ – Πολλές φορές έχω αμφιβάλει για το αν ήταν πραγματικές όλες αυτές οι ιστορίες.
Ρηματική αύξηση (παρατατικού και αορίστου). Το ρήμα αμφιβάλλω εμφανίζει στον ενεργητικό παρατατικό και αόριστο τη λεγόμενη εσωτερική συλλαβική αύξηση -ε-, η οποία διατηρείται όπου τονίζεται. Συνεπώς, οι δύο αυτοί χρόνοι σχηματίζονται ως εξής:
Αόριστος: αμφέβαλα, αμφέβαλες, αμφέβαλε – αμφιβάλαμε, αμφιβάλατε, αμφέβαλαν