Sebastien
Del Grosso
Κική Δημουλά «Το σπάνιο δώρο»
Τα μωρά δεν πρέπει να τ’ αφήνετε να κλαίνε.
Αμέσως να τα παίρνετε αγκαλιά. Αλλιώς
υπόκειται σε πρόωρη ανάπτυξη
το αίσθημα εγκατάλειψης ενηλικιώνεται
αφύσικα το παιδικό τους τραύμα
βγάζει δόντια μαλλιά νύχια γαμψά μαχαίρια.
–ό,τι δεν είναι άνοιξη είναι γερόντιο πια–
ισχύουν πάντα οι παμπάλαιες απόψεις.
Ποτέ αγκαλιά. Αφήστε τους να σκάσουνε στο κλάμα
μέχρι να τους κοπεί η ανάσα
δυναμώνουν έτσι τα αποσιωπητικά τους.
Ας κλαίνε οι μεγάλοι. Δεν έχει αγκαλιά.
Γεμίστε μοναχά το μπιμπερό τους
με άγλυκην υπόσχεση –δεν κάνει να παχαίνουν
οι στερήσεις– πως θά ‘ρθει μία και καλή
να τους επικοιμήσει λιπόσαρκα
η αγκαλιά της μάνας τους.
Βάλτε κοντά τους το μηχάνημα εκείνο
που καταγράφει τους θορύβους του μωρού
ώστε ν’ ακούτε από μακριά
αν είναι ρυθμικά μοναχική η αναπνοή τους.
Ποτέ μη γελαστείτε να τους πάρετε αγκαλιά.
Τυλίγονται άγρια
γύρω απ’ τον σπάνιο λαιμό αυτού του δώρου,
θα σας πνίξουν.
μολών λαβέ μωρό μου, μολών λαβέ να απαντάτε.
Τα μωρά δεν πρέπει να τ’ αφήνετε να κλαίνε.
Αμέσως να τα παίρνετε αγκαλιά. Αλλιώς
υπόκειται σε πρόωρη ανάπτυξη
το αίσθημα εγκατάλειψης ενηλικιώνεται
αφύσικα το παιδικό τους τραύμα
βγάζει δόντια μαλλιά νύχια γαμψά μαχαίρια.»
Με την αξιοποίηση, μάλιστα, ασύνδετου σχήματος και μεταφορικού λόγου η ποιήτρια αποδίδει εμφατικά τον αντίκτυπο που έχει στη συναισθηματική κατάσταση του μωρού η φαινομενική αδιαφορία των γονιών του. Το παιδικό του τραύμα «βγάζει δόντια μαλλιά νύχια γαμψά μαχαίρια», γιγαντώνεται, δηλαδή, κι αποκτά μια επιζήμια δυναμική, συμβάλλοντας στην πρόωρη και αναίτια διάρρηξη του ψυχικού δεσμού που το ενώνει με τους γονείς του.
–ό,τι δεν είναι άνοιξη είναι γερόντιο πια–
ισχύουν πάντα οι παμπάλαιες απόψεις.»
μέχρι να τους κοπεί η ανάσα
δυναμώνουν έτσι τα αποσιωπητικά τους.
Ας κλαίνε οι μεγάλοι. Δεν έχει αγκαλιά.»
Η προτροπή της ποιήτριας είναι να αφήνουν τους ενήλικες μέχρι «να σκάσουνε στο κλάμα», «μέχρι να τους κοπεί η ανάσα». Με τις δύο αυτές μεταφορικές εκφράσεις προσδίδει έμφαση στο αναγκαίο της μη ανταπόκρισης στο κλάμα τους, καθώς είναι απολύτως σημαντικό για τους ενήλικες να μάθουν να επιβιώνουν χωρίς τη συνδρομή των άλλων. Παραλλήλως, μάλιστα, όπως δηλώνει η ποιήτρια με τη χρήση προσωποποίησης «δυναμώνουν έτσι τα αποσιωπητικά τους». Προκύπτει, δηλαδή, ένα πρόσθετο όφελος, εφόσον οι ενήλικες αποκτούν σταδιακά τη δυνατότητα να αποσιωπούν τον ψυχικό τους πόνο και να κρατούν για τον εαυτό τους όλα όσα τους πληγώνουν, χωρίς να χρειάζεται να επιβαρύνουν άλλους με τα εκάστοτε προσωπικά τους επώδυνα συναισθήματα.
με άγλυκην υπόσχεση –δεν κάνει να παχαίνουν
οι στερήσεις– πως θά ‘ρθει μία και καλή
να τους επικοιμήσει λιπόσαρκα
η αγκαλιά της μάνας τους.»
Παρά τον κυνισμό που διακρίνει τη συμβουλή της, η ποιήτρια αιτιολογεί τη θέση της με μια μεταφορική προσωποποίηση «δεν κάνει να παχαίνουν / οι στερήσεις». Κάθε άλλη υπόσχεση που θα μπορούσε να δοθεί στους ενήλικες, αν δεν ήταν απολύτως ειλικρινής, θα τους γεννούσε μάταιες ελπίδες και θα ενίσχυε τον ψυχικό τους πόνο και τη συναισθηματική τους στέρηση. Απαιτείται, άρα, στάση ειλικρίνειας απέναντί τους, ώστε να μην τούς δημιουργείται η εντύπωση πως θα βρουν την παρηγοριά, τη φροντίδα και την τρυφερότητα που τόσο επιθυμούν.
Αξίζει να προσεχθεί πως η σκληρή αυτή συμβουλή της ποιήτριας απηχεί μία ανάλογα κυνική τοποθέτηση από τον Επιτάφιο του Περικλή, όπου ο σημαντικός αυτός στρατηγός στην προσπάθειά του να παρηγορήσει τους γονείς που έχασαν τα παιδιά τους στις πρώτες μάχες του Πελοποννησιακού Πολέμου, αναφερόμενος στους ηλικιωμένους γονείς τούς απευθύνει τα εξής λόγια: «ὅσοι πάλι εἴσαστε προχωρημένοι στὰ χρόνια, τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς ζωῆς ποὺ τὸ περάσατε εὐτυχισμένα νὰ τὸ θεωρεῖτε κέρδος, κι αὐτὸ ποὺ ἀπομένει θὰ εἶναι σύντομο». Τούς υπενθυμίζει πως δεν έχουν πολλά χρόνια ζωής μπροστά τους, οπότε ο πόνος τους δεν θα διαρκέσει πολύ.
που καταγράφει τους θορύβους του μωρού
ώστε ν’ ακούτε από μακριά
αν είναι ρυθμικά μοναχική η αναπνοή τους.»
Ένας εξ αποστάσεως έλεγχος αρκεί για τους ενήλικες, καθώς το ζήτημα της μοναξιάς είναι, υπό κανονικές συνθήκες, διαχειρίσιμο και δεν χρειάζονται κάποια περαιτέρω στήριξη ή βοήθεια. Μπορούν και πρέπει να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους.
Τυλίγονται άγρια
γύρω απ’ τον σπάνιο λαιμό αυτού του δώρου,
θα σας πνίξουν.»
μολών λαβέ μωρό μου, μολών λαβέ να απαντάτε.»
Κύριο, κατά τη γνώμη μου, θέμα του ποιήματος συνιστά η πεποίθηση πως οι ηλικιωμένοι οφείλουν να αποδέχονται την απουσία της τρυφερότητας στη ζωή τους και, κατ’ επέκταση, να εξοικειώνονται με τη μοναξιά που συχνά χαρακτηρίζει την ηλικία τους. Το θέμα αυτό αναδεικνύεται από το ποιητικό υποκείμενο με τη χρήση αλλεπάλληλων αρνητικών φράσεων («Ποτέ αγκαλιά.», «Δεν έχει αγκαλιά.», «Τίποτα»), μέσω των οποίων τονίζεται η αυστηρή στάση που πρέπει να τηρούν οι άλλοι απέναντί τους. Το κλάμα των ενηλίκων δεν πρέπει να οδηγεί σε παραχωρήσεις τρυφερότητας («Ας κλαίνε οι μεγάλοι»), εφόσον ζητούμενο είναι να αποδεχτούν την κατάστασή τους. Με το να μην ενδίδουν οι άλλοι στις εκκλήσεις τους, άλλωστε, ενισχύεται η δυνατότητά τους να διαχειρίζονται τον ψυχικό τους πόνο, όπως αυτό δηλώνεται με τη χρήση προσωποποίησης «δυναμώνουν έτσι τα αποσιωπητικά τους». Με την αξιοποίηση, μάλιστα, μεταφορικού λόγου η ποιητική φωνή επισημαίνει πως η μόνη παραμυθία που προσιδιάζει στους μεγαλύτερους είναι η υπόσχεση πως θα απαλλαχτούν οριστικά από τον πόνο, όταν τελειώσει η ζωή τους («να τους επικοιμήσει λιπόσαρκα / η αγκαλιά της μάνας τους»). Η ποιητική φωνή προειδοποιεί, συνάμα, όποιον ξεγελαστεί και τους προσφέρει τρυφερότητα, για τις συνέπειες («θα σας πνίξουν»), καθώς, όπως δηλώνεται με σχήμα υπαλλαγής, τείνουν να τυλίγονται άγρια «γύρω απ’ τον σπάνιο λαιμό αυτού του δώρου».
Η μοναξιά των μεγαλύτερων σε ηλικία ανθρώπων είναι ένα επώδυνο θέμα, το οποίο ιδανικά θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται με ευαισθησία και με συνειδητή συλλογική προσπάθεια, προκειμένου να αποτρέπεται. Συχνά, ωστόσο, η πραγματικότητα φανερώνει πως πράγματι οι ηλικιωμένοι καλούνται να πορευτούν μόνοι τους, χωρίς ενδείξεις ενδιαφέροντος από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός τους.