Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κική Δημουλά «Το σπάνιο δώρο». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κική Δημουλά «Το σπάνιο δώρο». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κική Δημουλά «Το σπάνιο δώρο»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Sebastien Del Grosso

 
Κική Δημουλά «Το σπάνιο δώρο»
 
Καινούργιες θεωρίες.
Τα μωρά δεν πρέπει να τ’ αφήνετε να κλαίνε.
Αμέσως να τα παίρνετε αγκαλιά. Αλλιώς
υπόκειται σε πρόωρη ανάπτυξη
το αίσθημα εγκατάλειψης ενηλικιώνεται
αφύσικα το παιδικό τους τραύμα
βγάζει δόντια μαλλιά νύχια γαμψά μαχαίρια.
 
Για τους μεγάλους, ούτως ειπείν τους γέροντες
–ό,τι δεν είναι άνοιξη είναι γερόντιο πια–
ισχύουν πάντα οι παμπάλαιες απόψεις.
Ποτέ αγκαλιά. Αφήστε τους να σκάσουνε στο κλάμα
μέχρι να τους κοπεί η ανάσα
δυναμώνουν έτσι τα αποσιωπητικά τους.
Ας κλαίνε οι μεγάλοι. Δεν έχει αγκαλιά.
Γεμίστε μοναχά το μπιμπερό τους
με άγλυκην υπόσχεση –δεν κάνει να παχαίνουν
οι στερήσεις– πως θά ‘ρθει μία και καλή
να τους επικοιμήσει λιπόσαρκα
η αγκαλιά της μάνας τους.
Βάλτε κοντά τους το μηχάνημα εκείνο
που καταγράφει τους θορύβους του μωρού
ώστε ν’ ακούτε από μακριά
αν είναι ρυθμικά μοναχική η αναπνοή τους.
Ποτέ μη γελαστείτε να τους πάρετε αγκαλιά.
Τυλίγονται άγρια
γύρω απ’ τον σπάνιο λαιμό αυτού του δώρου,
θα σας πνίξουν.
 
Τίποτα. Όταν σας ζητάνε αγκαλιά
μολών λαβέ μωρό μου, μολών λαβέ να απαντάτε.
 
Κική Δημουλά, Η εφηβεία της λήθης
 
Η εδραιωμένη σκληρότητα απέναντι στους ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας κινεί την ποιήτρια να παρουσιάσει τη δική της θέση σχετικά με την αναγκαιότητα να αποδεχτούν οι μεγαλύτεροι άνθρωποι το αμετάκλητο της μοναξιάς τους. Με τρόπο που μοιάζει ειρωνικός η Δημουλά συντάσσεται με το κυρίαρχο κλίμα και προτρέπει εμφατικά τους αναγνώστες της να μην ξεγελιούνται από τα δάκρυα και τις εκκλήσεις των μεγαλύτερων για συντροφιά και αγάπη. Αν και θα περίμενε κανείς να υιοθετήσει η ποιήτρια μια στάση συμπόνοιας απέναντι στους μοναχικούς ενήλικες, εκείνη εκφράζει την άποψη πως οι «μεγάλοι» οφείλουν να μάθουν να διαχειρίζονται τη μοναξιά τους είτε το θέλουν είτε όχι.
 
«Καινούργιες θεωρίες.
Τα μωρά δεν πρέπει να τ’ αφήνετε να κλαίνε.
Αμέσως να τα παίρνετε αγκαλιά. Αλλιώς
υπόκειται σε πρόωρη ανάπτυξη
το αίσθημα εγκατάλειψης ενηλικιώνεται
αφύσικα το παιδικό τους τραύμα
βγάζει δόντια μαλλιά νύχια γαμψά μαχαίρια.»
 
Η ποιήτρια αξιοποιεί τις νεότερες επιστημονικές απόψεις που έχουν διατυπωθεί σε σχέση με την οφειλόμενη αντίδραση των γονιών απέναντι στο κλάμα του μωρού, οι οποίες προτείνουν την άμεση ανταπόκρισή τους στην έκκληση του μωρού για παρηγοριά και βοήθεια («Αμέσως να τα παίρνετε αγκαλιά»). Σε αντίθεση με τις παλαιότερες θεωρίες, οι οποίες καλούσαν τους γονείς να αντισταθούν στην ενστικτώδη θέλησή τους να παρηγορήσουν το μωρό τους, ώστε εκείνο να αποκτήσει τη δυνατότητα να καθησυχάζεται μόνο του, οι νεότερες απόψεις επισημαίνουν την ύπαρξη αρνητικών συνεπειών μιας τέτοιας τακτικής. Τις συνέπειες αυτές αποδίδει η ποιήτρια με τη χρήση προσωποποιήσεων, τονίζοντας πως αφενός «υπόκειται σε πρόωρη ανάπτυξη / το αίσθημα εγκατάλειψης» και αφετέρου «ενηλικιώνεται / αφύσικα το παιδικό τους τραύμα». Σύμφωνα, άλλωστε, με τις σχετικές επιστημονικές απόψεις, η μη ανταπόκριση των γονέων στο κλάμα του μωρού προκαλεί ρήξη στο αίσθημα εμπιστοσύνης που έχει σε αυτούς, δημιουργώντας την αρνητική αίσθηση πως εκείνοι δεν είναι πρόθυμοι να του συμπαρασταθούν. Αποτέλεσμα αυτού του αισθήματος είναι η εντονότερη αντίδραση του μωρού και κατ’ επέκταση η υπονόμευση της σχέσης του με τους γονείς του.
Με την αξιοποίηση, μάλιστα, ασύνδετου σχήματος και μεταφορικού λόγου η ποιήτρια αποδίδει εμφατικά τον αντίκτυπο που έχει στη συναισθηματική κατάσταση του μωρού η φαινομενική αδιαφορία των γονιών του. Το παιδικό του τραύμα «βγάζει δόντια μαλλιά νύχια γαμψά μαχαίρια», γιγαντώνεται, δηλαδή, κι αποκτά μια επιζήμια δυναμική, συμβάλλοντας στην πρόωρη και αναίτια διάρρηξη του ψυχικού δεσμού που το ενώνει με τους γονείς του.
 
«Για τους μεγάλους, ούτως ειπείν τους γέροντες
–ό,τι δεν είναι άνοιξη είναι γερόντιο πια–
ισχύουν πάντα οι παμπάλαιες απόψεις.»
 
Η αναφορά στο πώς οφείλουν, σύμφωνα με τις νέες θεωρίες, να αντιμετωπίζουν οι γονείς τα μωρά λειτουργεί περισσότερο ως το αναγκαίο έναυσμα για να ασχοληθεί η ποιήτρια με το θέμα που κυρίως την απασχολεί, τη στάση που πρέπει να τηρείται απέναντι στους ενήλικες γενικότερα και τους ηλικιωμένους ειδικότερα. Για τους μεγάλους ή για τους «γέροντες», όπως θα τους αποκαλούσε κάποιος, ισχύουν οι παμπάλαιες και δοκιμασμένες απόψεις που επιτάσσουν τη μη ανταπόκριση στο δικό τους κλάμα. Η ποιήτρια σκοπίμως δεν περιορίζει τις απόψεις της στους ηλικιωμένους, καθώς επιθυμεί να εκληφθούν αυτές ως μια ευρύτερη θέαση για τον οφειλόμενο τρόπο αντιμετώπισης των ενηλίκων. Έτσι, με το σχόλιο που εντάσσει στις παύλες διευκρινίζει πως ό,τι δεν είναι «άνοιξη», μια μεταφορική απόδοση για τη νεότητα, είναι «γερόντιο» πια. Εντάσσει, έτσι, στους «γέροντες» γενικά τους ενήλικες που έχουν ζήσει ήδη τα χρόνια της νεότητάς τους και διευρύνει κατ’ αυτό τον τρόπο το ηλικιακό εύρος των ενηλίκων για τους οποίους θα αναφερθεί στη συνέχεια.
 
«Ποτέ αγκαλιά. Αφήστε τους να σκάσουνε στο κλάμα
μέχρι να τους κοπεί η ανάσα
δυναμώνουν έτσι τα αποσιωπητικά τους.
Ας κλαίνε οι μεγάλοι. Δεν έχει αγκαλιά.»
 
Με εμφατικό και επιτακτικό τρόπο η ποιήτρια τονίζει πως στους ενήλικες δεν πρέπει να προσφέρεται η παρηγοριά μιας αγκαλιάς («Ποτέ αγκαλιά», «Δεν έχει αγκαλιά»). Μια προτροπή που εν μέρει αποδίδει την ήδη υπάρχουσα κατάσταση της αδιαφορίας απέναντι κυρίως στους ηλικιωμένους και εν μέρει φανερώνει την ανάγκη εξοικείωσης των ενηλίκων με τον ανάλγητο χαρακτήρα της σύγχρονης κοινωνίας. Οι μεγάλοι οφείλουν, άρα, αφενός να αποδεχτούν πως πλέον δεν θα βρίσκουν εύκολα την παραμυθία που επιζητούν και αφετέρου οφείλουν να συνηθίσουν πως στο εξής θα πρέπει να διαχειρίζονται μόνοι τους τις δυσκολίες της ζωής.
Η προτροπή της ποιήτριας είναι να αφήνουν τους ενήλικες μέχρι «να σκάσουνε στο κλάμα», «μέχρι να τους κοπεί η ανάσα». Με τις δύο αυτές μεταφορικές εκφράσεις προσδίδει έμφαση στο αναγκαίο της μη ανταπόκρισης στο κλάμα τους, καθώς είναι απολύτως σημαντικό για τους ενήλικες να μάθουν να επιβιώνουν χωρίς τη συνδρομή των άλλων. Παραλλήλως, μάλιστα, όπως δηλώνει η ποιήτρια με τη χρήση προσωποποίησης «δυναμώνουν έτσι τα αποσιωπητικά τους». Προκύπτει, δηλαδή, ένα πρόσθετο όφελος, εφόσον οι ενήλικες αποκτούν σταδιακά τη δυνατότητα να αποσιωπούν τον ψυχικό τους πόνο και να κρατούν για τον εαυτό τους όλα όσα τους πληγώνουν, χωρίς να χρειάζεται να επιβαρύνουν άλλους με τα εκάστοτε προσωπικά τους επώδυνα συναισθήματα.
 
«Γεμίστε μοναχά το μπιμπερό τους
με άγλυκην υπόσχεση –δεν κάνει να παχαίνουν
οι στερήσεις– πως θά ‘ρθει μία και καλή
να τους επικοιμήσει λιπόσαρκα
η αγκαλιά της μάνας τους.»
 
Η ποιήτρια καταφεύγει σε μια άκρως κυνική τοποθέτηση σχετικά με την αρμόζουσα παραμυθία για τους ενήλικες. Η μόνη υπόσχεση που χρειάζεται να τους δοθεί είναι «άγλυκη»∙ δεν περιέχει καμία ωραιοποίηση των πραγμάτων και δεν δημιουργεί καμία ψευδή προσδοκία. Θα βρουν την παρηγοριά που επιζητούν «μία και καλή», οριστικά, όταν θα έρθει να τους «αποκοιμίσει» χωρίς πολύ τρυφερότητα πια (λιπόσαρκα) η αγκαλιά της μητέρας τους. Θα λάβουν τη ζητούμενη παρηγοριά, δηλαδή, όταν φύγουν από τη ζωή, καθώς αυτή είναι η μόνη βέβαιη κατάληξη και η οριστική επίλυση των προβλημάτων της ανθρώπινης ζωής.
Παρά τον κυνισμό που διακρίνει τη συμβουλή της, η ποιήτρια αιτιολογεί τη θέση της με μια μεταφορική προσωποποίηση «δεν κάνει να παχαίνουν / οι στερήσεις». Κάθε άλλη υπόσχεση που θα μπορούσε να δοθεί στους ενήλικες, αν δεν ήταν απολύτως ειλικρινής, θα τους γεννούσε μάταιες ελπίδες και θα ενίσχυε τον ψυχικό τους πόνο και τη συναισθηματική τους στέρηση. Απαιτείται, άρα, στάση ειλικρίνειας απέναντί τους, ώστε να μην τούς δημιουργείται η εντύπωση πως θα βρουν την παρηγοριά, τη φροντίδα και την τρυφερότητα που τόσο επιθυμούν.
Αξίζει να προσεχθεί πως η σκληρή αυτή συμβουλή της ποιήτριας απηχεί μία ανάλογα κυνική τοποθέτηση από τον Επιτάφιο του Περικλή, όπου ο σημαντικός αυτός στρατηγός στην προσπάθειά του να παρηγορήσει τους γονείς που έχασαν τα παιδιά τους στις πρώτες μάχες του Πελοποννησιακού Πολέμου, αναφερόμενος στους ηλικιωμένους γονείς τούς απευθύνει τα εξής λόγια: «σοι πάλι εσαστε προχωρημένοι στ χρόνια, τ μεγαλύτερο μέρος τς ζως πο τ περάσατε ετυχισμένα ν τ θεωρετε κέρδος, κι ατ πο πομένει θ εναι σύντομο». Τούς υπενθυμίζει πως δεν έχουν πολλά χρόνια ζωής μπροστά τους, οπότε ο πόνος τους δεν θα διαρκέσει πολύ.
 
«Βάλτε κοντά τους το μηχάνημα εκείνο
που καταγράφει τους θορύβους του μωρού
ώστε ν’ ακούτε από μακριά
αν είναι ρυθμικά μοναχική η αναπνοή τους.»
 
Μόνη αρμόζουσα μέριμνα για τους ενήλικες που δυσκολεύονται να αποδεχτούν την απουσία τρυφερότητας και αγάπης στη ζωή τους είναι η εξ αποστάσεως προληπτική παρακολούθηση της καθημερινότητάς τους. Όπως οι γονείς παρακολουθούν μέσω ενός μηχανήματος τους ήχους του μωρού, για να παρέμβουν αν υπάρχει κάποιο πρόβλημα, έτσι και για τους ενήλικες ό,τι απαιτείται είναι μόνο η παρακολούθηση της αναπνοής τους, για να διαπιστώνεται το κατά πόσο παραμένει «ρυθμικά μοναχική» -σε σταθερή, δηλαδή, κατάσταση- και δεν προκύπτει κάποιο επείγον πρόβλημα.
Ένας εξ αποστάσεως έλεγχος αρκεί για τους ενήλικες, καθώς το ζήτημα της μοναξιάς είναι, υπό κανονικές συνθήκες, διαχειρίσιμο και δεν χρειάζονται κάποια περαιτέρω στήριξη ή βοήθεια. Μπορούν και πρέπει να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους.
 
«Ποτέ μη γελαστείτε να τους πάρετε αγκαλιά.
Τυλίγονται άγρια
γύρω απ’ τον σπάνιο λαιμό αυτού του δώρου,
θα σας πνίξουν.»
 
Οι έντονες προτροπές της ποιήτριας, που προηγήθηκαν, αποσκοπούν στο να προστατέψουν τους αποδέκτες των λόγων της από το να κάνουν το μεγάλο λάθος και να ενδώσουν στις εκκλήσεις των ενηλίκων για μια αγκαλιά. Αν «γελαστούν» και τους προσφέρουν μια παρηγορητικοί αγκαλιά, εκείνοι αρπάζουν την ευκαιρία και τυλίγονται με «άγριο» τρόπο γύρω από το λαιμό όποιου τους αγκαλιάζει. Με τη χρήση, μάλιστα, σχήματος υπαλλαγής «σπάνιο λαιμό», αντί για «σπάνιου δώρου», η ποιήτρια προσδίδει έμφαση στο γεγονός πως η σπανιότητα της ανθρώπινης επαφής και τρυφερότητας χαρακτηρίζει κυρίως τη ζωή των μοναχικών ενηλίκων. Ως εκ τούτου, τείνουν να αγκιστρώνονται πάνω σε αυτούς που τούς προσφέρουν έστω κι ένα ψήγμα προσοχής, με εμφανές το ενδεχόμενο «να τους πνίξουν», να τούς γίνουν, δηλαδή, εξαιρετικά φορτικοί.
 
«Τίποτα. Όταν σας ζητάνε αγκαλιά
μολών λαβέ μωρό μου, μολών λαβέ να απαντάτε.»
 
Η ποιήτρια στους καταληκτικούς στίχους επαναλαμβάνει επιτακτικά την προτροπή της να μην γίνεται καμία παραχώρηση απέναντι στους ενήλικες που ζητούν τρυφερότητα και προσοχή. Σε κάθε σχετική τους έκκληση, οι άλλοι οφείλουν να απαντούν με σταθερότητα και χωρίς ενδοιασμούς «μολών λαβέ». Μια φράση που θα φανερώνει την ανυποχώρητη αποφασιστικότητα να μην ενδώσουν στα παρακάλια και στα κλάματα των ενηλίκων/γερόντων, καθώς μόνο έτσι θα αντιληφθούν το μόνιμο της κατάστασής τους και την πλήρη πια απουσία της τρυφερότητας που τόσο επιθυμούν.
 
Ερμηνευτικό σχόλιο
Κύριο, κατά τη γνώμη μου, θέμα του ποιήματος συνιστά η πεποίθηση πως οι ηλικιωμένοι οφείλουν να αποδέχονται την απουσία της τρυφερότητας στη ζωή τους και, κατ’ επέκταση, να εξοικειώνονται με τη μοναξιά που συχνά χαρακτηρίζει την ηλικία τους. Το θέμα αυτό αναδεικνύεται από το ποιητικό υποκείμενο με τη χρήση αλλεπάλληλων αρνητικών φράσεων («Ποτέ αγκαλιά.», «Δεν έχει αγκαλιά.», «Τίποτα»), μέσω των οποίων τονίζεται η αυστηρή στάση που πρέπει να τηρούν οι άλλοι απέναντί τους. Το κλάμα των ενηλίκων δεν πρέπει να οδηγεί σε παραχωρήσεις τρυφερότητας («Ας κλαίνε οι μεγάλοι»), εφόσον ζητούμενο είναι να αποδεχτούν την κατάστασή τους. Με το να μην ενδίδουν οι άλλοι στις εκκλήσεις τους, άλλωστε, ενισχύεται η δυνατότητά τους να διαχειρίζονται τον ψυχικό τους πόνο, όπως αυτό δηλώνεται με τη χρήση προσωποποίησης «δυναμώνουν έτσι τα αποσιωπητικά τους». Με την αξιοποίηση, μάλιστα, μεταφορικού λόγου η ποιητική φωνή επισημαίνει πως η μόνη παραμυθία που προσιδιάζει στους μεγαλύτερους είναι η υπόσχεση πως θα απαλλαχτούν οριστικά από τον πόνο, όταν τελειώσει η ζωή τους («να τους επικοιμήσει λιπόσαρκα / η αγκαλιά της μάνας τους»). Η ποιητική φωνή προειδοποιεί, συνάμα, όποιον ξεγελαστεί και τους προσφέρει τρυφερότητα, για τις συνέπειες («θα σας πνίξουν»), καθώς, όπως δηλώνεται με σχήμα υπαλλαγής, τείνουν να τυλίγονται άγρια «γύρω απ’ τον σπάνιο λαιμό αυτού του δώρου».
Η μοναξιά των μεγαλύτερων σε ηλικία ανθρώπων είναι ένα επώδυνο θέμα, το οποίο ιδανικά θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται με ευαισθησία και με συνειδητή συλλογική προσπάθεια, προκειμένου να αποτρέπεται. Συχνά, ωστόσο, η πραγματικότητα φανερώνει πως πράγματι οι ηλικιωμένοι καλούνται να πορευτούν μόνοι τους, χωρίς ενδείξεις ενδιαφέροντος από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός τους.  
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...