Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οδυσσέας Ελύτης «Ο Ύπνος των Γενναίων» (παραλλαγή). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Οδυσσέας Ελύτης «Ο Ύπνος των Γενναίων» (παραλλαγή). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Οδυσσέας Ελύτης «Ο Ύπνος των Γενναίων» (παραλλαγή)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Abby Christiansen

Οδυσσέας Ελύτης «Ο Ύπνος των Γενναίων» (παραλλαγή)

1          Μυρίζουν ακόμη λιβανιά, κι έχουν την όψη καμένη από
            το πέρασμα στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.

2          Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο

3          Μπρούμυτα, σ’ ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα
            του θα ‘φτανε να πικράνει τον αέρα του Άδη

4          (Το ‘να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν’ αρπαχτεί απ’ το
            μέλλον, τ’ άλλο απ’ την έρμη κεφαλή, στραμμέ-
            νη με το πλάι,

5          Σα να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοι-
            λιασμένου αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)

6          Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο
            κόκκινη, κάλυψε τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, α-
            βρή, σάλευε κιόλας μες στο διάστημα,

7          Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα

8          Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο να
            χαράζεται, μέσα στη μελανάδα τ’ ουρανού

9          Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη,

10        Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από
            το ζωντανό τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξει αγκάθι
            αποχρησμοδοτούσε το έρεβος...

11        Κι απαρχής Κοιλάδες, Όρη, Δέντρα, Ποταμοί,

12        Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη
            κι αναστραμμένη να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα, με
            θανατωμένο μέσα τους το Δήμιο,

13        Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου!

14        Δίχως μήνες και χρόνοι να λευκαίνουν το γένι τους, με
            το μάτι εγύριζαν τις εποχές, ν’ αποδώσουν στα πράγ-
            ματα το αληθινό τους όνομα,

15        Και στο κάθε βρέφος που άνοιγε τα χέρια, ούτε μια ηχώ,
            μονάχα το μένος της ανθρωπότητας που ολοένα δυνά-
            μωνε τους καταρράχτες...

16        Μια σταγόνα, καθαρού νερού, σθεναρή πάνω απ’ τα βά-
            ραθρα, την είπανε Αρετή και της έδωσαν ένα λιγνό
            αγορίστικο σώμα.

17        Όλη μέρα τώρα η μικρή Αρετή κατεβαίνει κι εργάζεται
            σκληρά στα μέρη όπου η γη από άγνοια σήπονταν, κι
            είχαν οι άνθρωποι ανεξήγητα μελανουργήσει,

18        Αλλά τις νύχτες καταφεύγει πάντα εκεί ψηλά στην αγκα-
            λιά του Όρους, καθώς μέσα στα μαλλιαρά στήθη του
            Αντρός.

19        Και η άχνα που ανεβαίνει απ’ τις κοιλάδες, έχουν να κά-
            νουν πως δεν είναι λέει καπνός, μα η νοσταλγία που
            ξεθυμαίνει από τις χαραμάδες του ύπνου των Γενναίων.

Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Έξι και Μία Τύψεις για τον Ουρανό και είναι γραμμένο σε δύο παραλλαγές. Το ποίημα αρχίζει με εικόνες των νεκρών του πολέμου. Αυτοί είναι οι γενναίοι. Βλέποντάς τους ο ποιητής τους μεταμορφώνει, τους παρακολουθεί στην αποθέωσή τους και υμνεί έτσι τη θυσία τους και την αρετή τους.

Ανάλυση ποιήματος:

Ο τίτλος του ποιήματος μας παραπέμπει σε διατυπώσεις της χριστιανικής θρησκείας, όπου ο θάνατος των αγίων προσώπων δίνεται ως ύπνος. Η κοίμηση της Θεοτόκου, για παράδειγμα, αποδίδει το γεγονός του θανάτου της Παναγίας, αφήνοντας όμως να εννοηθεί πως η αγία μητέρα θα επανέλθει, κατά τη Δευτέρα Παρουσία.
Με παρόμοιο τρόπο ο ποιητής επιλέγει να μιλήσει για τον ύπνο των γενναίων, αφήνοντας αφενός να εννοηθεί ο καθαγιασμός τους στη συνείδηση του ποιητή και των ανθρώπων εν γένει, κι αφετέρου το γεγονός ότι μέσα από τη θυσία τους οι αγωνιστές συνεχίζουν διαχρονικά να παραδειγματίζουν και να εμπνέουν τους ανθρώπους. Έτσι, ο ποιητής αποφεύγει τη λέξη θάνατος που θα δήλωνε μια ανέκκλητη κατάσταση και προτιμά τη λέξη ύπνος, που δημιουργεί την αίσθηση ότι οι γενναίοι αυτοί αγωνιστές απέχουν προσωρινά μόνο από το έργο τους.
1. Ο εισαγωγικός στίχος του ποιήματος τονίζει το πρόσφατο της απώλειας των γενναίων αυτών ανδρών, οι οποίοι μυρίζουν ακόμη λιβάνι από τη νεκρώσιμη λειτουργία. Παράλληλα, αναδεικνύει τη βιαιότητα του θανάτου τους, καθώς το πέρασμά τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη τους βρίσκει με την όψη καμένη από τον σκληρό αγώνα στο πεδίο της μάχης.
Ο θάνατος των γενναίων Ελλήνων συνοδεύεται από τη μετάβασή τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη. Ο ποιητής δε μιλά για τον Κάτω Κόσμο, όπως συνηθίζεται στην ελληνική παράδοση, αλλά δημιουργεί μια δική του περιγραφή για τον άλλο κόσμο, δίνοντάς του μια διευρυμένη διάσταση που περιλαμβάνει πολλές τοποθεσίες (Μέρη). Διατηρεί βέβαια την εικόνα του σκοταδιού (Σκοτεινά) που είναι συνήθης στις λογοτεχνικές παρουσιάσεις του Άδη, και συνάμα τονίζει πως αυτά τα μέρη είναι Μεγάλα, προσδιορίζοντας αφενός τις χωρικές τους διαστάσεις, υπό την έννοια πως ο Κάτω Κόσμος έχει δεχτεί στα χρόνια του πολέμου πληθώρα νεκρών, κι αφετέρου ενισχύει με έμμεσο τρόπο την αίσθηση του μεγαλείου που υπάρχει σ’ έναν θάνατο που ήλθε ως αποτέλεσμα της αυτοθυσίας και της αγάπης για την πατρίδα.
2. Εκεί ρίχνονται μεμιάς, βρίσκουν δηλαδή ακαριαίο θάνατο, όπως ταιριάζει στους αγωνιστές που εισέρχονται με γενναιότητα στη μάχη. Και τρομερός δράστης της θανάτωσής τους, το ίδιο το Ασάλευτο, ο άκαμπτος θάνατος που δε γνωρίζει χρονικούς περιορισμούς και που το έργο του οδηγεί στην απόλυτη ακινησία, στον τερματισμό κάθε ζωτικής ενέργειας.
Ενδιαφέρουσα είναι η αντίθεση που σχηματίζεται ανάμεσα στην κίνηση που υποδηλώνει το ρήμα «έριξε» και στην ακινησία που προδίδει το Ασάλευτο, μια αντίθεση (ή οξύμωρο), που παρουσιάζει εναργέστερα τη δύναμη και παράλληλα την επενέργεια του θανάτου. Μένοντας ασάλευτος, ρίχνει τους γενναίους πολεμιστές σε μια πλήρη και τελειωτική κατάσταση αδράνειας.
3. Οι γενναίοι κείτονται νεκροί πάνω στο ιερό και αγαπημένο χώμα της πατρίδας. Χώμα ποτισμένο με τόση αίσθηση λατρείας, ώστε και η πιο μικρή ανεμώνη του θα μπορούσε να μολύνει τον αέρα του Άδη, με την υπενθύμιση, όχι μόνο της ομορφιάς που έχει η ζωή, αλλά κυρίως της ευδαιμονίας που αντλείται από τη ζωή σ’ έναν τόπο αγαπημένο σε απόλυτο βαθμό.
4-5. Οι παρενθετικοί στίχοι του ποιήματος διαλέγονται με τον πίνακα Guernica του Picasso. Ο ζωγράφος χρησιμοποιεί εικόνες διαμελισμένων σωμάτων για να αποδώσει τον καταστροφικό βομβαρδισμό της ισπανικής πόλης Guernica το 1937 από Γερμανούς και Ιταλούς που υποστήριζαν τις δυνάμεις του δικτάτορα στρατηγού Franco, ο οποίος λαμβάνοντας πραξικοπηματικά την εξουσία το 1936 έμελλε να διοικεί το χώρα έως το 1975.
Ο νεκρός, πεσμένος κάτω, έχει απλωμένο το ένα χέρι του μπροστά, σα να προσπαθεί να αρπαχτεί από το μέλλον, σα να κάνει μια ύστατη κίνηση να κρατηθεί απ’ τη ζωή, και το άλλο κάτω απ’ το κεφάλι του που είναι γερμένο στο πλάι. Τα μάτια του είναι στραμμένα προς τα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου αλόγου, κι είναι σα να κοιτάει μέσα σ’ αυτά να καθρεφτίζονται τα ερείπια που καπνίζουν ακόμη απ’ τη φωτιά.
Οι εικόνες αυτές, που θυμίζουν εκείνες του πίνακα, παρουσιάζουν με σκληρό ρεαλισμό την πραγματικότητα του βίαιου θανάτου. Όσο ηρωικό κι αν υπήρξε το τέλος των γενναίων πολεμιστών, δεν υπάρχει τίποτε το όμορφο, τίποτε το αρμονικό στο σαρωτικό πέρασμα του θανάτου.
6. Εκεί, στο πεδίο της μάχης, τους απάλλαξε από τον πόνο και τη φρικτή πραγματικότητα του πολέμου, ο Καιρός. Με τη λέξη αυτή εννοείται η κατάλληλη στιγμή, η στιγμή ακριβώς που έπρεπε να έρθει ο θάνατος, ώστε οι γενναίοι αυτοί άνδρες να μη γνωρίσουν την ταπείνωση της λιποψυχίας, αντικρίζοντας το ολέθριο έργο του πολέμου. Στο σημείο αυτό είναι σαφής η διακειμενική αναφορά στον Επιτάφιο του Περικλή, όπου ο μεγάλος στρατηγός τιμώντας τους νεκρούς της πρώτης χρονιάς του Πελοποννησιακού Πολέμου αναφέρει: «Και στην πιο κρίσιμη στιγμή, όταν ακριβώς κρινόταν η τύχη τους, απαλλάχτηκαν όχι από το φόβο, αλλά από την ιδέα του φόβου» [Μετάφραση: Φώτης Πέτρου]
Ο ποιητής περιγράφοντας τη στιγμή του θανάτου των γενναίων ανδρών, παρουσιάζει την πραγμάτωση της μεταφοράς τους στον άλλο κόσμο με μία υπερφυσική εικόνα. Μια μεγάλη κόκκινη φτερούγα καλύπτει τον επίγειο κόσμο -το κόκκινο χρώμα μας παραπέμπει στο αίμα και στην πληθώρα των νεκρών του πολέμου-, την ώρα που μια άλλη απαλή φτερούγα κινείται ήδη μες στο διάστημα, προσφέροντας έτσι τη δυνατότητα στις ψυχές των γενναίων να απομακρυνθούν από το τοπίο του ολέθρου και να καταφύγουν στη γαλήνη και την ασφάλεια του άλλου κόσμου.
Η εικόνα που χρησιμοποιεί ο ποιητής για να παρουσιάσει τη μετάβαση των ψυχών στον άλλο κόσμο, δημιουργεί εύλογα θρησκευτικούς συνειρμούς. Οι μεγάλες φτερούγες, δηλαδή, μας δίνουν την εντύπωση ότι πρόκειται για την παρέμβαση αγγέλων που μεταφέρουν σ’ έναν παραδείσιο χώρο τις ψυχές εκείνες, που μέσα από την αυτοθυσία τους, έχουν ήδη καθαγιαστεί.  
7-8. Η μετάβαση των ψυχών γίνεται με απόλυτη γαλήνη, καθώς οι γενναίοι άνδρες, έχοντας προσφέρει την ίδια τους τη ζωή για τον αγώνα της πατρίδας τους, δεν έχουν αγωνίες ή τύψεις. Η προσφορά τους υπήρξε απόλυτη κι αυτό τους χαρίζει συναισθηματική και ηθική πληρότητα, που τους απαλλάσσει απ’ οποιοδήποτε συναίσθημα μεταμέλειας θα μπορούσε να ταράξει το πέρασμά τους στον άλλο κόσμο.
Παράλληλα, σε μεγάλο βάθος -προσδιορισμός κυρίως χρονικός, καθώς αναφέρεται στις θυσίες γενναίων ανδρών ανά τους αιώνες- το παλιό αίμα που είχε μείνει αμνημόνευτο, είχε δηλαδή εν μέρει λησμονηθεί, άρχιζε με κόπο να χαράζεται, να διαγράφεται στον μαυρισμένο ουρανό.
Η πρόσφατη αυτοθυσία των πολεμιστών αποτελεί το έναυσμα για να ανακινηθούν οι μνήμες όλων των μέχρι τώρα νεκρών και να λειτουργήσει το αίμα τους ως η πηγή ενός νέου ήλιου, ενός νέου κόσμου.
Η αυτοθυσία των γενναίων δεν είναι μάταιη, γιατί χάρη σε αυτούς θα δημιουργηθεί ένας νέος κόσμος, ειρηνικός και αθώος. Ο ποιητής αισθάνεται πως αυτός ο πόλεμος (ο 2ος Παγκόσμιος), θα αποτελέσει την αρχή του τέλους για τις πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ των λαών.
9-10. Το αίμα των νεκρών όλων των προηγούμενων πολέμων, δίνει ζωή σ’ ένα νέο ήλιο, που είναι όμως ακόμη νέος, ανολοκλήρωτος και αδύναμος. Τόσο αδύναμος, μάλιστα, που το φως του, η θερμότητα που εκπέμπει, δεν επαρκεί για να στεγνώσει την πάχνη (την πρωινή δροσιά) που έχει υγράνει τα αρνιά από το ζωντανό τριφύλλι που τρώνε. Η αναφορά στο ζωντανό τριφύλλι έρχεται να ενώσει τον επίγειο ζωντανό κόσμο με τον υπερκόσμιο, στον οποίο και δημιουργείται ο νέος αυτός ήλιος.
Εντούτοις, και παρά την προφανή αδυναμία του νέου ήλιου, προτού καν πετάξει αγκάθι, προτού δηλαδή φανούν οι πρώτες του ακτίνες, κατορθώνει να «αποχρησμοδοτήσει» να ξεδιαλύνει το σκοτάδι, που αποτελούσε το βασικό χαρακτηριστικό της βίαιης εποχής που φτάνει στο τέλος της.
11. Ο νέος ήλιος διαλύει το σκοτάδι και δημιουργεί απ’ την αρχή έναν νέο κόσμο. Μια εξαγνιστική κοσμογονία που φέρνει στο φως έναν κόσμο χωρίς τις πληγές του παρελθόντος. Έτσι. το φως -οι θυσίες- των γενναίων αποτελούν το θεμέλιο λίθο ενός κόσμου απαλλαγμένου από την εχθρότητα και το μίσος που είχαν μιάνει την ανθρωπότητα.
Ο στίχος αυτός. αλλά και το νόημα των επόμενων μας παραπέμπουν στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, όπου ο απόστολος (σύμφωνα με την ερμηνεία του Π. Ν. Τρεμπέλα) γράφει: «Και είδα ουρανόν νέον και γην νέαν», συμπληρώνοντας πως ο Θεός «θα εξαφανίσει κάθε δάκρυ από τα μάτια τους και ο θάνατος δε θα υπάρχει πλέον, ούτε πένθος, ούτε κραυγή σπαρακτική και λυπηρά, ούτε πόνος θα υπάρχει πλέον.»
12. Ο νέος κόσμος δικαιωμένος πλέον -η θυσία των νεκρών έχει πάρει την εκδίκησή της με την αναδημιουργία του κόσμου- κι έχοντας απαλλαχτεί από τα μίση του παρελθόντος, λάμπει με την καθαρότητα του πρώτου φανερώματος, ίδιος με τον προηγούμενο, αλλά συνάμα ανεστραμμένος, καθώς τα φονικά συναισθήματα του παλιού κόσμου έχουν τραπεί σε συναισθήματα αγάπης. Σ’ αυτόν τον κόσμο οι γενναίοι μπορούν να κινούνται έχοντας σκοτώσει μέσα τους το Δήμιο, έχοντας απαλλαχτεί μέσω της αυτοθυσίας τους από τον παλιό τους εαυτό που τους ωθούσε, έστω και δικαιολογημένα, να αφαιρούν τις ζωές των εχθρών τους. Με το θάνατό τους νικούν το θάνατο και απαλλάσσονται από κάθε αρνητική και φονική διάθεση. Όπως ο Χριστός με το θάνατό του νικά το θάνατο και ανασταίνεται, έτσι και οι γενναίοι αναγεννιόνται σ’ έναν κόσμο νέο, γεμάτο αθωότητα και αγάπη.
13. Οι γενναίοι κινούνται στη νέα πλάση σα να ανήκουν πλέον σε όλο τον κόσμο. Στάθηκε, δηλαδή, η θυσία και το παράδειγμά τους κοινή παρακαταθήκη για όλους τους ανθρώπους και τώρα πια, το απέραντο γαλάζιο, ολόκληρος δηλαδή ο νέος εξαγνισμένος κόσμος, είναι ο τόπος όπου μπορούν να επιτελούν το ειρηνικό τους έργο. Είναι οι χωρικοί, οι φιλήσυχοι κάτοικοι, του νέου αγνού κι ελπιδοφόρου κόσμου (απέραντου γαλάζιου).
14. Οι γενναίοι, χωρίς πλέον να τους αγγίζει ο χρόνος -οι μήνες και τα χρόνια δε λευκαίνουν το γένι τους- ανατρέχουν τις εποχές με την καθαρή ματιά που τους χάρισε ο εξαγνισμός τους, για να αποδώσουν σε κάθε έννοια το πραγματικό της νόημα, για να επαναφέρουν δηλαδή τις έννοιες και τις αξίες στην αρχική, αληθινή τους φύση. Θεραπεύουν τις διαστρεβλώσεις του περασμένων χρόνων, και δίνουν στους ανθρώπους την ευκαιρία να αντιληφθούν τα πράγματα, με την αγνότητα που είχαν στην πρώτη τους δημιουργία.
15. Καθετί αποκτά εκ νέου την αγνότητα που ήταν προορισμένο να έχει και οι νέοι άνθρωποι, τα βρέφη, δεν απηχούν, δεν έχουν δηλαδή ούτε την παραμικρή αίσθηση από την αδικία και το μίσος που μέχρι πρότινος κυριαρχούσε στον κόσμο. Εκφράζουν μόνο το μένος, την ψυχική δύναμη της αθωότητας, του βασικού στοιχείου του νέου κόσμου, που ολοένα και περισσότερο δυναμώνει τους καταρράχτες, δυναμώνει το ορμητικό νερό που έρχεται να παρασύρει καθετί φθαρμένο και μολυσμένο απ’ τα συναισθήματα του παρελθόντος. Η εικόνα αυτή με τους καταρράχτες αποδίδει ουσιαστικά τη διάθεση για ριζική απαλλαγή από τις αρνητικές εκφάνσεις του παλιού κόσμου.
Ενδιαφέρουσα είναι η χρήση Παρατατικού στα ρήματα των ενοτήτων που αναφέρονται στη δημιουργία του νέου κόσμου, καθώς μεταδίδουν την αίσθηση πως η πραγμάτωσή του έχει ήδη συντελεστεί κι έτσι τονίζουν την απόλυτη βεβαιότητα του ποιητή για την έλευσή του.
16-17. Μια από τις σταγόνες που αποτελούν τους φορείς της ανανέωσης του κόσμου, μια σταγόνα αγνότητας, που με δύναμη απείχε από τα βάραθρα (σύμβολα εδώ της κακίας του παρελθόντος) την ονόμασαν Αρετή και την έπλασαν σε προεφηβική ηλικία οπού το σώμα της δεν έχει λάβει ακόμη τα γυναικεία χαρακτηριστικά και μοιάζει αγορίστικο. Η επιλογή της ηλικίας αποδίδει το νεαρό της ηλικίας του νέου κόσμου και το ανολοκλήρωτο της νέας εξαγνισμένης ηθικής του κόσμου αυτού. Η Αρετή της νέας πλάσης είναι μικρή ακόμη, κι έχει αρκετό δρόμο να διανύσει προτού ολοκληρωθεί και κυριαρχήσει απόλυτα.
Η επιλογή του ονόματος δεν είναι βέβαια τυχαία, υπό την έννοια πως η λέξη αρετή συμπεριλαμβάνει τις θετικές εκφάνσεις όλων των ψυχικών δυνατοτήτων των ανθρώπων. Αρετή είναι η γενναιότητα, η καλοσύνη, η αγάπη, η δικαιοσύνη, και εν γένει κάθε πτυχή της ηθικής αρτιότητας ενός ανθρώπου, όπου εδώ λαμβάνει ευρύτερες διαστάσεις και καλύπτει όλη την ηθική τελειότητα του νέου κόσμου.
Η νεαρή Αρετή κάθε μέρα κατεβαίνει στις πολιτείες των ανθρώπων που επικρατεί η άγνοια του καλού κι εργάζεται σκληρά για να εξαλείψει όλα εκείνα τα αρνητικά συναισθήματα που οδηγούσαν τους ανθρώπους να «μελανουργούν». Το ρήμα αυτό, που αποτελεί δημιούργημα του ποιητή, αποδίδει τις «μαύρες», τις κακές δηλαδή πράξεις που είχαν φτάσει την κοινωνία και τους ανθρώπους σε κατάσταση ηθικής σήψης.
Η μικρή Αρετή επομένως εργάζεται για να απομακρύνει την κακία, το μίσος, το φθόνο και κάθε άλλο συναίσθημα που είχε οδηγήσει τους ανθρώπους σ’ ένα αποτρόπαιο σάπισμα της ψυχής τους. Ο ποιητής εντούτοις δεν καταλογίζει ευθύνες στους ανθρώπους, επιλέγει τη σωκρατική προσέγγιση στην αναζήτηση της αρετής, και τους αθωώνει με το αιτιολογικό της άγνοιας. Οι άνθρωποι ξέπεσαν στην παρακμή της κακίας, από ακούσια άγνοια του καλού και της θαυμαστής επενέργειάς του.
18. Η Αρετή εργάζεται σκληρά κατά τη διάρκεια της ημέρας, αλλά τις νύχτες επιστρέφει πάντοτε στην αγκαλιά του Όρους, στην αγκαλιά του γεννήτορά της, όπως η γυναίκα ξαπλώνει τις νύχτες στο γνώριμο και αγαπημένο δασύτριχο στήθος του άντρα της.
Η επιστροφή της Αρετής στον τόπο, όπου δημιουργήθηκε, μας παραπέμπει στην ανάγκη του ανθρώπου να επιστρέφει στο σπίτι του μετά από μια κοπιαστική μέρα δουλειάς. Φανερώνει, συνάμα, την πρόθεση της Αρετής -του κομιστή αγνότητας- να παραμείνει σ’ επαφή με την πρώτη της δημιουργία και να μην απολέσει την καθαρότητά της, μένοντας σε διαρκή επαφή με τις μολυσμένες από την κακία του παρελθόντος περιοχές.
19. Κι ενώ η δημιουργία του νέου κόσμου έχει πραγματοποιηθεί, με την Αρετή να επιτελεί ακούραστα το εξαγνιστικό της έργο, ο ποιητής επιστρέφει σ’ εκείνους που με την αυτοθυσία τους χάρισαν στον κόσμο την ευκαιρία της λυτρωτικής αναδημιουργίας. Επιστρέφει στους γενναίους και με διατυπώσεις: «έχουν να κάνουν πως δεν είναι λέει», που παραπέμπουν σε λαϊκή διήγηση και καθιστούν σαφές πως οι γενναίοι αυτοί άνδρες έχουν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι του ηρωικού πανθέου των ανθρώπων κι έχουν ενταχθεί στις λαϊκές παραδόσεις, μας υπενθυμίζει τη διαχρονική παρουσία τους. Όπως, λοιπόν, λέει ο λαός, η άχνα (ο καπνός) που ανεβαίνει απ’ τις κοιλάδες δεν είναι παρά η νοσταλγία των Γενναίων που ξεθυμαίνει -που εκτονώνεται- κατά τη διάρκεια του ιερού ύπνου τους.
Με την ίδια διαδικασία που οι άνθρωποι παλιότερα έβλεπαν στη βροχή και στους κεραυνούς την οργή ή τη λύπη των θεών, έτσι και οι συγκαιρινοί άνθρωποι στην πρωινή ομίχλη που καλύπτει τις κοιλάδες αναγνωρίζουν το ξεθύμασμα, την εκδήλωση δηλαδή, της ισχυρής νοσταλγίας των Γενναίων. Οι Γενναίοι -με κεφαλαίο για να τονιστεί η ιδιαίτερη αξία τους- παρά το γεγονός ότι κοιμούνται, έχοντας δώσει τη μεγαλύτερη δυνατή προσφορά στην πατρίδα τους, συνεχίζουν να νοσταλγούν την ομορφιά και την ευδαιμονία της ζωής.
Μήνυμα ξεκάθαρο προς εκείνους τους ανθρώπους, που παίρνουν ως δεδομένο το πολύτιμο δώρο της ζωής και της ελευθερίας. Τίποτε δε θα ήταν, όπως είναι, αν οι γενναίοι αγωνιστές δεν είχαν θυσιαστεί για να δημιουργηθεί ένας νέος κόσμο για τις επερχόμενες γενιές.

Οδυσσέας Ελύτης «Το Άξιον εστί» (Β΄ Λυκείου)

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...