Laurie Stewart
Γιώργος Σεφέρης "Θερινό Ηλιοστάσι" (Αναλύσεις ποιημάτων)
Α΄
Ο μεγαλύτερος ήλιος από τη μια μεριά
Β΄
Όλοι βλέπουν οράματα
Γ΄
Κι όμως σ' αυτό τον ύπνο
Δ΄
Στο τρελό ανεμοσκόρπισμα
Ε΄
Ο κόσμος τυλιγμένος στα ναρκωτικά σεντόνια
ΣΤ΄
Κάτω στις δάφνες
Ζ΄
Η λεύκα στο μικρό περιβόλι
Η΄
Τ' άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης
Θ΄
Μιλούσες για πράγματα που δεν τά 'βλεπαν
Ι΄
Την ώρα που τα ονείρατα αληθεύουν
ΙΑ΄
Η θάλασσα που ονομάζουν γαλήνη
ΙΒ΄
Το αίμα τώρα τινάζεται
ΙΓ΄
Λίγο ακόμη και θα σταματήσει ο ήλιος
ΙΔ΄
Τώρα, με το λιωμένο μολύβι του κλήδονα
Ερμηνευτικές προσεγγίσεις Λογοτεχνικών Κειμένων - Σημειώσεις Λατινικών - Σημειώσεις Αρχαίων & Νέων Ελληνικών - Συγγραφή Σημειώσεων: Κωνσταντίνος Μάντης
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Γιώργος Σεφέρης "Θερινό Ηλιοστάσι" (Αναλύσεις ποιημάτων)
Κωνσταντίνος Μάντης |
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» ΙΓ΄
Κωνσταντίνος Μάντης |
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
Frederic Edwin Church
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» ΙΓ΄
Λίγο ακόμη και θα σταματήσει ο
ήλιος.
Τα ξωτικά της αυγής
φύσηξαν στα στεγνά κοχύλια∙
το πουλί κελάηδησε τρεις φορές
τρεις φορές μόνο∙
η σαύρα πάνω στην άσπρη πέτρα
μένει ακίνητη
κοιτάζοντας το φρυγμένο χόρτο
εκεί που γλίστρησε η δεντρογαλιά.
Μαύρη φτερούγα σέρνει ένα βαθύ
χαράκι
ψηλά στο θόλο του γαλάζιου –
δες τον, θ’ ανοίξει.
Αναστάσιμη ωδίνη.
Στο ποίημα αυτό ο Σεφέρης
δημιουργεί μια ατμόσφαιρα αναμονής, συνεχίζοντας τη θεματική της επερχόμενης
αναγέννησης που είχε δημιουργήσει στο αμέσως προηγούμενο ποίημα (ΙΒ΄).
Ο πρώτος στίχος «Λίγο ακόμη και
θα σταματήσει ο ήλιος», μας παραπέμπει στην καταληκτική στροφή του προηγούμενου
ποιήματος: «Το φως είναι σφυγμός / ολοένα πιο αργός και πιο αργός / θαρρείς πως
πάει να σταματήσει». Το σταμάτημα του ήλιου συμβολίζει το τέλος μιας εποχής και
το συνεπαγόμενο φανέρωμα μιας νέας, που -ιδεατά- θα έχει αποβάλει τις
παθογένειες της προηγούμενης.
Η αδράνεια των πολιτών, η
αδιαφορία τους για την πορεία της κοινωνίας, η αδυναμία τους να δουν πέρα από
τον εαυτό τους, αποτελούν την εικόνα της παρακμής, την εικόνα μιας κοινωνίας
που οδηγείται κατ’ ανάγκη στο θάνατο. Ο ποιητής πλέον προσδοκά μια ουσιαστική
αφύπνιση, που θα φέρει τους πολίτες αντιμέτωπους με τον πραγματικό τους ρόλο. Ο
ποιητής ευελπιστεί πως πλέον οι άνθρωποι θα ξεφύγουν από την αποχαύνωση που
τους χαρακτήριζε μέχρι τώρα και θα αναλάβουν ενεργά τα ηνία, όχι μόνο της ζωής
τους, αλλά και της κοινωνίας τους.
Το ποίημα, άλλωστε, επιχειρεί να
αποδώσει το κλίμα αδράνειας που μοιάζει να είναι κυρίαρχο στα χρόνια του
ποιητή. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα θερινής ραστώνης, όπου η ανθρώπινη παρουσία
είναι ανύπαρκτη, ο ποιητής προετοιμάζει την εμφάνιση ενός οιωνού, που θα
σημάνει την επερχόμενη αναγέννηση.
Η απουσία των ανθρώπων είναι
βέβαια συμβολική, καθώς αποδίδει την αίσθηση του ποιητή πως οι συγκαιρινοί του
αφήνουν τη ζωή τους να περνά ερήμην τους. Έτσι, λίγο προτού ξεκινήσει η
«Αναστάσιμη ωδίνη», ο πόνος ενός λυτρωτικού τοκετού, που θα φέρει στη ζωή έναν
νέο κόσμο, ο ποιητής αποκλείει την ανθρώπινη παρουσία απ’ τους στίχους του.
«Τα ξωτικά της αυγής
φύσηξαν στα στεγνά κοχύλια∙»
Το ξεκίνημα της μέρας βρίσκει τις
υπερφυσικές παρουσίες των ξωτικών, που έχουν εύλογα κατοικήσει τον
εγκαταλελειμμένο απ’ τους ανθρώπους τόπο, να φυσούν τα στεγνά κοχύλια, σε μια
μάταιη προσπάθεια αφύπνισης. Τα στεγνά κοχύλια, συνάμα, μας παραπέμπουν στο
θερινό τοπίο που φλέγεται υπό τον σχεδόν ακινητοποιημένο ήλιο.
«το πουλί κελάηδησε τρεις φορές
τρεις φορές μόνο∙
η σαύρα πάνω στην άσπρη πέτρα
μένει ακίνητη
κοιτάζοντας το φρυγμένο χόρτο
εκεί που γλίστρησε η
δεντρογαλιά.»
Το πουλί κελαηδά μόνο τρεις
φορές, όπως εμφατικά δηλώνεται μέσω της επανάληψης. Η επιμονή στον αριθμό τρία μας
παραπέμπει στην ιδιαίτερη σηματοδότηση του αριθμού αυτού που διατρέχει την
αρχαιοελληνική αλλά και τη χριστιανική παράδοση.
Παράλληλα, η ματαίωση του
κελαηδίσματος ενισχύει την αίσθηση πως κάτι το ξεχωριστό πρόκειται να συμβεί,
κι αυτό γίνεται αντιληπτό, όχι απ’ τους αμέτοχους ανθρώπους, αλλά από τα πουλιά
και τα ερπετά που είναι πάντοτε σε αμεσότερη επαφή με τα σημάδια της φύσης.
Η σαύρα μένει ακίνητη πάνω στην
πέτρα, κοιτάζοντας το καμένο χόρτο απ’ το οποίο μόλις πέρασε μια δεντρογαλιά
(φίδι). Μ’ αυτή την εικόνα, της ακινητοποιημένης σαύρας, ο ποιητής ολοκληρώνει
το σκηνικό που επικρατεί στιγμές μόλις προτού γίνει η χαραγματιά στο θόλο του
ουρανού, η χαραγματιά που θα θέσει σε κίνηση τη διαδικασία της γέννησης.
«Μαύρη φτερούγα σέρνει ένα βαθύ
χαράκι
ψηλά στο θόλο του γαλάζιου –
δες τον, θ’ ανοίξει.»
Η μαύρη φτερούγα -δυσοίωνο
σύμβολο- σέρνει μια βαθιά χαραγματιά στον ουρανό, κι ο ποιητής με μια αποστροφή
προς ένα δεύτερο πρόσωπο, που δεν είχε μέχρι στιγμής δηλωθεί στο ποίημα, το
καλεί να κοιτάξει προς τον ουρανό που είναι έτοιμος πια ν’ ανοίξει. Η αποστροφή
αυτή αποτελεί το μόνο σημείο που υποδηλώνει την ανθρώπινη παρουσία, αλλά μόνο
στο ρόλο του άπραγου θεατή.
Το γεγονός, άλλωστε, πως η
χαραγματιά στον ουρανό γίνεται από μια μαύρη φτερούγα, αποτελεί σαφή υπενθύμιση
πως η αναγέννηση έρχεται μέσα από την πλήρη παρακμή της κοινωνίας. Δεν
πρόκειται, δηλαδή, για μια αναγέννηση που προέκυψε απ’ τις συνειδητές
προσπάθειες των πολιτών, αλλά για μια κατάσταση που ήρθε ως συνέπεια της
αδράνειας, της αδιαφορίας και της αυτοκαταστροφικής πορείας της κοινωνίας.
Η νέα κοινωνία θα γεννηθεί μέσα
από τις στάχτες της παλιάς, που οδηγήθηκε κατ’ ανάγκη στην κατάρρευση από τα
λάθη των ανθρώπων της.
Το ποίημα που ακολουθεί και
ολοκληρώνει το «Θερινό Ηλιοστάσι» είναι ενδεικτικό για την αναπόφευκτη
καταστροφή της παρακμασμένης πολιτείας. Η αναγεννημένη πολιτεία θα προκύψει απ’
τις στάχτες του παρελθόντος. Κάθε παθογένεια του παρελθόντος πρέπει να παραδοθεί
στις φλόγες, γιατί μόνο έτσι μπορεί να δημιουργηθεί μια εξαγνισμένη καινούρια
πολιτεία:
....
Όπως το πεύκο καταμεσήμερα
κυριεμένο απ’ το ρετσίνι
βιάζεται να γεννήσει τη φλόγα
και δε βαστά πια την παιδωμή –
φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη
στάχη
και να τη σπείρουν.
Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά.
...
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» ΙΒ΄
Κωνσταντίνος Μάντης |
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
Μάρτης 1964, ενθρόνιση Κωνσταντίνου
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» ΙΒ΄
Το αίμα τώρα τινάζεται
καθώς φουσκώνει η κάψα
στις φλέβες τ’ ουρανού τ’
αφορμισμένου.
Γυρεύει να περάσει από το θάνατο
για να βρει τη χαρά.
Το φως είναι σφυγμός
ολοένα πιο αργός και πιο αργός
θαρρείς πως πάει να σταματήσει.
Ο Γιώργος Σεφέρης στα ποιήματα
της τελευταίας του συλλογής (Τρία κρυφά ποιήματα) αποδίδει, στο πλαίσιο ενός γενικότερου απολογισμού,
το κυρίαρχο κλίμα της εποχής του. Ο ποιητής αντιλαμβάνεται πως η χώρα έχει
περάσει σε μια μεταβατική περίοδο που πρόκειται να οδηγήσει σε σημαντικές
αλλαγές. Το παλιό αργοπεθαίνει και το νέο ετοιμάζεται να κάνει την εμφάνισή
του, όχι όμως χάρη στη συνειδητή προσπάθεια των πολιτών, αλλά λόγω της
δυναμικής που έχει η εγγενής τάση της ζωής για αλλαγή και ανανέωση. Ο ποιητής
στηλιτεύει την παθητική στάση των πολιτών και συνάμα αναγνωρίζει πως η ανατροπή
της παλιάς κατάστασης είναι δεδομένη.
Η πάλη, όμως, του νέου με το
παλιό, που διακρίνει και καταγράφει ο ποιητής, θα έρθει αντιμέτωπη με τη βίαιη
επέμβαση της ιστορικής πραγματικότητας, καθώς ένα χρόνο μετά την έκδοση των ποιημάτων αυτών, στις 21 Απριλίου
1967, θα ξεκινήσει για τη χώρα η επώδυνη περίοδος της δικτατορίας των
Συνταγματαρχών. Έτσι, η διαφαινόμενη τάση αναγέννησης θα προσκρούσει σε μια
επιβεβλημένη οπισθοδρόμηση σε αυταρχικές τακτικές του παρελθόντος.
Την εποχή που ο Σεφέρης συνέθετε
τους στίχους αυτούς η Ελλάδα βίωνε την πολιτική αστάθεια που προκαλούσε η
αδυναμία των πολιτικών ηγετών να συνεργαστούν και η εμμονή τους στην
πρωτοκαθεδρία, την αδιαλλαξία που δεν επέτρεπε την αποσόβηση των συνεπειών του
αιματηρού εμφυλίου που είχε προηγηθεί, αλλά και την αναχρονιστική επιβίωση
παρωχημένων πολιτικών μορφωμάτων.
Η αίσθηση που υποβάλλεται με την
πρώτη στροφή του ποιήματος είναι αυτή της έντασης, καθώς το αίμα τ’ ουρανού
τινάζεται, έχοντας φτάσει πια στην κορύφωση ενός εσωτερικού παροξυσμού. Το
αίμα, η βαθύτερη ουσία της ζωής, αποζητά να φτάσει στη χαρά, έστω κι αν αυτό
σημαίνει πως πρέπει να περάσει μέσα από το θάνατο. Έκδηλη εδώ η διάθεση
αναγέννησης της ζωής∙
σκέψη που βρίσκει την εφαρμογή της τόσο σε προσωπικό επίπεδο, όσο και στο
ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό.
Η ανούσια επιβίωση παρελθοντικών
στοιχείων, η άσκοπα παρατεταμένη ύπαρξη μιας λογικής που ανήκει σε περασμένες,
σκοτεινότερες δεκαετίες, ωθεί εξ ανάγκης τον κόσμο στην επιλογή μιας βαθιάς
ανανέωσης. Μα για να προκύψει αυτή η καίρια αλλαγή, οφείλει να επέλθει το τέλος
όλων εκείνων των στοιχείων που κρατούν δέσμια την κοινωνία σε συνήθειες και
λανθασμένες επιλογές του παρελθόντος.
Αυτή ακριβώς την πορεία προς το
θάνατο μας δίνει η δεύτερη στροφή. Το φως, που λειτουργεί ως ο σφυγμός της
ζωής, ολοένα και χάνει την έντασή του. Ο ιδιάζων αυτός παλμός γίνεται ολοένα
και πιο αργός, δίνοντας την εντύπωση πως πρόκειται να σταματήσει. Έτσι, μέσα
από το θάνατο του παλιού, η κοινωνία θα αναγεννηθεί, λαμβάνοντας μια νέα μορφή,
που θα ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες των πολιτών.
Εντούτοις, θα πρέπει να προσεχθεί
πως η επιλογή του φωτός ως σφυγμού της ζωής δεν είναι τυχαία, καθώς το φως
λειτουργεί παράλληλα κι ως σύμβολο ελπίδας, ως φορέας θετικών μηνυμάτων. Ο σταδιακός
τερματισμός του, επομένως, υποδηλώνει πως ο θάνατος που έρχεται προκύπτει μέσα
από την εκμηδένιση κάθε ελπίδας. Η αναγέννηση, άρα, της κοινωνίας δεν
επιτυγχάνεται από τον οραματισμό ενός καλύτερου αύριο, αλλά από την απόγνωση
που φέρνει η απώλεια της ελπίδας και της προσδοκίας.
Η γέννηση της νέας κοινωνίας δεν
προκύπτει δυναμικά από τη διάθεση των πολιτών να αναδιαμορφώσουν την
πραγματικότητά τους, αλλά από την αδυναμία τους να επιδιώξουν τη βελτίωση και
την ανανέωση. Το παλιό πεθαίνει υπό το βάρος των αποτυχιών του κι όχι από την ενεργή
διάθεση των πολιτών να δημιουργήσουν μια νέα τάξη πραγμάτων.
Ο αφορμισμένος ουρανός και η
σταδιακή υποχώρηση του φωτός αναδεικνύουν το τέλος που έρχεται αναγκαστικά σε
μια παρακμάζουσα κοινωνία. Έτσι, η απόπειρα τη ζωής να βρεθεί εκ νέου στη χαρά,
περνώντας απ’ το θάνατο, δεν αποτελεί τόσο συνειδητή δράση, όσο μια επιλογή
επιβεβλημένη από την απόγνωση.
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» ΙΑ΄
Κωνσταντίνος Μάντης |
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
Paul Sierra
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
ΙΑ΄
Η θάλασσα που ονομάζουν γαλήνη
πλεούμενα κι άσπρα πανιά
μπάτης από τα πεύκα και τ’ Όρος της Αίγινας
λαχανιασμένη ανάσα∙
το δέρμα σου γλιστρούσε στο δέρμα της
εύκολο και ζεστό
σκέψη σχεδόν ακάμωτη κι αμέσως ξεχασμένη.
Μα στα ρηχά
ένα καμακωμένο χταπόδι τίναξε μελάνι
και στο βυθό –
αν συλλογιζόσουν ως που τελειώνουν τα όμορφα νησιά.
Σε κοίταζα μ’ όλο το φως και το σκοτάδι που έχω.
Η γαλήνια θάλασσα του Σαρωνικού, που αποτελεί αγαπημένο προορισμό για μικρά και μεγαλύτερα πλεούμενα, συνιστά το σκηνικό του ερωτικού στιγμιότυπου που αναδημιουργεί ο ποιητής. Το ελαφρύ αεράκι, ποτισμένο με τη δροσιά των πεύκων και του Όρους (το ψηλότερο βουνό της Αίγινας), φτάνει «λαχανιασμένο» προς τον ποιητή και την αγαπημένη του.
Η ερωτική προσμονή κι ο πόθος που αναστατώνουν τον ποιητή, κάνοντάς τον να παίρνει μικρές και κοφτές ανάσες, το χαρακτηριστικό δηλαδή λαχάνιασμα της έντονης ερωτικής επιθυμίας, αποδίδεται μέσω μιας ποιητικής προβολής στο αεράκι, εκφράζοντας έτσι τη συστολή του ποιητικού υποκειμένου. Το ερωτικό συναίσθημα μένει ακόμη ανομολόγητο.
Η ερωτική προσμονή κι ο πόθος που αναστατώνουν τον ποιητή, κάνοντάς τον να παίρνει μικρές και κοφτές ανάσες, το χαρακτηριστικό δηλαδή λαχάνιασμα της έντονης ερωτικής επιθυμίας, αποδίδεται μέσω μιας ποιητικής προβολής στο αεράκι, εκφράζοντας έτσι τη συστολή του ποιητικού υποκειμένου. Το ερωτικό συναίσθημα μένει ακόμη ανομολόγητο.
Ο ποιητής παρατηρεί την αγαπημένη του να κολυμπά, βλέποντας το σώμα της να γλιστρά στο σώμα της θάλασσας, ζεστό και ηδονικό, με την ευκολία που έχει το κολύμπι στα γαλήνια νερά του καλοκαιριού.
Η θέαση του σώματός της ξυπνά μέσα του την ερωτική επιθυμία και μια σκέψη ηδονική που όμως ξεχνιέται προτού καν σχηματιστεί.
Ο ποιητής διευρύνει την οπτική του, προκειμένου να απομακρύνει τους συλλογισμούς του από τις επιθυμίες που του προκαλεί το θελκτικό σώμα της αγαπημένης γυναίκας.
Κάπου εκεί κοντά ένα χταπόδι, που μόλις χτυπήθηκε απ’ το καμάκι του ψαρά, τινάζει το μελάνι του ως ύστατη μορφή άμυνας, και πιο κάτω, στο βυθό... Ο ποιητής καθοδηγεί το βλέμμα της αγαπημένης του, στα ρηχά νερά της θάλασσας και στα χαμηλότερα επίπεδα του βυθού, προλαβαίνοντας την πιθανή απορία της για τα όρια του νησιού. Μα δεν ολοκληρώνει τη φράση του, καθώς παρασύρεται πλέον οριστικά απ’ τον πόθο του για τη γυναίκα που έχει πλάι του.
Οι λέξεις σταματούν κι ο ποιητής κοιτάζει την αγαπημένη του μ’ όλο το φως και το σκοτάδι της ψυχής του, μ’ όλες τις αρετές και της πληγές που συνθέτουν την ξεχωριστή οντότητά του.
Η βάση της πραγματικής αγάπης δεν μπορεί παρά να είναι η αποδοχή του άλλου, όχι μόνο για τις θετικές του πτυχές, αλλά και για τα δύσκολα κομμάτια του ψυχισμού του.
Το καλοκαίρι του 1936, στην Αίγινα, γεννήθηκε ο έρωτας του Σεφέρη για τη σύζυγό του Μάρω.
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» Ι΄
Κωνσταντίνος Μάντης |
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
Stefan Kuhn
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
Ι΄
Την ώρα που τα ονείρατα αληθεύουν
στο γλυκοχάραμα της μέρας
είδα τα χείλια που άνοιγαν
φύλλο το φύλλο.
Έλαμπε ένα λιγνό δρεπάνι στον ουρανό.
Φοβήθηκα μην τα θερίσει.
Ο Σεφέρης έχοντας ήδη μιλήσει για τις δυσκολίες της ζωής που συνθλίβουν τη βούληση των ατόμων (Α), για την κατάσταση αποχαύνωσης στην οποία έχουν περιέλθει οι άνθρωποι που μοιάζουν ανίκανοι να αντιδράσουν στην πορεία παρακμής που ακολουθεί η κοινωνία τους (Γ, Δ, Ε), για τους προσωπικούς αγώνες προς την αυτογνωσία (Ζ, Η), αλλά και για την τάση των αδρανών ανθρώπων να τραβούν κοντά τους και τους υπόλοιπους, προτιμώντας να τους βλέπουν κι αυτούς να στέκουν απαθείς απέναντι σε όσα σαρώνουν τη ζωή τους (Θ). Έρχεται τώρα να μιλήσει για τον έρωτα για τη ζωοποιό αυτή δύναμη, που αποτελεί όχι μόνο την αρχή της ζωής, αλλά και το ψυχικό στήριγμα των ανθρώπων. Ο έρωτας θα αποτελέσει βασική θεματική (Ι, ΙΑ), λίγου προτού η ποιητική σύνθεση φτάσει στην κορύφωσή της, με το κάλεσμα του ποιητή να παραδοθούν όλα στις φλόγες, για να αναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες της η κοινωνία που έχει πια παρακμάσει.
Τις πρώτες πρωινές ώρες, τότε που τα όνειρα που βλέπουν οι άνθρωποι αποκαλύπτουν την αλήθεια για τα μελλούμενα, το ποιητικό υποκείμενο ονειρεύεται τα χείλη αγαπημένης γυναίκας να ανοίγουν φύλλο το φύλλο, σαν ένα λουλούδι που ανθίζει. Τα χείλη που μισανοίγουν, δημιουργούν μια εικόνα ερωτικής πρόκλησης και φέρνουν στο προσκήνιο τη σημασία του έρωτα για την πορεία κάθε ατόμου.
Πέρα από τους προσωπικούς αγώνες του ατόμου για την επιβίωση και για τη γνωριμία του εαυτού του, ο έρωτας αποτελεί καίριο στοιχείο για την πλήρη βίωση της ζωής και φυσικά για τη συνέχειά της.
Καθώς, όμως, ο ποιητής ονειρεύεται τα ερωτικά χείλη, ο νους του ανήσυχος πλάθει κι ένα λιγνό δρεπάνι στον ουρανό, καθρεφτίζοντας τις ανησυχίες του για τις μέρες που έρχονται. Ο ποιητής φοβάται για την ασφάλεια της αγαπημένης γυναίκας, φοβάται για τις βιαιότητες που ενδέχεται να προκύψουν, κι αυτό γιατί η σκληρότητα των ημερών παρά την αδράνεια που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους, δεν μπορεί παρά να γεννήσει τη βία και τον ξεσηκωμό. Σκέψη που θα παρουσιάσει εκ νέου ο ποιητής στη συνέχεια (ΙΒ, ΙΓ).
Ο ποιητής γνωρίζει πως η κοινωνία που έχει πέσει σε τέλμα, δεν έχει άλλο τρόπο να αναγεννηθεί παρά μόνο περνώντας μέσα από το θάνατο και την πλήρη καταστροφή, συνθήκη που μπορεί να προκύψει μ’ ένα άλογο ξέσπασμα βίας, σαρώνοντας αδιάκριτα τους ανθρώπους.
Δείτε επίσης:
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» Θ΄
Κωνσταντίνος Μάντης |
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
Μύκονος
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
Θ΄
Μιλούσες για πράγματα που δεν τα ‘βλεπαν
κι αυτοί γελούσαν.
Όμως να λάμνεις στο σκοτεινό ποταμό
πάνω νερά∙
να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο
στα τυφλά πεισματάρης
και να γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σαν το πολύροζο λιόδεντρο –
άφησε κι ας γελούν.
Και να ποθείς να κατοικήσει κι ο άλλος κόσμος
στη σημερινή πνιγερή μοναξιά
στ’ αφανισμένο τούτο παρόν –
άφησέ τους.
Ο θαλασσινός άνεμος κι η δροσιά της αυγής
υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανένας.
Ο Γιώργος Σεφέρης παρατηρώντας με απογοήτευση τη στάση των συγχρόνων του να οδηγούν τη ζωή τους ολοένα και περισσότερο στην αποξένωση, στην πικρή μοναξιά και στις μάταιες απογοητεύσεις, διατυπώνει τη σκέψη πως δεν θα πρέπει οι άνθρωποι να ξεχνούν τις χαρές που έχει να τους προσφέρει η ζωή, αρκεί να μην αφήνονται στα κενά καλέσματα των σύγχρονων τρόπων και στο κυνήγι μιας ανούσιας ικανοποίησης. Αν τα χρήματα, τα υλικά αγαθά και η επαγγελματική επιτυχία είναι για τους σύγχρονους ανθρώπους η απάντηση για το νόημα της ζωής, τότε άφησέ τους, απαντά ο ποιητής.
Αναλυτικότερα:
Μιλούσες για πράγματα που δεν τα ‘βλεπαν
κι αυτοί γελούσαν.
Ο ποιητής χρησιμοποιεί δεύτερο πρόσωπο, σαν να απευθύνεται σε κάποιον υποθετικό συνομιλητή, ενώ στην ουσία απευθύνει τα λόγια αυτά στον εαυτό του. Ο ίδιος ο ποιητής είναι αυτός που επιχείρησε να μιλήσει στους συγχρόνους του για πράγματα, για καταστάσεις και σκέψεις που εκείνοι δεν μπορούσαν να αντιληφθούν, δεχόμενος ως απάντηση το περιπαιχτικό γέλιο και την περιφρόνησή τους.
Ο ποιητής ως ευαίσθητος δέκτης των μηνυμάτων της εποχής του, κατανοεί ότι οι άνθρωποι γύρω του έχουν χάσει τον προσανατολισμό τους κι έχουν στρέψει τη ζωή τους προς ανώφελες επιδιώξεις. Στην προσπάθειά του όμως να τους προειδοποιήσει, έρχεται αντιμέτωπος με την απροθυμία τους να τον ακούσουν.
Όμως να λάμνεις στο σκοτεινό ποταμό
πάνω νερά∙
να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο
στα τυφλά πεισματάρης
και να γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σαν το πολύροζο λιόδεντρο –
άφησε κι ας γελούν.
Κι όμως, σχολιάζει ο ποιητής, εκείνο που έχει σημασία είναι να τραβάς κουπί αντίθετα στο ρεύμα, να προχωράς με επιμονή στον αγνοημένο δρόμο, έστω κι αν δεν ξέρεις που σε οδηγεί, αναζητώντας απαντήσεις και σοφές ιδέες, διαχρονικές και στέρεες σαν λιόδεντρο που από τα πολλά χρόνια έχει γεμίσει ρόζους. Κι αυτό αξίζει την προσπάθεια, ακόμη κι αν οι άλλοι γελούν εις βάρος σου, γιατί εκείνοι δεν μπορούν να αντιληφθούν την πραγματική αξία όσων επιχειρείς.
Σε μια εποχή που οι άνθρωποι επιδιώκουν το κέρδος και την επιτυχία που αποφέρει υλικά αγαθά, μα δεν προσφέρει πραγματική ευτυχία, ο ποιητής στρέφει το βλέμμα του στο παρελθόν, σε δρόμους και τρόπους ζωής που πλέον είναι αγνοημένοι, ζητώντας το νόημα της ζωής σε σκέψεις πολυκαιρισμένες που όμως άντεξαν στο χρόνο γιατί η αλήθεια τους είναι καίρια. Ο ποιητής δεν αποζητά την ευκολία, είναι έτοιμος να πάει αντίθετα στο ρεύμα, είναι έτοιμος να αναζητήσει τις πραγματικές αξίες της ζωής σε τρόπους που οι άλλοι απέρριψαν και ξέχασαν, είναι έτοιμος να στραφεί στις αγνοημένες αξίες του παρελθόντος, γιατί πιστεύει πως εκεί -στην απλότητα του παρελθόντος- θα μπορέσει να βρει κάτι πιο ουσιαστικό από την αλλοτρίωση και τη μοναξιά του παρόντος.
Και να ποθείς να κατοικήσει κι ο άλλος κόσμος
στη σημερινή πνιγερή μοναξιά
στ’ αφανισμένο τούτο παρόν –
άφησέ τους.
Το δεύτερο μέρος της στροφής αυτής ξεκινά με τον σύνδεσμο «και» για να εισαχθεί μιαν αντίθετη ιδέα από αυτή του πρώτου μέρους, και όχι για να συνδέσει δύο όμοιες έννοιες. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται η εκ διαμέτρου αντίθετη στάση ζωής από αυτή που ακολουθεί ο ποιητής, παρουσιάζεται ο τρόπος ζωής των ανθρώπων, που αρνούνται να ακούσουν τις συμβουλές του. Οι άνθρωποι που αγνοώντας την ομορφιά της ζωής, όπως αυτή βρίσκεται στην απλότητα του παρελθόντος, επιδιώκουν ανούσια κέρδη, σε μια ζωή γεμάτη μοναξιά και αδιέξοδα, σ’ ένα παρόν που δεν μπορεί να έχει μέλλον, από τη στιγμή που οι άνθρωποι δοσμένοι στα οφέλη της στιγμής δεν σκέφτονται την επόμενη μέρα. Η σημερινή πνιγερή μοναξιά και το αφανισμένο παρόν, είναι στοιχεία που προκύπτουν από τη λανθασμένη πορεία που ακολουθούν οι άνθρωποι, θέτοντας ως προτεραιότητα τεχνητές ευτυχίες, όπως είναι τα χρήματα και η επαγγελματική ανέλιξη, παραγνωρίζοντας έτσι την ουσιαστική χαρά που έχει να προσφέρει η ζωή.
Άφησέ τους, λέει ο ποιητής, άφησέ τους να κάνουν τα λάθη τους, αφού αδυνατούν να κατανοήσουν πως όσο πασχίζουν να ευτυχίσουν με τις κενές τους επιδιώξεις, τόσο περισσότερο απομακρύνονται από τις πραγματικές πηγές της χαράς και της ικανοποίησης.
Ο θαλασσινός άνεμος κι η δροσιά της αυγής
υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανένας.
Η ευτυχία βρίσκεται στα απλά πράγματα, που υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανείς και χωρίς να χρειαστεί κάποιος να αναλωθεί σε μάταιες προσπάθειες για να τα αποκτήσει. Η ομορφιά της φύσης, η χαρά της συνύπαρξης και της συντροφικότητας, και γενικότερα όλα όσα έχουν να προσφέρουν ουσιαστική πλήρωση στους ανθρώπους, δεν απαιτούν αγώνες και ανώφελες αγωνίες, βρίσκονται πάντοτε πλάι μας, έστω κι αν εμείς αρνούμαστε να το αντιληφθούμε.
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» Η΄
Κωνσταντίνος Μάντης |
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
Donna Geissler
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
Η΄
Τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης
επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν.
Τ’ άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου,
τη δική σου φωνή
όχι εκείνη που σ’ αρέσει∙
μουσική σου είναι η ζωή
αυτή που σπατάλησες.
Μπορεί να την ξανακερδίσεις αν το θέλεις
αν καρφωθείς σε τούτο το αδιάφορο πράγμα
που σε ρίχνει πίσω
εκεί που ξεκίνησες.
Ταξίδεψες, είδες πολλά φεγγάρια πολλούς ήλιους
άγγιξες νεκρούς και ζωντανούς
ένιωσες τον πόνο του παλικαριού
και το βογγητό της γυναίκας
την πίκρα του άγουρου παιδιού –
ό,τι ένιωσες σωριάζεται ανυπόστατο
αν δεν εμπιστευτείς τούτο το κενό.
Ίσως να βρεις εκεί ό,τι νόμισες χαμένο∙
τη βλάστηση της νιότης, το δίκαιο καταποντισμό
της ηλικίας.
Ζωή σου είναι ό,τι έδωσες
τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες
το άσπρο χαρτί.
Ο Γιώργος Σεφέρης συνθέτει ένα εξαιρετικό ποίημα ποιητικής, παρουσιάζοντας την άρρηκτη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην αλήθεια της υπόστασης του δημιουργού και στα ποιήματά του. Ο ποιητής καθώς αναμετράται με το άσπρο χαρτί, καθώς επιχειρεί μια καταβύθιση στα ενδότερα του είναι του, έρχεται αντιμέτωπος με κάθε εμπειρία του, με κάθε βίωμα ή παράλειψή του κι αποκτά την ευκαιρία να γνωρίσει πλήρως τον εαυτό του και να δικαιώσει την ίδια του την ύπαρξη.
Αναλυτικότερα:
Τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης
επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν.
Το άσπρο χαρτί, στο οποίο καταφεύγει ο ποιητής για να καταγράψει τις σκέψεις του, λειτουργεί σαν ένας αδιάψευστος και άτεγκτος καθρέφτης που αντανακλά πλήρως και μόνο το διαμορφωμένο είναι του δημιουργού. Το άσπρο χαρτί δεν μπορεί να ξεγελαστεί από προσποιητές αρετές και δεν μπορεί να δείξει κάτι περισσότερο από αυτό που πραγματικά είναι ο ποιητής.
Ο Σεφέρης δίνει τις σκέψεις του σε δεύτερο πρόσωπο, προϋποθέτοντας την ύπαρξη κάποιου ακροατή ή αναγνώστη, αλλά επί της ουσίας το μήνυμα των στίχων είναι μια υπενθύμιση στον ίδιο κι ένα κάλεσμα στους δυνητικούς ομοτέχνους του.
Τ’ άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου,
τη δική σου φωνή
όχι εκείνη που σ’ αρέσει∙
Τη στιγμή που ο δημιουργός καταγράφει τις σκέψεις του, αποτυπώνει την αληθινή του και μόνο υπόσταση, και δεν μπορεί να παρουσιάσει μια διαφορετική εικόνα, αλλά ούτε και να δώσει κάτι περισσότερο από αυτό που πραγματικά του επιτρέπουν οι δυνατότητες, οι εμπειρίες και η προσωπικότητά του. Το άσπρο χαρτί αντανακλά την αλήθεια του ποιητή, χωρίς να την ωραιοποιεί, έστω κι αν αυτή δεν είναι ιδανική ή όπως θα την ήθελε ο ίδιος ο ποιητής.
μουσική σου είναι η ζωή
αυτή που σπατάλησες.
Μπορεί να την ξανακερδίσεις αν το θέλεις
αν καρφωθείς σε τούτο το αδιάφορο πράγμα
που σε ρίχνει πίσω
εκεί που ξεκίνησες.
Η μουσική του ποιητή, -αλλά και κάθε ανθρώπου- οι λέξεις που έχει να δώσει, οι σκέψεις που επιχειρεί να δομήσει, καθετί που επιθυμεί να εκφράσει, προέρχονται από τα βιώματά του, απ’ ό,τι έχει ζήσει μέχρι τώρα. Τη ζωή αυτή, όπως γράφει ο Σεφέρης, την έχουμε σπαταλήσει, υπό την έννοια πως τα χρόνια περνούν ανώφελα αν δεν κάνουμε ανασκόπηση όλων μας των πράξεων, αν δεν αναλογιστούμε τις συνέπειες, τις προεκτάσεις και τις δυνατότητες όσων έχουμε ήδη βιώσει.
Ο ποιητής, εντούτοις, θεωρεί πως ο δημιουργός μπορεί να ξανακερδίσει τη χαμένη του ζωή -τα χρόνια που έχουν ήδη περάσει- αν αναμετρηθεί με επιμονή με το άσπρο χαρτί, το οποίο είναι αδιάφορο απέναντι στα συναισθήματά του και απαιτεί από αυτόν να κοιτάξει τη ζωή του από την αρχή της, προκειμένου να είναι σε θέση να γράψει με αλήθεια και καθαρότητα. Η ποιητική τέχνη είναι ιδωμένη εδώ ως μια διαδικασία κατάκτησης της αυτογνωσίας και όχι ως ένα παιχνίδι με τις λέξεις και τους ρυθμούς. Ο ποιητής οφείλει να μελετήσει και να γνωρίσει σε βάθος τον εαυτό του, τη ζωή του και τις πράξεις του, ώστε να είναι σε θέση να γράψει με την αλήθεια και τη γνησιότητα που απαιτείται.
Οι στίχοι, κατά τον Σεφέρη, οφείλουν να καθρεφτίζουν την ψυχή του δημιουργού, να αποτελούν γνήσια γεννήματα των βιωμάτων του και να αποκαλύπτουν πλήρως την υπόστασή του. Η ποίηση οδηγεί τον δημιουργό στην ψυχική κάθαρση και στην κατανόηση όσων έχει ήδη ζήσει, καθώς μόνο υπό αυτές τις συνθήκες μπορεί να συνθέσει πραγματική ποίηση. Για να γεμίσει το άσπρο χαρτί ο ποιητής πρέπει να έχει κάτι ουσιαστικό να γράψει και για να το πετύχει αυτό οφείλει να γνωρίσει τον εαυτό του, να μελετήσει τη ζωή του από την αρχή.
Ταξίδεψες, είδες πολλά φεγγάρια πολλούς ήλιους
άγγιξες νεκρούς και ζωντανούς
ένιωσες τον πόνο του παλικαριού
και το βογγητό της γυναίκας
την πίκρα του άγουρου παιδιού –
ό,τι ένιωσες σωριάζεται ανυπόστατο
αν δεν εμπιστευτείς τούτο το κενό.
Οι εμπειρίες του ποιητή είναι πολλές, καθώς κατά τη διάρκεια της ζωής του είχε την ευκαιρία να ταξιδέψει πολύ και να γνωρίσει πολλούς νέους τόπους, αλλά και ανθρώπους. Είχε την ευκαιρία να «αγγίξει», να γνωρίσει δηλαδή και να επηρεάσει ανθρώπους που τώρα πια είτε έχουν πεθάνει είτε ζουν, χωρίς όμως να αποτελούν απαραίτητα μέρος της ζωής του ποιητή. Είχε την ευκαιρία να κάνει φίλους, να γευτεί ερωτικές εμπειρίες και να γνωρίσει τις συναισθηματικές διακυμάνσεις ανθρώπων κάθε ηλικίας.
Όλες αυτές οι εμπειρίες, όμως, όλη αυτή η γνώση τόπων και ανθρώπων, όλα όσα κατά καιρούς έζησε και ένιωσε, κινδυνεύουν να χαθούν, χωρίς ποτέ να λάβουν ουσιαστική υπόσταση, αν ο ποιητής δεν εμπιστευτεί το κενό, αν δεν εμπιστευτεί το άσπρο χαρτί που τον καλεί να συνειδητοποιήσει τις εμπειρίες του αυτές και να αντλήσει καίρια πορίσματα και σκέψεις απ’ όσα μέχρι τώρα έζησε.
Ίσως να βρεις εκεί ό,τι νόμισες χαμένο∙
τη βλάστηση της νιότης, το δίκαιο καταποντισμό
της ηλικίας.
Ίσως, σχολιάζει ο ποιητής, κατά τη διαδικασία επανελέγχου και αναβίωσης των περασμένων χρόνων, ο δημιουργός να έχει τη δυνατότητα να έρθει σ’ επαφή με ιδέες που νόμιζε χαμένες. Θα έχει την ευκαιρία, δηλαδή, να αισθανθεί ξανά τη δημιουργική ορμή της νεότητας, την ακατάλυτη αυτή δύναμη που ωθεί τον άνθρωπο σε δράση και θα συνειδητοποιήσει έτσι πόσο δίκαια το πέρασμα του χρόνου και η σώρευση εμπειριών και συναισθημάτων οδηγεί τον άνθρωπο σε μια αναπόδραστη καθοδική πορεία.
Ζωή σου είναι ό,τι έδωσες
τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες
το άσπρο χαρτί.
Το ποίημα κλείνει με τη διαπίστωση πως η ζωή του ανθρώπου -ποιητή- ταυτίζεται με όσα έδωσε, με όσα προσέφερε στους άλλους, κι όχι με τις ανεκμετάλλευτες ώρες ή με τις στιγμές που παρέμειναν πεισματικά εγωκεντρικές.
Ό,τι έδωσε ο ποιητής είναι μόνο ό,τι μπορεί να καταγράψει στο λευκό χαρτί, το οποίο επίμονα απαιτεί από αυτόν να καταθέσει μόνο τα βιώματα και τις ιδέες που γνήσια αντλούνται από την ψυχή του.
Το άσπρο χαρτί δεν μπορεί να δεχτεί κενές ιδέες και αναφομοίωτες εμπειρίες, το άσπρο χαρτί παραμένει κενό μέχρι να είναι σε θέση ο ποιητής να μετουσιώσει τη ζωή του σε στίχους.
Αν ο ποιητής θέλει να προσφέρει, αν θέλει η ζωή του να έχει ουσιαστικό νόημα, θα πρέπει να δουλέψει σκληρά, για να μπορέσει να κατανοήσει τα βιώματά του και να μπορέσει να αντλήσει από αυτά μηνύματα γνήσια και ικανά να λειτουργήσουν ως αυθεντικές προεκτάσεις της μακροχρόνιας διαδρομής του.
Αν δεν το καταφέρει, το άσπρο χαρτί θα παραμείνει κενό.
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» Ζ΄
Κωνσταντίνος Μάντης |
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
Flavia Codsi
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
Ζ΄
Η λεύκα στο μικρό περιβόλι
η ανάσα της μετρά τις ώρες σου
μέρα και νύχτα∙
κλεψύδρα που γεμίζει ο ουρανός.
Στη δύναμη του φεγγαριού τα φύλλα της
σέρνουν μαύρα πατήματα στον άσπρο τοίχο.
Στο σύνορο είναι λιγοστά τα πεύκα
έπειτα μάρμαρα και φωταψίες
κι άνθρωποι καθώς είναι πλασμένοι οι άνθρωποι.
Ο κότσυφας όμως τιτιβίζει
σαν έρχεται να πιει
κι ακούς καμιά φορά τη φωνή της δεκοχτούρας.
Στο μικρό περιβόλι δέκα δρασκελιές
μπορείς να ιδείς το φως του ήλιου
να πέφτει σε δύο κόκκινα γαρούφαλα
σε μιάν ελιά και λίγο αγιόκλημα.
Δέξου ποιος είσαι.
Το ποίημα
μην το καταποντίζεις στα βαθιά πλατάνια
θρέψε το με το χώμα και το βράχο που έχεις.
Τα περισσότερα –
σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις.
Ο Γιώργος Σεφέρης συνθέτει ένα ποίημα «εις εαυτόν», για την αξία της αυτογνωσίας, η αλήθεια του οποίου λειτουργεί ως μήνυμα προς κάθε άνθρωπο και φυσικά προς τους ομοτέχνους του. Ο ποιητής αναγνωρίζει πως η πραγματική ουσία του ανθρώπου ενυπάρχει στα απλά πράγματα που συνθέτουν τη ζωή του και πως κάθε άνθρωπος οφείλει να γνωρίσει και να αποδεχτεί αυτό που πραγματικά είναι. Μόνο αν γνωρίσουμε την πραγματική μας υπόσταση, θα μπορέσουμε να αντλήσουμε τις απαντήσεις που γυρεύουμε.
Αναλυτικότερα:
Η λεύκα στο μικρό περιβόλι
η ανάσα της μετρά τις ώρες σου
μέρα και νύχτα∙
κλεψύδρα που γεμίζει ο ουρανός.
Οι εικόνες που παρουσιάζονται στις δύο πρώτες στροφές του ποιήματος προέρχονται από τον περιβάλλοντα χώρο του σπιτιού του Σεφέρη, στην οδό Άγρας, δίπλα στο Παναθηναϊκό Στάδιο (Καλλιμάρμαρο).
Ο ποιητής παρατηρώντας όσα συνθέτουν το χώρο στον οποίο κινείται καθημερινά, καταγράφει τις σκέψεις του για τις απλές μα καίριες αλήθειες της ζωής. Το πέρασμα του χρόνου, που δεν μπορεί παρά να σημάνει εν καιρώ και το τέρμα της ζωής, δίνεται μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο από τον ποιητή, ο οποίος εκλαμβάνει την λεύκα με τις ανάσες της, ως κλεψύδρα που μετρά νυχθημερόν τις ώρες του, τις ώρες που πέρασαν είτε αυτές αξιοποιήθηκαν όπως έπρεπε είτε όχι.
Το δέντρο, που μένει διαρκώς στην ίδια θέση, διαχρονικό και φαινομενικά απαράλλαχτο, δίνει στον ποιητή την αίσθηση πως στέκει εκεί σαν παρατηρητής του, σαν άτεγκτος καταγραφέας του χρόνου του. Η λεύκα, δηλαδή, που μοιάζει αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου, αποτελεί ένα σταθερό σημείο αναφοράς για τον ποιητή, που μπροστά της νιώθει εντονότερα τη θνητότητά του και το αναπόφευκτα σύντομο διάστημα ζωής που του αναλογεί.
Στη δύναμη του φεγγαριού τα φύλλα της
σέρνουν μαύρα πατήματα στον άσπρο τοίχο.
Το παιχνίδι του φωτός και οι μικρές μαύρες σκιές που δημιουργούν τα φύλλα της λεύκας, μοιάζουν με δυσοίωνα μηνύματα. Μαύρα πατήματα στον άσπρο τοίχο, μια αντίθεση που μεταδίδει μια αρνητική αίσθηση, ένα αρνητικό προμήνυμα, το οποίο μπορεί να σχετιστεί και με το πέρασμα του χρόνου. Οι άνθρωποι θα πρέπει να έχουν συναίσθηση του πεπερασμένου της ζωής τους και να φροντίζουν έγκαιρα να αξιοποιούν το χρόνο που τους δίνεται.
Στο σύνορο είναι λιγοστά τα πεύκα
έπειτα μάρμαρα και φωταψίες
κι άνθρωποι καθώς είναι πλασμένοι οι άνθρωποι.
Η ματιά του ποιητή περιπλανιέται ακόμη μακρύτερα και βλέπει στο τέλος του περιβολιού, που έχει στο σπίτι του, λίγα πεύκα, τα μάρμαρα και τους δυνατούς προβολείς του Παναθηναϊκού σταδίου και φυσικά ανθρώπους. Ο ποιητής με μια λιτή διατύπωση: «κι άνθρωποι καθώς είναι πλασμένοι οι άνθρωποι», περικλείει όλη την πολυδύναμη και πολύπλευρη διάσταση των ανθρώπων. Όλες αυτές οι ποικίλες εκφάνσεις της ανθρώπινης φύσης, που δύσκολα μπορούν να περιγραφούν, δίνονται από τον ποιητή με ελλειπτικό αλλά επιγραμματικό τρόπο.
Ο κότσυφας όμως τιτιβίζει
σαν έρχεται να πιει
κι ακούς καμιά φορά τη φωνή της δεκοχτούρας.
Οι ηχητικές εικόνες που κλείνουν την πρώτη στροφή, προσφέρουν ζωντάνια στο χώρο που μας περιγράφει ο ποιητής και ολοκληρώνουν έτσι με παραστατικότητα το πρώτο και περισσότερο περιγραφικό μέρος του ποιήματος.
Στο μικρό περιβόλι δέκα δρασκελιές
μπορείς να ιδείς το φως του ήλιου
να πέφτει σε δύο κόκκινα γαρούφαλα
σε μιάν ελιά και λίγο αγιόκλημα.
Δέξου ποιος είσαι.
Η δεύτερη στροφή μας οδηγεί σταδιακά στα σημαντικά μηνύματα του ποιήματος. Μέσα σ’ ένα μικρό περιβόλι, μπορείς να δεις τον ήλιο να φωτίζει γαρύφαλλα, μιαν ελιά κι ένα αγιόκλημα. Μέσα σ’ ένα πολύ μικρό χώρο, μας λέει ο ποιητής, μπορείς να εντοπίσεις δημιουργίες που έχουν η καθεμία τη δική της ξεχωριστή αξία και διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους. Η φύση έχει φροντίσει να κοσμήσει τον κόσμο με πολλά και διαφορετικά δημιουργήματα, τα οποία προφανώς και δεν χάνουν την αξία τους επειδή διαφέρουν από τα υπόλοιπα που βρίσκονται γύρω τους.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τους ανθρώπους, πάρα πολλοί άνθρωποι, όλοι ξεχωριστοί, με μοναδική αξία, μα διαφορετικοί μεταξύ τους. «Δέξου ποιος είσαι», ζητά ο ποιητής, καλώντας τόσο τον εαυτό του όσο και τους αναγνώστες του, να γνωρίσουν και να αποδεχτούν τον εαυτό τους. Η διαφορετικότητά μας είναι δεδομένη, όπως και η αξία μας, είναι όμως απόλυτα αναγκαίο ο κάθε άνθρωπος να αντικρίσει με ειλικρίνεια τον εαυτό του και να τον αποδεχτεί γι’ αυτό που είναι και όχι γι’ αυτό που θα ήθελε να είναι.
Το ποίημα
μην το καταποντίζεις στα βαθιά πλατάνια
θρέψε το με το χώμα και το βράχο που έχεις.
Τα περισσότερα –
σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις.
Το ποίημα δεν θα πρέπει να χάνεται σε χώρους που βρίσκονται μακριά από τη φύση και την υπόσταση του ποιητή. Το ποίημα πρέπει να αντλείται από το «είναι» του ποιητή, έστω κι αν αυτό μοιάζει άγονο και δυσπρόσιτο. Θρέψε το ποίημα με το χώμα και το βράχο που έχεις, φτιάξε την ποίησή σου με τις δικές σου σκέψεις, ακόμη κι αν πρέπει να δουλέψεις σκληρά για να τις προσεγγίσεις.
Ο ποιητής αντιθέτει τους γόνιμους χώρους στους οποίους ζουν τα πλατάνια, με την άγονη και γεμάτη βράχους ψυχή του, για να τονίσει πως ο δρόμος για την ποιητική δημιουργία δεν μπορεί να θεωρηθεί εύκολος, ούτε και θα πρέπει να επιλέγονται οι φαινομενικά εύκολες λύσεις. Ο δημιουργός πρέπει να παλέψει με τον εαυτό του, να τον γνωρίσει σε βάθος και να οδηγηθεί στην πλήρωση της τέχνης του, μόνο με τα υλικά που του παρέχει ο εαυτός του. Αδιαμόρφωτες σκέψεις, πικρές εμπειρίες, δυσάρεστα συναισθήματα, ό,τι κι αν συνιστά την προσωπικότητα και την ψυχή του ποιητή, μ’ αυτά θα πρέπει να πορευτεί ο δημιουργός.
Και μάλιστα, στο ίδιο σημείο θα πρέπει να σκάψει όποιος θέλει να γνωρίσει και να αντιληφθεί ακόμη περισσότερα. Μέσα του, δηλαδή, θα πρέπει να αναζητήσει ο ποιητής, αλλά και ο κάθε άνθρωπος, για τις απαντήσεις που ζητά. Όσο κι αν η εσωτερική αναζήτηση, η αναμέτρηση με τον εαυτό μας, με τις ελλείψεις μας και τις αδυναμίες μας, είναι δύσκολη, μόνο έτσι θα μπορέσουμε να φτάσουμε στις πολύτιμες αλήθειες της ζωής.
Χώμα και βράχος, ακατέργαστο υλικό που η επεξεργασία του είναι δύσκολη και επίπονη, μα η ανταμοιβή είναι ανεκτίμητη. Η αυτογνωσία και η αναγκαία αποδοχή του εαυτού μας, είναι τα εργαλεία που απαιτούνται για να οδηγηθούμε στην εσωτερική πληρότητα και στη γνήσια δημιουργία.
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» ΣΤ΄
Κωνσταντίνος Μάντης |
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
Ellen Henneke
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
ΣΤ΄
Κάτω στις δάφνες
κάτω στις άσπρες πικροδάφνες
κάτω στον αγκαθερό βράχο
κι η θάλασσα στα πόδια μας γυάλινη.
Θυμήσου το χιτώνα που έβλεπες
ν’ ανοίγει και να ξεγλιστρά πάνω στη γύμνια
κι έπεσε γύρω στους αστραγάλους
νεκρός-
αν έπεφτε έτσι αυτός ο ύπνος
ανάμεσα στις δάφνες των νεκρών.
Ο ποιητής βλέποντας τον κόσμο γύρω του να έχει περιέλθει σε μια κατάσταση αδράνειας κι εφησυχασμού, θεωρεί πως οι άνθρωποι της εποχής του έχουν παγιδευτεί σ’ έναν ολέθριο ύπνο. Η κοινωνία έχει πια χάσει την ανάγκη της δημιουργίας και της δράσης και παραμένει στάσιμη στις δάφνες του παρελθόντος.
Αναλυτικότερα
Ο ποιητής με τους πρώτους στίχους μας δημιουργεί την εντύπωση πως βρίσκεται κάπου ψηλά και κοιτάζει το τοπίο προς τα κάτω. Δάφνες, αγκαθερά βράχια και μια γαλήνια -σχεδόν ακινητοποιημένη- θάλασσα είναι όσα βλέπει. Η τριπλή επανάληψη του επιρρήματος «κάτω» έρχεται να μας μεταδώσει την αίσθηση της πτώσης, καθώς αυτή είναι η σκέψη του ποιητή σε σχέση με την κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική κοινωνία. Η πτώση και η παρακμή είναι τα στοιχεία που δίνουν το στίγμα της κοινωνικής πραγματικότητας που βιώνει ο ποιητής. Παράλληλα, η γυάλινη θάλασσα, η ακινητοποιημένη θάλασσα, έρχεται να ενισχύσει την εικόνα της παρακμής και της αδράνειας που δημιουργεί αρνητικά συναισθήματα στον ποιητή. Η αδράνεια αυτή, ο ύπνος που έχει εγκλωβίσει τους ανθρώπους γύρω του, αποτελούν μια νοσηρότητα που πρέπει να τερματιστεί.
Ο ποιητής απευθυνόμενος σ’ ένα αδιευκρίνιστο πρόσωπο, επί της ουσίας σε κάθε αναγνώστη του ποιήματος, του ζητά να θυμηθεί την εικόνα ενός χιτώνα που γλιστρά από το γυμνό σώμα και πέφτει γύρω από τους αστραγάλους νεκρός. Κι εύχεται να έπεφτε έτσι, σαν περιττός χιτώνας, κι αυτός ο ύπνος που κρατά δέσμιους τους ανθρώπους, να έπεφτε, σαν κάτι που δεν μπορεί πια να εξουσιάζει τους ανθρώπους, κάτω ανάμεσα στις δάφνες των νεκρών. Οι δάφνες των νεκρών συμβολίζουν εδώ όλα τα επιτεύγματα και τις ένδοξες στιγμές που ανήκουν στις παλιότερες γενιές, και τα οποία πρέπει να μείνουν πλέον στο παρελθόν. Η σύγχρονη κοινωνία δεν μπορεί να ανατρέχει διαρκώς στο παρελθόν, ούτε μπορεί να μένει άλλο στάσιμη. Τόσο ο ναρκωτικός αυτός ύπνος όσο και οι δάφνες του παρελθόντος, δε θα πρέπει πια να αποτελούν ιδανική πρόφαση για την αδράνεια της τωρινής κοινωνίας.
Στο Θερινό Ηλιοστάσι ο Σεφέρης επιχειρεί να αναδείξει την κατάσταση αεργίας και παθητικής αδράνειας στην οποία έχει περιέλθει η κοινωνία, κατάσταση η οποία μας οδηγεί με βεβαιότητα στον όλεθρο, μιας και οι άνθρωποι μοιάζουν να αδιαφορούν πλήρως και αδυνατούν να κατανοήσουν την εξέλιξη των πραγμάτων. Ο ποιητής επιχειρεί να δείξει στους ανθρώπους την αλήθεια για τη ζωή τους, επιχειρεί να τους φέρει αντιμέτωπους με το γεγονός ότι έχουν πάψει πια να ενδιαφέρονται κι έχουν πάψει πια να προσπαθούν, αφήνοντας τα γεγονότα να τους οδηγούν, χωρίς οι ίδιοι να αντιστέκονται. Οι άνθρωποι φαίνονται στον ποιητή σα να έχουν παραδοθεί σ’ έναν βαθύ ύπνο κι αφήνουν πλέον τη ζωή τους να περνά ανεκμετάλλευτη.
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» Ε΄
Κωνσταντίνος Μάντης |
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
Leonardo da Vinci "Mona Lisa"
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
Ε΄
Ο κόσμος τυλιγμένος στα ναρκωτικά σεντόνια
δεν έχει τίποτε άλλο να προσφέρει
παρά τούτο το τέρμα.
Στη ζεστή νύχτα
η μαραμένη ιέρεια της Εκάτης
με γυμνωμένα στήθη ψηλά στο δώμα
παρακαλά μια τεχνητή πανσέληνο, καθώς
δύο ανήλικες δούλες που χασμουριούνται
αναδεύουν σε μπακιρένια χύτρα
αρωματισμένες φαρμακείες.
Αύριο θα χορτάσουν όσοι αγαπούν τα μυρωδικά.
Το πάθος της και τα φτιασίδια
είναι όμοια με της τραγωδού
ο γύψος τους μάδησε κιόλας.
Καθώς το τέλος πλησιάζει η παρακμή της κοινωνίας είναι εμφανής τόσο στη στάση των πολιτών όσο και στην ψεύτικη θρησκεία που μάταια επιχειρεί να ξεγελάσει τους εναπομείναντες πιστούς της.
Αναλυτικότερα:
Οι άνθρωποι εμφανίζονται από τον ποιητή αδρανείς -τυλιγμένοι σε ναρκωτικά σεντόνια- αδιάφοροι για την εξέλιξη των πραγμάτων και η μόνη δυνατή προσφορά τους είναι το τέλος, η πλήρης παράδοση δηλαδή στην καταστροφή που πλησιάζει. Οι πολίτες της παρακμάζουσας κοινωνίας είτε αγνοούν την πορεία που ακολουθούν τα γεγονότα είτε απλώς δεν έχουν πια καμία διάθεση να αντισταθούν σε ό,τι έρχεται. Παραμένουν αδιάφοροι απέναντι στον εκφυλισμό και την παρακμή κι εντελώς μοιρολατρικά περιμένουν το αναπόφευκτο τέλος.
Την ίδια στιγμή η ιέρεια της Εκάτης, της θεότητας του κάτω κόσμου που της αποδιδόταν η προστασία της μαγικής τέχνης, έχοντας χάσει τη λάμψη των παλαιότερων χρόνων, μαραμένη πια, κάνει δεήσεις σε μια πανσέληνο που δεν είναι καν πραγματική. Η εικόνα παρακμής της θρησκείας των εθνικών γίνεται ακόμη παραστατικότερη με την αναφορά στις δύο δούλες που χασμουριούνται καθώς ανακατεύουν τη χύτρα με τα αρωματισμένα μαγικά.
Η ιέρεια με γυμνωμένα στήθη, ακολουθώντας το τυπικό της ξεπερασμένης της θρησκείας, ετοιμάζει τα αρωματισμένα δηλητήρια, τις αρωματισμένες φαρμακείες, που αποτελούν έσχατη καταφυγή για τους εναπομείναντες πιστούς. Κι αύριο θα τα προσφέρει στους πιστούς, σε όσους αγαπούν ακόμη τα αρωματισμένα ψεύδη της ιέρειας, δίνοντας τους μια υπόσχεση που δε θα μπορέσει να τηρήσει. Η ιέρεια δεν μπορεί πια να αλλάξει τη ροή των πραγμάτων, μπορεί όμως να ξεγελάσει με τη θέλησή τους, εκείνους που επιμένουν να της δίνουν προσοχή.
Ο ποιητής, βέβαια, υποσκάπτει ακόμη περισσότερο τα σαθρά θεμέλια της εθνικής θρησκείας, παρομοιάζοντας το πάθος της ιέρειας και τα φτιασίδια του προσώπου της, με μια μάσκα τραγωδού που έχει πια φθαρεί με το πέρασμα του χρόνου και ο γύψος της έχει μαδήσει.
Τα μαγικά που ετοιμάζει η ιέρεια είναι μάταια, όπως μάταια είναι και η προσδοκία των πιστών της, πως μπορεί να υπάρξει σωτηρία μέσα από μια ψεύτικη θρησκεία.
Οι άνθρωποι αδρανούν, η θρησκεία έχει χάσει τη δύναμη που κάποτε είχε και η καταστροφή της κοινωνίας, που δεν κατόρθωσε να διαφύγει τη φθοροποιό δύναμη της παρακμής, είναι πλέον δεδομένη. Αν, επομένως, οι άνθρωποι εναποθέτουν τις ελπίδες τους σε κάποιο θαύμα, σε κάποια απρόσμενη λύση, ελπίζουν μάταια και είναι προτιμότερο να προετοιμαστούν για το τέλος που δεν γίνεται πια να εμποδιστεί.
Ε΄
Ο κόσμος τυλιγμένος στα ναρκωτικά σεντόνια
δεν έχει τίποτε άλλο να προσφέρει
παρά τούτο το τέρμα.
Στη ζεστή νύχτα
η μαραμένη ιέρεια της Εκάτης
με γυμνωμένα στήθη ψηλά στο δώμα
παρακαλά μια τεχνητή πανσέληνο, καθώς
δύο ανήλικες δούλες που χασμουριούνται
αναδεύουν σε μπακιρένια χύτρα
αρωματισμένες φαρμακείες.
Αύριο θα χορτάσουν όσοι αγαπούν τα μυρωδικά.
Το πάθος της και τα φτιασίδια
είναι όμοια με της τραγωδού
ο γύψος τους μάδησε κιόλας.
Καθώς το τέλος πλησιάζει η παρακμή της κοινωνίας είναι εμφανής τόσο στη στάση των πολιτών όσο και στην ψεύτικη θρησκεία που μάταια επιχειρεί να ξεγελάσει τους εναπομείναντες πιστούς της.
Αναλυτικότερα:
Οι άνθρωποι εμφανίζονται από τον ποιητή αδρανείς -τυλιγμένοι σε ναρκωτικά σεντόνια- αδιάφοροι για την εξέλιξη των πραγμάτων και η μόνη δυνατή προσφορά τους είναι το τέλος, η πλήρης παράδοση δηλαδή στην καταστροφή που πλησιάζει. Οι πολίτες της παρακμάζουσας κοινωνίας είτε αγνοούν την πορεία που ακολουθούν τα γεγονότα είτε απλώς δεν έχουν πια καμία διάθεση να αντισταθούν σε ό,τι έρχεται. Παραμένουν αδιάφοροι απέναντι στον εκφυλισμό και την παρακμή κι εντελώς μοιρολατρικά περιμένουν το αναπόφευκτο τέλος.
Την ίδια στιγμή η ιέρεια της Εκάτης, της θεότητας του κάτω κόσμου που της αποδιδόταν η προστασία της μαγικής τέχνης, έχοντας χάσει τη λάμψη των παλαιότερων χρόνων, μαραμένη πια, κάνει δεήσεις σε μια πανσέληνο που δεν είναι καν πραγματική. Η εικόνα παρακμής της θρησκείας των εθνικών γίνεται ακόμη παραστατικότερη με την αναφορά στις δύο δούλες που χασμουριούνται καθώς ανακατεύουν τη χύτρα με τα αρωματισμένα μαγικά.
Η ιέρεια με γυμνωμένα στήθη, ακολουθώντας το τυπικό της ξεπερασμένης της θρησκείας, ετοιμάζει τα αρωματισμένα δηλητήρια, τις αρωματισμένες φαρμακείες, που αποτελούν έσχατη καταφυγή για τους εναπομείναντες πιστούς. Κι αύριο θα τα προσφέρει στους πιστούς, σε όσους αγαπούν ακόμη τα αρωματισμένα ψεύδη της ιέρειας, δίνοντας τους μια υπόσχεση που δε θα μπορέσει να τηρήσει. Η ιέρεια δεν μπορεί πια να αλλάξει τη ροή των πραγμάτων, μπορεί όμως να ξεγελάσει με τη θέλησή τους, εκείνους που επιμένουν να της δίνουν προσοχή.
Ο ποιητής, βέβαια, υποσκάπτει ακόμη περισσότερο τα σαθρά θεμέλια της εθνικής θρησκείας, παρομοιάζοντας το πάθος της ιέρειας και τα φτιασίδια του προσώπου της, με μια μάσκα τραγωδού που έχει πια φθαρεί με το πέρασμα του χρόνου και ο γύψος της έχει μαδήσει.
Τα μαγικά που ετοιμάζει η ιέρεια είναι μάταια, όπως μάταια είναι και η προσδοκία των πιστών της, πως μπορεί να υπάρξει σωτηρία μέσα από μια ψεύτικη θρησκεία.
Οι άνθρωποι αδρανούν, η θρησκεία έχει χάσει τη δύναμη που κάποτε είχε και η καταστροφή της κοινωνίας, που δεν κατόρθωσε να διαφύγει τη φθοροποιό δύναμη της παρακμής, είναι πλέον δεδομένη. Αν, επομένως, οι άνθρωποι εναποθέτουν τις ελπίδες τους σε κάποιο θαύμα, σε κάποια απρόσμενη λύση, ελπίζουν μάταια και είναι προτιμότερο να προετοιμαστούν για το τέλος που δεν γίνεται πια να εμποδιστεί.
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» Δ΄
Κωνσταντίνος Μάντης |
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
Leonardo da Vinci
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
Δ΄
Στο τρελό ανεμοσκόρπισμα
δεξιά ζερβά πάνω και κάτω
στροβιλίζονται σαρίδια.
Φτενοί θανατεροί καπνοί
λύνουν τα μέλη των ανθρώπων.
Οι ψυχές
βιάζουνται ν’ αποχωριστούν το σώμα
διψούν και δε βρίσκουν νερό πουθενά∙
κολνούν εδώ κολνούν εκεί στην τύχη
πουλιά στις ξόβεργες∙
σπαράζουν ανωφέλευτα
όσο που δε σηκώνουν άλλο τα φτερά τους.
Φυραίνει ο τόπος ολοένα
χωματένιο σταμνί.
Με μια σειρά εικόνων αναστάτωσης, απόγνωσης και αδυναμίας διαφυγής, ο Σεφέρης επιχειρεί να περάσει στους αναγνώστες το συναίσθημα της αποτελμάτωσης και της απουσίας επιλογών, καθώς η πορεία των ανθρώπων οδηγείται αναπότρεπτα προς το τέλος της.
Αναλυτικότερα:
Ένας δυνατός άνεμος που πηγαινοφέρνει δεξιά κι αριστερά μικρά σκουπίδια, είναι η εισαγωγική εικόνα του ποιήματος, η οποία κατορθώνει να δημιουργήσει αμέσως μια αρνητική αίσθηση, καθώς ο ανεξέλεγκτος αυτός άνεμος λειτουργεί ως προμήνυμα δυσάρεστων καταστάσεων. Ο άνεμος μοιάζει να είναι η αρχή μιας γενικευμένης καταστροφικής επενέργειας.
Λεπτοί, αδιόρατοι μα θανατηφόροι καπνοί, λύνουν τα μέλη των ανθρώπων. Με μια εικόνα που μας παραπέμπει αφενός στη κατάσταση ημισυνειδησίας που περιερχόταν η Πυθία, χάρη στις αναθυμιάσεις του Μαντείου, κι αφετέρου στις συνθήκες που θα επικρατήσουν στη γη όταν θα πλησιάζει το τέλος, όπως μας τις παρουσιάζει ο Ιωάννης στην Αποκάλυψη: «Καὶ ὁ πέμπτος ἄγγελος ἐσάλπισε· καὶ εἶδον ἀστέρα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεπτωκότα εἰς τὴν γῆν, καὶ ἐδόθη αὐτῷ ἡ κλεὶς τοῦ φρέατος τῆς ἀβύσσου, καὶ ἤνοιξε τὸ φρέαρ τῆς ἀβύσσου, καὶ ἀνέβη καπνὸς ἐκ τοῦ φρέατος ὡς καπνὸς καμίνου καιομένης, καὶ ἐσκοτίσθη ὁ ἥλιος καὶ ὁ ἀὴρ ἐκ τοῦ καπνοῦ τοῦ φρέατος.», ο ποιητής ιχνογραφεί μια οριακή κατάσταση που δε φαίνεται να παρέχει άλλη δυνατότητα διαφυγής πέρα από τον τερματισμό της ύπαρξης.
Οι ψυχές βιάζονται να αποχωριστούν το σώμα τους, καθώς η ζωή μοιάζει περισσότερο με μαρτύριο παρά με μια ιδανική κατάσταση που προσφέρει ευχαρίστηση και απολαύσεις. Οι ψυχές ανήσυχες αναζητούν ανακούφιση από τη δίψα τους, μα πουθενά δεν υπάρχει νερό, αναζητούν μια δίοδο μα δεν βρίσκεται γι’ αυτές δυνατότητα διαφυγής. Προσκολλώνται στην τύχη όπου βρουν, μα αντί να οδηγηθούν στη λύτρωση, παγιδεύονται ακόμη περισσότερο, όπως τα πουλιά στις ξόβεργες και καταλήγουν να βασανίζονται μάταια, μέχρι που δεν μπορούν πια να πετάξουν. Καμία ανακούφιση, καμία δυνατότητα διαφυγής, σε μια εφιαλτική κατάσταση που μας παραπέμπει εκ νέου στην Αποκάλυψη του Ιωάννη. Όταν ο πέμπτος άγγελος σάλπισε, άνοιξε το όρυγμα της αβύσσου, η γη καλύφθηκε με καπνό κι απ’ τον καπνό βγήκαν ακρίδες που βασάνιζαν τους ανθρώπους που δεν είχαν τη σφραγίδα του Θεού, κι άνθρωποι αυτοί επιζητούσαν το θάνατο κι ο θάνατος δεν ερχόταν: «καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ζητήσουσιν οἱ ἄνθρωποι τὸν θάνατον καὶ οὐ μὴ εὑρήσουσιν αὐτόν, καὶ ἐπιθυμήσουσιν ἀποθανεῖν, καὶ φεύξεται ἀπ' αὐτῶν ὁ θάνατος».
Η κατάσταση των ανθρώπων ολοένα επιδεινώνεται κι ο τόπος, η γη, μοιάζει να μειώνεται σταδιακά, μοιάζει να χάνει πολύτιμα τμήματά της –όσα είχαν να προσφέρουν χαρά στους ανθρώπους-, όπως ένα χωματένιο σταμνί φθείρεται με τον καιρό, μέχρι που διαλύεται.
Δ΄
Στο τρελό ανεμοσκόρπισμα
δεξιά ζερβά πάνω και κάτω
στροβιλίζονται σαρίδια.
Φτενοί θανατεροί καπνοί
λύνουν τα μέλη των ανθρώπων.
Οι ψυχές
βιάζουνται ν’ αποχωριστούν το σώμα
διψούν και δε βρίσκουν νερό πουθενά∙
κολνούν εδώ κολνούν εκεί στην τύχη
πουλιά στις ξόβεργες∙
σπαράζουν ανωφέλευτα
όσο που δε σηκώνουν άλλο τα φτερά τους.
Φυραίνει ο τόπος ολοένα
χωματένιο σταμνί.
Με μια σειρά εικόνων αναστάτωσης, απόγνωσης και αδυναμίας διαφυγής, ο Σεφέρης επιχειρεί να περάσει στους αναγνώστες το συναίσθημα της αποτελμάτωσης και της απουσίας επιλογών, καθώς η πορεία των ανθρώπων οδηγείται αναπότρεπτα προς το τέλος της.
Αναλυτικότερα:
Ένας δυνατός άνεμος που πηγαινοφέρνει δεξιά κι αριστερά μικρά σκουπίδια, είναι η εισαγωγική εικόνα του ποιήματος, η οποία κατορθώνει να δημιουργήσει αμέσως μια αρνητική αίσθηση, καθώς ο ανεξέλεγκτος αυτός άνεμος λειτουργεί ως προμήνυμα δυσάρεστων καταστάσεων. Ο άνεμος μοιάζει να είναι η αρχή μιας γενικευμένης καταστροφικής επενέργειας.
Λεπτοί, αδιόρατοι μα θανατηφόροι καπνοί, λύνουν τα μέλη των ανθρώπων. Με μια εικόνα που μας παραπέμπει αφενός στη κατάσταση ημισυνειδησίας που περιερχόταν η Πυθία, χάρη στις αναθυμιάσεις του Μαντείου, κι αφετέρου στις συνθήκες που θα επικρατήσουν στη γη όταν θα πλησιάζει το τέλος, όπως μας τις παρουσιάζει ο Ιωάννης στην Αποκάλυψη: «Καὶ ὁ πέμπτος ἄγγελος ἐσάλπισε· καὶ εἶδον ἀστέρα ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεπτωκότα εἰς τὴν γῆν, καὶ ἐδόθη αὐτῷ ἡ κλεὶς τοῦ φρέατος τῆς ἀβύσσου, καὶ ἤνοιξε τὸ φρέαρ τῆς ἀβύσσου, καὶ ἀνέβη καπνὸς ἐκ τοῦ φρέατος ὡς καπνὸς καμίνου καιομένης, καὶ ἐσκοτίσθη ὁ ἥλιος καὶ ὁ ἀὴρ ἐκ τοῦ καπνοῦ τοῦ φρέατος.», ο ποιητής ιχνογραφεί μια οριακή κατάσταση που δε φαίνεται να παρέχει άλλη δυνατότητα διαφυγής πέρα από τον τερματισμό της ύπαρξης.
Οι ψυχές βιάζονται να αποχωριστούν το σώμα τους, καθώς η ζωή μοιάζει περισσότερο με μαρτύριο παρά με μια ιδανική κατάσταση που προσφέρει ευχαρίστηση και απολαύσεις. Οι ψυχές ανήσυχες αναζητούν ανακούφιση από τη δίψα τους, μα πουθενά δεν υπάρχει νερό, αναζητούν μια δίοδο μα δεν βρίσκεται γι’ αυτές δυνατότητα διαφυγής. Προσκολλώνται στην τύχη όπου βρουν, μα αντί να οδηγηθούν στη λύτρωση, παγιδεύονται ακόμη περισσότερο, όπως τα πουλιά στις ξόβεργες και καταλήγουν να βασανίζονται μάταια, μέχρι που δεν μπορούν πια να πετάξουν. Καμία ανακούφιση, καμία δυνατότητα διαφυγής, σε μια εφιαλτική κατάσταση που μας παραπέμπει εκ νέου στην Αποκάλυψη του Ιωάννη. Όταν ο πέμπτος άγγελος σάλπισε, άνοιξε το όρυγμα της αβύσσου, η γη καλύφθηκε με καπνό κι απ’ τον καπνό βγήκαν ακρίδες που βασάνιζαν τους ανθρώπους που δεν είχαν τη σφραγίδα του Θεού, κι άνθρωποι αυτοί επιζητούσαν το θάνατο κι ο θάνατος δεν ερχόταν: «καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ζητήσουσιν οἱ ἄνθρωποι τὸν θάνατον καὶ οὐ μὴ εὑρήσουσιν αὐτόν, καὶ ἐπιθυμήσουσιν ἀποθανεῖν, καὶ φεύξεται ἀπ' αὐτῶν ὁ θάνατος».
Η κατάσταση των ανθρώπων ολοένα επιδεινώνεται κι ο τόπος, η γη, μοιάζει να μειώνεται σταδιακά, μοιάζει να χάνει πολύτιμα τμήματά της –όσα είχαν να προσφέρουν χαρά στους ανθρώπους-, όπως ένα χωματένιο σταμνί φθείρεται με τον καιρό, μέχρι που διαλύεται.
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» Γ΄
Κωνσταντίνος Μάντης |
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
Leonardo da Vinci
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
Γ΄
Κι όμως σ’ αυτό τον ύπνο
τ’ όνειρο ξεπέφτει τόσο εύκολα
στο βραχνά.
Όπως το ψάρι που άστραψε κάτω απ’ το κύμα
και χώθηκε στο βούρκο του βυθού
ή χαμαιλέοντας όταν αλλάζει χρώμα.
Στην πολιτεία που έγινε πορνείο
μαστροποί και πολιτικιές
διαλαλούν σάπια θέλγητρα∙
η κυματόφερτη κόρη
φορεί το πετσί της γελάδας
για να την ανέβει το ταυρόπουλο∙
ο ποιητής
χαμίνια του πετούν μαγαρισιές
καθώς βλέπει τ’ αγάλματα να στάζουν αίμα.
Πρέπει να βγεις από τούτο τον ύπνο∙
τούτο το μαστιγωμένο δέρμα.
Ο Σεφέρης αναγνωρίζοντας την παρακμή της κοινωνίας μας, αποζητά να επιτύχει την αφύπνιση των ανθρώπων και την έξοδό τους από την πορεία πτώσης και φενακισμού που ακολουθούν.
Αναλυτικότερα:
Ο ποιητής θεωρεί ότι οι άνθρωποι έχουν εγκλωβιστεί σε μια πραγματικότητα που δεν είναι αληθινή, μια πραγματικότητα που αν ιδωθεί χωρίς την παραμορφωτική επίδραση των επιθυμιών και των προσδοκιών τους, θα αποκαλυφθεί πόσο ψεύτικη και αλλοιωμένη είναι. Οι άνθρωποι βρίσκονται σε μια κατάσταση ύπνου που δεν τους επιτρέπει να συνειδητοποιήσουν τη σήψη που έχει επέλθει στον κόσμο γύρω τους. Κινούνται ακόμη με την ελπίδα για κάτι καλύτερο, αλλά δεν έχουν καταλάβει πόσο εύκολα το όνειρό τους μπορεί να πέσει στην παγίδα εκείνων που έχουν διαβρώσει κάθε τι σε αυτή την κοινωνία. Οι άνθρωποι θεωρούν ότι έχουν ακόμη τη δυνατότητα να ονειρεύονται και να κάνουν σχέδια για ένα καλύτερο μέλλον, χωρίς να έχουν αντιληφθεί ότι τα όνειρά τους γίνονται και συνθλίβονται μέσα σ’ έναν κόσμο που μπορεί εύκολα να τους εξαπατήσει και να τους παγιδέψει. Όπως ένα μικρό ψάρι θεωρεί ότι μπορεί να ξεφύγει από το θηρευτή του κινούμενο προς τη λάσπη του βυθού ή όπως ο χαμαιλέοντας νομίζει ότι αλλάζοντας το χρώμα του μπορεί να διαφύγει την προσοχή του εχθρού του, έτσι και οι άνθρωποι νομίζουν ότι έχουν ακόμη τη δυνατότητα να ονειρεύονται και να ελπίζουν, αλλά στην πραγματικότητα είναι παγιδευμένοι σε μια διεφθαρμένη κοινωνία που δεν έχει καμία πρόθεση να επιτρέψει την πραγμάτωση των ονείρων.
Όπως ο έμπειρος θηρευτής γνωρίζει εκ των προτέρων τα μέσα που έχει το θήραμά του για να διεκδικήσει τη σωτηρία του, έτσι και στην κοινωνία της παρακμής, οι κρατούντες γνωρίζουν τα μικρά όνειρα των πολιτών και τα χρησιμοποιούν για να τους παγιδέψουν ακόμη περισσότερο.
Η κοινωνία του σήμερα έχει γίνει πια ένα μεγάλο πορνείο στο οποίο δεν υπάρχει τίποτε άλλο πέρα από ψεύτικες υποσχέσεις και θέλγητρα που έχουν προ πολλού χάσει την αξία τους. Κάθε διαπροσωπική σχέση, κάθε επαφή, λειτουργεί σαν συναλλαγή ανάμεσα σε μια ξεπεσμένη ιερόδουλη και ένα αρσενικό θολωμένο από την επιθυμία. Τίποτε στη σύγχρονη κοινωνία δεν είναι αληθινό και τίποτε δεν είναι αυτό που φαίνεται. Όπως κάποτε η Πασιφάη σκέπασε το κορμί της με το δέρμα μιας αγελάδας για να ξεγελάσει τον ταύρο να κοιμηθεί μαζί της, έτσι και οι άνθρωποι του σήμερα, προσπαθούν να εξαπατήσουν ο ένας τον άλλο με θελκτικές υποσχέσεις και ψεύτικα προσωπεία.
Μια κοινωνία παρακμής είναι ο κόσμος μας και ο ποιητής που βλέπει γύρω του τη σήψη και την υποκρισία, ο ποιητής που βλέπει τα αγάλματα, τα σύμβολα του παρελθόντος να αιμορραγούν, γίνεται στόχος κοροϊδίας από αλήτες που του πετούν ακαθαρσίες.
Ο Σεφέρης βλέπει καθαρά την πτωτική πορεία της κοινωνίας και μας ζητά να ξυπνήσουμε, να βγούμε από αυτό το ψεύτικο όνειρο στο οποίο μάταια χάνουμε τη ζωή μας. Είναι καιρός να αφήσουμε στην άκρη τη βασανισμένη μας ύπαρξη, το μαστιγωμένο μας δέρμα και να ξυπνήσουμε. Όσο κι αν πιστεύουμε ότι κινούμαστε κάνοντας όνειρα κι έχοντας ελπίδες για το αύριο, στην πραγματικότητα δεν είμαστε παρά πιόνια στο παιχνίδι των κρατούντων. Βρισκόμαστε σε μια κοινωνία που έχει προ πολλού χάσει την αλήθεια της και συμμετέχουμε άθελά μας σ’ ένα παιχνίδι που ελέγχεται από άλλους.
Πρέπει να βγεις από τούτο τον ύπνο!
Γ΄
Κι όμως σ’ αυτό τον ύπνο
τ’ όνειρο ξεπέφτει τόσο εύκολα
στο βραχνά.
Όπως το ψάρι που άστραψε κάτω απ’ το κύμα
και χώθηκε στο βούρκο του βυθού
ή χαμαιλέοντας όταν αλλάζει χρώμα.
Στην πολιτεία που έγινε πορνείο
μαστροποί και πολιτικιές
διαλαλούν σάπια θέλγητρα∙
η κυματόφερτη κόρη
φορεί το πετσί της γελάδας
για να την ανέβει το ταυρόπουλο∙
ο ποιητής
χαμίνια του πετούν μαγαρισιές
καθώς βλέπει τ’ αγάλματα να στάζουν αίμα.
Πρέπει να βγεις από τούτο τον ύπνο∙
τούτο το μαστιγωμένο δέρμα.
Ο Σεφέρης αναγνωρίζοντας την παρακμή της κοινωνίας μας, αποζητά να επιτύχει την αφύπνιση των ανθρώπων και την έξοδό τους από την πορεία πτώσης και φενακισμού που ακολουθούν.
Αναλυτικότερα:
Ο ποιητής θεωρεί ότι οι άνθρωποι έχουν εγκλωβιστεί σε μια πραγματικότητα που δεν είναι αληθινή, μια πραγματικότητα που αν ιδωθεί χωρίς την παραμορφωτική επίδραση των επιθυμιών και των προσδοκιών τους, θα αποκαλυφθεί πόσο ψεύτικη και αλλοιωμένη είναι. Οι άνθρωποι βρίσκονται σε μια κατάσταση ύπνου που δεν τους επιτρέπει να συνειδητοποιήσουν τη σήψη που έχει επέλθει στον κόσμο γύρω τους. Κινούνται ακόμη με την ελπίδα για κάτι καλύτερο, αλλά δεν έχουν καταλάβει πόσο εύκολα το όνειρό τους μπορεί να πέσει στην παγίδα εκείνων που έχουν διαβρώσει κάθε τι σε αυτή την κοινωνία. Οι άνθρωποι θεωρούν ότι έχουν ακόμη τη δυνατότητα να ονειρεύονται και να κάνουν σχέδια για ένα καλύτερο μέλλον, χωρίς να έχουν αντιληφθεί ότι τα όνειρά τους γίνονται και συνθλίβονται μέσα σ’ έναν κόσμο που μπορεί εύκολα να τους εξαπατήσει και να τους παγιδέψει. Όπως ένα μικρό ψάρι θεωρεί ότι μπορεί να ξεφύγει από το θηρευτή του κινούμενο προς τη λάσπη του βυθού ή όπως ο χαμαιλέοντας νομίζει ότι αλλάζοντας το χρώμα του μπορεί να διαφύγει την προσοχή του εχθρού του, έτσι και οι άνθρωποι νομίζουν ότι έχουν ακόμη τη δυνατότητα να ονειρεύονται και να ελπίζουν, αλλά στην πραγματικότητα είναι παγιδευμένοι σε μια διεφθαρμένη κοινωνία που δεν έχει καμία πρόθεση να επιτρέψει την πραγμάτωση των ονείρων.
Όπως ο έμπειρος θηρευτής γνωρίζει εκ των προτέρων τα μέσα που έχει το θήραμά του για να διεκδικήσει τη σωτηρία του, έτσι και στην κοινωνία της παρακμής, οι κρατούντες γνωρίζουν τα μικρά όνειρα των πολιτών και τα χρησιμοποιούν για να τους παγιδέψουν ακόμη περισσότερο.
Η κοινωνία του σήμερα έχει γίνει πια ένα μεγάλο πορνείο στο οποίο δεν υπάρχει τίποτε άλλο πέρα από ψεύτικες υποσχέσεις και θέλγητρα που έχουν προ πολλού χάσει την αξία τους. Κάθε διαπροσωπική σχέση, κάθε επαφή, λειτουργεί σαν συναλλαγή ανάμεσα σε μια ξεπεσμένη ιερόδουλη και ένα αρσενικό θολωμένο από την επιθυμία. Τίποτε στη σύγχρονη κοινωνία δεν είναι αληθινό και τίποτε δεν είναι αυτό που φαίνεται. Όπως κάποτε η Πασιφάη σκέπασε το κορμί της με το δέρμα μιας αγελάδας για να ξεγελάσει τον ταύρο να κοιμηθεί μαζί της, έτσι και οι άνθρωποι του σήμερα, προσπαθούν να εξαπατήσουν ο ένας τον άλλο με θελκτικές υποσχέσεις και ψεύτικα προσωπεία.
Μια κοινωνία παρακμής είναι ο κόσμος μας και ο ποιητής που βλέπει γύρω του τη σήψη και την υποκρισία, ο ποιητής που βλέπει τα αγάλματα, τα σύμβολα του παρελθόντος να αιμορραγούν, γίνεται στόχος κοροϊδίας από αλήτες που του πετούν ακαθαρσίες.
Ο Σεφέρης βλέπει καθαρά την πτωτική πορεία της κοινωνίας και μας ζητά να ξυπνήσουμε, να βγούμε από αυτό το ψεύτικο όνειρο στο οποίο μάταια χάνουμε τη ζωή μας. Είναι καιρός να αφήσουμε στην άκρη τη βασανισμένη μας ύπαρξη, το μαστιγωμένο μας δέρμα και να ξυπνήσουμε. Όσο κι αν πιστεύουμε ότι κινούμαστε κάνοντας όνειρα κι έχοντας ελπίδες για το αύριο, στην πραγματικότητα δεν είμαστε παρά πιόνια στο παιχνίδι των κρατούντων. Βρισκόμαστε σε μια κοινωνία που έχει προ πολλού χάσει την αλήθεια της και συμμετέχουμε άθελά μας σ’ ένα παιχνίδι που ελέγχεται από άλλους.
Πρέπει να βγεις από τούτο τον ύπνο!
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» Β΄
Κωνσταντίνος Μάντης |
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
Β΄
Όλοι βλέπουν οράματα
κανείς ωστόσο δεν τ’ ομολογεί∙
πηγαίνουν και θαρρούν πως είναι μόνοι.
Το μεγάλο τριαντάφυλλο
ήτανε πάντα εδώ
στο πλευρό σου βαθιά μέσα στον ύπνο
δικό σου και άγνωστο.
Αλλά μονάχα τώρα που τα χείλια σου τ’ άγγιξαν
στ’ απώτατα φύλλα
ένιωσες το πυκνό βάρος του χορευτή
να πέφτει στο ποτάμι του καιρού –
το φοβερό παφλασμό.
Μη σπαταλάς την πνοή που σου χάρισε
τούτη η ανάσα.
Για να γίνει αντιληπτό το νόημα του δεύτερου ποιήματος από το Θερινό Ηλιοστάσι του Σεφέρη ο αναγνώστης πρέπει να έχει υπόψη του αφενός τον πίνακα «Η πτώση του Ικάρου», ο οποίος παλιότερα αποδίδονταν στον Peter Breughel, και αφετέρου το ποίημα “Musee des Beaux-Arts” που έγραψε ο W. H. Auden εμπνευσμένος από τον πίνακα του Breughel.
About suffering they were never wrong, The Old Masters; how well, they understood Its human position; how it takes place While someone else is eating or opening a window or just walking dully along; How, when the aged are reverently, passionately waiting For the miraculous birth, there always must be Children who did not specially want it to happen, skating On a pond at the edge of the wood: They never forgot That even the dreadful martyrdom must run its course Anyhow in a corner, some untidy spot Where the dogs go on with their doggy life and the torturer's horse Scratches its innocent behind on a tree. In Breughel's Icarus, for instance: how everything turns away Quite leisurely from the disaster; the ploughman may Have heard the splash, the forsaken cry, But for him it was not an important failure; the sun shone As it had to on the white legs disappearing into the green Water; and the expensive delicate ship that must have seen Something amazing, a boy falling out of the sky, had somewhere to get to and sailed calmly on.
Ο Σεφέρης βασιζόμενος στην ιδέα του Auden ότι οι άνθρωποι περνούν τον καιρό τους απαθείς χωρίς να δίνουν σημασία στα σημαντικά περιστατικά που συμβαίνουν γύρω τους, μας χάρισε τους υπέροχους στίχους του στους οποίους μετουσιώνει, με το δικό του τρόπο, αυτή ακριβώς τη σκέψη, ότι οι άνθρωποι ζουν και πεθαίνουν χωρίς να αντιλαμβάνονται όσα γίνονται γύρω τους και κυρίως χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι η ζωή είναι κάτι που συμβαίνει αυτή τη στιγμή είτε οι ίδιοι συμμετέχουν σε αυτή είτε όχι.
Αναλυτικότερα:
Όλοι οι άνθρωποι έχουν όνειρα, όλοι έχουν ελπίδες και σκέψεις που στη βάση τους είναι κοινές για όλους μας, καθώς οι άνθρωποι κινούνται πάνω στα ίδια μονοπάτια, πάνω στις ίδιες βασικές επιθυμίες κι επιδιώξεις. Εντούτοις, αντί να παραδεχτούν ο ένας στον άλλο τις κοινές τους σκέψεις, οι άνθρωποι συνεχίζουν την πορεία τους νιώθοντας ότι είναι μόνοι και ότι δεν μπορούν να βρουν κατανόηση από τους συνανθρώπους τους.
Η αδυναμία αυτή των ανθρώπων να αντιληφθούν το αυτονόητο δημιουργεί στον ποιητή την ανάγκη να αφυπνίσει τους αποδέκτες του λόγου του και με μια πιο προσωπική αποστροφή σε δεύτερο πρόσωπο ο ποιητής απευθύνει το ποίημα του προς κάθε αναγνώστη χωριστά, μιας και το μήνυμά του είναι κοινό για όλους. Το μεγάλο τριαντάφυλλο, η ζωή δηλαδή, υπήρχε πάντοτε εδώ, έστω κι αν εσύ την προσπερνούσες ως δεδομένη, έστω κι αν ποτέ δεν σκέφτηκες πόση αξία έχει αυτό το δώρο που σου έχει προσφερθεί. Η ζωή, η πολυσήμαντη αυτή δύναμη βρίσκεται στη διάθεση κάθε ανθρώπου, ακόμη κι όταν ο άνθρωπος κοιμάται, πρόθυμη να του αποκαλύψει τις πολλαπλές της δυνατότητες ακόμη και μέσω των ονείρων. Αλλά, για πολλούς ανθρώπους η δύναμη και η αξία της ζωής παραμένει κάτι άγνωστο ή καλύτερα κάτι που οι άνθρωποι παίρνουν ως δεδομένο και δεν το αξιοποιούν.
Μόνο όταν ο άνθρωπος αγγίξει τα απώτατα φύλλα του ρόδου, μόνο όταν φτάσει κοντά στο τέλος, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο ποιητής, μόνο τότε αφυπνίζεται και συνειδητοποιεί την αξία της ζωής και πόσο λίγο την εκμεταλλεύτηκε όσο είχε την ευκαιρία.
Κι όταν ο άνθρωπος αφυπνιστεί, όταν δηλαδή συνειδητοποιήσει ότι η ζωή του, το σημαντικότερο απόκτημα που είχε ποτέ, φτάνει στο τέλος της, τότε αρχίζει να προσέχει όσα γίνονται γύρω του. Μόνο τότε ακούει τον παφλασμό από την πτώση του χορευτή μέσα στο ποτάμι, μόνο τότε καταλαβαίνει ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξεφεύγει για καιρό από το πέρασμα του χρόνου που φθείρει και παρασέρνει τα πάντα. Η εικόνα του ανθρώπου που επιτέλους ακούει και δίνει προσοχή στον παφλασμό είναι παρμένη από τον πίνακα του Breughel, στον οποίο βλέπουμε τους εργάτες να συνεχίζουν αμέριμνοι τις εργασίες τους ενώ στο βάθος από την ταραχή των νερών καταλαβαίνουμε ότι μόλις έχει πέσει στη θάλασσα ο Ίκαρος. Οι άνθρωποι όπως του είδε ο ζωγράφος και όπως το επισήμανε και ο Auden ακόμη και όταν συμβαίνει κάτι το εκπληκτικό, όπως όταν ένα αγόρι πέφτει από τον ουρανό, δεν δίνουν σημασία και συνεχίζουν με απάθεια τη ζωή τους. Ο Σεφέρης, λοιπόν, θεωρεί ότι οι άνθρωποι δίνουν τελικά σημασία στα όσα συμβαίνουν γύρω τους, αποκτούν συνείδηση του θαύματος της ζωής όταν είναι πια αργά, όταν έχουν φτάσει κοντά στο τέλος.
Μη σπαταλάς την πνοή που σου χάρισε
τούτη η ανάσα.
Ο Σεφέρης κλείνει το ποίημα του με μια συγκλονιστική συμβουλή, που δίνεται από έναν άνθρωπο κοντά στο τέλος της ζωής του. Δεν πρέπει οι άνθρωποι να ξοδεύουν αλόγιστα, να χαραμίζουν, τη δημιουργική δύναμη, τη ζωοδόχο δύναμη που τους χαρίζει η κάθε τους ανάσα. Κάθε λεπτό, κάθε στιγμή της ζωής αξίζει όσο τίποτε άλλο και γι’ αυτό οι άνθρωποι θα πρέπει, όσο έχουν ακόμη τη δυνατότητα, να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τη ζωή τους.
Β΄
Όλοι βλέπουν οράματα
κανείς ωστόσο δεν τ’ ομολογεί∙
πηγαίνουν και θαρρούν πως είναι μόνοι.
Το μεγάλο τριαντάφυλλο
ήτανε πάντα εδώ
στο πλευρό σου βαθιά μέσα στον ύπνο
δικό σου και άγνωστο.
Αλλά μονάχα τώρα που τα χείλια σου τ’ άγγιξαν
στ’ απώτατα φύλλα
ένιωσες το πυκνό βάρος του χορευτή
να πέφτει στο ποτάμι του καιρού –
το φοβερό παφλασμό.
Μη σπαταλάς την πνοή που σου χάρισε
τούτη η ανάσα.
Για να γίνει αντιληπτό το νόημα του δεύτερου ποιήματος από το Θερινό Ηλιοστάσι του Σεφέρη ο αναγνώστης πρέπει να έχει υπόψη του αφενός τον πίνακα «Η πτώση του Ικάρου», ο οποίος παλιότερα αποδίδονταν στον Peter Breughel, και αφετέρου το ποίημα “Musee des Beaux-Arts” που έγραψε ο W. H. Auden εμπνευσμένος από τον πίνακα του Breughel.
About suffering they were never wrong, The Old Masters; how well, they understood Its human position; how it takes place While someone else is eating or opening a window or just walking dully along; How, when the aged are reverently, passionately waiting For the miraculous birth, there always must be Children who did not specially want it to happen, skating On a pond at the edge of the wood: They never forgot That even the dreadful martyrdom must run its course Anyhow in a corner, some untidy spot Where the dogs go on with their doggy life and the torturer's horse Scratches its innocent behind on a tree. In Breughel's Icarus, for instance: how everything turns away Quite leisurely from the disaster; the ploughman may Have heard the splash, the forsaken cry, But for him it was not an important failure; the sun shone As it had to on the white legs disappearing into the green Water; and the expensive delicate ship that must have seen Something amazing, a boy falling out of the sky, had somewhere to get to and sailed calmly on.
Ο Σεφέρης βασιζόμενος στην ιδέα του Auden ότι οι άνθρωποι περνούν τον καιρό τους απαθείς χωρίς να δίνουν σημασία στα σημαντικά περιστατικά που συμβαίνουν γύρω τους, μας χάρισε τους υπέροχους στίχους του στους οποίους μετουσιώνει, με το δικό του τρόπο, αυτή ακριβώς τη σκέψη, ότι οι άνθρωποι ζουν και πεθαίνουν χωρίς να αντιλαμβάνονται όσα γίνονται γύρω τους και κυρίως χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι η ζωή είναι κάτι που συμβαίνει αυτή τη στιγμή είτε οι ίδιοι συμμετέχουν σε αυτή είτε όχι.
Αναλυτικότερα:
Όλοι οι άνθρωποι έχουν όνειρα, όλοι έχουν ελπίδες και σκέψεις που στη βάση τους είναι κοινές για όλους μας, καθώς οι άνθρωποι κινούνται πάνω στα ίδια μονοπάτια, πάνω στις ίδιες βασικές επιθυμίες κι επιδιώξεις. Εντούτοις, αντί να παραδεχτούν ο ένας στον άλλο τις κοινές τους σκέψεις, οι άνθρωποι συνεχίζουν την πορεία τους νιώθοντας ότι είναι μόνοι και ότι δεν μπορούν να βρουν κατανόηση από τους συνανθρώπους τους.
Η αδυναμία αυτή των ανθρώπων να αντιληφθούν το αυτονόητο δημιουργεί στον ποιητή την ανάγκη να αφυπνίσει τους αποδέκτες του λόγου του και με μια πιο προσωπική αποστροφή σε δεύτερο πρόσωπο ο ποιητής απευθύνει το ποίημα του προς κάθε αναγνώστη χωριστά, μιας και το μήνυμά του είναι κοινό για όλους. Το μεγάλο τριαντάφυλλο, η ζωή δηλαδή, υπήρχε πάντοτε εδώ, έστω κι αν εσύ την προσπερνούσες ως δεδομένη, έστω κι αν ποτέ δεν σκέφτηκες πόση αξία έχει αυτό το δώρο που σου έχει προσφερθεί. Η ζωή, η πολυσήμαντη αυτή δύναμη βρίσκεται στη διάθεση κάθε ανθρώπου, ακόμη κι όταν ο άνθρωπος κοιμάται, πρόθυμη να του αποκαλύψει τις πολλαπλές της δυνατότητες ακόμη και μέσω των ονείρων. Αλλά, για πολλούς ανθρώπους η δύναμη και η αξία της ζωής παραμένει κάτι άγνωστο ή καλύτερα κάτι που οι άνθρωποι παίρνουν ως δεδομένο και δεν το αξιοποιούν.
Μόνο όταν ο άνθρωπος αγγίξει τα απώτατα φύλλα του ρόδου, μόνο όταν φτάσει κοντά στο τέλος, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο ποιητής, μόνο τότε αφυπνίζεται και συνειδητοποιεί την αξία της ζωής και πόσο λίγο την εκμεταλλεύτηκε όσο είχε την ευκαιρία.
Κι όταν ο άνθρωπος αφυπνιστεί, όταν δηλαδή συνειδητοποιήσει ότι η ζωή του, το σημαντικότερο απόκτημα που είχε ποτέ, φτάνει στο τέλος της, τότε αρχίζει να προσέχει όσα γίνονται γύρω του. Μόνο τότε ακούει τον παφλασμό από την πτώση του χορευτή μέσα στο ποτάμι, μόνο τότε καταλαβαίνει ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξεφεύγει για καιρό από το πέρασμα του χρόνου που φθείρει και παρασέρνει τα πάντα. Η εικόνα του ανθρώπου που επιτέλους ακούει και δίνει προσοχή στον παφλασμό είναι παρμένη από τον πίνακα του Breughel, στον οποίο βλέπουμε τους εργάτες να συνεχίζουν αμέριμνοι τις εργασίες τους ενώ στο βάθος από την ταραχή των νερών καταλαβαίνουμε ότι μόλις έχει πέσει στη θάλασσα ο Ίκαρος. Οι άνθρωποι όπως του είδε ο ζωγράφος και όπως το επισήμανε και ο Auden ακόμη και όταν συμβαίνει κάτι το εκπληκτικό, όπως όταν ένα αγόρι πέφτει από τον ουρανό, δεν δίνουν σημασία και συνεχίζουν με απάθεια τη ζωή τους. Ο Σεφέρης, λοιπόν, θεωρεί ότι οι άνθρωποι δίνουν τελικά σημασία στα όσα συμβαίνουν γύρω τους, αποκτούν συνείδηση του θαύματος της ζωής όταν είναι πια αργά, όταν έχουν φτάσει κοντά στο τέλος.
Μη σπαταλάς την πνοή που σου χάρισε
τούτη η ανάσα.
Ο Σεφέρης κλείνει το ποίημα του με μια συγκλονιστική συμβουλή, που δίνεται από έναν άνθρωπο κοντά στο τέλος της ζωής του. Δεν πρέπει οι άνθρωποι να ξοδεύουν αλόγιστα, να χαραμίζουν, τη δημιουργική δύναμη, τη ζωοδόχο δύναμη που τους χαρίζει η κάθε τους ανάσα. Κάθε λεπτό, κάθε στιγμή της ζωής αξίζει όσο τίποτε άλλο και γι’ αυτό οι άνθρωποι θα πρέπει, όσο έχουν ακόμη τη δυνατότητα, να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τη ζωή τους.
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» Α΄
Κωνσταντίνος Μάντης |
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
Vincent van Gogh
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
Α΄
Ο μεγαλύτερος ήλιος από τη μια μεριά
κι από την άλλη το νέο φεγγάρι
απόμακρα στη μνήμη σαν εκείνα τα στήθη.
Ανάμεσό τους χάσμα της αστερωμένης νύχτας
κατακλυσμός της ζωής.
Τ’ άλογα στ’ αλώνια
καλπάζουν και ιδρώνουν
πάνω σε σκόρπια κορμιά.
Όλα πηγαίνουν εκεί
και τούτη η γυναίκα
που την είδες όμορφη, μια στιγμή
λυγίζει και δεν αντέχει πια γονάτισε.
Όλα τ’ αλέθουν οι μυλόπετρες
και γίνουνται άστρα.
Παραμονή της μακρύτερης μέρας.
Θερινό ηλιοστάσιο είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια ημέρα, κατά την 21η Ιουνίου και στα πλαίσια της ποίησης του Σεφέρη συμβολίζει τον καθημερινό μόχθο που τελικά τσακίζει τις ζωές των ανθρώπων. Η μεγαλύτερη ημέρα δε λειτουργεί ως η σημαντικότερη ημέρα αλλά ως η ημέρα που εμπεριέχει τον μεγαλύτερο δυνατό κόπο για κάθε άνθρωπο.
Αναλυτικότερα:
Δύο αντιθετικές καταστάσεις συνυπάρχουν στη μνήμη του ποιητή με τον ήλιο του θερινού ηλιοστασίου από τη μία να δηλώνει την καθημερινή εργασία και την κούραση των ανθρώπων και το νέο φεγγάρι από την άλλη να συμβολίζει την ευκαιρία για μια νέα αρχή, για μια αναγέννηση.
Η απόσταση ανάμεσα στα δύο στοιχεία δίνεται με μια εικόνα ερωτικής ανάμνησης από τον ποιητή ο οποίος φέρνει στο νου την απόσταση ανάμεσα στα στήθη μιας νεαρής κοπέλας για να εκφράσει την απόσταση ανάμεσα στον ήλιο και το φεγγάρι.
Ανάμεσα στο μεγαλύτερο ήλιο και το νέο φεγγάρι υπάρχει η νύχτα που είναι γεμάτη με αστέρια, τα οποία κατά την απουσία του φεγγαριού κυριαρχούν στον ουρανό, αλλά και μια κατακλυσμική παρουσία ανθρώπινης ζωής. Μεταξύ μόχθου και ελπίδας για μια καλύτερη ζωή είναι το διάστημα που η ζωή δημιουργείται και δραστηριοποιείται.
Η ανθρώπινη ζωή κινείται ανάμεσα στην καθημερινή δουλειά, την κούραση και τα όνειρα για ένα καλύτερο αύριο, μα στην πραγματικότητα ξεκινά και τελειώνει εγκλωβισμένη στο μόχθο και την εξαθλίωση, χωρίς ποτέ να κατορθώσει να προσεγγίσει το όνειρο ή την αναγέννηση.
Η συνεχής εργασία και ο διαρκής κόπος δίνονται από τον ποιητή με τη συγκλονιστική εικόνα των αλόγων που τρέχουν ιδρωμένα πάνω στα ανθρώπινα κορμιά. Μέσα στα χωράφια, στο χώρο που οι άνθρωποι πασχίζουν για να κερδίσουν το ψωμί τους, εκεί περνούν τη ζωή τους, εκεί κάνουν τα όνειρά τους κι εκεί τους βρίσκει ο θάνατος. Κανείς δεν ξεφεύγει από την επίπονη μοίρα του κοινού ανθρώπου που γεννιέται και πεθαίνει περιορισμένος σε μια ζωή μόχθου, ανασφάλειας και συνεχούς εργασίας.
Ακόμη και μια γυναίκα που για μια στιγμή φαίνεται όμορφη, μια γυναίκα που για μια στιγμή διατηρεί τη φρεσκάδα και την ομορφιά της νεότητας, ακόμη και αυτή θα ακολουθήσει αναγκαστικά το δρόμο της καθημερινής βιοπάλης και θα φθαρεί και θα πεθάνει δουλεύοντας, μη κατορθώνοντας ποτέ να ξεφύγει από τις δυσκολίες που περιμένουν κάθε άνθρωπο.
Η όμορφη γυναίκα λυγίζει υπό το βάρος των υποχρεώσεων, της μιζέριας και της ανάγκης να παλέψει κι αυτή για την επιβίωσή της. Γονατίζει κάτω από το βάρος του ανεκμετάλλευτου χρόνου, των διαψεύσεων και της ματαίωσης κάθε πιθανής ελπίδας που ίσως κάποτε φώτισε τη ζωή της. Η ομορφιά, όπως και τα όνειρά της, διαλύονται κάτω από την πίεση της μοναδικής αρχής που εξουσιάζει τις ανθρώπινες ζωές, της ανάγκης.
Όλοι οι άνθρωποι ακολουθούν την ίδια δυσβάσταχτη μοίρα και συνθλίβονται στις μυλόπετρες του σκληρού βίου, της σκληρής δουλειάς και της ασίγαστης ανάγκης της γης για περισσότερο αίμα. Κάθε νέα μέρα, κάθε καινούρια σοδειά απαιτεί πολύτιμο χρόνο από τον ελάχιστο χρόνο της ανθρώπινης ζωής, απαιτεί πολύωρη δουλειά και εν τέλει απαιτεί ζωές ολόκληρες να θυσιαστούν.
Ο ποιητής έχοντας ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του γνωρίζει καλά πως οι άνθρωποι δεν έχουν να περιμένουν πολλά στη ζωή τους, πως τα όνειρα είναι εύκολος στόχος για την καθημερινή ανάγκη για επιβίωση και πως κάθε άνθρωπος που γεννιέται είναι προορισμένος να θυσιάσει τη ζωή του στο βωμό της συνεχούς, αλλά μάταιης, προσπάθειας.
Κάθε άνθρωπος που συνθλίβεται στις μυλόπετρες της κοπιαστικής ζωής γίνεται αστέρι και φωτίζει, εντελώς ειρωνικά, τα μάταια νυχτερινά όνειρα των νέων ανθρώπων που έρχονται για να συνεχίσουν την πορεία του κόπου και της θυσίας.
Παραμονή της μακρύτερης μέρας, παραμονή της μέρας που διαρκεί περισσότερο απ’ όλες τις άλλες, παραμονή της μέρας που περιέχει περισσότερο κόπο, περισσότερη δουλειά και κούραση απ’ όλες τις άλλες. Παραμονή της μεγαλύτερης ημέρας και ίσως υπό το αμυδρό φως του νέου φεγγαριού υπάρχει λίγος χρόνος για όνειρα και για ελπίδες μιας καλύτερης ζωής.
Άλλωστε:
Όλοι βλέπουν οράματα
κανείς ωστόσο δεν τ’ ομολογεί.
Α΄
Ο μεγαλύτερος ήλιος από τη μια μεριά
κι από την άλλη το νέο φεγγάρι
απόμακρα στη μνήμη σαν εκείνα τα στήθη.
Ανάμεσό τους χάσμα της αστερωμένης νύχτας
κατακλυσμός της ζωής.
Τ’ άλογα στ’ αλώνια
καλπάζουν και ιδρώνουν
πάνω σε σκόρπια κορμιά.
Όλα πηγαίνουν εκεί
και τούτη η γυναίκα
που την είδες όμορφη, μια στιγμή
λυγίζει και δεν αντέχει πια γονάτισε.
Όλα τ’ αλέθουν οι μυλόπετρες
και γίνουνται άστρα.
Παραμονή της μακρύτερης μέρας.
Θερινό ηλιοστάσιο είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια ημέρα, κατά την 21η Ιουνίου και στα πλαίσια της ποίησης του Σεφέρη συμβολίζει τον καθημερινό μόχθο που τελικά τσακίζει τις ζωές των ανθρώπων. Η μεγαλύτερη ημέρα δε λειτουργεί ως η σημαντικότερη ημέρα αλλά ως η ημέρα που εμπεριέχει τον μεγαλύτερο δυνατό κόπο για κάθε άνθρωπο.
Αναλυτικότερα:
Δύο αντιθετικές καταστάσεις συνυπάρχουν στη μνήμη του ποιητή με τον ήλιο του θερινού ηλιοστασίου από τη μία να δηλώνει την καθημερινή εργασία και την κούραση των ανθρώπων και το νέο φεγγάρι από την άλλη να συμβολίζει την ευκαιρία για μια νέα αρχή, για μια αναγέννηση.
Η απόσταση ανάμεσα στα δύο στοιχεία δίνεται με μια εικόνα ερωτικής ανάμνησης από τον ποιητή ο οποίος φέρνει στο νου την απόσταση ανάμεσα στα στήθη μιας νεαρής κοπέλας για να εκφράσει την απόσταση ανάμεσα στον ήλιο και το φεγγάρι.
Ανάμεσα στο μεγαλύτερο ήλιο και το νέο φεγγάρι υπάρχει η νύχτα που είναι γεμάτη με αστέρια, τα οποία κατά την απουσία του φεγγαριού κυριαρχούν στον ουρανό, αλλά και μια κατακλυσμική παρουσία ανθρώπινης ζωής. Μεταξύ μόχθου και ελπίδας για μια καλύτερη ζωή είναι το διάστημα που η ζωή δημιουργείται και δραστηριοποιείται.
Η ανθρώπινη ζωή κινείται ανάμεσα στην καθημερινή δουλειά, την κούραση και τα όνειρα για ένα καλύτερο αύριο, μα στην πραγματικότητα ξεκινά και τελειώνει εγκλωβισμένη στο μόχθο και την εξαθλίωση, χωρίς ποτέ να κατορθώσει να προσεγγίσει το όνειρο ή την αναγέννηση.
Η συνεχής εργασία και ο διαρκής κόπος δίνονται από τον ποιητή με τη συγκλονιστική εικόνα των αλόγων που τρέχουν ιδρωμένα πάνω στα ανθρώπινα κορμιά. Μέσα στα χωράφια, στο χώρο που οι άνθρωποι πασχίζουν για να κερδίσουν το ψωμί τους, εκεί περνούν τη ζωή τους, εκεί κάνουν τα όνειρά τους κι εκεί τους βρίσκει ο θάνατος. Κανείς δεν ξεφεύγει από την επίπονη μοίρα του κοινού ανθρώπου που γεννιέται και πεθαίνει περιορισμένος σε μια ζωή μόχθου, ανασφάλειας και συνεχούς εργασίας.
Ακόμη και μια γυναίκα που για μια στιγμή φαίνεται όμορφη, μια γυναίκα που για μια στιγμή διατηρεί τη φρεσκάδα και την ομορφιά της νεότητας, ακόμη και αυτή θα ακολουθήσει αναγκαστικά το δρόμο της καθημερινής βιοπάλης και θα φθαρεί και θα πεθάνει δουλεύοντας, μη κατορθώνοντας ποτέ να ξεφύγει από τις δυσκολίες που περιμένουν κάθε άνθρωπο.
Η όμορφη γυναίκα λυγίζει υπό το βάρος των υποχρεώσεων, της μιζέριας και της ανάγκης να παλέψει κι αυτή για την επιβίωσή της. Γονατίζει κάτω από το βάρος του ανεκμετάλλευτου χρόνου, των διαψεύσεων και της ματαίωσης κάθε πιθανής ελπίδας που ίσως κάποτε φώτισε τη ζωή της. Η ομορφιά, όπως και τα όνειρά της, διαλύονται κάτω από την πίεση της μοναδικής αρχής που εξουσιάζει τις ανθρώπινες ζωές, της ανάγκης.
Όλοι οι άνθρωποι ακολουθούν την ίδια δυσβάσταχτη μοίρα και συνθλίβονται στις μυλόπετρες του σκληρού βίου, της σκληρής δουλειάς και της ασίγαστης ανάγκης της γης για περισσότερο αίμα. Κάθε νέα μέρα, κάθε καινούρια σοδειά απαιτεί πολύτιμο χρόνο από τον ελάχιστο χρόνο της ανθρώπινης ζωής, απαιτεί πολύωρη δουλειά και εν τέλει απαιτεί ζωές ολόκληρες να θυσιαστούν.
Ο ποιητής έχοντας ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του γνωρίζει καλά πως οι άνθρωποι δεν έχουν να περιμένουν πολλά στη ζωή τους, πως τα όνειρα είναι εύκολος στόχος για την καθημερινή ανάγκη για επιβίωση και πως κάθε άνθρωπος που γεννιέται είναι προορισμένος να θυσιάσει τη ζωή του στο βωμό της συνεχούς, αλλά μάταιης, προσπάθειας.
Κάθε άνθρωπος που συνθλίβεται στις μυλόπετρες της κοπιαστικής ζωής γίνεται αστέρι και φωτίζει, εντελώς ειρωνικά, τα μάταια νυχτερινά όνειρα των νέων ανθρώπων που έρχονται για να συνεχίσουν την πορεία του κόπου και της θυσίας.
Παραμονή της μακρύτερης μέρας, παραμονή της μέρας που διαρκεί περισσότερο απ’ όλες τις άλλες, παραμονή της μέρας που περιέχει περισσότερο κόπο, περισσότερη δουλειά και κούραση απ’ όλες τις άλλες. Παραμονή της μεγαλύτερης ημέρας και ίσως υπό το αμυδρό φως του νέου φεγγαριού υπάρχει λίγος χρόνος για όνειρα και για ελπίδες μιας καλύτερης ζωής.
Άλλωστε:
Όλοι βλέπουν οράματα
κανείς ωστόσο δεν τ’ ομολογεί.
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» ΙΔ΄
Κωνσταντίνος Μάντης |
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
Vincent van Gogh
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»
ΙΔ΄
Τώρα,
με το λιωμένο μολύβι του κλήδονα
το λαμπύρισμα του καλοκαιρινού πελάγου,
η γύμνια ολόκληρης της ζωής∙
και το πέρασμα και το σταμάτημα και το πλάγιασμα
και το τίναγμα
τα χείλια το χαϊδεμένο δέρας,
όλα γυρεύουν να καούν.
Όπως το πεύκο καταμεσήμερα
κυριεμένο απ’ το ρετσίνι
βιάζεται να γεννήσει φλόγα
και δε βαστά πια την παιδωμή –
φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχτη
και να τη σπείρουν.
Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά.
Κι εκείνα ακόμη που δεν πέρασαν
πρέπει να καούν
τούτο το μεσημέρι που καρφώθηκε ο ήλιος
στην καρδιά του εκατόφυλλου ρόδου.
Με τους στίχους αυτούς ο Σεφέρης κλείνει το Θερινό Ηλιοστάσι, το τελευταίο από τα Τρία Κρυφά Ποιήματα, αφήνοντας ένα μήνυμα αναγέννησης και επαναδημιουργίας της ζωής.
Αναλυτικότερα:
Ο Σεφέρης αισθάνεται ότι η ζωή του, και η ζωή εν γένει, έχει φτάσει σ’ ένα σημείο όπου μόνο ο θάνατος θα μπορέσει να την επαναφέρει στην πρωταρχική της ιδανική μορφή. Θα πρέπει όλα να καούν ώστε να μπορέσουν να γεννηθούν εκ νέου εξαγνισμένα και έτοιμα να δομηθούν σε νέες ουσιαστικές βάσεις. Η κοινωνία που έχει φτάσει πια στην παρακμή, οι σχέσεις των ανθρώπων, οι παρωχημένοι πολιτικοί τρόποι, όλα πρέπει να καούν.
Το λιωμένο μολύβι του κλήδονα αναφέρεται σ’ ένα παλιό έθιμο της γιορτής του Αγίου Ιωάννη του Κλήδονα, κατά το οποίο οι ανύπαντρες γυναίκες έριχναν λιωμένο μολύβι σε δοχεία με νερό και από τις μορφές που σχηματίζονταν, καθώς το μολύβι ψύχονταν, επιχειρούσαν να μαντέψουν τι τους επιφύλασσε το μέλλον. Η αναφορά επομένως στο λιωμένο μολύβι του κλήδονα αναφέρεται στις ελπίδες που έχουν οι άνθρωποι για το μέλλον τους.
Οι ελπίδες αυτές, μαζί με το λαμπύρισμα της καλοκαιρινής θάλασσας που συμβολίζει την ομορφιά της ζωής, συνθέτουν αυτό που μας δίνεται από τον ποιητή ως η γύμνια ολόκληρης της ζωής. Ελπίδες και όμορφες εικόνες δεν αρκούν για να δώσουν στέρεη υπόσταση στη ζωή μας, καθώς οι ελπίδες μπορούν εύκολα να διαψευστούν και η ομορφιά της καλοκαιρινής θάλασσας δεν είναι παρά μια πρόσκαιρη κατάσταση μιας και σύντομα θα επανέλθει ο χειμώνας και η θάλασσα θα δείξει τη βίαιη φύση της.
Κάθε έκφανση της ανθρώπινης ζωής, της τόσο ρευστής ανθρώπινης ζωής, γυρεύει να καεί. Η κίνηση και το σταμάτημα, το πλάγιασμα του σώματος αλλά και το απότομο τίναγμα, το χάδι και το φιλί, κάθε μία από αυτές τις καθημερινές μας κινήσεις που τόσο τυχαία κατευθύνονται και ανατρέπονται, γυρεύουν να καούν.
Ο ποιητής αντιμέτωπος με τη ρευστότητα της ζωής, με τη γύμνια της ζωής μας, που τόσο εύκολα παρασύρεται από φρούδες ελπίδες, από πρόσκαιρες εικόνες ομορφιάς και που τόσο εύκολα μπορεί να οδηγηθεί σε μια μοιραία ανατροπή, ζητά να δοθούν όλα στη φωτιά και να φτάσουν έτσι στο τέλος τους.
Όπως το πεύκο κυριευμένο από τη ζέστη του καλοκαιριού οδηγείται στη λύτρωση της αυτανάφλεξης, έτσι και η ανθρώπινη ζωή θα πρέπει να ζητήσει τη λύτρωσή της στο θάνατο. Όπως το δέντρο που έχει παραδοθεί στη ζέστη και την ανομβρία επιχειρεί να γλιτώσει από το μαρτύριο και γεννά μόνο του τη φλόγα που θα το κάψει, έτσι και οι άνθρωποι με την τόσο ανυπόστατη ζωή, θα πρέπει να αναζητήσουν τη δική τους φλόγα που θα τους γλιτώσει από το μαρτύριό τους.
Ο ποιητής πλησιάζοντας προς το τέλος της ζωής του, δίνεται εκ νέου στα συναισθήματα απαισιοδοξίας που τόσο είχαν ταλαιπωρήσει τα νεανικά του χρόνια, με τη διαφορά ότι πλέον αποζητά την αναγέννηση και την αναδημιουργία μέσω της συνέχειας που μπορεί να δοθεί από τα παιδιά, από τη νέα γενιά. Τα παιδιά θα πάρουν τις στάχτες από ό,τι έχει υπάρξει μέχρι τώρα και θα μπορέσουν να χτίσουν μια νέα πραγματικότητα, χωρίς τα μειονεκτήματα και τις ελλείψεις της μέχρι τώρα ζωής, όπως τουλάχιστον την έχει γνωρίσει ο ποιητής.
Η δύναμη αναδημιουργίας του Φοίνικα που αναγεννιέται από τις στάχτες του δίνει στον ποιητή την ελπίδα πως οι νέοι, τα παιδιά, θα μπορέσουν από τις στάχτες της παλιότερης ζωής να φτιάξουν μια νέα, καλύτερη ύπαρξη. Άλλωστε ό,τι πέρασε πέρασε. Ο ποιητής δε θεωρεί ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να παραμένουν δέσμιοι του παρελθόντος, καθώς μια τέτοια αντιμετώπιση μόνο ανασταλτικά θα μπορούσε να λειτουργήσει στο όραμα του ποιητή για μια επαναδημιουργία της ζωής.
Ό,τι πέρασε πέρασε και πρέπει να καεί, το παρελθόν θα πρέπει να γίνει θυσία προς όφελος ενός ιδανικού μέλλοντος, αλλά δεν αρκεί μόνο αυτό, ακόμη και το παρόν, ακόμη και το τώρα της ζωής θα πρέπει να γίνει παρανάλωμα για να μπορέσει πραγματικά η ζωή να αναδημιουργηθεί εκ του μηδενός.
Ακόμη και ό,τι δεν έχει περάσει ακόμη, ακόμη και ό,τι δεν είναι έτοιμο να θεωρηθεί ως παρελθόν θα πρέπει να καεί, αυτό το μεσημέρι που ο ήλιος έχει καρφωθεί στην καρδιά του εκατόφυλλου ρόδου. Ο ποιητής επαναφέρει στο κλείσιμο του ποιήματος την ανάγκη να δοθούν όλα στη φωτιά αμέσως, καθώς η καθυστέρηση του τέλους δεν έχει σε τίποτα να ωφελήσει τους ανθρώπους.
Αυτό το μεσημέρι θα πρέπει να γίνει η αρχή του τέλους, αυτό το μεσημέρι που ο ήλιος έχει καρφωθεί στην καρδιά ενός ρόδου εκατόφυλλου. Ο ποιητής επιλέγει το εκατόφυλλο ρόδο και όχι το τριαντάφυλλο, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι το εκατόφυλλο υπήρξε δημιούργημα των ανθρώπων, μέσω διασταυρώσεων, και όχι δημιούργημα της φύσης. Ο άνθρωπος είναι ικανός για τη δημιουργία νέας ιδιαίτερης ζωής, αλλά είναι ικανός και για την αναδημιουργία της ζωής αν αφήσει να δοθούν όλα στη φωτιά.
ΙΔ΄
Τώρα,
με το λιωμένο μολύβι του κλήδονα
το λαμπύρισμα του καλοκαιρινού πελάγου,
η γύμνια ολόκληρης της ζωής∙
και το πέρασμα και το σταμάτημα και το πλάγιασμα
και το τίναγμα
τα χείλια το χαϊδεμένο δέρας,
όλα γυρεύουν να καούν.
Όπως το πεύκο καταμεσήμερα
κυριεμένο απ’ το ρετσίνι
βιάζεται να γεννήσει φλόγα
και δε βαστά πια την παιδωμή –
φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχτη
και να τη σπείρουν.
Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά.
Κι εκείνα ακόμη που δεν πέρασαν
πρέπει να καούν
τούτο το μεσημέρι που καρφώθηκε ο ήλιος
στην καρδιά του εκατόφυλλου ρόδου.
Με τους στίχους αυτούς ο Σεφέρης κλείνει το Θερινό Ηλιοστάσι, το τελευταίο από τα Τρία Κρυφά Ποιήματα, αφήνοντας ένα μήνυμα αναγέννησης και επαναδημιουργίας της ζωής.
Αναλυτικότερα:
Ο Σεφέρης αισθάνεται ότι η ζωή του, και η ζωή εν γένει, έχει φτάσει σ’ ένα σημείο όπου μόνο ο θάνατος θα μπορέσει να την επαναφέρει στην πρωταρχική της ιδανική μορφή. Θα πρέπει όλα να καούν ώστε να μπορέσουν να γεννηθούν εκ νέου εξαγνισμένα και έτοιμα να δομηθούν σε νέες ουσιαστικές βάσεις. Η κοινωνία που έχει φτάσει πια στην παρακμή, οι σχέσεις των ανθρώπων, οι παρωχημένοι πολιτικοί τρόποι, όλα πρέπει να καούν.
Το λιωμένο μολύβι του κλήδονα αναφέρεται σ’ ένα παλιό έθιμο της γιορτής του Αγίου Ιωάννη του Κλήδονα, κατά το οποίο οι ανύπαντρες γυναίκες έριχναν λιωμένο μολύβι σε δοχεία με νερό και από τις μορφές που σχηματίζονταν, καθώς το μολύβι ψύχονταν, επιχειρούσαν να μαντέψουν τι τους επιφύλασσε το μέλλον. Η αναφορά επομένως στο λιωμένο μολύβι του κλήδονα αναφέρεται στις ελπίδες που έχουν οι άνθρωποι για το μέλλον τους.
Οι ελπίδες αυτές, μαζί με το λαμπύρισμα της καλοκαιρινής θάλασσας που συμβολίζει την ομορφιά της ζωής, συνθέτουν αυτό που μας δίνεται από τον ποιητή ως η γύμνια ολόκληρης της ζωής. Ελπίδες και όμορφες εικόνες δεν αρκούν για να δώσουν στέρεη υπόσταση στη ζωή μας, καθώς οι ελπίδες μπορούν εύκολα να διαψευστούν και η ομορφιά της καλοκαιρινής θάλασσας δεν είναι παρά μια πρόσκαιρη κατάσταση μιας και σύντομα θα επανέλθει ο χειμώνας και η θάλασσα θα δείξει τη βίαιη φύση της.
Κάθε έκφανση της ανθρώπινης ζωής, της τόσο ρευστής ανθρώπινης ζωής, γυρεύει να καεί. Η κίνηση και το σταμάτημα, το πλάγιασμα του σώματος αλλά και το απότομο τίναγμα, το χάδι και το φιλί, κάθε μία από αυτές τις καθημερινές μας κινήσεις που τόσο τυχαία κατευθύνονται και ανατρέπονται, γυρεύουν να καούν.
Ο ποιητής αντιμέτωπος με τη ρευστότητα της ζωής, με τη γύμνια της ζωής μας, που τόσο εύκολα παρασύρεται από φρούδες ελπίδες, από πρόσκαιρες εικόνες ομορφιάς και που τόσο εύκολα μπορεί να οδηγηθεί σε μια μοιραία ανατροπή, ζητά να δοθούν όλα στη φωτιά και να φτάσουν έτσι στο τέλος τους.
Όπως το πεύκο κυριευμένο από τη ζέστη του καλοκαιριού οδηγείται στη λύτρωση της αυτανάφλεξης, έτσι και η ανθρώπινη ζωή θα πρέπει να ζητήσει τη λύτρωσή της στο θάνατο. Όπως το δέντρο που έχει παραδοθεί στη ζέστη και την ανομβρία επιχειρεί να γλιτώσει από το μαρτύριο και γεννά μόνο του τη φλόγα που θα το κάψει, έτσι και οι άνθρωποι με την τόσο ανυπόστατη ζωή, θα πρέπει να αναζητήσουν τη δική τους φλόγα που θα τους γλιτώσει από το μαρτύριό τους.
Ο ποιητής πλησιάζοντας προς το τέλος της ζωής του, δίνεται εκ νέου στα συναισθήματα απαισιοδοξίας που τόσο είχαν ταλαιπωρήσει τα νεανικά του χρόνια, με τη διαφορά ότι πλέον αποζητά την αναγέννηση και την αναδημιουργία μέσω της συνέχειας που μπορεί να δοθεί από τα παιδιά, από τη νέα γενιά. Τα παιδιά θα πάρουν τις στάχτες από ό,τι έχει υπάρξει μέχρι τώρα και θα μπορέσουν να χτίσουν μια νέα πραγματικότητα, χωρίς τα μειονεκτήματα και τις ελλείψεις της μέχρι τώρα ζωής, όπως τουλάχιστον την έχει γνωρίσει ο ποιητής.
Η δύναμη αναδημιουργίας του Φοίνικα που αναγεννιέται από τις στάχτες του δίνει στον ποιητή την ελπίδα πως οι νέοι, τα παιδιά, θα μπορέσουν από τις στάχτες της παλιότερης ζωής να φτιάξουν μια νέα, καλύτερη ύπαρξη. Άλλωστε ό,τι πέρασε πέρασε. Ο ποιητής δε θεωρεί ότι οι άνθρωποι θα πρέπει να παραμένουν δέσμιοι του παρελθόντος, καθώς μια τέτοια αντιμετώπιση μόνο ανασταλτικά θα μπορούσε να λειτουργήσει στο όραμα του ποιητή για μια επαναδημιουργία της ζωής.
Ό,τι πέρασε πέρασε και πρέπει να καεί, το παρελθόν θα πρέπει να γίνει θυσία προς όφελος ενός ιδανικού μέλλοντος, αλλά δεν αρκεί μόνο αυτό, ακόμη και το παρόν, ακόμη και το τώρα της ζωής θα πρέπει να γίνει παρανάλωμα για να μπορέσει πραγματικά η ζωή να αναδημιουργηθεί εκ του μηδενός.
Ακόμη και ό,τι δεν έχει περάσει ακόμη, ακόμη και ό,τι δεν είναι έτοιμο να θεωρηθεί ως παρελθόν θα πρέπει να καεί, αυτό το μεσημέρι που ο ήλιος έχει καρφωθεί στην καρδιά του εκατόφυλλου ρόδου. Ο ποιητής επαναφέρει στο κλείσιμο του ποιήματος την ανάγκη να δοθούν όλα στη φωτιά αμέσως, καθώς η καθυστέρηση του τέλους δεν έχει σε τίποτα να ωφελήσει τους ανθρώπους.
Αυτό το μεσημέρι θα πρέπει να γίνει η αρχή του τέλους, αυτό το μεσημέρι που ο ήλιος έχει καρφωθεί στην καρδιά ενός ρόδου εκατόφυλλου. Ο ποιητής επιλέγει το εκατόφυλλο ρόδο και όχι το τριαντάφυλλο, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι το εκατόφυλλο υπήρξε δημιούργημα των ανθρώπων, μέσω διασταυρώσεων, και όχι δημιούργημα της φύσης. Ο άνθρωπος είναι ικανός για τη δημιουργία νέας ιδιαίτερης ζωής, αλλά είναι ικανός και για την αναδημιουργία της ζωής αν αφήσει να δοθούν όλα στη φωτιά.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)