Μάρτης 1964, ενθρόνιση Κωνσταντίνου
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» ΙΒ΄
Το αίμα τώρα τινάζεται
καθώς φουσκώνει η κάψα
στις φλέβες τ’ ουρανού τ’
αφορμισμένου.
Γυρεύει να περάσει από το θάνατο
για να βρει τη χαρά.
Το φως είναι σφυγμός
ολοένα πιο αργός και πιο αργός
θαρρείς πως πάει να σταματήσει.
Ο Γιώργος Σεφέρης στα ποιήματα
της τελευταίας του συλλογής (Τρία κρυφά ποιήματα) αποδίδει, στο πλαίσιο ενός γενικότερου απολογισμού,
το κυρίαρχο κλίμα της εποχής του. Ο ποιητής αντιλαμβάνεται πως η χώρα έχει
περάσει σε μια μεταβατική περίοδο που πρόκειται να οδηγήσει σε σημαντικές
αλλαγές. Το παλιό αργοπεθαίνει και το νέο ετοιμάζεται να κάνει την εμφάνισή
του, όχι όμως χάρη στη συνειδητή προσπάθεια των πολιτών, αλλά λόγω της
δυναμικής που έχει η εγγενής τάση της ζωής για αλλαγή και ανανέωση. Ο ποιητής
στηλιτεύει την παθητική στάση των πολιτών και συνάμα αναγνωρίζει πως η ανατροπή
της παλιάς κατάστασης είναι δεδομένη.
Η πάλη, όμως, του νέου με το
παλιό, που διακρίνει και καταγράφει ο ποιητής, θα έρθει αντιμέτωπη με τη βίαιη
επέμβαση της ιστορικής πραγματικότητας, καθώς ένα χρόνο μετά την έκδοση των ποιημάτων αυτών, στις 21 Απριλίου
1967, θα ξεκινήσει για τη χώρα η επώδυνη περίοδος της δικτατορίας των
Συνταγματαρχών. Έτσι, η διαφαινόμενη τάση αναγέννησης θα προσκρούσει σε μια
επιβεβλημένη οπισθοδρόμηση σε αυταρχικές τακτικές του παρελθόντος.
Την εποχή που ο Σεφέρης συνέθετε
τους στίχους αυτούς η Ελλάδα βίωνε την πολιτική αστάθεια που προκαλούσε η
αδυναμία των πολιτικών ηγετών να συνεργαστούν και η εμμονή τους στην
πρωτοκαθεδρία, την αδιαλλαξία που δεν επέτρεπε την αποσόβηση των συνεπειών του
αιματηρού εμφυλίου που είχε προηγηθεί, αλλά και την αναχρονιστική επιβίωση
παρωχημένων πολιτικών μορφωμάτων.
Η αίσθηση που υποβάλλεται με την
πρώτη στροφή του ποιήματος είναι αυτή της έντασης, καθώς το αίμα τ’ ουρανού
τινάζεται, έχοντας φτάσει πια στην κορύφωση ενός εσωτερικού παροξυσμού. Το
αίμα, η βαθύτερη ουσία της ζωής, αποζητά να φτάσει στη χαρά, έστω κι αν αυτό
σημαίνει πως πρέπει να περάσει μέσα από το θάνατο. Έκδηλη εδώ η διάθεση
αναγέννησης της ζωής∙
σκέψη που βρίσκει την εφαρμογή της τόσο σε προσωπικό επίπεδο, όσο και στο
ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό.
Η ανούσια επιβίωση παρελθοντικών
στοιχείων, η άσκοπα παρατεταμένη ύπαρξη μιας λογικής που ανήκει σε περασμένες,
σκοτεινότερες δεκαετίες, ωθεί εξ ανάγκης τον κόσμο στην επιλογή μιας βαθιάς
ανανέωσης. Μα για να προκύψει αυτή η καίρια αλλαγή, οφείλει να επέλθει το τέλος
όλων εκείνων των στοιχείων που κρατούν δέσμια την κοινωνία σε συνήθειες και
λανθασμένες επιλογές του παρελθόντος.
Αυτή ακριβώς την πορεία προς το
θάνατο μας δίνει η δεύτερη στροφή. Το φως, που λειτουργεί ως ο σφυγμός της
ζωής, ολοένα και χάνει την έντασή του. Ο ιδιάζων αυτός παλμός γίνεται ολοένα
και πιο αργός, δίνοντας την εντύπωση πως πρόκειται να σταματήσει. Έτσι, μέσα
από το θάνατο του παλιού, η κοινωνία θα αναγεννηθεί, λαμβάνοντας μια νέα μορφή,
που θα ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες των πολιτών.
Εντούτοις, θα πρέπει να προσεχθεί
πως η επιλογή του φωτός ως σφυγμού της ζωής δεν είναι τυχαία, καθώς το φως
λειτουργεί παράλληλα κι ως σύμβολο ελπίδας, ως φορέας θετικών μηνυμάτων. Ο σταδιακός
τερματισμός του, επομένως, υποδηλώνει πως ο θάνατος που έρχεται προκύπτει μέσα
από την εκμηδένιση κάθε ελπίδας. Η αναγέννηση, άρα, της κοινωνίας δεν
επιτυγχάνεται από τον οραματισμό ενός καλύτερου αύριο, αλλά από την απόγνωση
που φέρνει η απώλεια της ελπίδας και της προσδοκίας.
Η γέννηση της νέας κοινωνίας δεν
προκύπτει δυναμικά από τη διάθεση των πολιτών να αναδιαμορφώσουν την
πραγματικότητά τους, αλλά από την αδυναμία τους να επιδιώξουν τη βελτίωση και
την ανανέωση. Το παλιό πεθαίνει υπό το βάρος των αποτυχιών του κι όχι από την ενεργή
διάθεση των πολιτών να δημιουργήσουν μια νέα τάξη πραγμάτων.
Ο αφορμισμένος ουρανός και η
σταδιακή υποχώρηση του φωτός αναδεικνύουν το τέλος που έρχεται αναγκαστικά σε
μια παρακμάζουσα κοινωνία. Έτσι, η απόπειρα τη ζωής να βρεθεί εκ νέου στη χαρά,
περνώντας απ’ το θάνατο, δεν αποτελεί τόσο συνειδητή δράση, όσο μια επιλογή
επιβεβλημένη από την απόγνωση.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου