Joachim G Pinkawa
Cesare Pavese «Ο θάνατος θα
‘ρθει»
Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια
σου –
αυτός ο θάνατος που μας συντροφεύει
απ’ το πρωί ως το βράδυ, άγρυπνος,
κρυφός, σαν μια παλιά τύψη
ή μια παράλογη συνήθεια. Τα μάτια σου
θα ‘ναι μια άδεια λέξη,
κραυγή που έσβησε, σιωπή.
Έτσι τα βλέπεις κάθε πρωινό
όταν μονάχη σκύβεις
στον καθρέφτη. Ω αγαπημένη ελπίδα,
αυτή τη μέρα θα μάθουμε κι εμείς
πως είσαι η ζωή κι είσαι το τίποτα.
Για όλους ο θάνατος έχει ένα βλέμμα.
Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια
σου.
Θα ‘ναι σαν ν’ αφήνεις μια συνήθεια,
Σαν ν’ αντικρίζεις μέσα στον καθρέφτη
να αναδύεται ένα πρόσωπο νεκρό,
σαν ν’ ακούς ένα κλεισμένο στόμα.
Θα κατέβουμε στην άβυσσο βουβοί.
Ο Τσεζάρε Παβέζε στο ποίημα αυτό που
συνέθεσε λίγο μόνο καιρό πριν την αυτοκτονία του (1950), προσεγγίζει το επώδυνο
-για εκείνους που διατηρούν ανέπαφη μέσα τους την αγάπη για τη ζωή- θέμα του
θανάτου. Ο ίδιος, έχοντας ίσως δοκιμάσει ήδη τη σκέψη του πρόωρου τέλους του,
θεάται προκαταβολικά τη στιγμή του θανάτου και του προσδίδει το στοιχείο εκείνο
που είτε ιδανικά θα απαλύνει το φόβο είτε εν αντιθέσει θα σταθεί αιτία ενός
ύστατου πόνου∙ ο θάνατος, όταν έρθει, θα έχει τα μάτια της αγαπημένης γυναίκας.
Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια
σου –
αυτός ο θάνατος που μας συντροφεύει
απ’ το πρωί ως το βράδυ, άγρυπνος,
κρυφός, σαν μια παλιά τύψη
ή μια παράλογη συνήθεια.
Με τη χρήση του β΄ προσώπου ο ποιητής
δημιουργεί την αίσθηση πως τα λόγια του έχουν ένα μόνο αποδέκτη, την αγαπημένη
γυναίκα∙ εκείνη που θα αποτελέσει -ιδεατά τουλάχιστον- την τελευταία εικόνα που
θα δει προτού πεθάνει. Η σκέψη αυτή ενέχει σε πρώτη ανάγνωση μια σχεδόν
ρομαντική διάσταση, καθώς ο ποιητής μοιάζει να επιθυμεί και να αναμένει πως τα
μάτια της αγαπημένης του γυναίκας θα τον συντροφεύσουν στην τελική αυτή
μετάβαση. Εντούτοις, στην πορεία του ποιήματος η εντύπωση αυτή υπονομεύεται, με
την περιγραφή του κενού βλέμματος της κοπέλας.
Ο θάνατος, ο αναπόδραστος θάνατος,
είναι, είτε το θέλουμε είτε όχι, διαρκώς πλάι μας, παραμονεύοντας κάθε μας
κίνηση, προσμένοντας το στιγμιαίο λάθος ή την κατάλληλη ευκαιρία για να λάβει
κάθε άνθρωπο υπό τη δική του εξουσία. Μας ακολουθεί αδιάκοπα, απ’ το πρωί ως το
βράδυ, πάντοτε άγρυπνος και πάντοτε καιροφυλακτώντας, όπως ακριβώς είναι
πάντοτε μαζί μας, κρυμμένη, αλλά ισχυρή, μια παλιά μας τύψη, μια ενοχή που
θέλουμε να ξεχάσουμε, μα μένει πάντοτε παρούσα. Μας ακολουθεί σαν μια παράλογη
συνήθεια, που θα θέλαμε να διακόψουμε μα μένουμε πάντοτε δέσμιοί της.
Τα μάτια σου
θα ‘ναι μια άδεια λέξη,
κραυγή που έσβησε, σιωπή.
Έτσι τα βλέπεις κάθε πρωινό
όταν μονάχη σκύβεις
στον καθρέφτη.
Ο άφευκτος θάνατος θα έρθει και θα έχει
τα μάτια της αγαπημένης γυναίκας. Τα μάτια της όμως δε θα είναι γεμάτα αγάπη
και στοργή, δε θα έχουν τη θέρμη ενός έρωτα ικανού να φέρει παραμυθία στην
ανείπωτα δύσκολη αυτή στιγμή. Τα μάτια της θα είναι μια άδεια λέξη∙ κενά από
περιεχόμενο, κενά από λόγια παρηγοριάς ή λόγια που θα προσέφεραν κάποιο νόημα
σε όσα τελειώνουν οριστικά. Το βλέμμα της δε θα είναι εκεί για να φωτίσει το
ύστατο πέρασμά του∙ μια τέτοια προσδοκία θα ήταν άλλωστε ανούσια. Τα μάτια της
θα είναι κενά, σιωπηλά, σαν μια κραυγή -πόνου, τρόμου ή πόθου- που έσβησε,
καθρεφτίζοντας επί της ουσίας την ψυχή του ίδιου του ποιητή.
Η στιγμή του θανάτου δεν μπορεί παρά να
είναι μια στιγμή παύσης, μια στιγμή ματαίωσης κάθε ενεργού ή έστω επιθυμητού
συναισθήματος. Δεν μπορεί η τελευταία αυτή στιγμή να έχει την για καιρό
προσδοκώμενη διαύγεια που θα προσέφερε τις απαντήσεις στις πλέον μύχιες
ανησυχίες του ανθρώπου. Έτσι, με μιαν ακούσια ίσως διαδικασία προβολής, ο
ποιητής αναγνωρίζει στο κενό βλέμμα της αγαπημένης γυναίκας, το κενό της ψυχής
του, την απουσία κάθε συλλογισμού και κάθε συναισθήματος που προκαλεί στον ίδιο
η σκέψη του τέλους.
Ωστόσο, ακολουθώντας τον ειρμό του
ποιητή, βρίσκουμε πως στο κενό βλέμμα της αγαπημένης, στο ύστατο βλέμμα που θα
έχει δανειστεί από εκείνη ο θάνατος, ενυπάρχει μια πικρή μομφή. Το άδειο βλέμμα
δεν αφορά μια μελλοντική κατάσταση, το άδειο βλέμμα αποτελεί ήδη το παρόν της
κοπέλας. Στην κενότητα επομένως της ματιάς της ο ποιητής αναγνωρίζει με
παράπονο την απουσία της αγάπης που κάποτε θέρμαινε και τη δική του ψυχή.
Η κοπέλα έχει πια απομακρυνθεί, έχει
χάσει την ένταση που της προσέδιδε άλλοτε ο έρωτας, έχει χάσει το ενδιαφέρον
της για εκείνον και πολύ περισσότερο μοιάζει να μην έχει πια εν γένει κάποιο
ενδιαφέρον στη ζωή της. Τα μάτια είναι κενά, κι έτσι ακριβώς τα βλέπει και η
ίδια κάθε πρωί που κοιτάζεται μόνης της -δίχως εκείνον πλάι της- στον καθρέφτη.
Ω αγαπημένη ελπίδα,
αυτή τη μέρα θα μάθουμε κι εμείς
πως είσαι η ζωή κι είσαι το τίποτα.
Η αγαπημένη γυναίκα, λοιπόν, δεν είναι
πια παρούσα στη ζωή του -ίσως δεν ήταν ποτέ- κι ο ποιητής αισθάνεται πως το
ψυχρό και άδειο από έρωτα βλέμμα που του προσέφερε ως τώρα, είναι ακριβώς ό,τι
του επιφυλάσσει και για το τέλος. Φοβάται ή έστω θεωρεί πως η τελευταία εικόνα
που θ’ αντικρίσει, θα είναι τα άδεια από συναίσθημα μάτια της γυναίκας που
αγαπήθηκε, μα παρέμεινε πεισματικά απρόσιτη.
Κι έτσι στο τέλος της επώδυνης
διαδρομής αντιλαμβάνεται πως η ζωή δεν είναι παρά μια ανώφελη ελπίδα∙ η ελπίδα
για έναν έρωτα που ποθήθηκε με άμετρη ένταση, μα παρέμεινε απρόσιτος, η ανεκπλήρωτη
ελπίδα για την ευδαιμονία της συνύπαρξης με την αγαπημένη γυναίκα, η μάταιη
ελπίδα ενός κοινού μέλλοντος. Η ζωή δεν είναι παρά μια ελπίδα που έμεινε να
εκκρεμεί, χωρίς ποτέ να φτάσει στην πραγμάτωση∙ η ζωή δεν είναι παρά μια ελπίδα
που συντηρήθηκε κι αναθερμάνθηκε ξανά και ξανά με πόνο, μα δεν ευοδώθηκε ποτέ.
Η ζωή είναι το τίποτα. Η ζωή είναι οι διαψευσμένες προσδοκίες. Μια συντριπτική
διαπίστωση, που ίσως εξηγεί, και ως ένα βαθμό προδιαθέτει για το πρόωρο τέλος
του ποιητή.
Για όλους ο θάνατος έχει ένα βλέμμα.
Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα ‘χει τα μάτια
σου.
Κάθε άνθρωπος, την τελευταία εκείνη
στιγμή του θανάτου, θα έχει το βλέμμα ενός δικού του αγαπημένου ν’ αντικρίσει.
Κι αν για τον ποιητή είναι τα μάτια μιας γυναίκας που έπαψε να τον αγαπά ή δεν
τον αγάπησε ποτέ, για κάθε άνθρωπο θα είναι μια διαφορετική εμπειρία. Ίσως
είναι ένα βλέμμα πραγματικού έρωτα και αφοσίωσης, ίσως όμως να είναι ένα βλέμμα
ψυχρό και άδειο, όπως αυτό που πιστεύει πως θ’ αντικρίσει ο ποιητής.
Θα ‘ναι σαν ν’ αφήνεις μια συνήθεια,
Σαν ν’ αντικρίζεις μέσα στον καθρέφτη
να αναδύεται ένα πρόσωπο νεκρό,
σαν ν’ ακούς ένα κλεισμένο στόμα.
Θα κατέβουμε στην άβυσσο βουβοί.
Ο θάνατος, σχολιάζει ο ποιητής, θα
είναι σα να εγκαταλείπουμε μια συνήθεια∙ όπως παύουμε ν’ ασχολούμαστε με μια
προσφιλή μας ενασχόληση, όπως σταματάμε μια πολυκαιρισμένη συνήθεια, έτσι θα
είναι κι η μετάβαση στην ανυπαρξία, έτσι θα είναι το τέλος της ζωής.
Ο θάνατος θα είναι σα να βλέπεις στον
καθρέφτη να εμφανίζεται ένα πρόσωπο νεκρό∙ θα είναι σα ν’ αντικρίζει κάποιος τη
μορφή του στερημένη πια απ’ την πνοή της ζωής, στερημένη απ’ ό,τι συνιστά τη
δρώσα υπόστασή του.
Ο θάνατος θα είναι σα ν’ ακούς ένα στόμα
κλεισμένο∙ θα είναι σαν ένα πέρασμα σε μια τόσο διαφορετική κατάσταση, ώστε να
δίνεται στο άτομο, ως ύστατο φανέρωμα της ψυχής του, ως ύστατο χάρισμα
παραμυθίας, η ικανότητα ν’ ακούσει τις λέξεις που δεν ειπώθηκαν, ν’ ακούσει τη
σκέψη του ανθρώπου που τον κοιτά για τελευταία φορά.
Άλλωστε, οι λέξεις δε θα έχουν πια κανένα νόημα, καμία αξία, αφού στην
άβυσσο, στο χάος του θανάτου, όλοι κατεβαίνουν βουβοί. Στο θάνατο οι λέξεις
παύουν∙ στο θάνατο επέρχεται η σιωπή, η μόνη κατάσταση που τελικά ενέχει απόλυτη
σαφήνεια. Μια αλήθεια που οι άνθρωποι επιλέγουν να αγνοούν.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου