Jeff Haynie
Ερμηνευτική προσέγγιση στο ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη «Μπαλάντα Στους Άδοξους Ποιητές Των Αιώνων»
Ένας εικοσιπεντάχρονος ποιητής –ο Καρυωτάκης των Νηπενθών (συλλογή του 1921)— εμφανίζεται να σπάει όρια χρονικά και όρια εθνικά και να επιχειρεί μία ποιητική αποκατάσταση όλων των άδοξων ποιητών, όλων των καιρών και όλων των τόπων. Εκείνο που μένει να αποδειχθεί είναι το εάν το ποιητικό αποτέλεσμα, ανταποκρίνεται στη φιλόδοξη δήλωση του τίτλου. Και μόνη η ανάγνωση του ποιήματος με την εξαιρετική ευρυθμία, αποδεικνύει πως δεν είναι καθόλου μικρό το στιχουργικό επίτευγμα της μπαλάντας. Και είναι αυτή που ανακαλεί αμέσως την ερώτηση: “Τι είναι από άποψη μορφής η μπαλάντα;”. Αντί να ανατρέξουμε στους ορισμούς των παλιών γραμματολογιών -στις οποίες αξίζει να σημειωθεί ότι η μπαλάντα του Καρυωτάκη θεωρείται ως υπόδειγμα μπαλάντας “παγίου είδους”, μπορούμε μαζί με τα παιδιά να ζητήσουμε από το ίδιο το ποίημα να μας αποκαλύψει σταδιακά τα μυστικά της τεχνικής του.
Αν λοιπόν η μπαλάντα του Καρυωτάκη είναι μπαλάντα-υπόδειγμα, μια μορφική της διερεύνηση μας δίνει τα εξής στοιχεία:
1. Πρόκειται για ένα ποίημα που αποτελείται από τέσσερις ιαμβικές στροφές εκ των οποίων οι τρεις πρώτες είναι οκτάστιχες και η τελευταία τετράστιχη.
2. Σταθερά επαναλαμβανόμενος ο τελευταίος στίχος κάθε στροφής, συνεισφέρει καταλυτικά στην ευρυθμία του αποτελέσματος και αποτελώντας ένα είδος μουσικής επωδού (ρεφρέν), αποτελεί το διακριτό στοιχείο σύζευξης της ποιητικής με την μουσική μπαλάντα.
3. Το εντυπωσιακότερο όμως μορφικό στοιχείο, είναι αυτό που προκύπτει από τη συστηματική διερεύνηση της ομοιοκαταληξίας του ποιήματος, αφού είναι ακριβώς αυτή που κάνει απολύτως ορατό τον μεγάλο ποιητικό μόχθο που προηγήθηκε της σύνθεσης του ποιήματος. Διερευνώντας την ομοιοκαταληξία της πρώτης στροφής του ποιήματος διαπιστώνουμε πως έχει την εξής μορφή: αβαββγβγ.
Η έκπληξή μας μεγαλώνει όταν διαπιστώσουμε ότι ο ίδιος τύπος ρίμας υιοθετείται και στην δεύτερη στροφή και γίνεται θαυμασμός για το στιχουργικό επίτευγμα, όταν αυτός ακριβώς ο τύπος επαληθεύεται και στην τρίτη στροφή.
Όσο για την τελευταία τετράστιχη στροφή, διαπιστώνουμε ότι η ρίμα της βρίσκεται σε παραλληλία με τους τέσσερις τελευταίους στίχους των τετράστιχων στροφών και έχει τον τύπο βγβγ.
Το ίδιο το ποίημα λοιπόν παρέχει το υλικό για να καταλήξουμε σε ένα ορισμό του τι είναι μπαλάντα, χωρίς να χρειασθεί να καταφύγουμε σε άγονες απομνημονεύσεις ορισμών.
Πάντως την βαθιά γνώση του είδους αποκαλύπτει όχι μόνον η πρωτότυπη ποιητική παραγωγή του Καρυωτάκη, αλλά και η λαμπρή μετάφρασή του “Της Μπαλάντας των κυριών του παλιού καιρού” του Φρανσουά Βιγιόν (η οποία ανθολογείται στο βιβλίο Κείμενα Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας της Β΄ Λυκείου).
Αλλά, μιας και έχουμε πια εισέλθει στο ποιητικό εργαστήριο του Καρυωτάκη, είναι καιρός να δούμε αν αυτό το μορφικό επίτευγμα βρίσκει στο περιεχόμενο της μπαλάντας μία ουσιαστικότερη δικαίωση.
Ήδη οι πρώτοι στίχοι του ποιήματος διαγράφουν τα όρια ενός κόσμου ποιητικού που εγκάτοικοί του είναι ποιητές, όπως ο Ουγκώ, ο Βερλαίν, ο Μπωντλαίρ και ο Πόε. Ας δούμε τι αποφέρει ο συνοπτικός απολογισμός του ποιητικού αυτού κόσμου:
Στην πρώτη στροφή αναφέρονται επωνύμως οι Βερλαίν και Ουγκώ. Ο πρώτος, σαφώς καταραμένος ποιητής που έζησε μισημένος από θεούς και ανθρώπους. Από το ποιητικό έργο του Ουγκώ μνημονεύονται οι Τιμωρίες, ποίημα σύγκρουσης με την εξουσία του Ναπολέοντα του Γ΄, το οποίο έφερε σε δυσμένεια το δημιουργό του. Και οι δύο, παρά τη σύγκρουση του πρώτου με το κοινωνικό του περιβάλλον και παρά τις περιπέτειες του δεύτερου, έχουν αποκομίσει μία πολύτιμη συγκομιδή: τον πλούτο της ρίμας και τη θέση κοντά στους Ολυμπίους. Το “μα εγώ” του στ΄ στίχου είναι η πρώτη εμφάνιση του ποιητικού υποκειμένου και ταυτοχρόνως αποτελεί τη σηματοδότηση του ορίου πάνω στο οποίο ισορροπεί ο δημιουργός της μπαλάντας.
Στη δεύτερη στροφή, σε αντίθεση με την πρώτη, στην οποία οι επώνυμες αναφορές κάλυπταν τους πέντε πρώτους στίχους, έχουμε μία συνοπτικότερη αναφορά-τριών μόλις στίχων- σε άλλους δύο επίσης σπουδαίους δημιουργούς, στον Πόε και στον Μπωντλαίρ. Ο απολογισμός: δυστυχισμένος ο Πόε και νεκρός ο Μπωντλαίρ, αλλά και οι δύο με το κέρδος της αθανασίας.
Ακολουθεί η πικρή διαπίστωση:
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
καί το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Για ποιο έρεβος πρόκειται; Μα σαφώς για το έρεβος του πραγματικού θανάτου που για τον Καρυωτάκη είναι συνώνυμος της λήθης. Και στο θάνατο αυτόν, αυτός ο πλέον πεισιθάνατος από τους ποιητές μας αντιστέκεται με πάθος σε όλο το εύρος του ποιητικού του έργου. Έτσι, την ίδια στιγμή που διαπιστώνει πικρά την αδικία που έχει διαπράξει ο χρόνος σε βάρος των αδόξων ποιητών (“Κανένας όμως δεν ανιστορεί”), επανορθώνει την αδικία αυτή —αφού “ανιστορεί” η μπαλάντα(και ανιστορώντας, απονέμοντας δηλαδή συλλογικά και γενναιόδωρα την υστεροφημία, ανασύρει τους άδοξους. ποιητές από το έρεβος της λησμονιάς. Αν η αδικία είναι η λήθη, η μνήμη είναι δικαιοσύνη και δικαίωση, ακόμα και γι’ αυτούς που “ανάξια στιχουργούνε”.
Από το σημείο αυτό και εξής το ποίημα επικεντρώνει το ενδιαφέρον του “στους ποιητές άδοξοι που ’ναι”. Αξίζει να επισημανθεί ως λαμπρό δομικό στοιχείο του ποιήματος το ζύγιασμα των στίχων του, κατά τρόπον ώστε να φανεί ότι ο δημιουργός της μπαλάντας βρίσκεται μετεωριζόμενος στο μεταίχμιο δύο διαφορετικών ποιητικών κόσμων. Στις επόμενες στροφές θα κάνει ένα γενναίο βήμα προς τους ενοίκους του σκοτεινού κόσμου της λήθης, πάντοτε όμως με την απελπισμένη, αλλά πείσμονα πρόθεση να τους ανασύρει στη χώρα της ποιητικής αθανασίας.
Στην τρίτη στροφή η αιτιολόγηση του εγχειρήματος συνοδεύεται από την επισήμανση της τραγικότητας των αδόξων, από την οποία δεν απουσιάζει ο γνώριμος (ο αναμεμιγμένος συχνά με μια μεγαλόψυχη συμπάθεια, όταν έχει ως στόχο του τους αδύναμους, καρυωτακικός σαρκασμός (Η σχέση των αδόξων με τη Δόξα είναι σχέση ερωτική, μονίμως όμως ανολοκλήρωτη):
Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι καί ωχροί,
στήν τραγικήν απάτη τους δομένοι
πώς κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Η τελευταία στροφή της “Μπαλάντας” παρουσιάζει ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον:
Καί κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
“Ποιος άδοξος ποιητής” θέλω να πούνε
“την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι”;
Δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε στον Καρυωτάκη ποιητική γενναιοδωρία, όταν διαπιστώνουμε πως δεν αρκείται στο να ανασύρει από το έρεβος τους άδοξους, αλλά κατατάσσει και τον ίδιο τον εαυτό του στις τάξεις τους. Ταυτοχρόνως όμως, παρά την αμφιβολία και τον αυτοσαρκασμό του (“πενιχρή”) δεν μπορεί παρά να δει κανείς μία απεγνωσμένη ελπίδα συνομιλίας με το μέλλον (“θέλω να πούνε”). Η αντίφαση -που δεν είναι η μοναδική μέσα στο ποίημα-, στην τελευταία αυτή τετράστιχη στροφή, είναι ολοφάνερη η απόπειρα να ερμηνευθεί, μπορεί να γίνει αφορμή μιας ενδιαφέρουσας συζήτησης:
• Ένας μικρός και άδοξος αναμετριέται με το δυσκολότερο μέγεθος, εκείνο του χρόνου.
• Ένας μικρός και άδοξος διεκδικεί με ένα και μόνο ποίημα να απονείμει υστεροφημία σε όλους τους αδόξους όλων των εποχών.
• Ένας μικρός και αυτοαποκαλούμενος άδοξος διεκδικεί συνομιλία με τους μελλούμενους καιρούς.
Η αντίφαση αίρεται αν αναρωτηθεί κανείς: “Πόσο μικρός και πόσο στ’ αλήθεια άδοξος είναι ο ποιητής αυτός;”
Ιδιοσυγκρασιακά συγγενεύει με τους επώνυμους που ανέφερε. Μήπως όμως το ίδιο δεν ισχύει και από την άποψη της συνείδησης της ποιητικής του αξίας;
Η ποιητική μεγαλοσύνη περισσεύει στον Καρυωτάκη και είναι ανήμπορη η γενναιότητα του αυτοσαρκασμού του να την περιορίσει· ξεπροβάλλει επίμονα και γεννά αντιφάσεις που όμως είναι ευπρόσδεκτες, αν σκεφτεί κανείς ότι πάνω στο έδαφος της σύγκρουσης των ζωηρών εσωτερικών αντιφάσεων γεννιέται συχνά η μεγάλη ποίηση.
Πηγή: Οδηγίες για τη διδασκαλία των φιλολογικών μαθημάτων στο Γενικό Λύκειο (ΟΕΔΒ)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου