Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ερωτήσεις ΚΕΕ Πολιτεία Ενότητα 13η. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ερωτήσεις ΚΕΕ Πολιτεία Ενότητα 13η. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Ερωτήσεις Κ.Ε.Ε. Πλάτωνα Πολιτεία Ενότητα 13 (ο σκοπός του νόμου)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Ben Heine

Ερωτήσεις Κ.Ε.Ε. Πλάτωνα Πολιτεία Ενότητα 13 (ο σκοπός του νόμου)

νόμ ο τοτο μέλει, πως ν τι γένος ν πόλει διαφερόντως ε πράξει, λλ’ ν λ τ πόλει τοτο μηχανται γγενέσθαι: Ποιος είναι ο σκοπός του νόμου σύμφωνα με τον ΠλάτωναΝα συγκρίνετε την άποψη αυτή με την άποψη του Πρωταγόρα για το νόμο, όπως εκφράζεται στον ομώνυμο διάλογο.
(Μπορείτε να συμβουλευθείτε το σχετικό απόσπασμα στην 7η ενότητα του βιβλίου σας, σ. 90, ιδως την τελευταα παργραφο).

συναρμόττων τος πολίτας πειθο τε κα νάγκ, ποιν μεταδιδόναι λλήλοις τς φελίας ν ν καστοι τ κοινν δυνατο σιν φελεν κα ατς μποιν τοιούτους νδρας ν τ πόλει, οχ να φι τρέπεσθαι π καστος βούλεται, λλ’ να καταχρται ατς ατος π τν σύνδεσμον τς πόλεως. 
[ενώνοντας σε ένα αρμονικό σύνολο τους πολίτες με την πειθώ και τη βία, κάνοντας να μοιράζονται μεταξύ τους την ωφέλεια την οποία ο καθένας είναι σε θέση να προσφέρει στο σύνολο και ο ίδιος διαμορφώνοντας τέτοιους πολίτες μέσα στην πόλη, όχι για να τους αφήνει να πηγαίνουν, όπου θέλει ο καθένας, αλλά για να τους χρησιμοποιεί ο ίδιος ως δεσμούς που ενώνουν την πόλη.]

Ο Πλάτωνας μέσω του Σωκράτη διατυπώνει την άποψη πως εκείνο που ενδιαφέρει τον νόμο δεν είναι η υπερβολική ευδαιμονία μιας μόνο μερίδας των πολιτών, αλλά η διασφάλιση της ευδαιμονίας για όλη συλλογικά την πόλη. Δίκαιη, αλλά και απαιτητική μέριμνα, για την επίτευξη της οποίας ο νόμος επιτελεί τριπλή λειτουργία:

1. συναρμόττων τος πολίτας πειθο τε κα νάγκ

Η πρώτη βασική λειτουργία του νόμου είναι η συνένωση των πολιτών σ’ ένα αρμονικό σύνολο∙ συνένωση που αποτελεί το θεμέλιο της κοινωνικής συνύπαρξης, παρουσιάζει όμως σημαντικές δυσκολίες κατά την πραγμάτωσή της. Καθώς, προκειμένου οι πολίτες να βρουν μεταξύ τους την αναγκαία ισορροπία, οφείλει ο καθένας να αντιλαμβάνεται τη θέση που του αρμόζει μέσα στο πλαίσιο της κοινωνίας και να παραμένει σε αυτή, χωρίς ν’ αποζητά ρόλους ή δικαιώματα που δεν του αναλογούν. Κι αν αυτό μοιάζει εύκολο ή εύλογο, στην πραγματικότητα δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι τη δυνατότητα να κρίνουν αντικειμενικά τον εαυτό τους και ν’ αποδεχτούν τα όρια των ικανοτήτων και προοπτικών τους. Στοιχείο που δημιουργεί δυσαρμονία στην κοινωνική συνοχή, υπό την έννοια πως πολίτες που από τη φύση τους δεν έχουν τα αναγκαία προσόντα και τις απαιτούμενες ικανότητες επιζητούν να διακριθούν σε τομείς που δεν μπορούν να τους υπηρετήσουν επάξια ή επιζητούν προνόμια που δεν τα δικαιούνται.
Ο νόμος, επομένως, οφείλει είτε με την πειθώ είτε με τη βία να επιφέρει την αναγκαία εξισορρόπηση ανάμεσα στους πολίτες. Ο νόμος οφείλει, δηλαδή, να πείσει τους πολίτες να κινούνται στα όρια που τους πρέπουν και να μην επιδιώκουν και να μην επιθυμούν επιτεύξεις που είναι έξω από τις δυνατότητές τους. Ως πειθώ εκλαμβάνουμε την έγκαιρη διαπαιδαγώγηση των πολιτών, ώστε να αντιλαμβάνονται την αξία του νόμου και να υπακούν εκουσίως σε αυτόν. Ενώ, αν αυτό δεν καταστεί εφικτό, τότε ο νόμος θα πρέπει να καταφύγει στη βία για να επαναφέρει κάθε πολίτη στη θέση του. Ως βία εκλαμβάνουμε τα μέσα που έχει ο νόμος, όπως είναι οι ποινές και οι κυρώσεις, για να επιβάλει τη θέλησή του.
Η δυσαρμονία στη συνένωση των πολιτών μπορεί να λάβει ποικίλες μορφές, οι οποίες συνιστούν κάθε φορά παρεκβάσεις από την έννοια της δικαιοσύνης και του αλληλοσεβασμού που πρέπει να διέπει τις σχέσεις των πολιτών. Αν αντικρίσουμε το ζήτημα σε επίπεδο ατόμου, μπορούμε να λάβουμε υπόψη μας -με όρους του Πλάτωνα- τη συνήθη πιθανότητα της επικράτησης του λόγιστου ή πιθυμητικού μέρους της ψυχής, που είναι και το πιο φιλοχρήματο και φιλοκερδές, και την ώθηση έτσι του ανθρώπου σε πράξεις απληστίας, προκειμένου να ικανοποιήσει εγωιστικές τάσεις και επιθυμίες. Ο Πλάτωνας, άλλωστε, λαμβάνει σοβαρά υπόψη του τη διαβρωτική επενέργεια του χρήματος και του πλούτου στις συνειδήσεις των ανθρώπων, γι’ αυτό και καθορίζει εξαρχής έναν εξαιρετικά λιτό βίο για τους άρχοντες.
Σε ό,τι αφορά λοιπόν την πρώτη λειτουργία του νόμου διαπιστώνουμε πως σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με πτυχές της κοινωνικής ύπαρξης των ατόμων, όπως είναι η δικαιοσύνη κι ο αλληλοσεβασμός. Μιας και η αρμονική συνύπαρξη των πολιτών πραγματώνεται πληρέστερα, αν κάθε πολίτης έχει αυξημένο το αίσθημα δικαίου, αλλά και το αίσθημα σεβασμού απέναντι στους συνανθρώπους του. Καθίσταται, το δίχως άλλο, δυσκολότερη η εγωκεντρική και πείσμων διεκδίκηση ατομικών συμφερόντων για έναν πολίτη που δεν θέλει ν’ αδικήσει τους συμπολίτες του.

2. ποιν μεταδιδόναι λλήλοις τς φελίας ν ν καστοι τ κοινν δυνατο σιν φελεν

Η δεύτερη λειτουργία του νόμου καλύπτει περισσότερο την οικονομική πλευρά της κοινωνικής συνύπαρξης, διασφαλίζοντας την αυτάρκεια της πόλης με τον κατάλληλο καταμερισμό των εργασιών. Εφόσον κάθε άνθρωπος έχει μια σειρά ικανοτήτων και δεξιοτήτων, που του επιτρέπουν να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικός σε μια συγκεκριμένη ενασχόληση, τότε το μέγιστο δυνατό όφελος για την πόλη προκύπτει, αν κάθε πολίτης ασχολείται με τον τομέα που του ταιριάζει. Ο καταμερισμός αυτός προσφέρει στην πόλη επάρκεια αγαθών, αλλά και στο ίδιο το άτομο την ικανοποίηση πως μπορεί να συνεισφέρει στο κοινωνικό σύνολο στο οποίο είναι ενταγμένο. Ο πολίτης αισθάνεται χρήσιμος, απολαμβάνει το σεβασμό των συμπολιτών του και συνάμα μαθαίνει να εκτιμά την προσφορά των συνανθρώπων του σε δράσεις που ο ίδιος δεν θα μπορούσε να επιτελέσει.
Ο καταμερισμός των εργασιών, επομένως, λειτουργεί παράλληλα κι ως συνεκτικός δεσμός ανάμεσα στους πολίτες καθώς ενισχύει τον αλληλοσεβασμό και την αμοιβαία εκτίμηση. Ωστόσο, προκύπτει και σ’ αυτή την περίπτωση το ζήτημα πως δεν είναι πάντοτε εύκολο για κάθε πολίτη να αποδεχτεί τη θέση που του αποδίδεται απ’ την πολιτεία, καθώς ίσως θεωρήσει πως δεν του αναγνωρίζονται επαρκώς οι δεξιότητες και οι δυνατότητες που κατέχει. Το ίδιο το άτομο δεν είναι πάντοτε ο καλύτερος κριτής του εαυτού του, καθώς ενδέχεται είτε από φιλαυτία είτε από ματαιοδοξία είτε από αδυναμία κρίσης να μην είναι σε θέση να οριοθετήσει ορθά τον τομέα της δραστηριότητάς του.

3.  κα ατς μποιν τοιούτους νδρας ν τ πόλει, οχ να φι τρέπεσθαι π καστος βούλεται, λλ’ να καταχρται ατς ατος π τν σύνδεσμον τς πόλεως

Η τρίτη λειτουργία που επιτελεί ο νόμος σχετίζεται με την έγκαιρη και κατάλληλη διαπαιδαγώγηση των πολιτών, ώστε να είναι σε θέση να αποτελέσουν οργανικά και αναπόσπαστα μέλη του κοινωνικού συνόλου. Το ιδανικό του πολίτη που λειτουργεί ως φορέας συνοχής στο πλαίσιο της πολιτείας, σέβεται τους νόμους και θέτει τον εαυτό του στην υπηρεσία του κοινού και συλλογικού οφέλους, δεν προκύπτει συμπτωματικά και χωρίς την αναγκαία μέριμνα. Η παρέμβαση του νόμου οφείλει να ξεκινά από την εκπαίδευση των νέων μελών της πολιτείας και να συνεχίζει στην με κάθε θεμιτό μέσο αγωγή των ενήλικων πολιτών, ώστε η αίσθηση της κοινωνικότητας και η επιθυμία της συνύπαρξης να δημιουργείται σε αυτούς ισχυρή.
Οι πολίτες, μάλιστα, θα πρέπει να κατανοούν πως εκείνο που τους ωφελεί περισσότερο είναι ν’ ακολουθούν τις υποδείξεις του νόμου και να μην επιζητούν την ανεξέλεγκτη και κατά βούληση δράση. Η επιζητούμενη ευδαιμονία για το σύνολο της πολιτείας επιτυγχάνεται με την κοινή επιδίωξή της απ’ όλους τους πολίτες, που καλούνται να αναγνωρίσουν την υπεροχή του συλλογικού συμφέροντος έναντι του ατομικού. Το να πράττει κάθε πολίτης σύμφωνα με τις δικές του επιθυμίες, χωρίς να λογοδοτεί και χωρίς να συμμορφώνεται στις υποδείξεις του νόμου, είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για την αποτυχία της επιδιωκόμενης συλλογικής ευτυχίας. Σημαντική, οπότε, δράση του νόμου είναι η έγκαιρη ενστάλαξη στους πολίτες της πεποίθησης πως η ατομική τους ευπορία και ευδαιμονία υπηρετείται αποτελεσματικότερα από τη συλλογική επιτυχία της πολιτείας.
Ο έλεγχος του νόμου πάνω στις πράξεις και τις επιδιώξεις των μελών της πολιτείας δεν περιορίζεται μόνο στους πολίτες, αλλά περιλαμβάνει αναγκαία και τους άρχοντες, οι οποίοι είναι εξίσου επιρρεπείς σε παρεκκλίσεις απ’ το συλλογικά επωφελές για χάρη ίδιων συμφερόντων.

Πλάτωνα, Πρωταγόρας
Και όταν πια φύγουν αυτοί [δηλ. οι νέοι άνδρες] από τους δασκάλους, η πόλη, με τη σειρά της, τους αναγκάζει να μάθουν τους νόμους και να ζουν σύμφωνα με αυτούς, ώστε να μην ενεργούν από μόνοι τους και όπως νομίζουν οι ίδιοι [...]. Έτσι, και η πόλη, υπογραμμίζοντας τους νόμους, αυτά τα επινοήματα των καλών, παλαιών νομοθετών, αναγκάζει και όσους ασκούν ένα αξίωμα και όσους άρχονται να συμμορφώνονται με αυτούς. Εκείνος δε ο οποίος τους παραβαίνει, υφίσταται κυρώσεις και οι κυρώσεις αυτές ονομάζονται, και σε σας εδώ [δηλ. στην Αθήνα] και σε πολλά άλλα μέρη, εθύνες, λες και η δικαιοσύνη ξαναβάζει [τον παραβάτη] στην ευθεία. Ενώ λοιπόν είναι τόσο μεγάλη η προσπάθεια που καταβάλλεται για την αρετή και στο ιδιωτικό και στο δημόσιο επίπεδο, εσύ Σωκράτη εκπλήττεσαι και απορείς αν η αρετή είναι διδακτή; Το εκπληκτικό όμως θα ήταν μάλλον το να μην μπορεί να διδαχθεί η αρετή.

Ο νόμος, σύμφωνα με τον Πρωταγόρα, έρχεται να οριοθετήσει τη δράση των ατόμων, ώστε να μην κάνει κάθε πολίτης ό,τι θέλει παραγνωρίζοντας τα δικαιώματα των συμπολιτών του, αλλά και τις ανάγκες της ίδιας της πολιτείας. Συνάμα, ελέγχει τη δράση όχι μόνο των πολιτών, αλλά και των αρχόντων, φροντίζοντας με τις κατάλληλες κυρώσεις να επαναφέρει κάθε άνθρωπο στη δίκαιη, αρμόζουσα και κοινωνικά αναμενόμενη συμπεριφορά. Ο νόμος λειτουργεί ενισχυτικά στην προσπάθεια της πολιτείας να ωθήσει τους πολίτες της στην ενάρετη διαβίωση, και άρα κατέχει ένα σημαντικό ρόλο σε ό,τι σχετίζεται με την αρμονική συνύπαρξη των ατόμων και την άρτια οργάνωση της κοινωνίας.
Διαπιστώνουμε, επομένως, πως τόσο ο Πλάτωνας όσο και ο Πρωταγόρας αντικρίζουν τον νόμο ως το μέσο εκείνο που πειθαρχεί, ελέγχει και κατευθύνει κατάλληλα τη δράση των πολιτών, ώστε να προκύπτουν τα εκάστοτε ζητούμενα οφέλη για την πόλη και το κοινωνικό σύνολο. Επιτελεί, δηλαδή, ο νόμος λειτουργίες εξαιρετικά σημαντικές, που αποσκοπούν στο να υπηρετήσουν το συμφέρον και την ευδαιμονία των πολιτών, προασπίζοντας την κοινωνική συνοχή και τις αρχές του δικαίου.  
Ωστόσο, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας πως η θετική λειτουργία του νόμου, όπως την παραδέχονται ο Πλάτωνας και ο Πρωταγόρας δεν γίνεται καθολικά αποδεκτή, καθώς ο νόμος συχνά γίνεται αντιληπτός ως φορέας καταπίεσης. Για παράδειγμα στον Πρωταγόρα του Πλάτωνα, όταν το λόγο λαμβάνει ο Ιππίας, λέει μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

«νθρωποι της συντροφιάς, εγ σας θεωρ λους συγγενες και φλους και συμπολτες – μας συνδέει η φση, χι ο νμος· γιατ η φση συνδει με συγγνεια το μοιο με το όμοιο, εν ο νμος, των ανθρπων ο δυνστης, συχν επιβλλει με τη βα σχέσεις, που δεν τις ανχεται η φση

Ερωτήσεις Κ.Ε.Ε. Πλάτωνα Πολιτεία Ενότητα 13 (το επιχείρημα του Σωκράτη)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Rob Woodcox 

Ερωτήσεις Κ.Ε.Ε. Πλάτωνα Πολιτεία Ενότητα 13 (το επιχείρημα του Σωκράτη)

Η αλληγορία του σπηλαίου. Ο ηθικός εξαναγκασμός των φιλοσόφων

Ο Γλαύκων υποβάλλει την ένσταση ότι αν αναγκάσουν τους φιλοσόφους να επιστρέψουν στο σπήλαιο, θα τους αδικήσουν, αφού θα τους αναγκάσουν να ζουν χειρότερα, ενώ μπορούν να ζήσουν καλύτερα.
αΤι απαντά ο Σωκράτης στον ΓλαύκωναΕίναι, κατά τη γνώμη σας, πειστικό το επιχείρημα του Σωκράτη;
βΠώς κρίνετε εσείς την άποψη του Γλαύκωνα;

α) Ο Σωκράτης τονίζει στην απάντησή του πως βασική μέριμνα του Νόμου δεν είναι πώς θα ευτυχήσει υπερβολικά μία μόνο από τις κοινωνικές τάξεις, αλλά πώς θα επιτευχθεί η ευδαιμονία για το σύνολο των πολιτών. Ο Νόμος και μέσω αυτού η Πολιτεία -η ιδανική Πολιτεία που δομείται από τον Πλάτωνα- επιχειρεί α) να ενώσει όλους τους πολίτες σ’ ένα αρμονικό σύνολο είτε πείθοντάς του για τα οφέλη αυτής της συνύπαρξης είτε εξαναγκάζοντάς τους δια της βίας να συμμορφωθούν στην κοινή αυτή θέληση, β) να ωθήσει τους πολίτες να αξιοποιούν ο καθένας τις ιδιαίτερες κλίσεις και ικανότητές του, ώστε να προσφέρεται από την εργασία και προσφορά κάθε μεμονωμένου ατόμου το καλύτερο και μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα προς όφελος της κοινωνικής ομάδας και γ) να διαπαιδαγωγεί και να διαμορφώνει κατά τέτοιο τρόπο τους πολίτες, ώστε αφενός να είναι σε θέση να αποτελέσουν κατάλληλα μέλη του κοινωνικού συνόλου κι αφετέρου να μπορεί να τους αξιοποιεί σε σχέση με τη συνοχή της πολιτειακής συνύπαρξης, μη επιτρέποντάς τους την αυτόνομη, ανεξέλεγκτη και εγωκεντρικά εστιασμένη δράση.
Η άποψη αυτή βρίσκει το ανάλογό της και στα λόγια του Περικλή, όπως αυτά έχουν καταγραφεί από τον Θουκυδίδη (ΙΙ 60): «γ γρ γομαι πόλιν πλείω ξύμπασαν ρθουμένην φελεν τος διώτας καθ’ καστον τν πολιτν επραγοσαν, θρόαν δ σφαλλομένην. Καλς μν γρ φερόμενος νρ τ καθ’ αυτν διαφθειρομένης της πατρίδος οδν σσον ξυναπόλλυται, κακοτυχν δ ν ετυχούσ πολλ μλλον διασζεται» [Εγώ τουλάχιστον πιστεύω, ότι η πόλις, η οποία ακμάζει ως σύνολον, ωφελεί περισσότερον τους ιδιώτας, παρά εάν, ενώ καθείς από τους πολίτας ευτυχή, εκείνη ως σύνολον αποτυγχάνη. (Μετάφραση: Ελευθέριος Βενιζέλος)].
Ο Σωκράτης, επομένως, ως αντίλογο στην ένσταση του Γλαύκωνα θέτει την ανάγκη της συλλογικής ευδαιμονίας∙ το συλλογικά επωφελές υπερτερεί της ευτυχίας μιας μερίδας πολιτών, ιδίως όταν οι πολίτες αυτοί είναι οι φιλόσοφοι. Η ευθύνη και η δύναμη που αναλογεί στους φιλοσόφους (φύλακες - άρχοντες) δεν μπορεί να συνδυαστεί με την προσδοκία ευδαιμονίας. Αν τους δοθεί η εξουσία και συνάμα τους επιτραπεί να διεκδικούν την ατομική τους ευτυχία, τότε το αποτέλεσμα θα είναι για άλλη μια φορά η διαφθορά, η έπαρση και η αδιαφορία για το σημαντικό έργο που έχουν να επιτελέσουν, όπως δηλαδή καταλήγουν οι άνθρωποι εξουσίας διαχρονικά σε όλες τις κοινωνίες.
Υπ’ αυτή την έννοια οι φύλακες, μολονότι κατέχουν στην ιδεώδη πόλη την εξουσία, δεν θα έχουν ούτε περιουσία ούτε θα κτίζουν μεγάλες και ωραίες κατοικίες, ούτε θα διαθέτουν χρήματα ούτε θα φιλοξενούν γνωστούς και φίλους. Η ζωή τους θα είναι πειθαρχημένη και λιτή. Προϋπόθεση, η οποία μοιάζει αυστηρή, αλλά στην πραγματικότητα είναι αναγκαία προκειμένου να διαφυλαχθεί η ιδεώδης πολιτεία από τη δύναμη της εξουσίας να διαφθείρει τους ανθρώπους που την κατέχουν.
Η θέση του Σωκράτη είναι πως εφόσον στο πλαίσιο της Πολιτείας οι φιλόσοφοι θα λάβουν την καλύτερη δυνατή παιδεία και θα είναι αποδεδειγμένα οι κατάλληλοι άνθρωποι ν’ αναλάβουν την εξουσία, θα πρέπει να πεισθούν και να κατανοήσουν την ευθύνη και το χρέος που έχουν απέναντι στους συμπολίτες τους. Η ανάληψη της εξουσίας θα πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως υποχρέωση, ως μέγιστη ευθύνη, και όχι ως προνόμιο. Όπως, άλλωστε, κάθε άλλος πολίτης με βάση τον καταμερισμό των εργασιών και των υποχρεώσεων, οφείλει να ενισχύσει το κοινωνικό σύνολο υπηρετώντας στη θέση που ταιριάζει καλύτερα στις δυνατότητές του, έτσι και οι φιλόσοφοι πρέπει ν’ ανταποκριθούν στην ευθύνη που τους αναλογεί υπηρετώντας την πολιτεία από την ανώτερη θέση στην κοινωνική κατάταξη, αυτή του άρχοντα.

Κριτική του επιχειρήματος
- Παρά το εύλογο της αξίωσης του Σωκράτη να διαφυλαχθεί η Πολιτεία απ’ τη διαφθορά της εξουσίας, προωθώντας στις ανώτατες θέσεις πολίτες που έχουν κατακτήσει τους υψηλότερους αναβαθμούς γνώσης και αντίληψης, η αντίφαση που προκύπτει σε σχέση με τον στόχο της Πολιτείας για διασφάλιση της συλλογικής ευδαιμονίας, δεν αίρεται. Ο Αριστοτέλης διέγνωσε πρώτος την αντίφαση αυτή, τονίζοντας πως δεν μπορεί μια Πολιτεία που επιδιώκει την ευτυχία όλων των πολιτών της να εξαναγκάζει, ακόμη και με τη βία, τους φιλοσόφους της ν’ αναλάβουν την εξουσία, όταν οι ίδιοι δεν θέλουν κάτι τέτοιο. Δεν μπορεί να υπάρξει συλλογική ευτυχία, όταν μια μερίδα των πολιτών έχει εξαναγκαστεί σε κάτι που της φέρνει δυστυχία.

- Η αντίφαση αυτή, ωστόσο, αποτελεί θεωρητικό κυρίως σχήμα, αν λάβουμε υπόψη μας την αξία αυτού που επιδιώκει ο Σωκράτης (Πλάτωνας). Το ζητούμενο σε ό,τι αφορά την εξουσία της Πολιτείας είναι διττό: από τη μία πρέπει να δίνεται σ’ εκείνους μόνο που έχουν πραγματικά την ικανότητα και τις γνώσεις να τη διαχειριστούν σωστά, κι από την άλλη δεν πρέπει να ταυτίζεται με τον πλούτο και τη δύναμη, όπως κατ’ επανάληψη έχει συμβεί στα χρόνια των δημαγωγών. Ιδανικός άρχων δεν είναι εκείνος που έχει τη φιλοδοξία και τη θέληση να κυβερνήσει, επειδή προφανώς αποσκοπεί σε ίδια οικονομικά και κοινωνικά οφέλη. Ιδανικός άρχων είναι εκείνος που, κατά πώς το πρεσβεύει ο Πλάτωνας, έχει φτάσει μέσα από μια κοπιώδη πορεία στη θέαση του αγαθού, έχει αντικρίσει τον ιδανικό κόσμο των Ιδεών και μπορεί πλέον να μεταδώσει στους συμπολίτες του την επιθυμία ν’ ανέλθουν σε αρτιότερα σχήματα κοινωνικής συνύπαρξης∙ σχήματα που το δίχως άλλο μπορούν να διασφαλίσουν τη συλλογική ευδαιμονία, εφόσον από αυτά ελλείπει η κυριαρχία του υλισμού και λοιπών εγγενών ελαττωμάτων της συνήθους περιορισμένης αντίληψης των ανθρώπων δεσμωτών.
Οι φιλόσοφοι έχοντας διανύσει την πορεία εκείνη που τους έχει επιτρέψει την ευδαιμονική θέαση του αγαθού, δεν μπορούν να παραμείνουν αμέτοχοι και εσαεί μακάριοι, οφείλουν ν’ αναλάβουν το υψηλό χρέος τους απέναντι στους συμπολίτες τους που παραμένουν εγκλωβισμένοι σε κατάσταση άγνοιας. Μέσα, άλλωστε, από την πραγμάτωση αυτού του χρέους, όσο επώδυνο κι αν είναι για τους ίδιους, οι φιλόσοφοι θα πρέπει να εκμαιεύσουν την ευδαιμονία εκείνη που προκύπτει απ’ την προσφορά στον άλλον άνθρωπο. Η δική τους ευδαιμονία δεν θα έχει τον απόλυτο βαθμό της ανέφελης ενασχόλησης με τα πνευματικά ζητήματα, θα έχει όμως το χαρακτήρα της βαθιάς ικανοποίησης που αντλείται από την επίτευξη ενός δυσεπίτευκτου έργου∙ της σωστής καθοδήγησης των άλλων πολιτών, ώστε να γνωρίσουν τις ουσιαστικές αξίες που θα πρέπει να διέπουν τον ατομικό και συλλογικό τους βίο.

β) Η σκέψη του Γλαύκωνα πως οι φιλόσοφοι θ’ αδικηθούν αν εξαναγκασθούν ν’ αναλάβουν την εξουσία παρά τη θέλησή τους, έχει νόημα μόνο στο πλαίσιο μιας θεωρητικά σχεδιαζόμενης και ιδεατής Πολιτείας, όπου επιχειρείται η ιδανική διαβίωση για όλους τους πολίτες. Στην πραγματικότητα, όμως, εκείνο που θέλει ν’ αποφύγει ο Πλάτωνας, τα φαινόμενα δηλαδή διαφθοράς και ανικανότητας των αρχόντων, είναι τέτοιας σοβαρότητας, ώστε η αυστηρότητά του είναι δικαιολογημένη.
Για να γίνει αντιληπτό τι ήθελε ν’ αποφύγει με κάθε τρόπο ο Πλάτωνας, αρκεί να λάβουμε υπόψη μας την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Ο Πλάτωνας πρέσβευε πως η εξουσία θα έπρεπε να δίνεται στους ανθρώπους εκείνους που έχουν φτάσει στον υψηλότερο βαθμό νοητικής αντίληψης μέσω μιας κοπιώδους παιδευτικής διαδικασίας. Σήμερα διαπιστώνουμε πως στο βουλευτικό αξίωμα εκλέγονται άνθρωποι που εξαργυρώνουν τη φήμη τους (πρόσωπα από το χώρο της τηλεόρασης, του θεάματος κτλ.) το οικογενειακό τους όνομα ή τη λαϊκίζουσα τάση τους να υπόσχονται στους πολίτες διάφορες εξυπηρετήσεις και διευκολύνσεις. Άνθρωποι που δεν έχουν ούτε τις απαιτούμενες γνώσεις ούτε τη δυνατότητα να διαχειριστούν σωστά τα πολύπλοκα οικονομικά, νομικά και διπλωματικά ζητήματα που σχετίζονται με τη διακυβέρνηση ενός κράτους. Άνθρωποι που καλούνται να εκφέρουν με την ψήφο τους άποψη για τις οικονομικές πολιτικές του κράτους, χωρίς να είναι καν σε θέση να τις κατανοήσουν. Γνώρισμα, μάλιστα, των πολιτικών εκείνων που υστερούν ως προς την κατάρτισή τους είναι το πλεόνασμα λαϊκισμού που διακρίνει τα λεγόμενά τους, καθώς επιχειρούν να καλύψουν την πραγματική τους αδυναμία να προσφέρουν ουσιαστικό έργο με εύκολες και άκοπες δηλώσεις υπέρ των πολιτών.
Η ευθύνη για την εκλογή αναποτελεσματικών και απαίδευτων ανθρώπων στο βουλευτικό αξίωμα βαρύνει εξίσου τους πολίτες και τα κόμματα. Οι πολίτες ψηφίζουν με γνώμονα προσωπικά μικροσυμφέροντα (σε τοπικές κοινωνίες) ή τη φήμη κάποιου υποψηφίου, κι όχι την πραγματική του αξία, τη μόρφωσή του και τη δυνατότητά του να επιτελέσει άρτια το έργο που του ανατίθεται. Ενώ, από την άλλη, τα κόμματα προωθούν τέτοιους υποψηφίους μόνο και μόνο για να συλλέξουν ψήφους, αφού γνωρίζουν εκ των προτέρων πως η πλειοψηφία των πολιτών δεν έχει σοβαρά κριτήρια κατά την επιλογή των βουλευτών. Προκύπτει έτσι το παράδοξο της εποχής μας να ανατίθεται, σε μια άκρως ανταγωνιστική παγκόσμια οικονομία, η λήψη εξαιρετικά σημαντικών αποφάσεων σε πολιτικούς-μαριονέτες που δεν έχουν ούτε στο ελάχιστο γνώσεις ή πείρα πάνω σε οικονομικά ζητήματα. Αντιστοίχως, κρίσιμα νομικά και διπλωματικά θέματα ψηφίζονται και κρίνονται από ανθρώπους ελλιπούς ή ανύπαρκτης παιδείας.
Ο Πλάτωνας θεωρούσε πως οι άρχοντες θα έπρεπε να υπηρετούν τον Νόμο και τους πολίτες, χωρίς οι ίδιοι να έχουν το δικαίωμα προσωπικής περιουσίας και πολυτέλειας στον ατομικό τους βίο. Εκείνο που διαπιστώνουμε, όμως, σήμερα είναι ότι οι πολιτικοί θεωρούν πως μπορούν να εφαρμόζουν ή να καταπατούν τους νόμους κατά βούληση∙ αδιαφορούν για τα συμφέροντα και τις ανάγκες των πολιτών, αλλά φροντίζουν επίμονα και με ευλάβεια για τον προσωπικό τους πλουτισμό. Η λιτή διαβίωση, που επιδίωκε ο Πλάτωνας για τους άρχοντες, έχει αντικατασταθεί απ’ τους σημερινούς πολιτικούς με τη συγκέντρωση πλούτου, την κατάχρηση εξουσίας, την αλαζονεία και την πλήρη αδιαφορία για το συλλογικά επωφελές.

Οι δημαγωγοί που δρούσαν στην εποχή του Πλάτωνα και λυμαίνονταν την εξουσία βασιζόμενοι στο λαϊκισμό και όχι στην προσωπική τους αξία και ικανότητα, βρίσκουν άξιους απογόνους διαχρονικά στο χώρο της πολιτικής, και μάλιστα με τη στήριξη των ίδιων των πολιτών, οι οποίοι αδιαφορώντας επί της ουσίας για τα πολιτικά δρώμενα παρέχουν αλόγιστα τη στήριξή τους σε ακατάλληλους ανθρώπους.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...