John Crothers http://fineartamerica.com/featured/love-you-with-all-my-heart-john-crothers.html
Virginia
Woolf «Λάπιν και
Λαπίνοβα»
Το
διήγημα της Βιρτζίνια Γουλφ, Λάπιν και Λαπίνοβα, αναφερόμενο στο γάμο ενός νέου
ζευγαριού, αγγίζει μερικές βασικές θεματικές που σχετίζονται με την έννοια του
έρωτα, αλλά και του έγγαμου βίου:
-
Η ανάγκη να δημιουργηθεί ανάμεσα στο νέο
ζευγάρι ένας κώδικας επικοινωνίας, ένας μυστικός συνεκτικός δεσμός, που θα τους
φέρνει κοντά και θα αποτελεί τη δικλείδα ασφαλείας απέναντι στο γεγονός πως επί
της ουσίας είναι δύο άνθρωποι, μέχρι πρότινος άγνωστοι μεταξύ τους, μεγαλωμένοι
σε διαφορετικά περιβάλλοντα και με τελείως διαφορετικές εμπειρίες.
-
Η επιθυμία του ερωτευμένου να βρίσκεται
σε μια διαρκή και ουσιαστική επικοινωνία με το άλλο άτομο∙ τάση που στην πλήρη
έκτασή της καλεί σε μια εγωιστική ένωση, σε μια αποκλειστική συνύπαρξη, μακριά
απ’ τους περισπασμούς των άλλων ανθρώπων. Η επιθυμία αυτής της συνεχούς ψυχικής
και πνευματικής επαφής, εκφράζεται κυρίως απ’ τη μεριά της ηρωίδας, κι έρχεται
κατ’ ανάγκη σε σύγκρουση με τη συντριπτική επίδραση της πραγματικότητας. Οι
υποχρεώσεις της καθημερινότητας, ιδίως στο πλαίσιο ενός γάμου, εξωθούν στην
παγίωση μιας ρουτίνας που δεν επιτρέπει τον ανεδαφικό ρομαντισμό ενός αδιάκοπου
έρωτα.
-
Η έννοια της οικειοθελούς εξαπάτησης
στον έρωτα, της σκόπιμης δηλαδή απόδοσης στο άλλο πρόσωπο χαρακτηριστικών που
είτε στερείται είτε κατέχει σε μικρό βαθμό, προκειμένου να λάβει την ιδεατή
εικόνα, να εξιδανικευτεί κι έτσι να αποτελέσει για τον ερωτευμένο το απολύτως
επιθυμητό του συμπλήρωμα.
«Κι
ο Έρνεστ Θόρμπερν οδήγησε τη γυναίκα του στο αυτοκίνητο, μέσα απ’ το αδιάκριτο
πλήθος των ξένων που μαζεύεται στο Λονδίνο με την πρώτη ευκαιρία για να
ψυχαγωγηθεί με την ευτυχία ή τη δυστυχία των άλλων.»
Η
αφήγηση του διηγήματος είναι δοσμένη τριτοπρόσωπα, από έναν παντογνώστη
αφηγητή. Ας σημειωθεί, ωστόσο, πως ο αφηγητής εστιάζει κυρίως στα συναισθήματα
και τις σκέψεις της ηρωίδας, προσδίδοντας στη δική της ευαίσθητη ψυχοσύνθεση το
βάρος όλης της ιστορίας.
Η
συγγραφέας ενδιαφέρεται περισσότερο για τη γυναικεία οπτική του έρωτα και
εμβαθύνει εύλογα κυρίως στη συναισθηματική κατάσταση της ηρωίδας.
Το
όνομα και το επώνυμο του ήρωα (Έρνεστ Θόρμπερν) δηλώνονται απ’ την αρχή του
διηγήματος, για να δοθεί έμφαση στην πληρότητα της υπόστασής του. Μέλος μιας
μεγάλης οικογένειας, με αξιόλογη μόρφωση και πολύ καλή επαγγελματική
αποκατάσταση, ο ήρωας υπερέχει της ορφανής και οικονομικά ασθενέστερης ηρωίδας,
της οποίας μαθαίνουμε μόνο το μικρό όνομα (Ρόζαλιντ).
Η
σαφής υπεροχή του συζύγου της επιτείνει την ανασφάλεια της ηρωίδας, η οποία βέβαια
ούτως ή άλλως θα έπρεπε να ζήσει υπό την προστασία του, όπως ήταν το
παραδεδομένο της εποχής (Αγγλία, αρχές 19ου αιώνα).
«Η
Ρόζαλιντ δεν είχε καλοχωνέψει ακόμα το γεγονός ότι ήταν κυρία Έρνεστ Θόρμπερν.
Μπορεί και να μη συνήθιζε ποτέ τον εαυτό της σαν κυρία Έρνεστ Οποιουδήποτε.»
Το
πέρασμα απ’ την πρότερη κατάσταση αυτονομίας στο αυστηρό πλαίσιο ενός γάμου,
που θέλει τη γυναίκα να ανήκει -σε μεγάλο βαθμό- στο σύζυγό της, προκαλεί
αμηχανία στην ηρωίδα.
Η
δυσκολία της αυτή πάντως προδιαθέτει τον αναγνώστη για τη μη ομαλή μετάβασή της
στην κανονική ρουτίνα του έγγαμου βίου.
«Δεν
είναι κι εύκολο να εξοικειωθείς μ’ ένα όνομα σαν το Έρνεστ. Αν πέρναγε απ’ το
χέρι της, θα προτιμούσε χίλιες φορές καλύτερα κανένα Τίμοθυ, Άντονυ ή Πήτερ.
Ούτε και στον ίδιο τον Έρνεστ ταίριαζε εξάλλου.»
Με
δεδομένο πως η αφήγηση ξεκινά με το γάμο του ζευγαριού, ο αναγνώστης αγνοεί το
πώς και το πότε της γνωριμίας των δύο νέων. Ωστόσο, είναι προφανές απ’ το
γεγονός πως η ηρωίδα δεν έχει συνηθίσει ακόμα το όνομα του συζύγου της, πως η
μεταξύ τους σχέση είναι πολύ πρόσφατη. Έτσι, καθώς εξελίσσεται ο μήνας του
μέλιτος, βρισκόμαστε επί της ουσίας στην αρχή, στο πρώτο χτίσιμο της
επικοινωνίας και του ψυχικού δεσμού τους.
«Λοιπόν,
όταν έτρωγε φρυγανιά, έμοιαζε με κουνέλι… Όταν έτρωγε, η μύτη του σούφρωνε
ανεπαίσθητα. Έτσι, έγινε το χαϊδεμένο της κουνέλι.»
Η
ηρωίδα στην προσπάθειά της να διαπιστώσει, να προσδιορίσει και να κατανοήσει
την προσωπικότητα του συζύγου της∙ στην προσπάθειά της να βρει σε αυτόν κάτι
που να της τον καθιστά όσο το δυνατόν πιο οικείο και πιο αποδεκτό, εντοπίζει
μιαν ανεπαίσθητη κίνηση -το σούφρωμα της μύτης- και πάνω σ’ αυτή διαμορφώνει
μια ολόκληρη φανταστική περσόνα για τον άντρα της.
Ο
γεροδεμένος και αρρενωπός, μα ακόμη απρόσιτος Έρνεστ, γίνεται ένα χαριτωμένο
κουνέλι (λάπιν) στα μάτια της Ρόζαλιντ. Η νέα αυτή ταυτότητα θα αποτελέσει
ταυτόχρονα τον πολύτιμο κώδικα επικοινωνίας ανάμεσα στους δύο ερωτευμένους,
αλλά και την απαρχή ενός φανταστικού κόσμου, ενός κόσμου στον οποίο θα
προσφεύγει με κάθε ευκαιρία και μπροστά σε κάθε πρόβλημα η ηρωίδα.
Η
συναίνεση του Έρνεστ στη δημιουργία αυτού του κώδικα -απόρροια του έρωτά του
για τη Ρόζαλιντ- θα βοηθήσει ώστε οι δυο τους να αποκτήσουν τη δική τους
μυστική γλώσσα επικοινωνίας και να χτίσουν έτσι έναν ακόμη συνεκτικό δεσμό
μεταξύ τους.
«Όταν
λοιπόν οι καμαριέρες, ο ψαράς κι ο Ελβετός σερβιτόρος με το λιγδιασμένο γιλέκο
φαντάζονταν ότι το ζευγάρι ήταν πολύ ευτυχισμένο, δεν έπεφταν καθόλου έξω. Ως
πότε βαστάει όμως μια τέτοια ευτυχία, αναρωτιόντουσαν∙ κι ο καθένας τους
απαντούσε, κατά την περίσταση, με το δικό του τρόπο.»
Ο
μήνας του μέλιτος βρίσκει το νέο ζευγάρι σε μια ιδανική κατάσταση ευτυχίας,
στην οποία συνέτεινε κι η νέα ταυτότητα του ήρωα που τον κατέστησε πιο προσιτό
στη Ρόζαλιντ και τον έφερε πιο κοντά στο δικό της κόσμο. Ο Έρνεστ, δεν είναι
τώρα πια απλώς ο γιος της Ρέτζιναλντ Θόρπερν, είναι κι ο σύζυγος της Ρόζαλιντ,
είναι το αγαπημένο της κουνέλι.
Ο
νέος αυτός προσδιορισμός του Έρνεστ, παρά την αφέλεια του χαρακτηρισμού, ενέχει
ιδιαίτερη αξία, καθώς μόνο υπό αυτούς τους όρους η Ρόζαλιντ μπορεί να αισθανθεί
πως εκείνος της ανήκει και πως μπορεί να του εμπιστευτεί τη ζωή της.
Η
αναφορά στις σκέψεις των ανθρώπων που παρατηρούν το ευτυχισμένο ζευγάρι
λειτουργεί ως προοικονομία για τη σταδιακή απώλεια του πρώτου αυτού
ενθουσιασμού. Η ευτυχία των δύο ερωτευμένων, αν και δίνει την εντύπωση μιας
καλά θεμελιωμένης σχέσης και επικοινωνίας, εντούτοις δεν μπορεί να παραμείνει
για καιρό ανέγγιχτη απ’ τη φθορά που επιφέρει το πέρασμα του χρόνου και η
υπερβολική εξοικείωση που επέρχεται μέσα απ’ τη διαρκή συνύπαρξη.
Άλλωστε,
η συνεχής καταφυγή της Ρόζαλιντ στον κόσμο των κουνελιών: «εκείνη άφηνε τη
φαντασία της να παιχνιδίζει με την ιστορία της φυλής των Λαπίνων», αν και
γίνεται στο πλαίσιο ενός χαριτωμένου και ρομαντικού παιχνιδιού ανάμεσα σε δύο
ερωτευμένους, δεν μπορεί παρά να φανερώσει την απροθυμία της ηρωίδας να βιώσει
τη συνύπαρξη με το σύζυγό της, με τους αυστηρούς όρους που θέτει η
πραγματικότητα. Έτσι, κάθε φορά που δεν έχουν κάτι άλλο να πουν μεταξύ τους,
εκείνη αντί να επιλέξει την καθησυχαστική οικειότητα της σιωπής, επιλέγει να
δημιουργεί με τη φαντασία της νέες ιστορίας για το βασιλιά των κουνελιών, τον
Λάπιν.
«Α,
η Λαπίνοβα» μουρμούρισε η Ρόζαλιντ.
«Έτσι
τη λένε;» ρώτησε ο Έρνεστ, «την πραγματική Ρόζαλιντ;» Την κοίταξε. Ήταν πολύ
ερωτευμένος μαζί της.
Η
συμμετοχή του Έρνεστ στη δημιουργία του φανταστικού κόσμου της Ρόζαλιντ∙ η
συμμετοχή του ερωτευμένου ήρωα για χάρη της αγαπημένης του, σε ό,τι μοιάζει μ’
ένα απλό παιχνίδι φαντασίας, ενισχύει την εμπιστοσύνη της Ρόζαλιντ και
επιτρέπει την εδραίωση της αγάπη της προς εκείνον.
Μια
ενδεχόμενη απόρριψη του φανταστικού κόσμου των κουνελιών από τον Έρνεστ θα
σήμαινε ματαίωση της μεταξύ τους επικοινωνίας και θα κλόνιζε την υπό διαμόρφωση
σχέση τους.
«Θα
μπορούσε άραγε να κρατηθεί σώα και αβλαβής, αναρωτιόταν η Ρόζαλιντ, εκείνο το
χειμώνα, χωρίς αυτόν τον κόσμο;»
Σταδιακά,
ο κόσμος των κουνελιών, ο ιδιαίτερος κώδικας επικοινωνίας των δύο νέων, αποκτά
για τη Ρόζαλιντ ολοένα και μεγαλύτερη βαρύτητα, καθώς σε αυτόν βρίσκει
παρηγοριά και κουράγιο. Παρόλο που ο γάμος της δε μοιάζει να έχει κάποιο
σημαντικό πρόβλημα, η ευαισθησία της ηρωίδας, η αδυναμία της να προσαρμοστεί στο νέο της ρόλο,
και κυρίως η απροθυμία της να αποδεχτεί την πραγματικότητα ως έχει, την ωθούν
να καταφεύγει όλο και συχνότερα στο φανταστικό της κόσμο.
Η
αυξημένη ευαισθησία της ηρωίδας, που φτάνει στο επίπεδο της ανισορροπίας,
καθίσταται ξεκάθαρη κατά τη διάρκεια της χρυσής επετείου των γονιών του συζύγου
της. Η συγκέντρωση της πολυπληθούς οικογένειας των Θόρμπερν, κλονίζει τη
συναισθηματικά εύθραυστη Ρόζαλιντ, που αισθάνεται για άλλη μια φορά μειονεκτικά
απέναντι στον άντρα της. Ορφανή η ίδια, νιώθει τον εαυτό της παράταιρο σ’ αυτή
την οικογενειακή συγκέντρωση που μοιάζει να μην την αφορά και να μην τη συμπεριλαμβάνει.
Η
παρουσία του Έρνεστ ανάμεσα στα μέλη της άμεσης οικογένειάς του, το μοίρασμα
μαζί τους ιστοριών και αστείων από παλιότερα χρόνια, ιστοριών άγνωστων στη
Ρόζαλιντ, επιτείνουν την αίσθησή της πως η μεταξύ τους απόσταση δεν καλύφθηκε
ποτέ. Αντικρίζει το σύζυγό της σαν να πρόκειται για έναν άγνωστο άνθρωπο και
νιώθει πως ό,τι κι αν είναι αυτό που τους ενώνει, δεν μπορεί ποτέ να είναι
αρκετό∙ δεν μπορεί ποτέ να τους φέρει τόσο κοντά, όσο θα ήθελε εκείνη.
«Ο
γιος μου θα σας κάνει ευτυχισμένη». Όχι, δεν ήταν ευτυχισμένη. Καθόλου
ευτυχισμένη. Κοίταξε τον Έρνεστ, ευθυτενή σαν πολιορκητικό κριό, με μια μύτη
ίδια μ’ όλες τις μύτες στα οικογενειακά πορτρέτα∙ μια μύτη που δε σούφρωνε
καθόλου.
Η
ηρωίδα αρνούμενη να ενταχθεί στον πραγματικό κόσμο του άντρα της, αρνούμενη να
θεωρήσει τον εαυτό της μέλος της οικογένειάς του, και να αποδεχτεί πως εκείνος
δεν μπορεί ποτέ να της ανήκει ολοκληρωτικά, περιέρχεται σε μια έντονη κατάσταση
δυστυχίας. Η μη εκπεφρασμένη, αλλά εμφανής επιθυμία της να κατέχει αποκλειστικά
το χρόνο, το ενδιαφέρον και την προσοχή του άντρα της, είναι δεδομένο πως δεν
μπορεί να εκπληρωθεί. Έτσι, η απροθυμία της ηρωίδας να αποδεχτεί τη συνήθη και
εύλογη πραγματικότητα του έγγαμου βίου, θέτει σε κίνδυνο συνολικά τη σχέση της με
τον σύζυγό της.
Μη
αποδεχόμενη το μοίρασμα του χρόνου του, τις λοιπές κοινωνικές και οικογενειακές
του υποχρεώσεις, διακινδυνεύει ακόμη και τις στιγμές που μπορεί να συνυπάρχει
μαζί του με τους δικούς της όρους.
«Η
Ρόζαλιντ ένιωσε να μεταμορφώνεται από παγοκρύσταλλο σε νερό. Έλιωνε,
σκορπιζόταν, αφανιζότανε∙ όπου να ‘ταν θα λιποθυμούσε.»
Το
γιόρτασμα της χρυσής επετείου των γονιών του Έρνεστ, που υπό κανονικές συνθήκες
θα έπρεπε να είναι το περισσότερο μια βαρετή κοινωνική υποχρέωση, γίνεται για
την ηρωίδα μια επώδυνη δοκιμασία. Βιώνοντας την εκεί παρουσία του άντρα της ως
απομάκρυνση, ακόμη κι ως αποδέσμευση από την ίδια, περιέρχεται σε μια κατάσταση
τέτοιας εσωτερικής έντασης, που δε μπορεί να γίνει αντιληπτή χωρίς να ληφθούν
υπόψη οι ιδιαίτεροι παράγοντες της ψυχολογίας της:
Η
ηρωίδα ούσα ορφανή, αισθάνεται εξαρχής τον εαυτό της αποκομμένο απ’ τα υπόλοιπα
μέλη της οικογένειας∙ δεν έχει άλλωστε ανάλογες προσωπικές εμπειρίες
οικογενειακών συναθροίσεων.
Η
σχέση της με τον άντρα της βρίσκεται ακόμη στον πρώτο της χρόνο και δεν έχει
αποκτήσει ικανά ερείσματα, ώστε να υπερκαλύπτεται η ανασφάλειά της και η
αίσθησή της πως δεν τον γνωρίζει αρκετά, πως δεν της ανήκει στο βαθμό που θα
ήθελε.
Η
δεδομένη αδυναμία της ηρωίδας να αποδεχτεί την πραγματικότητα με την πεζότητα,
την υποκρισία και τις ανούσιες όψεις της.
«Δεν
έχεις να φοβάσαι τίποτα», είπε ο βασιλιάς Λάπιν, σφίγγοντας το κουνελίσιο
ποδαράκι της.
Το
άκουσμα της λέξης κουνέλια και το σούφρωμα της μύτης του Έρνεστ είναι τα
στοιχεία που την επαναφέρουν απ’ την στιγμιαία ψυχολογική της κατάρρευση και της
δίνουν την ευκαιρία να βρει ξανά τον ιδανικό της κόσμο, τον φανταστικό κόσμο
που για καιρό πλάθει στο μυαλό της. Το ανυπόφορο οικογενειακό τραπέζι τρέπεται
σε μια υπαίθρια συγκέντρωση, όπου κάθε μέλος της οικογένειας του Έρνεστ
λαμβάνει τον «πραγματικό» του ρόλο, όπως ακριβώς τον έχει διαμορφώσει στη
φαντασία της η ηρωίδα.
Η
επέτειος αυτή λειτουργεί στο πλαίσιο του διηγήματος ως μια κορύφωση για τον
πρώτο χρόνο του γάμου της Ρόζαλιντ, καθώς αποκαλύπτει με ιδιαίτερη ενάργεια την
ψυχοσύνθεση της ηρωίδας.
Η
συναίνεση του Έρνεστ και η πρόθυμη συμμετοχή του στη μετάβαση της γυναίκας του
στο δικό τους φανταστικό κόσμο, διαφυλάσσει τη σταθερότητα του γάμου και καθησυχάζει
τις φοβίες της Ρόζαλιντ.
«Έτσι
περνούσε ο καιρός∙ ένας χρόνος∙ δύο χρόνια.»
Η
διατήρηση του φανταστικού κόσμου της Ροζαλιντ, που μοιάζει σε μεγάλο βαθμό να
είναι το μοναδικό στοιχείο που της επιτρέπει να αντέχει ή και να ανέχεται τους συμβιβασμούς
και τις υποχωρήσεις μιας επώδυνα πεζής πραγματικότητας, διαφυλάσσει τη
συνύπαρξή της με τον Έρνεστ για τα πρώτα δύο χρόνια του γάμου τους.
Εντούτοις,
απ’ το σημείο αυτό ο Έρνεστ εμφανίζεται ολοένα και πιο απρόθυμος να συνεχίσει
αυτό το παιδαριώδες παιχνίδι με τη γυναίκα του: «Μα τι στον κόρακα κάθεσαι και
μου λες;». Μια αλλαγή στη στάση του που θα έχει ολέθριες συνέπειες στην
ψυχολογία της υπερευαίσθητης γυναίκας του: «Τα χέρια της –που ‘χαν ξαναγίνει
χέρια- έσφιξαν το πανί που κρατούσε∙ τα μάτια της κόντευαν να πεταχτούν έξω απ’
το κεφάλι της.»
Ό,τι
για τον Έρνεστ μοιάζει με ανούσιο παιχνίδι, μ’ ένα αστείο που πρέπει να
τελειώσει, είναι για τη γυναίκα του ένα πολύτιμο στήριγμα, και πολύ περισσότερο
ο πιο σημαντικός συνεκτικός δεσμός μεταξύ τους. Παρόλο που είχαν περάσει ήδη
δύο χρόνια παντρεμένοι και θα περίμενε κανείς πως οι στο μεταξύ κοινές τους εμπειρίες
θα ήταν αρκετές, ώστε η Ρόζαλιντ να αισθάνεται ασφαλής για τη σταθερότητα της σχέσης
της μαζί του, εκείνη παραμένει επίμονα προσκολλημένη στο ίδιο αρχικό στάδιο της
γνωριμίας τους. Η εξέλιξη στην προσωπικότητα και στην ψυχολογία της που θα
έπρεπε να έχει συντελεστεί στο μεγάλο αυτό διάστημα, δεν συντελέστηκε.
Επίμονα
ανασφαλής, επίμονα αποκομμένη απ’ τον πραγματικό Έρνεστ, η ηρωίδα μένει στάσιμη∙
δεν αξιοποίησε τον κοινό τους χρόνο, για να βαθύνει τη σχέση και την
επικοινωνία της με τον άντρα της∙ δεν επέτρεψε στον εαυτό της να γνωρίσει και
να αποδεχτεί τους ρυθμούς, τη ρουτίνα του έγγαμου βίου τους, κι αυτό την κρατά
σε μια ανεπίτρεπτη απόσταση από εκείνον.
«Έμοιαζε
σα να μην την είχε σουφρώσει ποτέ στη ζωή του. Ήταν ποτέ δυνατόν να ‘ναι ο
πραγματικός Έρνεστ και να ναι’ αλήθεια παντρεμένη μαζί του; Σαν όραμα,
παρουσιάστηκε μπρος στα μάτια της το σαλόνι της πεθεράς της, κι είδε τον εαυτό της
με τον Έρνεστ να κάθονται γερασμένοι κάτω απ’ τις γκραβούρες, μπροστά στον
μπουφέ… Ήταν η χρυσή επέτειος. Δεν μπορούσε να τ’ αντέξει.»
Η
ηρωίδα μπροστά στην απροθυμία του συζύγου της να συνεχίσει τις κοινές τους περιδιαβάσεις
στον φανταστικό κόσμο των κουνελιών, αισθάνεται πλήρως αποξενωμένη απ’ αυτόν. Μη
έχοντας θέσει τις βάσεις για μια ουσιαστικότερη επικοινωνία μαζί του, εμμένει
πεισματικά στο μόνο κοινό τους κώδικα, σε αυτόν του Λάπιν και της Λαπίνοβα.
Είναι,
μάλιστα, τέτοια η σημασία του φανταστικού αυτού κόσμου για τη Ρόζαλιντ, ώστε με
την πρώτη ένδειξη πως δεν έχει πια την αποδοχή του άντρα της -η απόρριψη του
φανταστικού κόσμου συνιστά για την ηρωίδα και δική της απόρριψη- της είναι
αδύνατο να σκεφτεί τη ζωή της να συνεχίζεται επ’ αόριστο κοντά του. Ακόμη και η
νοητή χρονική προέκταση του γάμου της, της είναι ανυπόφορη, τη στιγμή που για
έναν ερωτευμένο άνθρωπο τα σχέδια ενός κοινού μέλλοντος αποτελούν βασική
προσδοκία και επιθυμία.
Η
ηρωίδα έχοντας αρνηθεί να γνωρίσει και να αποδεχτεί την πραγματική υπόσταση του
άντρα της∙ έχοντας υποκαταστήσει στη σκέψη της τον πραγματικό Έρνεστ, με τα
όποια ελαττώματα ή προτερήματά του, με τον βασιλιά Λάπιν, έχει υπονομεύσει
οριστικά τα θεμέλια του γάμου της.
«Έπειτα
ακούστηκε ένα τουφέκι να οπλίζει… Αναπήδησε σα να την είχαν πυροβολήσει. Δεν
ήταν παρά το κλειδί που γύρισε στην πόρτα ο Έρνεστ.»
Η
Ρόζαλιντ επιχειρεί επίμονα να επανέλθει και να ανασυνθέσει το φανταστικό της κόσμο,
αλλά απ’ τη στιγμή που ο Έρνεστ φάνηκε αρνητικός απέναντι στο φανταστικό τους βασίλειο,
αυτό δεν είναι πια εφικτό. Η ανισορροπία του πραγματικού της κόσμου, η
εσωτερική ένταση και η δυσαρέσκεια που αισθάνεται για τον άντρα της, αντανακλώνται
και στο ιδεατό σύμπαν της φαντασίας της.
Έτσι,
η αδυναμία της να βρει καταφύγιο σε ό,τι μέχρι εκείνη τη στιγμή αποτελούσε τον
ασφαλή παράδεισό της, λειτουργεί για την ηρωίδα αφυπνιστικά. Το γεγονός ότι δεν
αισθάνεται πια τη γαλήνη και την ασφάλεια που είχε συνηθίσει, την ωθούν να
συνειδητοποιήσει πως η ρήξη ανάμεσα σε αυτή και στον άντρα της είναι πολύ
βαθύτερη από όσο θα ήθελε αρχικά να παραδεχτεί.
«Πιάστηκε
σε μια παγίδα» είπε εκείνος, «σκοτώθηκε» και κάθισε παίρνοντας την εφημερίδα
του. Κι έτσι τελείωσε αυτός ο γάμος.
Η
αδιαφορία με την οποία ο Έρνεστ αντιμετωπίζει τον συναισθηματικό κλονισμό της γυναίκας
του, συνιστούν το οριακό εκείνο βήμα που οδηγεί το γάμο τους στη διάλυσή του. Η
απώλεια της Λαπίνοβα, που με τόση ανησυχία εκφράζεται απ’ τη Ρόζαλιντ, αν και
εκλαμβάνεται απ’ τον Έρνεστ ως το για καιρό αναμενόμενο τέλος ενός ανούσιου παιχνιδιού,
έχει έναν πολύ σημαντικότερο συμβολισμό. Η Λαπίνοβα εκπροσωπεί για τη Ρόζαλιντ
όλα εκείνα τα στοιχεία που συνέθεταν την αρχική ευτυχία κοντά στον άντρα της. Η
Λαπίνοβα σήμαινε τη συναισθηματική ασφάλεια που ένιωθε κοντά του, σήμαινε τον
έρωτά της για εκείνον, σήμαινε το ψυχικό και πνευματικό δόσιμό της σ’ αυτόν. Όταν,
επομένως, ο Έρνεστ ακούει χαιρέκακα σχεδόν πως η γυναίκα του δεν μπορεί πια να
βρει τη Λαπίνοβα, δεν αντιλαμβάνεται πως για εκείνη αυτό υποδηλώνει πως δεν
μπορεί πια να επανέλθει στην πρότερη κατάσταση έρωτα, εμπιστοσύνης και αγάπης
που αισθανόταν απέναντί του.
Ο
παραδομένος στις ανάγκες της καθημερινότητας Έρνεστ, αδυνατεί να κατανοήσει την
απέχθεια της γυναίκας του για την πεζή και ουσιαστικά αδιάφορη πραγματικότητα∙
αδυνατεί να κατανοήσει πόσο σημαντικό είναι για εκείνη να συμμετέχει μαζί της στη
δημιουργία ενός άλλου κόσμου, φανταστικού μεν, αλλά ουσιωδώς σημαντικού για τη
μεταξύ τους σχέση.