Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κώστας Καρυωτάκης «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κώστας Καρυωτάκης «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κώστας Καρυωτάκης «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων» (ανάλυση)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Joel Robison

Κώστας Καρυωτάκης «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων»

Το ποίημα ανήκει στην ποιητική συλλογή Νηπενθή (1921) που ήταν η δεύτερη ποιητική του συλλογή. Ο Καρυωτάκης ήταν τότε νεαρός ποιητής, αλλά δε βρήκε την ανταπόκριση που περίμενε. Την αναγνώριση όμως του έργου του από την κριτική δε θα τη γνωρίσει ούτε όσο ζούσε. Θα χρειαστεί να μεσολαβήσει ο τραγικός του θάνατος, για να περάσει κι ο Καρυωτάκης στην αθανασία. Είναι φανερό πως το ποίημα γράφτηκε υπό την επίδραση μιας παρόμοιας συναισθηματικής κατάστασης, που παρουσιάζει τον ποιητή αλληλέγγυο με όλους τους περιφρονημένους κι άδοξους ποιητές των αιώνων.

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλέν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μποντλέρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τους είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δοσμένοι
που κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι;»

Βερλέν: Πωλ Βερλέν (1844-1896)· γνωστός Γάλλος ποιητής.
Ουγκό: Βίκτορ Ουγκό (1802-1885)· ονομαστός Γάλλος ποιητής και συγγραφέας.
Τιμωρίες: ποιητική συλλογή του Ουγκό, που εκδόθηκε το 1853 και περιλαμβάνει κυρίως βίαιους σατιρικούς στίχους κατά του Ναπολέοντα Γ΄.
την τρομερή... μεθούνε: με τους στίχους της προηγούμενης συλλογής οι Ουγκό (ο Ουγκό) μεθούνε την τρομερή εκδίκηση των Ολυμπίων (θεών).
Πόε: Έντγκαρ Άλαν Πόε (1809-1899)· ονομαστός Αμερικανός συγγραφέας και ποιητής.
Μποντλέρ: Κάρολος Μποντλέρ (1821-1867)· Γάλλος ποιητής. Η ποιητική του συλλογή «Άνθη του κακού» αποτέλεσε σταθμό στη γαλλική ποίηση.
νεκροί: σα νεκροί
μπαλάντα: είδος επικολυρικού ποιήματος, που συνήθως αποτελείται από τέσσερις στροφές (οι τρεις είναι οκτάστιχες, η τέταρτη που λέγεται επωδός, είναι τετράστιχη). Όλες οι στροφές επαναλαμβάνουν στο τέλος τον ίδιο στίχο, που παίζει το ρόλο του γυρίσματος (ρεφρέν). Η μπαλάντα γνώρισε μεγάλη ακμή στο Μεσαίωνα. Κατά το 19ο αιώνα τη χρησιμοποίησαν πολλοί μεγάλοι ποιητές στην Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία. Το είδος του μέτρου και ο αριθμός των συλλαβών στους στίχους κάθε στροφής δεν είναι καθορισμένα· οι στροφές όμως κάθε μπαλάντας πρέπει να ‘χουν το ίδιο μέτρο και ως προς τον αριθμό των στίχων μπορεί να έχουν από εφτά μέχρι δεκατρείς· συνήθως οι στροφές έχουν δέκα ή οκτώ στίχους και, αντίστοιχα, τέσσερις ή τρεις ομοιοκαταληξίες. (Στην μπαλάντα του Καρυωτάκη η κάθε στροφή έχει οκτώ στίχους και τρεις ομοιοκαταληξίες).
έρεβος: βαθύ σκοτάδι.
Σημείωση: Οι παραπάνω ποιητές (κυρίως οι Βερλέν, Πόε, Μποντλέρ) επηρέασαν αποφασιστικά και ανανέωσαν τη νεότερη ποίηση. Στη ζωή τους όμως γνώρισαν πολλές δυσκολίες, που οφείλονταν ή στις πολιτικές τους δραστηριότητες (περίπτωση Ουγκό) ή στις προσωπικές τους αδυναμίες και στην τόλμη που είχαν να γράψουν ποιήματα, τα οποία συγκρούονταν με τις καθιερωμένες αντιλήψεις. Γι’ αυτό κι ο ποιητής χρησιμοποιεί τα επίθετα μισημένοι, δυστυχισμένοι, (σαν) νεκροί.

Ο Καρυωτάκης συνθέτει την μπαλάντα του αυτή για να τιμήσει όλους εκείνους τους επίδοξους ποιητές που παρά τις προσπάθειές τους δεν κέρδισαν και δεν πρόκειται να κερδίσουν την πολυπόθητη αναγνώριση. Χιλιάδες ποιητές, οι οποίοι είτε γιατί το έργο τους δεν είχε ιδιαίτερη αξία είτε γιατί δεν έλαβε την αναγκαία προσοχή, μένουν στην αφάνεια και ξεχνιούνται, χωρίς ποτέ να μάθει κανείς γι’ αυτούς και το έργο τους.
Στους άδοξους ποιητές των αιώνων, βέβαια, συγκαταλέγει ο Καρυωτάκης και τον εαυτό του, μιας κι η πρώτη του ποιητική συλλογή δεν είχε την ανταπόκριση που προσδοκούσε. Έτσι, κρίνοντας από την πρώτη του προσπάθεια και μη γνωρίζοντας φυσικά τη διάδοση που θα αποκτούσαν τα ποιήματά του στο μέλλον, ο ποιητής αντικρίζει απογοητευμένος το ενδεχόμενο της αποτυχίας.

Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλέν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.

Το ποίημα γενικότερα και οι δύο πρώτες στροφές ειδικότερα ξεκινούν με αναφορές σε πολύ σημαντικούς ποιητές, οι οποίοι επηρέασαν με το έργο τους την ποιητική τέχνη και απέκτησαν μεγάλη φήμη. Ποιητές, όμως, που παρά το γεγονός ότι κατέκτησαν αιώνια δόξα, έζησαν πολύ δύσκολες καταστάσεις και γνώρισαν μεγάλες δυστυχίες. Έτσι, ο Καρυωτάκης προτάσσει το τίμημα της δόξας των γνωστών ποιητών, καθιστώντας σαφές πως η ποιητική καταξίωση δε σημαίνει απαραίτητα και προσωπική ευτυχία.
Τα πάθη, η εκκεντρικότητα, οι πολιτικές και προσωπικές πεποιθήσεις που έδωσαν μια ιδιαίτερη χροιά στην ποίηση των μεγάλων ποιητών, είναι παράλληλα κι οι αιτίες που τους οδήγησαν στη δυστυχία και τον κατατρεγμό.
Η θυελλώδης σχέση του Βερλέν με το νεότερό του ποιητή Άρθουρ Ρεμπό, είχε ως αποτέλεσμα να πάρει διαζύγιο απ’ τη γυναίκα του και να φυλακιστεί για δύο χρόνια, όταν μεθυσμένος χτύπησε το νεαρό σύντροφό του. Η ζωή του Βερλέν θα σημαδευτεί από τις καταχρήσεις και από τις συνεχείς περιπέτειες που προέκυπταν απ’ την αστάθεια στον επαγγελματικό και προσωπικό τομέα. 
Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι οι Βερλέν -ο Καρυωτάκης χρησιμοποιεί πληθυντικό για να συμπεριλάβει στο παράδειγμα του συγκεκριμένου ποιητή κι άλλους σημαντικούς δημιουργούς που είχαν παρόμοια προβλήματα στη ζωή τους.
Σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί: με την παρομοίωση αυτή ο ποιητής υπονοεί την έντονη αλλαγή στη ζωή του Βερλέν, ο οποίος παρά το γεγονός ότι γεννήθηκε σε μια ευκατάστατη οικογένεια και είχε τη δυνατότητα να ζήσει έναν οικονομικά άνετο βίο, κατέληξε φτωχός να πασχίζει για την οικονομική του επιβίωση.
Ο Βερλέν, επομένως, παρασυρμένος από το πάθος του για τον Ρεμπό, κατέστρεψε το γάμο του και τις επαγγελματικές του προοπτικές, αντιμετωπίζοντας μια σειρά προβλημάτων, κέρδισε όμως τον πλούτο μιας σημαντικής ποιητικής παραγωγής.
ρίμα πλούσια και αργυρή: Στο στίχο αυτό έχουμε το σχήμα της συνεκδοχής, υπό την έννοια πως ο ποιητής αντί να χρησιμοποιήσει τον όρο ποιήματα, για να αναφερθεί στην ποιητική δημιουργία, χρησιμοποιεί ένα γνώρισμα της ποίησης, την ομοιοκαταληξία.
Στους στίχους αυτούς, επίσης, έχουμε μια σειρά μεταφορών: πικρή, μαραίνονται, ρίμα πλούσια και αργυρή.

Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.

Ο Βίκτωρ Ουγκώ υπήρξε ένας από τους πιο ένδοξους ποιητές και συγγραφείς της Γαλλίας, με παγκόσμια αναγνώριση, που είχε την ευτυχία κατά τη διάρκεια της ζωής του να γνωρίσει την αποθέωση από τους συμπατριώτες του.
Το 1851 ο Ναπολέων Γ΄ θα αναδειχθεί με πραξικόπημα αυτοκράτορας της Γαλλίας κι ο Ουγκώ, αφού εκφράσει με έντονο τρόπο την εναντίωσή του, θα αυτοεξοριστεί από τη χώρα, για να γλιτώσει τη δίωξη από το νέο αυτοκράτορα.
Με τη συλλογή Τιμωρίες ο ποιητής θα επικρίνει τον Ναπολέοντα Γ΄ και θα προαναγγείλει την επικράτηση της δημοκρατίας στη Γαλλία. Με τους αυστηρούς στίχους του είναι σα να προκαλεί ο ποιητής την τιμωρία του από τους θεούς, αφού στρέφεται κατά του Αυτοκράτορα, που είχε τη δύναμη να τον εκδικηθεί.
Η εικοσαετής αυτοεξορία είναι το τίμημα που θα πληρώσει ο Ουγκώ για τις αντιμοναρχικές απόψεις του και για την επιθυμία του να δει τη Γαλλία δημοκρατούμενη.

Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Ο Καρυωτάκης, πάντως, παρά τις δυσκολίες που βίωσαν οι σημαντικοί ποιητές θεωρεί πως είχαν τουλάχιστον την ευκαιρία να δοξαστούν και να διασώσουν το όνομά τους από τη λήθη, γι’ αυτό και θέλει να αφιερώσει τη λυπητερή μπαλάντα του, στους άδοξους ποιητές.
Στο ποίημα του Καρυωτάκη λανθάνει μια σύγκριση ανάμεσα στους ένδοξους και τους άδοξους ποιητές, όπου οι πρώτοι έχουν τη φήμη τους ως αντιστάθμισμα για τα βάσανα της ζωής τους, ενώ οι δεύτεροι δεν έλαβαν καν αυτή την παρηγοριά. Έτσι, ο ποιητής επιχειρεί να ισορροπήσει αυτή την αδικία, αναλαμβάνοντας να συνθέσει ένα ποίημα για όλους τους ομοτέχνους του που παρά τις προσπάθειές τους ξεχάστηκαν πλήρως.

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μποντλέρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τους είναι χαρισμένη.

Στη δεύτερη στροφή ο ποιητής κάνει μια πιο σύντομη αναφορά στους ένδοξους ποιητές κι αφιερώνει περισσότερους στίχους στους άδοξους.
Ο Έντγκαρ Άλαν Πόε υπήρξε σημαντικότατος συγγραφέας και ποιητής, ο οποίος είχε στη ζωή του πολλές οικονομικές δυσκολίες, ενώ ο θάνατος σε νεαρή ηλικία της συζύγου -και πρώτης ξαδέρφης του- τον οδήγησε στον αλκοολισμό.
Ο Κάρολος Μποντλέρ, αν και στην πορεία αναγνωρίστηκε ως ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους ποιητές, κατά τη διάρκεια της ζωής του αντιμετώπισε έντονα οικονομικά προβλήματα, εξαρτήσεις και φυσικά τη δριμεία κριτική για το τολμηρό περιεχόμενο των ποιημάτων του.
Η δυστυχία και η αδυναμία βίωσης της ζωής στην πληρότητά της, χαρακτηρίζουν τους ένδοξους ποιητές (εζήσανε νεκροί: οξύμωρο σχήμα), οι οποίοι πάντως ανταμείβονται με την αθανασία. Το όνομά τους θα μείνει για πάντα στη μνήμη των ανθρώπων, καθώς μέσα από το έργο τους κατόρθωσαν να συγκινήσουν και να εμπνεύσουν το αναγνωστικό κοινό.

Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Στον αντίποδα βρίσκονται οι άδοξοι ποιητές, τους οποίους σκεπάζει το σκοτάδι και κανείς δε μιλά γι’ αυτούς, μιας και το έργο τους δεν είχε ποτέ την αναγκαία αξία για να τους χαρίσει τη φήμη.
Οι στιχουργοί αυτοί -ο Καρυωτάκης δεν τους αποκαλεί ποιητές, για να τονιστεί πως το έργο τους δεν είχε τις απαιτούμενες ποιητικές αρετές- στιχουργούνε ανάξια γράφουν στίχους, που δεν έχουν καμία αξία. Εντούτοις, ο ποιητής τους προσφέρει την μπαλάντα του, ως ένδειξη τιμής, για την προσπάθεια που ενσυνείδητα, αλλά μάταια κατέβαλαν.

Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δοσμένοι
που κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.

Η τρίτη στροφή του ποιήματος ασχολείται αποκλειστικά με τους άδοξους ποιητές, σε μια προσπάθεια του ποιητικού υποκειμένου να παρουσιάσει πληρέστερα τη ζωή των ανθρώπων εκείνων που αφιέρωσαν τη ζωή τους στην ποίηση, χωρίς ποτέ να βρουν την αναγνώριση που προσδοκούσαν.
Οι επίδοξοι ποιητές βρίσκονται αντιμέτωποι με την περιφρόνηση του κόσμου, υπό την έννοια πως δεν έχουν κατορθώσει να αποκτήσουν φήμη και να γνωρίσουν την επιτυχία, παρά τη μεγάλη αφοσίωση που δείχνουν στο έργο τους. Έτσι, μπροστά στην περιφρόνηση των άλλων οι επίδοξοι ποιητές διατηρούν την περηφάνια τους, έχοντας πάντοτε την ψευδαίσθηση πως η Δόξα τους περιμένει, και αργά ή γρήγορα θα δικαιωθούν για τις θυσίες που έκαναν.
Ο Καρυωτάκης τους χαρακτηρίζει «χλωμούς» θέλοντας να αποδώσει την κούραση και τη διαρκή απομόνωση των ανθρώπων αυτών, που αφιερώνουν όλο τους το χρόνο στην ποιητική τέχνη.
Οι προσδοκίες τους, όμως, διαψεύδονται κι ο ποιητής γνωρίζει πως στο τέλος κανείς δεν πρόκειται να μάθει για τους επίδοξους αυτούς ποιητές, οι οποίοι θα παραμείνουν στην αφάνεια, μιας και δεν είχαν τίποτε το ουσιώδες να προσφέρουν με τους στίχους τους. Γι’ αυτό, λοιπόν, τους αφιερώνει τη μπαλάντα του, θέλοντας να τους αποδώσει την ελάχιστη αυτή τιμή, για τις φιλότιμες, αλλά μάταιες προσπάθειές τους.
Ο Καρυωτάκης τονίζει εκ νέου πως η μπαλάντα του είναι θλιβερή (στην πρώτη στροφή την είχε χαρακτηρίσει λυπητερή), καθώς πρόκειται για ένα ποίημα που επιχειρεί να αποτυπώσει όλο τον πόνο και την απογοήτευση των χιλιάδων δημιουργών που ανά τους αιώνες πόθησαν να καταξιωθούν με το ποιητικό έργο τους, αλλά ποτέ δεν το κατάφεραν.
Συνάμα, η μπαλάντα αυτή εκφράζει και την απογοήτευση του ίδιου του ποιητή, που παρά τις προσδοκίες του, δεν κατόρθωσε με τη μέχρι τώρα δημιουργία του να λάβει αναγνώριση και τιμή.

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι;»

Η τελευταία στροφή της μπαλάντας του Καρυωτάκη εκφράζει με μιαν αντίφαση την προσδοκία του για το μέλλον. Ενώ, δηλαδή, ο ποιητής θέλει να διατηρηθεί το έργο του και σε μελλοντικές εποχές, γεγονός που θα σήμαινε αναγνώριση της αξίας του, εντούτοις εκφράζει την επιθυμία να αναρωτηθούν οι μελλοντικοί αναγνώστες ποιος ήταν ο άδοξος ποιητής που συνέθεσε αυτή την πενιχρή μπαλάντα για τους άδοξους ποιητές.
Η αμφιθυμία αυτή του Καρυωτάκη εκφράζει τις αντικρουόμενες ελπίδες και ανησυχίες του, καθώς ενώ πιστεύει πως το έργο του δε θα ξεχαστεί, έχει συνάμα και το φόβο πως δεν πρόκειται τελικά να αποκτήσει τη φήμη που επιθυμεί.

Ερωτήσεις σχολικού:

1. Πώς έζησαν στη ζωή τους οι Βερλέν, Πόε και Μποντλέρ και τι τους απομένει ως αντιστάθμισμα;

Οι σημαντικοί αυτοί ποιητές έζησαν δυστυχισμένοι, με σοβαρά οικονομικά προβλήματα, κατατρεγμούς και απόρριψη από τους ανθρώπους της εποχής τους. Ο διαφορετικός τρόπος σκέψης, ο προκλητικός τρόπος ζωής και η αδυναμία τους να προσαρμοστούν σε μια καλώς οργανωμένη και συνηθισμένη ζωή, τους ώθησε σε πολλές περιπέτειες και τους προκάλεσε ποικίλα προβλήματα. Εντούτοις, το γεγονός πως, έστω και μετά το θάνατό τους, καταξιώθηκαν και αναγνωρίστηκε το ταλέντο τους, λειτουργεί ως αντιστάθμισμα για τις πίκρες που γνώρισαν όσο ζούσαν.

2. Πώς παρουσιάζεται προοδευτικά η θέση των άδοξων ποιητών στις τρεις πρώτες στροφές; Σε ποια απ’ αυτές μας δίδεται μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα του δράματός τους;

Στην πρώτη στροφή ο Καρυωτάκης αφιερώνει δύο στίχους για τους άδοξους ποιητές, στη δεύτερη πέντε, ενώ στην τρίτη και τους οκτώ.
Στην πρώτη στροφή διατυπώνει απλώς την επιθυμία του να αφιερώσει μια λυπητερή μπαλάντα στους άδοξους ποιητές. Στη δεύτερη στροφή δίνει πιο εμφατικά το γεγονός πως, σε αντίθεση με τους γνωστούς ποιητές, κανείς δεν μπαίνει στη διαδικασία να μιλήσει για τους άδοξους ποιητές, και γι’ αυτό τους σκεπάζει το βαρύ σκοτάδι. Παρόλο που το έργο του υπήρξε ανάξιο, ο ποιητής θέλει να τους προσφέρει μια μπαλάντα, για να τους τιμήσει.
Στην τρίτη στροφή πάντως ο Καρυωτάκης περιγράφει πιο αναλυτικά τη ζωή αυτών των άδοξων ποιητών, που το μόνο που γνώρισαν στη ζωή τους ήταν η περιφρόνηση. Παρά τις προσπάθειές τους και παρά το γεγονός ότι πάντοτε πίστευαν πως είναι θέμα χρόνου να δοξαστούν, έμειναν τελικά στην αφάνεια και ξεχάστηκαν.

3. Γιατί αισθάνθηκε ο Καρυωτάκης την ανάγκη να γράψει ποίημα για τους άδοξους ποιητές των αιώνων;

Ο Καρυωτάκης συνθέτει το ποίημά του ως μια ελάχιστη ένδειξη τιμής προς τους ποιητές εκείνους που ενώ αφιέρωσαν τη ζωή τους στην ποίηση, δε γνώρισαν ποτέ την αναγνώριση. Η ανάγκη του αυτή μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός πως κι ο ίδιος φοβάται πως δεν πρόκειται να γνωρίσει τη δόξα και την αναγνώριση που επιθυμεί. Εφόσον η πρώτη του συλλογή δεν είχε την προσδοκώμενη ανταπόκριση από το κοινό, ο ποιητής ανησυχεί πως οι προσπάθειές του και οι ποιητικές του ικανότητες θα περάσουν απαρατήρητες και θα παραμείνει κι ο ίδιος ένας άδοξος ποιητής.

4. Ο ποιητής χαρακτηρίζει την μπαλάντα του πενιχρή. Δικαιολογείται αυτός ο χαρακτηρισμός;

Το ποίημα του Καρυωτάκη από άποψη τεχνοτροπίας είναι άρτιο και αποτελεί εξαίρετο δείγμα μπαλάντας. Επομένως, υπ’ αυτή την έννοια η μπαλάντα του δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «πενιχρή». Εντούτοις, ο ποιητής κατανοεί πως μπροστά στο μεγάλο πόνο που βίωσαν όλοι αυτοί οι ποιητές, που είδαν τις προσδοκίες και τα όνειρά τους να διαψεύδονται, το ποίημά του δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε το ουσιαστικό, γι’ αυτό και το χαρακτηρίζει πενιχρό. Άλλωστε, όντας εκείνη τη στιγμή κι ο ίδιος ένας άδοξος ποιητής, αντικρίζει το ποίημά του, όπως θα το έκρινε κάποιος που δε γνώριζε και δεν είχε καμία εκτίμηση για το δημιουργό αυτής της μπαλάντας. Εντοπίζουμε, δηλαδή, απηχήσεις της πικρίας του Καρυωτάκη για το γεγονός πως δεν είχε εκτιμηθεί το έργο του, παρά το γεγονός πως ο ίδιος ένιωθε σίγουρος για την ποιητική του ικανότητα. Ένας αυτοσαρκασμός από τη μεριά του Καρυωτάκη, που ένιωθε το φόβο πως η ποιητική του παραγωγή θα έμενε στην αφάνεια, σα να ήταν ανάξια προσοχής.

5. Ο ποιητής ακολουθεί την τεχνοτροπία του συμβολισμού και γι’ αυτό προσέχει πολύ την επεξεργασία του στίχου αποτέλεσμα της επεξεργασίας είναι η μουσικότητα και η πλούσια ομοιοκαταληξία. Μπορείτε να δικαιολογήσετε αυτή την άποψη;

Η μπαλάντα του Καρυωτάκη έχει προσεγμένη ομοιοκαταληξία καθώς και ποικίλα σχήματα λόγου που ενισχύουν τη μουσικότητα των στίχων.
Η ομοιοκαταληξία στις τρεις πρώτες στροφές του ποιήματος ακολουθεί το ίδιο σχήμα: ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο, ο δεύτερος με τον τέταρτο, πέμπτο και έβδομο, ενώ ο έκτος με τον όγδοο. Έχουμε δηλαδή στις τρεις πρώτες στροφές: αβαββγβγ.
Ενώ στην τέταρτη τετράστιχη στροφή έχουμε πλεχτή ομοιοκαταληξία με τον πρώτο στίχο να ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο και τον δεύτερο με τον τέταρτο, ενώ συνάμα ο πρώτος και τρίτος στίχος ομοιοκαταληκτούν με τους δεύτερο, τέταρτο, πέμπτο και έβδομο των προηγούμενων στροφών, ενώ ο δεύτερος και τέταρτος ομοιοκαταληκτούν με τους έκτο και όγδοο των προηγούμενων στροφών (βγβγ).
Η μουσικότητα του ποιήματος, πέρα από την ομοιοκαταληξία ενισχύεται με:
- το μέτρο: οι στίχοι του ποιήματος είναι ενδεκασύλλαβοι και δεκασύλλαβοι κι έχουν γραφτεί σε ιαμβικό μέτρο, έχουμε δηλαδή εναλλαγή μίας άτονης και μίας τονισμένης συλλαβής. Για παράδειγμα: Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε (ως τόνος δε λογίζεται μόνο ο γραμματικός τόνος, αλλά και ο μουσικός τόνος που δίνεται κατά την ανάγνωση σε συμφωνία με το μέτρο του ποιήματος).
- την επανάληψη του στίχου «μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι» που τίθεται ως καταληκτικός στίχος όλων των στροφών και λειτουργεί ως το γύρισμα (ρεφρέν) της μπαλάντας.
- τις παρηχήσεις σε διάφορους στίχους. Για παράδειγμα, στους δύο πρώτους στίχους, έχουμε παρήχηση του «σ»: “Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι, /σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί.”
Ενώ στους δύο επόμενους έχουμε παρήχηση του «ρ»: “μαραίνονται οι Βερλέν· τους απομένει / πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή”

Κώστας Καρυωτάκης "Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων"

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Jeff Haynie

Ερμηνευτική προσέγγιση στο ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη  «Μπαλάντα Στους Άδοξους Ποιητές Των Αιώνων»

Ένας εικοσιπεντάχρονος ποιητής –ο Καρυωτάκης των Νηπενθών (συλλογή του 1921)— εμφανίζεται να σπάει όρια χρονικά και όρια εθνικά και να επιχειρεί μία ποιητική αποκατάσταση όλων των άδοξων ποιητών, όλων των καιρών και όλων των τόπων. Εκείνο που μένει να αποδειχθεί είναι το εάν το ποιητικό αποτέλεσμα, ανταποκρίνεται στη φιλόδοξη δήλωση του τίτλου. Και μόνη η ανάγνωση του ποιήματος με την εξαιρετική ευρυθμία, αποδεικνύει πως δεν είναι καθόλου μικρό το στιχουργικό επίτευγμα της μπαλάντας. Και είναι αυτή που ανακαλεί αμέσως την ερώτηση: “Τι είναι από άποψη μορφής η μπαλάντα;”. Αντί να ανατρέξουμε στους ορισμούς των παλιών γραμματολογιών -στις οποίες αξίζει να σημειωθεί ότι η μπαλάντα του Καρυωτάκη θεωρείται ως υπόδειγμα μπαλάντας “παγίου είδους”, μπορούμε μαζί με τα παιδιά να ζητήσουμε από το ίδιο το ποίημα να μας αποκαλύψει σταδιακά τα μυστικά της τεχνικής του.
Αν λοιπόν η μπαλάντα του Καρυωτάκη είναι μπαλάντα-υπόδειγμα, μια μορφική της διερεύνηση μας δίνει τα εξής στοιχεία:
1. Πρόκειται για ένα ποίημα που αποτελείται από τέσσερις ιαμβικές στροφές εκ των οποίων οι τρεις πρώτες είναι οκτάστιχες και η τελευταία τετράστιχη.
2. Σταθερά επαναλαμβανόμενος ο τελευταίος στίχος κάθε στροφής, συνεισφέρει καταλυτικά στην ευρυθμία του αποτελέσματος και αποτελώντας ένα είδος μουσικής επωδού (ρεφρέν), αποτελεί το διακριτό στοιχείο σύζευξης της ποιητικής με την μουσική μπαλάντα.
3. Το εντυπωσιακότερο όμως μορφικό στοιχείο, είναι αυτό που προκύπτει από τη συστηματική διερεύνηση της ομοιοκαταληξίας του ποιήματος, αφού είναι ακριβώς αυτή που κάνει απολύτως ορατό τον μεγάλο ποιητικό μόχθο που προηγήθηκε της σύνθεσης του ποιήματος. Διερευνώντας την ομοιοκαταληξία της πρώτης στροφής του ποιήματος διαπιστώνουμε πως έχει την εξής μορφή: αβαββγβγ.
Η έκπληξή μας μεγαλώνει όταν διαπιστώσουμε ότι ο ίδιος τύπος ρίμας υιοθετείται και στην δεύτερη στροφή και γίνεται θαυμασμός για το στιχουργικό επίτευγμα, όταν αυτός ακριβώς ο τύπος επαληθεύεται και στην τρίτη στροφή.
Όσο για την τελευταία τετράστιχη στροφή, διαπιστώνουμε ότι η ρίμα της βρίσκεται σε παραλληλία με τους τέσσερις τελευταίους στίχους των τετράστιχων στροφών και έχει τον τύπο βγβγ.
Το ίδιο το ποίημα λοιπόν παρέχει το υλικό για να καταλήξουμε σε ένα ορισμό του τι είναι μπαλάντα, χωρίς να χρειασθεί να καταφύγουμε σε άγονες απομνημονεύσεις ορισμών.
Πάντως την βαθιά γνώση του είδους αποκαλύπτει όχι μόνον η πρωτότυπη ποιητική παραγωγή του Καρυωτάκη, αλλά και η λαμπρή μετάφρασή του “Της Μπαλάντας των κυριών του παλιού καιρού” του Φρανσουά Βιγιόν (η οποία ανθολογείται στο βιβλίο Κείμενα Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας της Β΄ Λυκείου).
Αλλά, μιας και έχουμε πια εισέλθει στο ποιητικό εργαστήριο του Καρυωτάκη, είναι καιρός να δούμε αν αυτό το μορφικό επίτευγμα βρίσκει στο περιεχόμενο της μπαλάντας μία ουσιαστικότερη δικαίωση.
Ήδη οι πρώτοι στίχοι του ποιήματος διαγράφουν τα όρια ενός κόσμου ποιητικού που εγκάτοικοί του είναι ποιητές, όπως ο Ουγκώ, ο Βερλαίν, ο Μπωντλαίρ και ο Πόε. Ας δούμε τι αποφέρει ο συνοπτικός απολογισμός του ποιητικού αυτού κόσμου:
Στην πρώτη στροφή αναφέρονται επωνύμως οι Βερλαίν και Ουγκώ. Ο πρώτος, σαφώς καταραμένος ποιητής που έζησε μισημένος από θεούς και ανθρώπους. Από το ποιητικό έργο του Ουγκώ μνημονεύονται οι Τιμωρίες, ποίημα σύγκρουσης με την εξουσία του Ναπολέοντα του Γ΄, το οποίο έφερε σε δυσμένεια το δημιουργό του. Και οι δύο, παρά τη σύγκρουση του πρώτου με το κοινωνικό του περιβάλλον και παρά τις περιπέτειες του δεύτερου, έχουν αποκομίσει μία πολύτιμη συγκομιδή: τον πλούτο της ρίμας και τη θέση κοντά στους Ολυμπίους. Το “μα εγώ” του στ΄ στίχου είναι η πρώτη εμφάνιση του ποιητικού υποκειμένου και ταυτοχρόνως αποτελεί τη σηματοδότηση του ορίου πάνω στο οποίο ισορροπεί ο δημιουργός της μπαλάντας.
Στη δεύτερη στροφή, σε αντίθεση με την πρώτη, στην οποία οι επώνυμες αναφορές κάλυπταν τους πέντε πρώτους στίχους, έχουμε μία συνοπτικότερη αναφορά-τριών μόλις στίχων- σε άλλους δύο επίσης σπουδαίους δημιουργούς, στον Πόε και στον Μπωντλαίρ. Ο απολογισμός: δυστυχισμένος ο Πόε και νεκρός ο Μπωντλαίρ, αλλά και οι δύο με το κέρδος της αθανασίας.
Ακολουθεί η πικρή διαπίστωση:
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
καί το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Για ποιο έρεβος πρόκειται; Μα σαφώς για το έρεβος του πραγματικού θανάτου που για τον Καρυωτάκη είναι συνώνυμος της λήθης. Και στο θάνατο αυτόν, αυτός ο πλέον πεισιθάνατος από τους ποιητές μας αντιστέκεται με πάθος σε όλο το εύρος του ποιητικού του έργου. Έτσι, την ίδια στιγμή που διαπιστώνει πικρά την αδικία που έχει διαπράξει ο χρόνος σε βάρος των αδόξων ποιητών (“Κανένας όμως δεν ανιστορεί”), επανορθώνει την αδικία αυτή —αφού “ανιστορεί” η μπαλάντα(και ανιστορώντας, απονέμοντας δηλαδή συλλογικά και γενναιόδωρα την υστεροφημία, ανασύρει τους άδοξους. ποιητές από το έρεβος της λησμονιάς. Αν η αδικία είναι η λήθη, η μνήμη είναι δικαιοσύνη και δικαίωση, ακόμα και γι’ αυτούς που “ανάξια στιχουργούνε”.
Από το σημείο αυτό και εξής το ποίημα επικεντρώνει το ενδιαφέρον του “στους ποιητές άδοξοι που ’ναι”. Αξίζει να επισημανθεί ως λαμπρό δομικό στοιχείο του ποιήματος το ζύγιασμα των στίχων του, κατά τρόπον ώστε να φανεί ότι ο δημιουργός της μπαλάντας βρίσκεται μετεωριζόμενος στο μεταίχμιο δύο διαφορετικών ποιητικών κόσμων. Στις επόμενες στροφές θα κάνει ένα γενναίο βήμα προς τους ενοίκους του σκοτεινού κόσμου της λήθης, πάντοτε όμως με την απελπισμένη, αλλά πείσμονα πρόθεση να τους ανασύρει στη χώρα της ποιητικής αθανασίας.
Στην τρίτη στροφή η αιτιολόγηση του εγχειρήματος συνοδεύεται από την επισήμανση της τραγικότητας των αδόξων, από την οποία δεν απουσιάζει ο γνώριμος (ο αναμεμιγμένος συχνά με μια μεγαλόψυχη συμπάθεια, όταν έχει ως στόχο του τους αδύναμους, καρυωτακικός σαρκασμός (Η σχέση των αδόξων με τη Δόξα είναι σχέση ερωτική, μονίμως όμως ανολοκλήρωτη):
Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι καί ωχροί,
στήν τραγικήν απάτη τους δομένοι
πώς κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Η τελευταία στροφή της “Μπαλάντας” παρουσιάζει ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον:
Καί κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
“Ποιος άδοξος ποιητής” θέλω να πούνε
“την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι”;
Δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε στον Καρυωτάκη ποιητική γενναιοδωρία, όταν διαπιστώνουμε πως δεν αρκείται στο να ανασύρει από το έρεβος τους άδοξους, αλλά κατατάσσει και τον ίδιο τον εαυτό του στις τάξεις τους. Ταυτοχρόνως όμως, παρά την αμφιβολία και τον αυτοσαρκασμό του (“πενιχρή”) δεν μπορεί παρά να δει κανείς μία απεγνωσμένη ελπίδα συνομιλίας με το μέλλον (“θέλω να πούνε”). Η αντίφαση -που δεν είναι η μοναδική μέσα στο ποίημα-, στην τελευταία αυτή τετράστιχη στροφή, είναι ολοφάνερη η απόπειρα να ερμηνευθεί, μπορεί να γίνει αφορμή μιας ενδιαφέρουσας συζήτησης:
• Ένας μικρός και άδοξος αναμετριέται με το δυσκολότερο μέγεθος, εκείνο του χρόνου.
• Ένας μικρός και άδοξος διεκδικεί με ένα και μόνο ποίημα να απονείμει υστεροφημία σε όλους τους αδόξους όλων των εποχών.
• Ένας μικρός και αυτοαποκαλούμενος άδοξος διεκδικεί συνομιλία με τους μελλούμενους καιρούς.
Η αντίφαση αίρεται αν αναρωτηθεί κανείς: “Πόσο μικρός και πόσο στ’ αλήθεια άδοξος είναι ο ποιητής αυτός;”
Ιδιοσυγκρασιακά συγγενεύει με τους επώνυμους που ανέφερε. Μήπως όμως το ίδιο δεν ισχύει και από την άποψη της συνείδησης της ποιητικής του αξίας;
Η ποιητική μεγαλοσύνη περισσεύει στον Καρυωτάκη και είναι ανήμπορη η γενναιότητα του αυτοσαρκασμού του να την περιορίσει· ξεπροβάλλει επίμονα και γεννά αντιφάσεις που όμως είναι ευπρόσδεκτες, αν σκεφτεί κανείς ότι πάνω στο έδαφος της σύγκρουσης των ζωηρών εσωτερικών αντιφάσεων γεννιέται συχνά η μεγάλη ποίηση.

Πηγή: Οδηγίες για τη διδασκαλία των φιλολογικών μαθημάτων στο Γενικό Λύκειο (ΟΕΔΒ)
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...