Γιώργος Ιωάννου «Η μόνη κληρονομιά» παράλληλο για το διήγημα «Στου Κεμάλ το σπίτι»
Απόσπασμα Α
«Τώρα που έχουν πεθάνει όλες οι γριές, γιαγιάδες και παραγιαγιάδες, τώρα βρήκαν να ξεφυτρώσουν μέσα μου ένα σωρό απορίες βαθιές για πρόσωπα και πράγματα παλιά και για πάντα σβησμένα. Όσο ζούσαν εκείνες, δεν ξέρω γιατί, σχεδόν τίποτα δεν ήθελα να ρωτήσω. Η αλήθεια είναι πως κι οι ίδιες δεν έδειχναν προθυμία να μου τα πουν. Τυχαία μόνο τις άκουγα να λένε μεταξύ τους για τους προγόνους και τα παλιά, σαν τις κυρίευε η νοσταλγία και το παράπονο για τη βασανισμένη ζωή, που τους ήταν γραμμένο να κάνουνε στα στερνά τους στην προσφυγιά. Αυτό σχεδόν με εξόργιζε. Θαρρούσα πως κατηγορούσαν πλάγια τις συνθήκες ζωής που είχαμε εξασφαλίσει. Άνοιγα τότε το στόμα μου κι εγώ κι αράδιαζα αστόχαστα διάφορα πράγματα πικρά και περιγελαστικά για τα πρωτόγονα, όπως νόμιζα, μέρη απ’ όπου είχαμε ξεριζωθεί άγρια. Εκείνες όμως διαμαρτύρονταν σφοδρά, φέρνοντας στο φως, απάνω στην αγανάκτησή τους, περιγραφές που έδειχναν μια ζωή πολύ ανώτερη, και προπαντός ευγενικότερη, απ’ αυτήν της ρωμέικιας κοινωνίας, όπου βουρλιζόμαστε ανελέητα, χωρίς ανάπαυλα, όλοι.»
Στο κείμενο αυτό βλέπουμε ότι ο Ιωάννου αν και δεν υπήρξε ποτέ ο ίδιος πρόσφυγας, προέρχεται όμως από οικογένεια προσφύγων, γι’ αυτό κι έχει αναπτύξει μια ιδιαίτερη ευαισθησία στο θέμα της προσφυγιάς. Παρόλο που όταν ήταν μικρότερος δεν μπορούσε να αισθανθεί πλήρως τον πόνο και τη νοσταλγία που αισθάνονταν οι γιαγιάδες του, στην πορεία έμαθε να εκτιμά και να αγαπά με ξεχωριστό σεβασμό την προγονική γη της Ανατολικής Θράκης. Το σεβασμό του, άλλωστε, για τον πόνο των προσφύγων τον βλέπουμε καθαρά στο διήγημα «Στου Κεμάλ το σπίτι», όπου όχι μόνο δείχνει να αισθάνεται τον πόνο γενικότερα των προσφύγων αλλά και να υιοθετεί μια στάση πλήρους κατανόησης ακόμη και απέναντι στην Τουρκάλα πρόσφυγα, που επιστρέφει ανά διαστήματα στη Θεσσαλονίκη, την πόλη που αισθάνεται ως πατρίδα της.
Η διαδικασία ωρίμανσης που χρειάστηκε να περάσει ο Ιωάννου για να αισθανθεί πλήρως την πίκρα της προσφυγιάς δείχνει με σαφή τρόπο πως ο συγγραφέας παρόλο που δεν έζησε ο ίδιος την τραυματική εμπειρία της προσφυγιάς, έμαθε εν τέλει να ζει ως πρόσφυγας, με τον καημό της χαμένης πατρίδας, όπως ακριβώς και οι δικοί του. Η αίσθησή του αυτή μάλιστα γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στο διήγημα «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς», όπου νιώθει ότι υπάρχει ένας ισχυρός δεσμός ανάμεσα σε αυτόν και στους υπόλοιπους πρόσφυγες της Θεσσαλονίκης.
Απόσπασμα Β
«Ο παππούς πήρε να καταρρέει. Απόφευγε, φαίνεται, και να τρώει, για να ’χουν κάτι παραπάνω τα παιδιά. Βγήκε κι εκείνη η πούντα της Σαμοθράκης κι έγινε γερός συνδυασμός. Έγειρε σε λίγο ο τσέλιγκας. Και πρέπει να τέλειωσε με τρόπο φριχτό, μα την περιγραφή αυτή ποτέ μου δεν την έχω ακούσει. Κι όμως λίγον καιρό πιο ύστερα τα πράγματα πήραν ν’ αλλάζουν. Οι Βούλγαροι έγιναν μαλακότεροι και τέλος, μια ωραία πρωία, χάθηκαν μαζί με τους συμμάχους τους από προσώπου γης. Είχε γίνει ανακωχή κι οι εχθροί μας διασκορπίστηκαν νικημένοι. Η χήρα ανάπτυξε τότε όλη της τη δραστηριότητα. Αποδείχτηκε πως κάτω από κείνο το φακιόλι κρυβόταν πολλή τόλμη και εξυπνάδα. Πήρε πρώτα τα κορίτσια της και τα πήγε στη Σαλονίκη. Αφού τα ταχτοποίησε κοντά σε πατριώτες, κίνησε με τα πόδια για την απελευθερωμένη πατρίδα. Φτάνοντας, βρήκε ευτυχώς, το σπίτι απείραχτο. Μια γειτόνισσα Τουρκάλα το προστάτευε. Δούλεψε εκεί για μήνες παλικαρίσια. Συμμάζεψε το σπιτικό, έκανε σοδειά, έβγαλε πουλιά και παπιά, ετοίμασε τραχανάδες, γιουφκάδες, ρετσέλια – χαμπάρι δεν είχε για τον κόσμο ούτε και την ένοιαζε. Πάει μια μέρα ένας ξάδερφός της και της λέει: «Γρήγορα, ξαδέρφη, έρχονται οι τσέτες». Δεν τον ρώτησε τίποτα. Φόρεσε τα ρούχα της τα καλά, έβαλε στις κότες νερό, έριξε μια ματιά στο στάρι και στο καλαμπόκι, που ανέβαινε ως το ταβάνι στα κάτω δωμάτια, και τράβηξε οριστικά την πόρτα. Ούτε ένα σπυρί δεν μπόρεσε να πάρει από κείνα τα αλησμόνητα πλούτη. Ήταν σπουδαία η σοδειά τη χρονιά της Καταστροφής. Έφερε το κλειδί του σπιτιού και το ’χουμε ακόμα κρεμασμένο στον τοίχο. Έζησε χρόνια και χρόνια, χωρίς να παραδεχτεί ποτέ της την εξαθλίωση.»
Η ιστορία της γιαγιάς του Ιωάννου παρουσιάζει ενδιαφέρουσες παραλληλίες με την ιστορία της Τουρκάλας, καθώς όπως η ηρωίδα του διηγήματος «Στου Κεμάλ το σπίτι» επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη για να δει το πατρικό της σπίτι, έτσι και η γιαγιά του συγγραφέα, μόλις πέθανε ο άντρας της και απέκτησε τον έλεγχο της ζωής της, ξεκίνησε για το ταξίδι της επιστροφής στην Ανατολική Θράκη. Η γιαγιά του Ιωάννου, βέβαια, υπήρξε σαφώς πιο τολμηρή μιας και πραγματοποίησε το ταξίδι της επιστροφής με τα πόδια, εκφράζοντας έτσι την απίστευτη ένταση της επιθυμίας που ένιωθε να επιστρέψει στο σπίτι της. Σημαντική είναι επίσης η αναφορά ότι μια Τουρκάλα γειτόνισσα πρόσεχε το σπίτι των παππούδων του συγγραφέα όσο καιρό εκείνοι έλειπαν, γεγονός που δείχνει την αρμονική συνύπαρξη των απλών ανθρώπων που δεν έδειχναν να ακολουθούν την εχθρότητα που προωθούσαν μεταξύ τους τα δύο γειτονικά κράτη.
Η γιαγιά του Ιωάννου είχε την τύχη να βρει το σπίτι της, όπως το άφησε χωρίς να έχει κατοικηθεί από Τούρκους, σε αντίθεση με την Τουρκάλα, η οποία βρίσκει στο δική της πατρικό σπίτι μια οικογένεια Ελλήνων. Έτσι, ενώ η γιαγιά του συγγραφέα επανέρχεται αμέσως στις παλιές της συνήθειες, τακτοποιεί το σπίτι, ξεκινά τις καλλιέργειες κι ετοιμάζει τα φαγητά για το χειμώνα, όπως έκανε πάντοτε, η Τουρκάλα αναγκάζεται να παραμένει στο κατώφλι του σπιτιού της, που λειτουργεί σαν όριο ανάμεσα στην επιθυμία της να μπει στο σπίτι της και στην επίγνωση πως το σπίτι αυτό ανήκει πια σε μια άλλη οικογένεια.
Κι οι δυο γυναίκες έχουν εξαναγκαστεί να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους, βιώνουν τον πόνο της προσφυγιάς και καταφεύγουν σε μια ύστατη προσπάθεια επιστροφής στην πατρίδα τους. Είναι, μάλιστα, τέτοια η ένταση της επιθυμίας τους να ζήσουν και πάλι στα πατρογονικά τους εδάφη, ώστε σταδιακά απογυμνώνονται στα μάτια του αναγνώστη από την ιδιαίτερη εθνικότητά τους και γίνονται απλώς άνθρωποι που πονούν και νοσταλγούν το σπίτι τους.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου