Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράλληλο για το «Στου Κεμάλ το σπίτι» του Ιωάννου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράλληλο για το «Στου Κεμάλ το σπίτι» του Ιωάννου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Γιώργος Ιωάννου «Σ’ ένα παλιό τούρκικο σπίτι» παράλληλο για το "Στου Κεμάλ το σπίτι"

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Doug Kreuger

Γιώργος Ιωάννου «Σ’ ένα παλιό τούρκικο σπίτι»  

Σ’ ένα παλιό τούρκικο σπίτι
κλείστηκα μέρες και παλεύω
με τους λεκέδες του ασβέστη.
Μετρώ τα ξύλα στο ταβάνι, βρίσκω τα νερά·
δίνω ονόματα, τους δίνω την καρδιά μου.
Ύστερα παίρνει και φυσά.
Σαρώνονται χαρές και γνωριμίες.
Ξανά μονάχος με τα ξύλα και τις πέτρες.
Ίσως στεριώσω τώρα· πάλι απ’ την αρχή.
Ίσως προφτάσω να σκαλώσω τους χαμένους.

Πώς συμπεριφέρεται ο ήρωας του ποιήματος; Σας θυμίζει η στάση του τη γυναίκα του πεζογραφήματος;

Ο ήρωας του ποιήματος αποκτά μια ξεχωριστή σχέση με το τούρκικο σπίτι στο οποίο βρίσκεται -το πατρικό σπίτι του Ιωάννου ήταν ένα από τα τούρκικα σπίτια- και φροντίζει να μάθει κάθε λεπτομέρεια του σπιτιού και να δεθεί μαζί του, καθιστώντας το αναπόσπαστο τμήμα της ζωής του. Η σχέση που περιγράφει ο Ιωάννου, η γνωριμία με το χώρο στον οποίο κατοικούμε και μεγαλώνουμε και το συναισθηματικό δέσιμο με το χώρο στον οποίο βιώνουμε σημαντικές εμπειρίες, είναι μια κατάσταση γνώριμη σε πολλούς ανθρώπους, μιας και το πατρικό μας σπίτι, συνδέεται αξεχώριστα με πολύτιμες αναμνήσεις και συναισθήματα.
Ο ήρωας, μάλιστα, έρχεται αντιμέτωπος με περιόδους της ζωής του, όπου χάνει ανθρώπους δικούς του και ευτυχισμένες στιγμές, στοιχεία που τα δίνει ποιητικά με τον δυνατό αέρα που παρασέρνει ανθρώπους και χαρές. Έτσι, το μόνο που απομένει στον ήρωα είναι το σπίτι, είναι τα δομικά στοιχεία του σπιτιού, τα ξύλα και οι πέτρες, με τα οποία θα προσπαθήσει να φτιάξει ξανά τη ζωή του κι εύχεται να μπορέσει να στεριώσει επιτέλους και παράλληλα να επαναφέρει και να κρατήσει κοντά του, τους ανθρώπους που έχασε.
Οι ξαφνικές αλλαγές της ζωής, αποτελούν σημαντικό βίωμα για τον Ιωάννου, ο οποίος εξαιτίας των πολέμων αρχικά και αργότερα για επαγγελματικούς λόγους αναγκάστηκε πολλές φορές να εγκαταλείψει το σπίτι του και να επιχειρήσει να φτιάξει τη ζωή του σε καινούριους τόπους. Ενώ ισχυρό είναι και το αίσθημα της προσφυγιάς που διατρέχει την ιστορία της οικογένειάς του. Η ανάγκη επομένως του ποιητικού υποκειμένου να δημιουργήσει με επίκεντρο το σπίτι του μια ζωή με στερεές βάσεις, προκύπτει από τις αλλεπάλληλες ανατροπές που βίωσε στη ζωή του.
Η συμπεριφορά του ήρωα και το δυνατό συναισθηματικό του δέσιμο με το σπίτι του, μας παραπέμπει στην Τουρκάλα του διηγήματος «Στου Κεμάλ το σπίτι», που με τόση αγάπη παρατηρεί το σπίτι στο οποίο μεγάλωσε και με μεγάλη ευχαρίστηση πίνει νερό από το πηγάδι και τρώει τα μούρα από το δέντρο της αυλής. Η Τουρκάλα ξεριζωμένη από την πόλη που μεγάλωσε, έχοντας βιώσει πένθη και πόνους, επιστρέφει στο πατρικό της σπίτι σε μια προσπάθεια να έρθει σ’ επαφή με το παρελθόν της και με τις στιγμές ευτυχίες που γνώρισε όταν ήταν ακόμη παιδί. Το σπίτι αποτελεί τόσο για τον ήρωα του ποιήματος όσο και για την Τουρκάλα, το κεντρικό σημείο αναφοράς της ζωής τους, καθώς σε αυτό βίωσαν ευδαιμονικές στιγμές, το γνώρισαν στην παραμικρή του λεπτομέρεια και το αγάπησαν. 

Γιώργος Ιωάννου «Las Incantadas» παράλληλο στο «Στου Κεμάλ το Σπίτι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Las Incantadas

Γιώργος Ιωάννου «Las Incantadas» παράλληλο στο «Στου Κεμάλ το Σπίτι»

«Δεν είναι πολύς καιρός που διάβασα σ’ ένα σπάνιο βιβλίο για το μνημείο με τις Μαγεμένες, τις Las Incantadas, όπως τις έλεγαν οι ισπανόφερτοι εβραίοι της πόλης μας. Είδα και όσα σχέδια διασώζονται: ένα χτίσμα στολισμένο με κόρες και άλλα αγάλματα, χωμένο ανάμεσα σε σπίτια και σπιτάκια, εκεί σε μια γωνιά της σημερινής πλατείας Δικαστηρίων. Τα ‘χουν ξεσηκώσει, βέβαια, κι αυτά τα λείψανα, εδώ κι έναν αιώνα περίπου, και τώρα βρίσκονται, ποιος ξέρει που πεταμένα, στο μουσείο του Λούβρου.
Κι όμως εγώ πιστεύω πως τα πράγματα αυτά τα έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια στημένα στον τόπο τους. Αφού από το όνομα ακόμα, όταν το πρωτάκουσα ζεστάθηκε η καρδιά μου. Θαρρώ πως έχω ζήσει άλλοτε σ’ αυτά τα σπίτια, που ήταν ένα γύρο και που τελικά τα σάρωσε η μεγάλη πυρκαγιά. Άλλωστε, όχι μόνο αυτό, μα θαρρώ πως θυμάμαι και τη μεγάλη εκκλησία του Αγίου Νικολάου που κάηκε κι αυτή το ’17, δηλαδή αρκετά χρόνια προτού γεννηθώ. Τα καντήλια της πηγαινοέρχονταν μοναχά τους καιρό προτού ξεσπάσει η μεγάλη φωτιά, που ασφαλώς ήταν βαλτή απ’ τους αιώνιους χαζοτεχνοκράτες για να ξεκαθαρίσει μια και καλή η τουρκόπολη απ’ τους τενεκέ-μαχαλάδες. Τώρα, αν μαζί με τις παράγκες αυτές κάηκαν και αριστουργήματα, αυτό λίγο συγκίνησε τα ζωντόβολα. Ιδανικό αυτουνών είναι η άσφαλτος και το τσιμέντο τόσο νιώθουν.»

Η μεγάλη αγάπη του Ιωάννου για τη γενέτειρά του, τη Θεσσαλονίκη, είναι παρούσα σε όλο σχεδόν το έργο του. Ο συγγραφέας γνωρίζει και αγαπά κάθε συνοικία, κάθε γειτονιά και φυσικά κάθε μνημείο της πόλης του. Υπήρξε, μάλιστα, άριστος γνώστης της ιστορίας του τόπου του και αυστηρός κριτής των ανθρώπων εκείνων που επιχειρούσαν να εκσυγχρονίσουν την εικόνα της πόλης, χωρίς να σέβονται την παραδοσιακή ομορφιά και την ιστορικότητά της.

Το μνημείο με τις Μαγεμένες, τις Καρυάτιδες της Θεσσαλονίκης, όπως τις αποκαλούν, ήταν ένα από τα αριστουργήματα της αρχαιότητας και σύμβολο της πόλης μέχρι το 1864, οπότε ο Γάλλος Emmanuel Miller τις μετέφερε στη Γαλλία, όπου εντάχθηκαν στη συλλογή του μουσείου του Λούβρου.
Η κλοπή των αγαλμάτων και η μεγάλη πυρκαγιά του 1917, που κατέστρεψε σε σημαντικό βαθμό την πόλη, άλλαξαν ριζικά την εικόνα της Θεσσαλονίκης, προτού καν γεννηθεί ο συγγραφέας. Εντούτοις, ο ίδιος αισθάνεται σα να έχει δει τα αγάλματα των Μαγεμένων, σα να έχει ζήσει στα σπίτια της εβραϊκής συνοικίας που υπήρχε γύρω απ’ το μνημείο και σα να έχει δει την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, που επίσης καταστράφηκε με την πυρκαγιά. Η αίσθηση αυτή του συγγραφέα, όσο κι αν μοιάζει παράδοξη, πηγάζει από τη βαθιά αγάπη του για την παραδοσιακή εικόνα της πόλης του και για καθετί που της προσέδιδε το ιδιαίτερο χρώμα και τη γραφικότητά της.

Ο Ιωάννου, μάλιστα, θεωρεί πως η πυρκαγιά του ‘17 -παρά το σχετικό πόρισμα που την απέδιδε σ’ ένα τυχαίο γεγονός-, δεν ήταν παρά μια σκόπιμη προσπάθεια των «χαζοτεχνοκρατών» που ήθελαν να απαλλάξουν τη Θεσσαλονίκη από τις παράγκες και τα παλιά τουρκόσπιτα, προκειμένου να την ανοικοδομήσουν και να της δώσουν μια πιο σύγχρονη αισθητική. Τα «ζωντόβολα», άλλωστε, που ξεκίνησαν τη φωτιά, καθόλου δε νοιάστηκαν για το γεγονός ότι πέρα από τις παράγκες καταστράφηκαν και σημαντικά μνημεία της πόλης, μιας και καθόλου δεν καταλαβαίνουν την ιστορική, πολιτιστική και πνευματική αξία των μνημείων αυτών. Το μόνο που απασχολεί τους «χαζοτεχνοκράτες» είναι πως θα γεμίσουν την πόλη τσιμέντο και άσφαλτο, φτιάχνοντας μια αισθητικά απαράδεκτη, αλλά οικονομικά πρακτική, σύγχρονη πόλη.
[Θα πρέπει να τονιστεί πως η πυρκαγιά του 1917 προκάλεσε τεράστιες ζημιές, καταστρέφοντας σχεδόν το 1/3 ολόκληρης της Θεσσαλονίκης.]

Η αγανάκτηση του Ιωάννου για τη δράση των ανθρώπων εκείνων που αδιαφορώντας για την ιδιαίτερη γοητεία της Θεσσαλονίκης, καταστρέφουν παραδοσιακά κτίσματα και οικοδομούν παντού σύγχρονα «εξαμβλώματα», γίνεται εμφανής και στο πεζογράφημα «Στου Κεμάλ το Σπίτι». Εκεί, με αφορμή το γκρέμισμα του οικογενειακού του σπιτιού και το χτίσιμο στη θέση του μιας «φρικαλέας» πολυκατοικίας, καταγγέλλει τη συμμορία των εργολάβων, τόσο για την ασέβεια που δείχνουν απέναντι στην αισθητική της πόλης, όσο και για το γεγονός ότι σκεπάζουν τα αρχαία μνημεία που ανακαλύπτουν τυχαία κατά τις εργασίες τους, προκειμένου να μην υπάρξει κάποια παρέμβαση της αρχαιολογικής υπηρεσίας.

Ο Ιωάννου είναι σταθερά αντίθετος με οποιαδήποτε προσπάθεια εκσυγχρονισμού της πόλης του είτε αυτή γίνεται στα δικά του χρόνια είτε έχει προηγηθεί (πυρκαγιά του ’17), καθώς διαπιστώνει με πόνο πως οι άνθρωποι που την επιχειρούν, δεν έχουν κανένα άλλο ενδιαφέρον πέραν από το κέρδος. Καταστρέφουν την παραδοσιακή ομορφιά της πόλης, καταστρέφουν μνημεία ανυπολόγιστης αξίας, μόνο και μόνο για να οικοδομήσουν ακαλαίσθητα κτίρια και να δημιουργήσουν μια απρόσωπη μεγαλούπολη.

Γιώργος Ιωάννου «Απογραφή ζημιών», ως παράλληλο για το «Στου Κεμάλ το Σπίτι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Η Ροτόντα της Θεσσαλονίκης 

Γιώργος Ιωάννου «Απογραφή ζημιών», ως παράλληλο για το «Στου Κεμάλ το Σπίτι»

Δίπλα στό «Ἀκρόπολις» καί μέχρι τήν ὁδό Πλάτωνος ἦταν στή σειρά σπίτια μικρά καί παμπάλαια, ὅπου μέχρι καί τήν Κατοχή κατοικούσανε οἰκογένειες Ἑβραίων. Αὐτά, μέ τό ξενοδοχεῖο μαζί, σχημάτιζαν τή βορινή πλευρά τῆς πλατείας, πού σήμερα ὀνομάζεται «Μακεδονομάχων». Τά Σάββατα γριές Ἑβραίισες, μέ τίς πατροπαράδοτες ἀτλαζένιες φορεσιές τῆς Καστίλλιας, στεκόντουσαν στίς ἐξώπορτες μέ σταυρωμένα τά χέρια, γιά νάπεράσει ἥσυχα καί ἀναμάρτητα ἡ ἅγια ἀργία. Τά σπίτια αὐτά, ἄν δέν εἶχαν προλάβει νά τά κατεδαφίσουν οἱ ἐργολάβοι, θά τά κατεδάφιζαν τώρα ὁπωσδήποτε οἱ στρατιωτικές μπουλντόζες, σέ συνεργασία, βέβαια, μέ τούς πολιτικούς μηχανικούς καί τούς ἄλλους σπουδαίους, πού δέν ξέρω τί νά πῶ, ἀλλά σάν πολύ εὔκολα, προκειμένου γιά παλαιά σπίτια, σημειώνουν τήν ἔνδειξη «κατεδαφιστέον». Θαρρεῖς καί τό θεωροῦν ὅλοι τους εὐκαιρία νά ἐξωραΐσουν τήν πόλη κατά τά γοῦστα τους καί τά πρότυπά τους, ἀπαλλάσσοντάς την ἀπό τίς ἐνοχλητικές αὐτές παλιατσαρίες, πού πλαισιώνουν, καί πολύ ταιριαχτά μάλιστα, τά βυζαντινά μνημεῖα καί τούς χώρους τῆς παλαιᾶς ζωῆς. Ἔτσι σαρώθηκε σιγά σιγά, ἀπό χρόνια, ὅλη ἡ παλιά γειτονιά ἡ γύρω ἀπό τή Ροτόντα, δηλαδή ἡ παλιά ἑλληνική συνοικία τῆς Καμάρας, αὐτή πού ἔδινε τόν τόνο καί τά ἐπιχειρήματα, καί ἀφέθηκε ὁ τόπος ἐλεύθερος γιά νά φωτογραφίζουν οἱ τουρίστες μέ ἄνεση τή Ροτόντα.

(Γιώργου Ιωάννου, «Ἀπογραφή ζημιῶν», από τη συλλογή Το δικό μας αίμα, 1980)

Η κεντρική θεματική του αποσπάσματος από την Απογραφή ζημιών είναι η στηλίτευση της τάσης των συγκαιρινών του συγγραφέα να κατεδαφίζουν τα παλαιά κτίσματα της πόλης στο όνομα του εκσυγχρονισμού. Ο συγγραφέας θεωρεί πως η τακτική αυτή αλλοιώνει ανεπανόρθωτα το γραφικό χαρακτήρα και την ιστορική ομορφιά της πόλης του, καθιστώντας τη σταδιακά μια ψυχρή και γκρίζα μεγαλούπολη. Την άποψη αυτή ο Ιωάννου την καταγράφει και στο πεζογράφημά του «Στου Κεμάλ το Σπίτι», όπου με εμφατικό τρόπο επισημαίνει την καταστροφική δράση των «γελοίων» εργολάβων.
Είναι εμφανής, και στα δύο κείμενα, η ειρωνική διάθεση του συγγραφέα απέναντι στους εργολάβους, τους πολιτικούς μηχανικούς και τους άλλους σπουδαίους, οι οποίοι με τις μπουλντόζες τους σαρώνουν ολόκληρες ιστορικές γειτονιές, προκειμένου να φτιάξουν «φρικαλέες» πολυκατοικίες κι άλλα «εξαμβλώματα». Ο υποτιθέμενος εκσυγχρονισμός της Θεσσαλονίκης πληγώνει το συγγραφέα, ο οποίος βλέπει τους ανιστόρητους επαγγελματίες να θέτουν το κέρδος τους υψηλότερα από την αξία των παλαιών κτηρίων και των πολύτιμων μνημείων που καταστρέφουν χωρίς δεύτερη σκέψη.
Ο Ιωάννου με αμέριστη αγάπη για την ιδιαίτερη πατρίδα του, τονίζει και στα δύο κείμενα τον πλούτο των ιστορικών μνημείων που τη στολίζουν, αλλά και τον έντονα πολυπολιτισμικό της χαρακτήρα. Έτσι, στην Απογραφή ζημιών διαβάζουμε για τα βυζαντινά της μνημεία, αλλά και τη Ροτόντα (ρωμαϊκό έργο, προς τιμήν του Αυτοκράτορα Γαλέριου) και φυσικά για την ακμαία Εβραϊκή κοινότητα της πόλης. Ενώ, στο πεζογράφημα «Στου Κεμάλ το Σπίτι», μαθαίνουμε για το θαυμάσιο ψηφιδωτό που υπήρχε στα θεμέλια του παλιού του σπιτιού, το οποίο γρήγορα έκρυψαν οι δασκαλεμένοι από τους εργολάβους εργάτες, αλλά και για το σπίτι του Κεμάλ, που αποτελούσε χώρο προσκυνήματος για τους Τούρκους, που έρχονταν για να τιμήσουν τον γενάρχη τους.
Είναι, παράλληλα, ενδιαφέρουσα η φροντίδα του συγγραφέα στην Απογραφή ζημιών να ορίσει την περιοχή στην οποία αναφέρεται, κατονομάζοντας δρόμους και ιστορικά κτίσματα, όπως το επιτυγχάνει αναφερόμενος και στο σπίτι του Κεμάλ, το οποίο αποτελεί πολύ χαρακτηριστικό μνημείο της πόλης. Ο Ιωάννου γνωρίζει, ως λάτρης της πόλης του αλλά και ως ιστορικός, τη σύνδεση που έχει κάθε περιοχή και κάθε κτίσμα της Θεσσαλονίκης με την ιστορίας της και δεν παραλείπει στα κείμενά του να καταγράφει τέτοιου είδους πληροφορίες, ώστε αυτές να διασωθούν από τη λαίλαπα του εκσυγχρονισμού και της αδιαφορίας των συγχρόνων του για την ιστορική αξία της πόλης. Ενδεικτική, άλλωστε, είναι η αναφορά στο σάρωμα της παλιάς ελληνικής συνοικίας, η οποία όχι μόνο έδινε τον τόνο στην ευρύτερη περιοχή, αλλά αποτελούσε και βασικό επιχείρημα για την ελληνικότητά της.
Ομοιότητες, τέλος, διακρίνουμε και σε επιμέρους λεπτομέρειες των δύο κειμένων, όπως είναι για παράδειγμα η συνήθεια που είχαν οι ηλικιωμένες Εβραίες να στέκονται στις εξώπορτες των σπιτιών τους, που μας παραπέμπει στη συνήθεια της Τουρκάλας να κάθεται στο κατώφλι του σπιτιού. Αλλά και η αναφορά στην Κατοχή, που χρονικά μας παραπέμπει λίγο πριν την τελευταία επίσκεψη της Τουρκάλας. 

Γιώργος Ιωάννου «Η αποζημίωση» παράλληλο για το «Στου Κεμάλ το σπίτι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Bob Orsillo 

Γιώργος Ιωάννου «Η αποζημίωση» παράλληλο για το «Στου Κεμάλ το σπίτι»

Η αποζημίωση


Όταν σηκώθηκα να φύγω, ο καταφερτζής εκείνος μου έκανε τη μόνη σωστή ερώτηση: «Που ήσασταν, όταν βομβαρδίστηκε το σπίτι;» «Δεν ήμασταν εκεί», είπα περίτρομος και το ‘βαλα στα πόδια. Δε θέλησα να διακινδυνέψω κι εκείνες τις αναμνήσεις. Αυτές ήταν το μόνο δροσερό καταφύγιό μου, όταν καιγόμουνα. …
Ξαφνικά εκρήξεις απανωτές ακούστηκαν απ’ τη μεριά της Σαλονίκης. Το κάρο πήγαινε προς την ανατολή, αλλά εμείς κοιτάζαμε πίσω με δέος. Κι όταν υψώθηκαν κάτι αραιοί καπνοί στον ορίζοντα, πήραμε να κλαίμε πικρά. «Βαβυλώνα, ω Βαβυλώνα…», ψιθύρισε η γιαγιά μου, ανακαλώντας ποιος ξέρει ποια προφητική φυλλάδα. Πολλές φορές έχουμε κλάψει γι’ αυτή την πόλη. Αργότερα, όταν την κυρίεψαν σε τρεις μέρες οι γερμανοί, μάθαμε τη συμφορά σε ώρα συναγερμού μέσα στο τούνελ του Ηλεκτρικού στο Μοναστηράκι, που είχε μετατραπεί σε καταφύγιο. Σαν ήρθαν οι πρωινές εφημερίδες και είδαμε την είδηση, κλαίγαμε τόσο πολύ που μαζεύτηκε γύρω μας κόσμος.
Απ’ τη Γαλάτιστα πήραμε μουλάρια και φτάσαμε απόβραδα στο ορεινό χωριό. … Αναπάντεχα λάβαμε κι εμείς ένα γράμμα. Ένας γείτονας μας πληροφορούσε πως είχε πέσει μπόμπα στο σπίτι. Αυτό πρέπει να είχε γίνει την ώρα που εμείς λιαζόμασταν και αχνίζαμε πάνω στο κάρο. Νιώσαμε εντελώς ξεριζωμένοι. …

Στου Κεμάλ το σπίτι

Η τουρκάλα ξαναφάνηκε λίγο μετά τον πόλεμο. Εμείς καθόμασταν πια σε άλλο σπίτι, λίγο παραπάνω, όμως την είδαμε μια μέρα να κάθεται κατατσακισμένη στο κατώφλι του παλιού σπιτιού μας. Ο πρώτος που την είδε, ήρθε μέσα και φώναξε: «η τουρκάλα!» Βγήκαμε στα παράθυρα και την κοιτάζαμε με συγκίνηση. Παραλίγο να την καλέσουμε απάνω στο σπίτι – τόσο μας είχε μαλακώσει την καρδιά η επίμονη νοσταλγία της. Όμως αυτή κοίταζε ακίνητη την κατάγυμνη αυλή και το έρημο σπίτι. Μια ιταλιάνικη μπόμπα είχε σαρώσει την ντουτιά κι είχε ρημάξει το καλοκαμωμένο ξυλόδετο σπίτι, χωρίς να καταφέρει να το γκρεμίσει.

Το σπίτι της οικογένειας του Ιωάννου, το οποίο καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς που έκαναν οι Ιταλοί στη Θεσσαλονίκη με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, ήταν παράλληλα το σπίτι στο οποίο η ανώνυμη τουρκάλα είχε περάσει τα παιδικά της χρόνια. Το ίδιο σπίτι σε διαφορετικές περιόδους είχε αποτελέσει την πατρική εστία για δύο διαφορετικές οικογένειες, που έχουν αποκτήσει παρόμοια έντονους συναισθηματικούς δεσμούς με το χώρο αυτό όπου πέρασαν σημαντικά χρόνια της ζωής τους.
Στο διήγημα Η αποζημίωση ο Ιωάννου μας παρουσιάζει τον πόνο που αισθάνθηκε η οικογένειά του όταν λόγω του πολέμου αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη τους -με προορισμό αρχικά ένα χωριό στη Χαλκιδική και ύστερα την Αθήνα- και στη συνέχεια όταν πληροφορήθηκαν ότι αφενός οι Γερμανοί είχαν καταλάβει τη Θεσσαλονίκη κι αφετέρου ότι οι βομβαρδισμοί των Ιταλών είχαν καταστρέψει το σπίτι τους. Η οικογένεια του συγγραφέα αισθάνεται ξεριζωμένη, από τη στιγμή που μαθαίνει για την καταστροφή του σπιτιού τους, μιας και στο σπίτι αυτό είχαν μεγαλώσει τα παιδιά τους και αποτελούσε ουσιαστικά το κέντρο της ζωής τους.
Με παρόμοιο τρόπο, στο διήγημα Στου Κεμάλ το σπίτι, βλέπουμε ότι η τουρκάλα παραμένει «κατατσακισμένη» στο κατώφλι του κατεστραμμένου σπιτιού, μη μπορώντας προφανώς να συνειδητοποιήσει το μέγεθος της καταστροφής. Το σπίτι στο οποίο είχε μεγαλώσει, το σπίτι που περιφρουρούσε όλες τις πολύτιμες αναμνήσεις από τα παιδικά της χρόνια και που παράλληλα αποτελούσε τον πλέον ισχυρό δεσμό με την πατρική της πόλη -τη Θεσσαλονίκη- είχε πλέον διαλυθεί. Ο πόνος που αισθάνεται η τουρκάλα είναι φυσικά ίδιος με τον πόνο που αισθάνθηκε η οικογένεια του Ιωάννου, με τη διαφορά βέβαια ότι η τουρκάλα δεν έχει πια κάποιον άλλο δεσμό με τη Θεσσαλονίκη, το σπίτι αυτό ήταν ό,τι τη συνέδεε με την πόλη που είχε περάσει τα παιδικά της χρόνια, ενώ αντίθετα η οικογένεια του Ιωάννου μπορούσε να συνεχίσει να ζει στην πόλη αυτή δημιουργώντας νέους δεσμούς.

Γιώργος Ιωάννου «Η μόνη κληρονομιά» παράλληλο για το διήγημα «Στου Κεμάλ το σπίτι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Pablo Picasso

Γιώργος Ιωάννου «Η μόνη κληρονομιά» παράλληλο για το διήγημα «Στου Κεμάλ το σπίτι»


Απόσπασμα Α
«Τώρα που έχουν πεθάνει όλες οι γριές, γιαγιάδες και παραγιαγιάδες, τώρα βρήκαν να ξεφυτρώσουν μέσα μου ένα σωρό απορίες βαθιές για πρόσωπα και πράγματα παλιά και για πάντα σβησμένα. Όσο ζούσαν εκείνες, δεν ξέρω γιατί, σχεδόν τίποτα δεν ήθελα να ρωτήσω. Η αλήθεια είναι πως κι οι ίδιες δεν έδειχναν προθυμία να μου τα πουν. Τυχαία μόνο τις άκουγα να λένε μεταξύ τους για τους προγόνους και τα παλιά, σαν τις κυρίευε η νοσταλγία και το παράπονο για τη βασανισμένη ζωή, που τους ήταν γραμμένο να κάνουνε στα στερνά τους στην προσφυγιά. Αυτό σχεδόν με εξόργιζε. Θαρρούσα πως κατηγορούσαν πλάγια τις συνθήκες ζωής που είχαμε εξασφαλίσει. Άνοιγα τότε το στόμα μου κι εγώ κι αράδιαζα αστόχαστα διάφορα πράγματα πικρά και περιγελαστικά για τα πρωτόγονα, όπως νόμιζα, μέρη απ’ όπου είχαμε ξεριζωθεί άγρια. Εκείνες όμως διαμαρτύρονταν σφοδρά, φέρνοντας στο φως, απάνω στην αγανάκτησή τους, περιγραφές που έδειχναν μια ζωή πολύ ανώτερη, και προπαντός ευγενικότερη, απ’ αυτήν της ρωμέικιας κοινωνίας, όπου βουρλιζόμαστε ανελέητα, χωρίς ανάπαυλα, όλοι.»

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...