Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Γιώργος Σεφέρης "Θερινό Ηλιοστάσι" (Αναλύσεις ποιημάτων)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Laurie Stewart


Γιώργος Σεφέρης "Θερινό Ηλιοστάσι" (Αναλύσεις ποιημάτων)

Α΄ 
Ο μεγαλύτερος ήλιος από τη μια μεριά

Β΄ 
Όλοι βλέπουν οράματα 

Γ΄ 
Κι όμως σ' αυτό τον ύπνο 

Δ΄
Στο τρελό ανεμοσκόρπισμα

Ε΄
Ο κόσμος τυλιγμένος στα ναρκωτικά σεντόνια 

ΣΤ΄
Κάτω στις δάφνες

Ζ΄
Η λεύκα στο μικρό περιβόλι 

Η΄
Τ' άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης 

Θ΄
Μιλούσες για πράγματα που δεν τά 'βλεπαν

Ι΄
Την ώρα που τα ονείρατα αληθεύουν

ΙΑ΄
Η θάλασσα που ονομάζουν γαλήνη

ΙΒ΄
Το αίμα τώρα τινάζεται  

ΙΓ΄
Λίγο ακόμη και θα σταματήσει ο ήλιος 

ΙΔ΄
Τώρα, με το λιωμένο μολύβι του κλήδονα



Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» ΙΓ΄

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Frederic Edwin Church

Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» ΙΓ΄

Λίγο ακόμη και θα σταματήσει ο ήλιος.
Τα ξωτικά της αυγής
φύσηξαν στα στεγνά κοχύλια
το πουλί κελάηδησε τρεις φορές τρεις φορές μόνο
η σαύρα πάνω στην άσπρη πέτρα
μένει ακίνητη
κοιτάζοντας το φρυγμένο χόρτο
εκεί που γλίστρησε η δεντρογαλιά.
Μαύρη φτερούγα σέρνει ένα βαθύ χαράκι
ψηλά στο θόλο του γαλάζιου –
δες τον, θ’ ανοίξει.

Αναστάσιμη ωδίνη.

Στο ποίημα αυτό ο Σεφέρης δημιουργεί μια ατμόσφαιρα αναμονής, συνεχίζοντας τη θεματική της επερχόμενης αναγέννησης που είχε δημιουργήσει στο αμέσως προηγούμενο ποίημα (ΙΒ΄).
Ο πρώτος στίχος «Λίγο ακόμη και θα σταματήσει ο ήλιος», μας παραπέμπει στην καταληκτική στροφή του προηγούμενου ποιήματος: «Το φως είναι σφυγμός / ολοένα πιο αργός και πιο αργός / θαρρείς πως πάει να σταματήσει». Το σταμάτημα του ήλιου συμβολίζει το τέλος μιας εποχής και το συνεπαγόμενο φανέρωμα μιας νέας, που -ιδεατά- θα έχει αποβάλει τις παθογένειες της προηγούμενης.
Η αδράνεια των πολιτών, η αδιαφορία τους για την πορεία της κοινωνίας, η αδυναμία τους να δουν πέρα από τον εαυτό τους, αποτελούν την εικόνα της παρακμής, την εικόνα μιας κοινωνίας που οδηγείται κατ’ ανάγκη στο θάνατο. Ο ποιητής πλέον προσδοκά μια ουσιαστική αφύπνιση, που θα φέρει τους πολίτες αντιμέτωπους με τον πραγματικό τους ρόλο. Ο ποιητής ευελπιστεί πως πλέον οι άνθρωποι θα ξεφύγουν από την αποχαύνωση που τους χαρακτήριζε μέχρι τώρα και θα αναλάβουν ενεργά τα ηνία, όχι μόνο της ζωής τους, αλλά και της κοινωνίας τους.
Το ποίημα, άλλωστε, επιχειρεί να αποδώσει το κλίμα αδράνειας που μοιάζει να είναι κυρίαρχο στα χρόνια του ποιητή. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα θερινής ραστώνης, όπου η ανθρώπινη παρουσία είναι ανύπαρκτη, ο ποιητής προετοιμάζει την εμφάνιση ενός οιωνού, που θα σημάνει την επερχόμενη αναγέννηση.
Η απουσία των ανθρώπων είναι βέβαια συμβολική, καθώς αποδίδει την αίσθηση του ποιητή πως οι συγκαιρινοί του αφήνουν τη ζωή τους να περνά ερήμην τους. Έτσι, λίγο προτού ξεκινήσει η «Αναστάσιμη ωδίνη», ο πόνος ενός λυτρωτικού τοκετού, που θα φέρει στη ζωή έναν νέο κόσμο, ο ποιητής αποκλείει την ανθρώπινη παρουσία απ’ τους στίχους του.

«Τα ξωτικά της αυγής
φύσηξαν στα στεγνά κοχύλια∙»

Το ξεκίνημα της μέρας βρίσκει τις υπερφυσικές παρουσίες των ξωτικών, που έχουν εύλογα κατοικήσει τον εγκαταλελειμμένο απ’ τους ανθρώπους τόπο, να φυσούν τα στεγνά κοχύλια, σε μια μάταιη προσπάθεια αφύπνισης. Τα στεγνά κοχύλια, συνάμα, μας παραπέμπουν στο θερινό τοπίο που φλέγεται υπό τον σχεδόν ακινητοποιημένο ήλιο.

«το πουλί κελάηδησε τρεις φορές τρεις φορές μόνο
η σαύρα πάνω στην άσπρη πέτρα
μένει ακίνητη
κοιτάζοντας το φρυγμένο χόρτο
εκεί που γλίστρησε η δεντρογαλιά.»

Το πουλί κελαηδά μόνο τρεις φορές, όπως εμφατικά δηλώνεται μέσω της επανάληψης. Η επιμονή στον αριθμό τρία μας παραπέμπει στην ιδιαίτερη σηματοδότηση του αριθμού αυτού που διατρέχει την αρχαιοελληνική αλλά και τη χριστιανική παράδοση.
Παράλληλα, η ματαίωση του κελαηδίσματος ενισχύει την αίσθηση πως κάτι το ξεχωριστό πρόκειται να συμβεί, κι αυτό γίνεται αντιληπτό, όχι απ’ τους αμέτοχους ανθρώπους, αλλά από τα πουλιά και τα ερπετά που είναι πάντοτε σε αμεσότερη επαφή με τα σημάδια της φύσης.
Η σαύρα μένει ακίνητη πάνω στην πέτρα, κοιτάζοντας το καμένο χόρτο απ’ το οποίο μόλις πέρασε μια δεντρογαλιά (φίδι). Μ’ αυτή την εικόνα, της ακινητοποιημένης σαύρας, ο ποιητής ολοκληρώνει το σκηνικό που επικρατεί στιγμές μόλις προτού γίνει η χαραγματιά στο θόλο του ουρανού, η χαραγματιά που θα θέσει σε κίνηση τη διαδικασία της γέννησης.

«Μαύρη φτερούγα σέρνει ένα βαθύ χαράκι
ψηλά στο θόλο του γαλάζιου –
δες τον, θ’ ανοίξει.»

Η μαύρη φτερούγα -δυσοίωνο σύμβολο- σέρνει μια βαθιά χαραγματιά στον ουρανό, κι ο ποιητής με μια αποστροφή προς ένα δεύτερο πρόσωπο, που δεν είχε μέχρι στιγμής δηλωθεί στο ποίημα, το καλεί να κοιτάξει προς τον ουρανό που είναι έτοιμος πια ν’ ανοίξει. Η αποστροφή αυτή αποτελεί το μόνο σημείο που υποδηλώνει την ανθρώπινη παρουσία, αλλά μόνο στο ρόλο του άπραγου θεατή.
Το γεγονός, άλλωστε, πως η χαραγματιά στον ουρανό γίνεται από μια μαύρη φτερούγα, αποτελεί σαφή υπενθύμιση πως η αναγέννηση έρχεται μέσα από την πλήρη παρακμή της κοινωνίας. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για μια αναγέννηση που προέκυψε απ’ τις συνειδητές προσπάθειες των πολιτών, αλλά για μια κατάσταση που ήρθε ως συνέπεια της αδράνειας, της αδιαφορίας και της αυτοκαταστροφικής πορείας της κοινωνίας.
Η νέα κοινωνία θα γεννηθεί μέσα από τις στάχτες της παλιάς, που οδηγήθηκε κατ’ ανάγκη στην κατάρρευση από τα λάθη των ανθρώπων της.
Το ποίημα που ακολουθεί και ολοκληρώνει το «Θερινό Ηλιοστάσι» είναι ενδεικτικό για την αναπόφευκτη καταστροφή της παρακμασμένης πολιτείας. Η αναγεννημένη πολιτεία θα προκύψει απ’ τις στάχτες του παρελθόντος. Κάθε παθογένεια του παρελθόντος πρέπει να παραδοθεί στις φλόγες, γιατί μόνο έτσι μπορεί να δημιουργηθεί μια εξαγνισμένη καινούρια πολιτεία:

....
Όπως το πεύκο καταμεσήμερα
κυριεμένο απ’ το ρετσίνι
βιάζεται να γεννήσει τη φλόγα
και δε βαστά πια την παιδωμή –

φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχη
και να τη σπείρουν.
Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά.
...

Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» ΙΒ΄

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips


Μάρτης 1964, ενθρόνιση Κωνσταντίνου 

Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» ΙΒ΄

Το αίμα τώρα τινάζεται
καθώς φουσκώνει η κάψα
στις φλέβες τ’ ουρανού τ’ αφορμισμένου.
Γυρεύει να περάσει από το θάνατο
για να βρει τη χαρά.

Το φως είναι σφυγμός
ολοένα πιο αργός και πιο αργός
θαρρείς πως πάει να σταματήσει.

Ο Γιώργος Σεφέρης στα ποιήματα της τελευταίας του συλλογής (Τρία κρυφά ποιήματα) αποδίδει, στο πλαίσιο ενός γενικότερου απολογισμού, το κυρίαρχο κλίμα της εποχής του. Ο ποιητής αντιλαμβάνεται πως η χώρα έχει περάσει σε μια μεταβατική περίοδο που πρόκειται να οδηγήσει σε σημαντικές αλλαγές. Το παλιό αργοπεθαίνει και το νέο ετοιμάζεται να κάνει την εμφάνισή του, όχι όμως χάρη στη συνειδητή προσπάθεια των πολιτών, αλλά λόγω της δυναμικής που έχει η εγγενής τάση της ζωής για αλλαγή και ανανέωση. Ο ποιητής στηλιτεύει την παθητική στάση των πολιτών και συνάμα αναγνωρίζει πως η ανατροπή της παλιάς κατάστασης είναι δεδομένη.

Η πάλη, όμως, του νέου με το παλιό, που διακρίνει και καταγράφει ο ποιητής, θα έρθει αντιμέτωπη με τη βίαιη επέμβαση της ιστορικής πραγματικότητας, καθώς ένα χρόνο μετά την έκδοση των ποιημάτων αυτών, στις 21 Απριλίου 1967, θα ξεκινήσει για τη χώρα η επώδυνη περίοδος της δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Έτσι, η διαφαινόμενη τάση αναγέννησης θα προσκρούσει σε μια επιβεβλημένη οπισθοδρόμηση σε αυταρχικές τακτικές του παρελθόντος.

Την εποχή που ο Σεφέρης συνέθετε τους στίχους αυτούς η Ελλάδα βίωνε την πολιτική αστάθεια που προκαλούσε η αδυναμία των πολιτικών ηγετών να συνεργαστούν και η εμμονή τους στην πρωτοκαθεδρία, την αδιαλλαξία που δεν επέτρεπε την αποσόβηση των συνεπειών του αιματηρού εμφυλίου που είχε προηγηθεί, αλλά και την αναχρονιστική επιβίωση παρωχημένων πολιτικών μορφωμάτων.

Η αίσθηση που υποβάλλεται με την πρώτη στροφή του ποιήματος είναι αυτή της έντασης, καθώς το αίμα τ’ ουρανού τινάζεται, έχοντας φτάσει πια στην κορύφωση ενός εσωτερικού παροξυσμού. Το αίμα, η βαθύτερη ουσία της ζωής, αποζητά να φτάσει στη χαρά, έστω κι αν αυτό σημαίνει πως πρέπει να περάσει μέσα από το θάνατο. Έκδηλη εδώ η διάθεση αναγέννησης της ζωής σκέψη που βρίσκει την εφαρμογή της τόσο σε προσωπικό επίπεδο, όσο και στο ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό.

Η ανούσια επιβίωση παρελθοντικών στοιχείων, η άσκοπα παρατεταμένη ύπαρξη μιας λογικής που ανήκει σε περασμένες, σκοτεινότερες δεκαετίες, ωθεί εξ ανάγκης τον κόσμο στην επιλογή μιας βαθιάς ανανέωσης. Μα για να προκύψει αυτή η καίρια αλλαγή, οφείλει να επέλθει το τέλος όλων εκείνων των στοιχείων που κρατούν δέσμια την κοινωνία σε συνήθειες και λανθασμένες επιλογές του παρελθόντος.

Αυτή ακριβώς την πορεία προς το θάνατο μας δίνει η δεύτερη στροφή. Το φως, που λειτουργεί ως ο σφυγμός της ζωής, ολοένα και χάνει την έντασή του. Ο ιδιάζων αυτός παλμός γίνεται ολοένα και πιο αργός, δίνοντας την εντύπωση πως πρόκειται να σταματήσει. Έτσι, μέσα από το θάνατο του παλιού, η κοινωνία θα αναγεννηθεί, λαμβάνοντας μια νέα μορφή, που θα ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες των πολιτών.

Εντούτοις, θα πρέπει να προσεχθεί πως η επιλογή του φωτός ως σφυγμού της ζωής δεν είναι τυχαία, καθώς το φως λειτουργεί παράλληλα κι ως σύμβολο ελπίδας, ως φορέας θετικών μηνυμάτων. Ο σταδιακός τερματισμός του, επομένως, υποδηλώνει πως ο θάνατος που έρχεται προκύπτει μέσα από την εκμηδένιση κάθε ελπίδας. Η αναγέννηση, άρα, της κοινωνίας δεν επιτυγχάνεται από τον οραματισμό ενός καλύτερου αύριο, αλλά από την απόγνωση που φέρνει η απώλεια της ελπίδας και της προσδοκίας.

Η γέννηση της νέας κοινωνίας δεν προκύπτει δυναμικά από τη διάθεση των πολιτών να αναδιαμορφώσουν την πραγματικότητά τους, αλλά από την αδυναμία τους να επιδιώξουν τη βελτίωση και την ανανέωση. Το παλιό πεθαίνει υπό το βάρος των αποτυχιών του κι όχι από την ενεργή διάθεση των πολιτών να δημιουργήσουν μια νέα τάξη πραγμάτων.

Ο αφορμισμένος ουρανός και η σταδιακή υποχώρηση του φωτός αναδεικνύουν το τέλος που έρχεται αναγκαστικά σε μια παρακμάζουσα κοινωνία. Έτσι, η απόπειρα τη ζωής να βρεθεί εκ νέου στη χαρά, περνώντας απ’ το θάνατο, δεν αποτελεί τόσο συνειδητή δράση, όσο μια επιλογή επιβεβλημένη από την απόγνωση.

Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» ΙΑ΄

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Paul Sierra

Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»

ΙΑ΄

Η θάλασσα που ονομάζουν γαλήνη
πλεούμενα κι άσπρα πανιά
μπάτης από τα πεύκα και τ’ Όρος της Αίγινας
λαχανιασμένη ανάσα
το δέρμα σου γλιστρούσε στο δέρμα της
εύκολο και ζεστό
σκέψη σχεδόν ακάμωτη κι αμέσως ξεχασμένη.

Μα στα ρηχά
ένα καμακωμένο χταπόδι τίναξε μελάνι
και στο βυθό –
αν συλλογιζόσουν ως που τελειώνουν τα όμορφα νησιά.

Σε κοίταζα μ’ όλο το φως και το σκοτάδι που έχω.

Η γαλήνια θάλασσα του Σαρωνικού, που αποτελεί αγαπημένο προορισμό για μικρά και μεγαλύτερα πλεούμενα, συνιστά το σκηνικό του ερωτικού στιγμιότυπου που αναδημιουργεί ο ποιητής. Το ελαφρύ αεράκι, ποτισμένο με τη δροσιά των πεύκων και του Όρους (το ψηλότερο βουνό της Αίγινας), φτάνει «λαχανιασμένο» προς τον ποιητή και την αγαπημένη του.
Η ερωτική προσμονή κι ο πόθος που αναστατώνουν τον ποιητή, κάνοντάς τον να παίρνει μικρές και κοφτές ανάσες, το χαρακτηριστικό δηλαδή λαχάνιασμα της έντονης ερωτικής επιθυμίας, αποδίδεται μέσω μιας ποιητικής προβολής στο αεράκι, εκφράζοντας έτσι τη συστολή του ποιητικού υποκειμένου. Το ερωτικό συναίσθημα μένει ακόμη ανομολόγητο.
Ο ποιητής παρατηρεί την αγαπημένη του να κολυμπά, βλέποντας το σώμα της να γλιστρά στο σώμα της θάλασσας, ζεστό και ηδονικό, με την ευκολία που έχει το κολύμπι στα γαλήνια νερά του καλοκαιριού.
Η θέαση του σώματός της ξυπνά μέσα του την ερωτική επιθυμία και μια σκέψη ηδονική που όμως ξεχνιέται προτού καν σχηματιστεί.
Ο ποιητής διευρύνει την οπτική του, προκειμένου να απομακρύνει τους συλλογισμούς του από τις επιθυμίες που του προκαλεί το θελκτικό σώμα της αγαπημένης γυναίκας.
Κάπου εκεί κοντά ένα χταπόδι, που μόλις χτυπήθηκε απ’ το καμάκι του ψαρά, τινάζει το μελάνι του ως ύστατη μορφή άμυνας, και πιο κάτω, στο βυθό... Ο ποιητής καθοδηγεί το βλέμμα της αγαπημένης του, στα ρηχά νερά της θάλασσας και στα χαμηλότερα επίπεδα του βυθού, προλαβαίνοντας την πιθανή απορία της για τα όρια του νησιού. Μα δεν ολοκληρώνει τη φράση του, καθώς παρασύρεται πλέον οριστικά απ’ τον πόθο του για τη γυναίκα που έχει πλάι του.
Οι λέξεις σταματούν κι ο ποιητής κοιτάζει την αγαπημένη του μ’ όλο το φως και το σκοτάδι της ψυχής του, μ’ όλες τις αρετές και της πληγές που συνθέτουν την ξεχωριστή οντότητά του.
Η βάση της πραγματικής αγάπης δεν μπορεί παρά να είναι η αποδοχή του άλλου, όχι μόνο για τις θετικές του πτυχές, αλλά και για τα δύσκολα κομμάτια του ψυχισμού του.

Το καλοκαίρι του 1936, στην Αίγινα, γεννήθηκε ο έρωτας του Σεφέρη για τη σύζυγό του Μάρω.

Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» Ι΄

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Stefan Kuhn

Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»

Ι΄

Την ώρα που τα ονείρατα αληθεύουν
στο γλυκοχάραμα της μέρας
είδα τα χείλια που άνοιγαν
φύλλο το φύλλο.

Έλαμπε ένα λιγνό δρεπάνι στον ουρανό.
Φοβήθηκα μην τα θερίσει.

Ο Σεφέρης έχοντας ήδη μιλήσει για τις δυσκολίες της ζωής που συνθλίβουν τη βούληση των ατόμων (Α), για την κατάσταση αποχαύνωσης στην οποία έχουν περιέλθει οι άνθρωποι που μοιάζουν ανίκανοι να αντιδράσουν στην πορεία παρακμής που ακολουθεί η κοινωνία τους (Γ, Δ, Ε), για τους προσωπικούς αγώνες προς την αυτογνωσία (Ζ, Η), αλλά και για την τάση των αδρανών ανθρώπων να τραβούν κοντά τους και τους υπόλοιπους, προτιμώντας να τους βλέπουν κι αυτούς να στέκουν απαθείς απέναντι σε όσα σαρώνουν τη ζωή τους (Θ). Έρχεται τώρα να μιλήσει για τον έρωτα για τη ζωοποιό αυτή δύναμη, που αποτελεί όχι μόνο την αρχή της ζωής, αλλά και το ψυχικό στήριγμα των ανθρώπων. Ο έρωτας θα αποτελέσει βασική θεματική (Ι, ΙΑ), λίγου προτού η ποιητική σύνθεση φτάσει στην κορύφωσή της, με το κάλεσμα του ποιητή να παραδοθούν όλα στις φλόγες, για να αναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες της η κοινωνία που έχει πια παρακμάσει.

Τις πρώτες πρωινές ώρες, τότε που τα όνειρα που βλέπουν οι άνθρωποι αποκαλύπτουν την αλήθεια για τα μελλούμενα, το ποιητικό υποκείμενο ονειρεύεται τα χείλη αγαπημένης γυναίκας να ανοίγουν φύλλο το φύλλο, σαν ένα λουλούδι που ανθίζει. Τα χείλη που μισανοίγουν, δημιουργούν μια εικόνα ερωτικής πρόκλησης και φέρνουν στο προσκήνιο τη σημασία του έρωτα για την πορεία κάθε ατόμου.
Πέρα από τους προσωπικούς αγώνες του ατόμου για την επιβίωση και για τη γνωριμία του εαυτού του, ο έρωτας αποτελεί καίριο στοιχείο για την πλήρη βίωση της ζωής και φυσικά για τη συνέχειά της.
Καθώς, όμως, ο ποιητής ονειρεύεται τα ερωτικά χείλη, ο νους του ανήσυχος πλάθει κι ένα λιγνό δρεπάνι στον ουρανό, καθρεφτίζοντας τις ανησυχίες του για τις μέρες που έρχονται. Ο ποιητής φοβάται για την ασφάλεια της αγαπημένης γυναίκας, φοβάται για τις βιαιότητες που ενδέχεται να προκύψουν, κι αυτό γιατί η σκληρότητα των ημερών παρά την αδράνεια που χαρακτηρίζει τους ανθρώπους, δεν μπορεί παρά να γεννήσει τη βία και τον ξεσηκωμό. Σκέψη που θα παρουσιάσει εκ νέου ο ποιητής στη συνέχεια (ΙΒ, ΙΓ).
Ο ποιητής γνωρίζει πως η κοινωνία που έχει πέσει σε τέλμα, δεν έχει άλλο τρόπο να αναγεννηθεί παρά μόνο περνώντας μέσα από το θάνατο και την πλήρη καταστροφή, συνθήκη που μπορεί να προκύψει μ’ ένα άλογο ξέσπασμα βίας, σαρώνοντας αδιάκριτα τους ανθρώπους.

Δείτε επίσης: 

Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» Θ΄

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Μύκονος

Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»

Θ΄

Μιλούσες για πράγματα που δεν τα ‘βλεπαν
κι αυτοί γελούσαν.

Όμως να λάμνεις στο σκοτεινό ποταμό
πάνω νερά
να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο
στα τυφλά πεισματάρης
και να γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σαν το πολύροζο λιόδεντρο –
άφησε κι ας γελούν.
Και να ποθείς να κατοικήσει κι ο άλλος κόσμος
στη σημερινή πνιγερή μοναξιά
στ’ αφανισμένο τούτο παρόν –
άφησέ τους.

Ο θαλασσινός άνεμος κι η δροσιά της αυγής
υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανένας.

Ο Γιώργος Σεφέρης παρατηρώντας με απογοήτευση τη στάση των συγχρόνων του να οδηγούν τη ζωή τους ολοένα και περισσότερο στην αποξένωση, στην πικρή μοναξιά και στις μάταιες απογοητεύσεις, διατυπώνει τη σκέψη πως δεν θα πρέπει οι άνθρωποι να ξεχνούν τις χαρές που έχει να τους προσφέρει η ζωή, αρκεί να μην αφήνονται στα κενά καλέσματα των σύγχρονων τρόπων και στο κυνήγι μιας ανούσιας ικανοποίησης. Αν τα χρήματα, τα υλικά αγαθά και η επαγγελματική επιτυχία είναι για τους σύγχρονους ανθρώπους η απάντηση για το νόημα της ζωής, τότε άφησέ τους, απαντά ο ποιητής.

Αναλυτικότερα:

Μιλούσες για πράγματα που δεν τα ‘βλεπαν
κι αυτοί γελούσαν.

Ο ποιητής χρησιμοποιεί δεύτερο πρόσωπο, σαν να απευθύνεται σε κάποιον υποθετικό συνομιλητή, ενώ στην ουσία απευθύνει τα λόγια αυτά στον εαυτό του. Ο ίδιος ο ποιητής είναι αυτός που επιχείρησε να μιλήσει στους συγχρόνους του για πράγματα, για καταστάσεις και σκέψεις που εκείνοι δεν μπορούσαν να αντιληφθούν, δεχόμενος ως απάντηση το περιπαιχτικό γέλιο και την περιφρόνησή τους.
Ο ποιητής ως ευαίσθητος δέκτης των μηνυμάτων της εποχής του, κατανοεί ότι οι άνθρωποι γύρω του έχουν χάσει τον προσανατολισμό τους κι έχουν στρέψει τη ζωή τους προς ανώφελες επιδιώξεις. Στην προσπάθειά του όμως να τους προειδοποιήσει, έρχεται αντιμέτωπος με την απροθυμία τους να τον ακούσουν.

Όμως να λάμνεις στο σκοτεινό ποταμό
πάνω νερά
να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο
στα τυφλά πεισματάρης
και να γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σαν το πολύροζο λιόδεντρο –
άφησε κι ας γελούν.

Κι όμως, σχολιάζει ο ποιητής, εκείνο που έχει σημασία είναι να τραβάς κουπί αντίθετα στο ρεύμα, να προχωράς με επιμονή στον αγνοημένο δρόμο, έστω κι αν δεν ξέρεις που σε οδηγεί, αναζητώντας απαντήσεις και σοφές ιδέες, διαχρονικές και στέρεες σαν λιόδεντρο που από τα πολλά χρόνια έχει γεμίσει ρόζους. Κι αυτό αξίζει την προσπάθεια, ακόμη κι αν οι άλλοι γελούν εις βάρος σου, γιατί εκείνοι δεν μπορούν να αντιληφθούν την πραγματική αξία όσων επιχειρείς.
Σε μια εποχή που οι άνθρωποι επιδιώκουν το κέρδος και την επιτυχία που αποφέρει υλικά αγαθά, μα δεν προσφέρει πραγματική ευτυχία, ο ποιητής στρέφει το βλέμμα του στο παρελθόν, σε δρόμους και τρόπους ζωής που πλέον είναι αγνοημένοι, ζητώντας το νόημα της ζωής σε σκέψεις πολυκαιρισμένες που όμως άντεξαν στο χρόνο γιατί η αλήθεια τους είναι καίρια. Ο ποιητής δεν αποζητά την ευκολία, είναι έτοιμος να πάει αντίθετα στο ρεύμα, είναι έτοιμος να αναζητήσει τις πραγματικές αξίες της ζωής σε τρόπους που οι άλλοι απέρριψαν και ξέχασαν, είναι έτοιμος να στραφεί στις αγνοημένες αξίες του παρελθόντος, γιατί πιστεύει πως εκεί -στην απλότητα του παρελθόντος- θα μπορέσει να βρει κάτι πιο ουσιαστικό από την αλλοτρίωση και τη μοναξιά του παρόντος.

Και να ποθείς να κατοικήσει κι ο άλλος κόσμος
στη σημερινή πνιγερή μοναξιά
στ’ αφανισμένο τούτο παρόν –
άφησέ τους.

Το δεύτερο μέρος της στροφής αυτής ξεκινά με τον σύνδεσμο «και» για να εισαχθεί μιαν αντίθετη ιδέα από αυτή του πρώτου μέρους, και όχι για να συνδέσει δύο όμοιες έννοιες. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζεται η εκ διαμέτρου αντίθετη στάση ζωής από αυτή που ακολουθεί ο ποιητής, παρουσιάζεται ο τρόπος ζωής των ανθρώπων, που αρνούνται να ακούσουν τις συμβουλές του. Οι άνθρωποι που αγνοώντας την ομορφιά της ζωής, όπως αυτή βρίσκεται στην απλότητα του παρελθόντος, επιδιώκουν ανούσια κέρδη, σε μια ζωή γεμάτη μοναξιά και αδιέξοδα, σ’ ένα παρόν που δεν μπορεί να έχει μέλλον, από τη στιγμή που οι άνθρωποι δοσμένοι στα οφέλη της στιγμής δεν σκέφτονται την επόμενη μέρα. Η σημερινή πνιγερή μοναξιά και το αφανισμένο παρόν, είναι στοιχεία που προκύπτουν από τη λανθασμένη πορεία που ακολουθούν οι άνθρωποι, θέτοντας ως προτεραιότητα τεχνητές ευτυχίες, όπως είναι τα χρήματα και η επαγγελματική ανέλιξη, παραγνωρίζοντας έτσι την ουσιαστική χαρά που έχει να προσφέρει η ζωή.
Άφησέ τους, λέει ο ποιητής, άφησέ τους να κάνουν τα λάθη τους, αφού αδυνατούν να κατανοήσουν πως όσο πασχίζουν να ευτυχίσουν με τις κενές τους επιδιώξεις, τόσο περισσότερο απομακρύνονται από τις πραγματικές πηγές της χαράς και της ικανοποίησης.

Ο θαλασσινός άνεμος κι η δροσιά της αυγής
υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανένας.

Η ευτυχία βρίσκεται στα απλά πράγματα, που υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανείς και χωρίς να χρειαστεί κάποιος να αναλωθεί σε μάταιες προσπάθειες για να τα αποκτήσει. Η ομορφιά της φύσης, η χαρά της συνύπαρξης και της συντροφικότητας, και γενικότερα όλα όσα έχουν να προσφέρουν ουσιαστική πλήρωση στους ανθρώπους, δεν απαιτούν αγώνες και ανώφελες αγωνίες, βρίσκονται πάντοτε πλάι μας, έστω κι αν εμείς αρνούμαστε να το αντιληφθούμε. 

Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» Η΄

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Donna Geissler 

Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»

Η΄

Τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης
επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν.

Τ’ άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου,
τη δική σου φωνή
όχι εκείνη που σ’ αρέσει
μουσική σου είναι η ζωή
αυτή που σπατάλησες.
Μπορεί να την ξανακερδίσεις αν το θέλεις
αν καρφωθείς σε τούτο το αδιάφορο πράγμα
που σε ρίχνει πίσω
εκεί που ξεκίνησες.

Ταξίδεψες, είδες πολλά φεγγάρια πολλούς ήλιους
άγγιξες νεκρούς και ζωντανούς
ένιωσες τον πόνο του παλικαριού
και το βογγητό της γυναίκας
την πίκρα του άγουρου παιδιού –
ό,τι ένιωσες σωριάζεται ανυπόστατο
αν δεν εμπιστευτείς τούτο το κενό.
Ίσως να βρεις εκεί ό,τι νόμισες χαμένο
τη βλάστηση της νιότης, το δίκαιο καταποντισμό
της ηλικίας.

Ζωή σου είναι ό,τι έδωσες
τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες
το άσπρο χαρτί.

Ο Γιώργος Σεφέρης συνθέτει ένα εξαιρετικό ποίημα ποιητικής, παρουσιάζοντας την άρρηκτη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην αλήθεια της υπόστασης του δημιουργού και στα ποιήματά του. Ο ποιητής καθώς αναμετράται με το άσπρο χαρτί, καθώς επιχειρεί μια καταβύθιση στα ενδότερα του είναι του, έρχεται αντιμέτωπος με κάθε εμπειρία του, με κάθε βίωμα ή παράλειψή του κι αποκτά την ευκαιρία να γνωρίσει πλήρως τον εαυτό του και να δικαιώσει την ίδια του την ύπαρξη.

Αναλυτικότερα:

Τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης
επιστρέφει μόνο εκείνο που ήσουν.

Το άσπρο χαρτί, στο οποίο καταφεύγει ο ποιητής για να καταγράψει τις σκέψεις του, λειτουργεί σαν ένας αδιάψευστος και άτεγκτος καθρέφτης που αντανακλά πλήρως και μόνο το διαμορφωμένο είναι του δημιουργού. Το άσπρο χαρτί δεν μπορεί να ξεγελαστεί από προσποιητές αρετές και δεν μπορεί να δείξει κάτι περισσότερο από αυτό που πραγματικά είναι ο ποιητής.

Ο Σεφέρης δίνει τις σκέψεις του σε δεύτερο πρόσωπο, προϋποθέτοντας την ύπαρξη κάποιου ακροατή ή αναγνώστη, αλλά επί της ουσίας το μήνυμα των στίχων είναι μια υπενθύμιση στον ίδιο κι ένα κάλεσμα στους δυνητικούς ομοτέχνους του.

Τ’ άσπρο χαρτί μιλά με τη φωνή σου,
τη δική σου φωνή
όχι εκείνη που σ’ αρέσει

Τη στιγμή που ο δημιουργός καταγράφει τις σκέψεις του, αποτυπώνει την αληθινή του και μόνο υπόσταση, και δεν μπορεί να παρουσιάσει μια διαφορετική εικόνα, αλλά ούτε και να δώσει κάτι περισσότερο από αυτό που πραγματικά του επιτρέπουν οι δυνατότητες, οι εμπειρίες και η προσωπικότητά του. Το άσπρο χαρτί αντανακλά την αλήθεια του ποιητή, χωρίς να την ωραιοποιεί, έστω κι αν αυτή δεν είναι ιδανική ή όπως θα την ήθελε ο ίδιος ο ποιητής.

μουσική σου είναι η ζωή
αυτή που σπατάλησες.
Μπορεί να την ξανακερδίσεις αν το θέλεις
αν καρφωθείς σε τούτο το αδιάφορο πράγμα
που σε ρίχνει πίσω
εκεί που ξεκίνησες.

Η μουσική του ποιητή, -αλλά και κάθε ανθρώπου- οι λέξεις που έχει να δώσει, οι σκέψεις που επιχειρεί να δομήσει, καθετί που επιθυμεί να εκφράσει, προέρχονται από τα βιώματά του, απ’ ό,τι έχει ζήσει μέχρι τώρα. Τη ζωή αυτή, όπως γράφει ο Σεφέρης, την έχουμε σπαταλήσει, υπό την έννοια πως τα χρόνια περνούν ανώφελα αν δεν κάνουμε ανασκόπηση όλων μας των πράξεων, αν δεν αναλογιστούμε τις συνέπειες, τις προεκτάσεις και τις δυνατότητες όσων έχουμε ήδη βιώσει.
Ο ποιητής, εντούτοις, θεωρεί πως ο δημιουργός μπορεί να ξανακερδίσει τη χαμένη του ζωή -τα χρόνια που έχουν ήδη περάσει- αν αναμετρηθεί με επιμονή με το άσπρο χαρτί, το οποίο είναι αδιάφορο απέναντι στα συναισθήματά του και απαιτεί από αυτόν να κοιτάξει τη ζωή του από την αρχή της, προκειμένου να είναι σε θέση να γράψει με αλήθεια και καθαρότητα. Η ποιητική τέχνη είναι ιδωμένη εδώ ως μια διαδικασία κατάκτησης της αυτογνωσίας και όχι ως ένα παιχνίδι με τις λέξεις και τους ρυθμούς. Ο ποιητής οφείλει να μελετήσει και να γνωρίσει σε βάθος τον εαυτό του, τη ζωή του και τις πράξεις του, ώστε να είναι σε θέση να γράψει με την αλήθεια και τη γνησιότητα που απαιτείται.
Οι στίχοι, κατά τον Σεφέρη, οφείλουν να καθρεφτίζουν την ψυχή του δημιουργού, να αποτελούν γνήσια γεννήματα των βιωμάτων του και να αποκαλύπτουν πλήρως την υπόστασή του. Η ποίηση οδηγεί τον δημιουργό στην ψυχική κάθαρση και στην κατανόηση όσων έχει ήδη ζήσει, καθώς μόνο υπό αυτές τις συνθήκες μπορεί να συνθέσει πραγματική ποίηση. Για να γεμίσει το άσπρο χαρτί ο ποιητής πρέπει να έχει κάτι ουσιαστικό να γράψει και για να το πετύχει αυτό οφείλει να γνωρίσει τον εαυτό του, να μελετήσει τη ζωή του από την αρχή.

Ταξίδεψες, είδες πολλά φεγγάρια πολλούς ήλιους
άγγιξες νεκρούς και ζωντανούς
ένιωσες τον πόνο του παλικαριού
και το βογγητό της γυναίκας
την πίκρα του άγουρου παιδιού –
ό,τι ένιωσες σωριάζεται ανυπόστατο
αν δεν εμπιστευτείς τούτο το κενό.

Οι εμπειρίες του ποιητή είναι πολλές, καθώς κατά τη διάρκεια της ζωής του είχε την ευκαιρία να ταξιδέψει πολύ και να γνωρίσει πολλούς νέους τόπους, αλλά και ανθρώπους. Είχε την ευκαιρία να «αγγίξει», να γνωρίσει δηλαδή και να επηρεάσει ανθρώπους που τώρα πια είτε έχουν πεθάνει είτε ζουν, χωρίς όμως να αποτελούν απαραίτητα μέρος της ζωής του ποιητή. Είχε την ευκαιρία να κάνει φίλους, να γευτεί ερωτικές εμπειρίες και να γνωρίσει τις συναισθηματικές διακυμάνσεις ανθρώπων κάθε ηλικίας.
Όλες αυτές οι εμπειρίες, όμως, όλη αυτή η γνώση τόπων και ανθρώπων, όλα όσα κατά καιρούς έζησε και ένιωσε, κινδυνεύουν να χαθούν, χωρίς ποτέ να λάβουν ουσιαστική υπόσταση, αν ο ποιητής δεν εμπιστευτεί το κενό, αν δεν εμπιστευτεί το άσπρο χαρτί που τον καλεί να συνειδητοποιήσει τις εμπειρίες του αυτές και να αντλήσει καίρια πορίσματα και σκέψεις απ’ όσα μέχρι τώρα έζησε.

Ίσως να βρεις εκεί ό,τι νόμισες χαμένο
τη βλάστηση της νιότης, το δίκαιο καταποντισμό
της ηλικίας.

Ίσως, σχολιάζει ο ποιητής, κατά τη διαδικασία επανελέγχου και αναβίωσης των περασμένων χρόνων, ο δημιουργός να έχει τη δυνατότητα να έρθει σ’ επαφή με ιδέες που νόμιζε χαμένες. Θα έχει την ευκαιρία, δηλαδή, να αισθανθεί ξανά τη δημιουργική ορμή της νεότητας, την ακατάλυτη αυτή δύναμη που ωθεί τον άνθρωπο σε δράση και θα συνειδητοποιήσει έτσι πόσο δίκαια το πέρασμα του χρόνου και η σώρευση εμπειριών και συναισθημάτων οδηγεί τον άνθρωπο σε μια αναπόδραστη καθοδική πορεία.

Ζωή σου είναι ό,τι έδωσες
τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες
το άσπρο χαρτί.

Το ποίημα κλείνει με τη διαπίστωση πως η ζωή του ανθρώπου -ποιητή- ταυτίζεται με όσα έδωσε, με όσα προσέφερε στους άλλους, κι όχι με τις ανεκμετάλλευτες ώρες ή με τις στιγμές που παρέμειναν πεισματικά εγωκεντρικές.
Ό,τι έδωσε ο ποιητής είναι μόνο ό,τι μπορεί να καταγράψει στο λευκό χαρτί, το οποίο επίμονα απαιτεί από αυτόν να καταθέσει μόνο τα βιώματα και τις ιδέες που γνήσια αντλούνται από την ψυχή του.
Το άσπρο χαρτί δεν μπορεί να δεχτεί κενές ιδέες και αναφομοίωτες εμπειρίες, το άσπρο χαρτί παραμένει κενό μέχρι να είναι σε θέση ο ποιητής να μετουσιώσει τη ζωή του σε στίχους.
Αν ο ποιητής θέλει να προσφέρει, αν θέλει η ζωή του να έχει ουσιαστικό νόημα, θα πρέπει να δουλέψει σκληρά, για να μπορέσει να κατανοήσει τα βιώματά του και να μπορέσει να αντλήσει από αυτά μηνύματα γνήσια και ικανά να λειτουργήσουν ως αυθεντικές προεκτάσεις της μακροχρόνιας διαδρομής του.
Αν δεν το καταφέρει, το άσπρο χαρτί θα παραμείνει κενό. 

Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» Ζ΄

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Flavia Codsi

Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι»

Ζ΄

Η λεύκα στο μικρό περιβόλι
η ανάσα της μετρά τις ώρες σου
μέρα και νύχτα
κλεψύδρα που γεμίζει ο ουρανός.
Στη δύναμη του φεγγαριού τα φύλλα της
σέρνουν μαύρα πατήματα στον άσπρο τοίχο.
Στο σύνορο είναι λιγοστά τα πεύκα
έπειτα μάρμαρα και φωταψίες
κι άνθρωποι καθώς είναι πλασμένοι οι άνθρωποι.
Ο κότσυφας όμως τιτιβίζει
σαν έρχεται να πιει
κι ακούς καμιά φορά τη φωνή της δεκοχτούρας.

Στο μικρό περιβόλι δέκα δρασκελιές
μπορείς να ιδείς το φως του ήλιου
να πέφτει σε δύο κόκκινα γαρούφαλα
σε μιάν ελιά και λίγο αγιόκλημα.
Δέξου ποιος είσαι.

Το ποίημα
μην το καταποντίζεις στα βαθιά πλατάνια
θρέψε το με το χώμα και το βράχο που έχεις.
Τα περισσότερα –
σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις.

Ο Γιώργος Σεφέρης συνθέτει ένα ποίημα «εις εαυτόν», για την αξία της αυτογνωσίας, η αλήθεια του οποίου λειτουργεί ως μήνυμα προς κάθε άνθρωπο και φυσικά προς τους ομοτέχνους του. Ο ποιητής αναγνωρίζει πως η πραγματική ουσία του ανθρώπου ενυπάρχει στα απλά πράγματα που συνθέτουν τη ζωή του και πως κάθε άνθρωπος οφείλει να γνωρίσει και να αποδεχτεί αυτό που πραγματικά είναι. Μόνο αν γνωρίσουμε την πραγματική μας υπόσταση, θα μπορέσουμε να αντλήσουμε τις απαντήσεις που γυρεύουμε.

Αναλυτικότερα:

Η λεύκα στο μικρό περιβόλι
η ανάσα της μετρά τις ώρες σου
μέρα και νύχτα
κλεψύδρα που γεμίζει ο ουρανός.

Οι εικόνες που παρουσιάζονται στις δύο πρώτες στροφές του ποιήματος προέρχονται από τον περιβάλλοντα χώρο του σπιτιού του Σεφέρη, στην οδό Άγρας, δίπλα στο Παναθηναϊκό Στάδιο (Καλλιμάρμαρο).
Ο ποιητής παρατηρώντας όσα συνθέτουν το χώρο στον οποίο κινείται καθημερινά, καταγράφει τις σκέψεις του για τις απλές μα καίριες αλήθειες της ζωής. Το πέρασμα του χρόνου, που δεν μπορεί παρά να σημάνει εν καιρώ και το τέρμα της ζωής, δίνεται μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο από τον ποιητή, ο οποίος εκλαμβάνει την λεύκα με τις ανάσες της, ως κλεψύδρα που μετρά νυχθημερόν τις ώρες του, τις ώρες που πέρασαν είτε αυτές αξιοποιήθηκαν όπως έπρεπε είτε όχι.
Το δέντρο, που μένει διαρκώς στην ίδια θέση, διαχρονικό και φαινομενικά απαράλλαχτο, δίνει στον ποιητή την αίσθηση πως στέκει εκεί σαν παρατηρητής του, σαν άτεγκτος καταγραφέας του χρόνου του. Η λεύκα, δηλαδή, που μοιάζει αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου, αποτελεί ένα σταθερό σημείο αναφοράς για τον ποιητή, που μπροστά της νιώθει εντονότερα τη θνητότητά του και το αναπόφευκτα σύντομο διάστημα ζωής που του αναλογεί.

Στη δύναμη του φεγγαριού τα φύλλα της
σέρνουν μαύρα πατήματα στον άσπρο τοίχο.

Το παιχνίδι του φωτός και οι μικρές μαύρες σκιές που δημιουργούν τα φύλλα της λεύκας, μοιάζουν με δυσοίωνα μηνύματα. Μαύρα πατήματα στον άσπρο τοίχο, μια αντίθεση που μεταδίδει μια αρνητική αίσθηση, ένα αρνητικό προμήνυμα, το οποίο μπορεί να σχετιστεί και με το πέρασμα του χρόνου. Οι άνθρωποι θα πρέπει να έχουν συναίσθηση του πεπερασμένου της ζωής τους και να φροντίζουν έγκαιρα να αξιοποιούν το χρόνο που τους δίνεται.

Στο σύνορο είναι λιγοστά τα πεύκα
έπειτα μάρμαρα και φωταψίες
κι άνθρωποι καθώς είναι πλασμένοι οι άνθρωποι.

Η ματιά του ποιητή περιπλανιέται ακόμη μακρύτερα και βλέπει στο τέλος του περιβολιού, που έχει στο σπίτι του, λίγα πεύκα, τα μάρμαρα και τους δυνατούς προβολείς του Παναθηναϊκού σταδίου και φυσικά ανθρώπους. Ο ποιητής με μια λιτή διατύπωση: «κι άνθρωποι καθώς είναι πλασμένοι οι άνθρωποι», περικλείει όλη την πολυδύναμη και πολύπλευρη διάσταση των ανθρώπων. Όλες αυτές οι ποικίλες εκφάνσεις της ανθρώπινης φύσης, που δύσκολα μπορούν να περιγραφούν, δίνονται από τον ποιητή με ελλειπτικό αλλά επιγραμματικό τρόπο.

Ο κότσυφας όμως τιτιβίζει
σαν έρχεται να πιει
κι ακούς καμιά φορά τη φωνή της δεκοχτούρας.

Οι ηχητικές εικόνες που κλείνουν την πρώτη στροφή, προσφέρουν ζωντάνια στο χώρο που μας περιγράφει ο ποιητής και ολοκληρώνουν έτσι με παραστατικότητα το πρώτο και περισσότερο περιγραφικό μέρος του ποιήματος.

Στο μικρό περιβόλι δέκα δρασκελιές
μπορείς να ιδείς το φως του ήλιου
να πέφτει σε δύο κόκκινα γαρούφαλα
σε μιάν ελιά και λίγο αγιόκλημα.
Δέξου ποιος είσαι.

Η δεύτερη στροφή μας οδηγεί σταδιακά στα σημαντικά μηνύματα του ποιήματος. Μέσα σ’ ένα μικρό περιβόλι, μπορείς να δεις τον ήλιο να φωτίζει γαρύφαλλα, μιαν ελιά κι ένα αγιόκλημα. Μέσα σ’ ένα πολύ μικρό χώρο, μας λέει ο ποιητής, μπορείς να εντοπίσεις δημιουργίες που έχουν η καθεμία τη δική της ξεχωριστή αξία και διαφέρουν τόσο πολύ μεταξύ τους. Η φύση έχει φροντίσει να κοσμήσει τον κόσμο με πολλά και διαφορετικά δημιουργήματα, τα οποία προφανώς και δεν χάνουν την αξία τους επειδή διαφέρουν από τα υπόλοιπα που βρίσκονται γύρω τους.
Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τους ανθρώπους, πάρα πολλοί άνθρωποι, όλοι ξεχωριστοί, με μοναδική αξία, μα διαφορετικοί μεταξύ τους. «Δέξου ποιος είσαι», ζητά ο ποιητής, καλώντας τόσο τον εαυτό του όσο και τους αναγνώστες του, να γνωρίσουν και να αποδεχτούν τον εαυτό τους. Η διαφορετικότητά μας είναι δεδομένη, όπως και η αξία μας, είναι όμως απόλυτα αναγκαίο ο κάθε άνθρωπος να αντικρίσει με ειλικρίνεια τον εαυτό του και να τον αποδεχτεί γι’ αυτό που είναι και όχι γι’ αυτό που θα ήθελε να είναι.


Το ποίημα
μην το καταποντίζεις στα βαθιά πλατάνια
θρέψε το με το χώμα και το βράχο που έχεις.
Τα περισσότερα –
σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις.

Το ποίημα δεν θα πρέπει να χάνεται σε χώρους που βρίσκονται μακριά από τη φύση και την υπόσταση του ποιητή. Το ποίημα πρέπει να αντλείται από το «είναι» του ποιητή, έστω κι αν αυτό μοιάζει άγονο και δυσπρόσιτο. Θρέψε το ποίημα με το χώμα και το βράχο που έχεις, φτιάξε την ποίησή σου με τις δικές σου σκέψεις, ακόμη κι αν πρέπει να δουλέψεις σκληρά για να τις προσεγγίσεις.
Ο ποιητής αντιθέτει τους γόνιμους χώρους στους οποίους ζουν τα πλατάνια, με την άγονη και γεμάτη βράχους ψυχή του, για να τονίσει πως ο δρόμος για την ποιητική δημιουργία δεν μπορεί να θεωρηθεί εύκολος, ούτε και θα πρέπει να επιλέγονται οι φαινομενικά εύκολες λύσεις. Ο δημιουργός πρέπει να παλέψει με τον εαυτό του, να τον γνωρίσει σε βάθος και να οδηγηθεί στην πλήρωση της τέχνης του, μόνο με τα υλικά που του παρέχει ο εαυτός του. Αδιαμόρφωτες σκέψεις, πικρές εμπειρίες, δυσάρεστα συναισθήματα, ό,τι κι αν συνιστά την προσωπικότητα και την ψυχή του ποιητή, μ’ αυτά θα πρέπει να πορευτεί ο δημιουργός.
Και μάλιστα, στο ίδιο σημείο θα πρέπει να σκάψει όποιος θέλει να γνωρίσει και να αντιληφθεί ακόμη περισσότερα. Μέσα του, δηλαδή, θα πρέπει να αναζητήσει ο ποιητής, αλλά και ο κάθε άνθρωπος, για τις απαντήσεις που ζητά. Όσο κι αν η εσωτερική αναζήτηση, η αναμέτρηση με τον εαυτό μας, με τις ελλείψεις μας και τις αδυναμίες μας, είναι δύσκολη, μόνο έτσι θα μπορέσουμε να φτάσουμε στις πολύτιμες αλήθειες της ζωής.
Χώμα και βράχος, ακατέργαστο υλικό που η επεξεργασία του είναι δύσκολη και επίπονη, μα η ανταμοιβή είναι ανεκτίμητη. Η αυτογνωσία και η αναγκαία αποδοχή του εαυτού μας, είναι τα εργαλεία που απαιτούνται για να οδηγηθούμε στην εσωτερική πληρότητα και στη γνήσια δημιουργία. 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...