My Inspiration
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τάττω / τάττομαι»
Το ρήμα σχηματίζει τους τύπους του
Ενεστώτα και με διπλό σ: τάσσω / τάσσομαι
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τάττω, τάττεις, τάττει, τάττομεν, τάττετε, τάττουσι(ν)
Υποτακτική
τάττω, τάττῃς, τάττῃ, τάττωμεν, τάττητε, τάττωσι(ν)
Ευκτική
τάττοιμι, τάττοις, τάττοι, τάττοιμεν, τάττοιτε, τάττοιεν
Προστακτική
---, τάττε, ταττέτω, ---, τάττετε, ταττόντων (ή ταττέτωσαν)
Απαρέμφατο
τάττειν
Μετοχή
τάττων, τάττουσα, τάττον
Παρατατικός
Οριστική
ἔταττον, ἔταττες, ἔταττε, ἐτάττομεν, ἐτάττετε, ἔταττον
Μέλλοντας
Οριστική
τάξω, τάξεις, τάξει, τάξομεν, τάξετε, τάξουσι(ν)
Ευκτική
τάξοιμι, τάξοις, τάξοι, τάξοιμεν, τάξοιτε, τάξοιεν
Απαρέμφατο
τάξειν
Μετοχή
τάξων, τάξουσα, τάξον
Αόριστος
Οριστική
ἔταξα, ἔταξας, ἔταξε(ν), ἐτάξαμεν, ἐτάξατε, ἔταξαν
Υποτακτική
τάξω, τάξῃς, τάξῃ, τάξωμεν, τάξητε, τάξωσι(ν)
Ευκτική
τάξαιμι, τάξαις / τάξειας, τάξαι / τάξειε(ν), τάξαιμεν, τάξαιτε, τάξαιεν / τάξειαν
Προστακτική
---, τάξον, ταξάτω, ---, τάξατε, ταξάντων (ή ταξάτωσαν)
Απαρέμφατο
τάξαι
Μετοχή
τάξας, τάξασα, τάξαν
Παρακείμενος
Οριστική
τέταχα, τέταχας, τάταχε, τετάχαμεν, τετάχατε, τετάχασι(ν)
Υποτακτική
τεταχώς- τεταχυῖα- τεταχός ὦ
τεταχώς- τεταχυῖα- τεταχός ᾖς
τεταχώς- τεταχυῖα- τεταχός ᾖ
τεταχότες- τεταχυῖαι- τεταχότα ὦμεν
τεταχότες- τεταχυῖαι- τεταχότα ἦτε
τεταχότες- τεταχυῖαι- τεταχότα ὦσι
Ευκτική
τεταχώς- τεταχυῖα- τεταχός εἴην
τεταχώς- τεταχυῖα- τεταχός εἴης
τεταχώς- τεταχυῖα- τεταχός εἴη
τεταχότες- τεταχυῖαι- τεταχότα εἴημεν (εἶμεν)
τεταχότες- τεταχυῖαι- τεταχότα εἴητε (εἶτε)
τεταχότες- τεταχυῖαι- τεταχότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
τεταχώς- τεταχυῖα- τεταχός ἴσθι
τεταχώς- τεταχυῖα- τεταχός ἔστω
---
τεταχότες- τεταχυῖαι- τεταχότα ἔστε
τεταχότες- τεταχυῖαι- τεταχότα ἔστων
Απαρέμφατο
τεταχέναι
Μετοχή
τεταχώς- τεταχυῖα- τεταχός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐτετάχειν, ἐτετάχεις, ἐτετάχει, ἐτετάχεμεν, ἐτετάχετε, ἐτετάχεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τάττομαι, τάττῃ/τάττει, τάττεται, ταττόμεθα, τάττεσθε, τάττονται
Υποτακτική
τάττωμαι, τάττῃ, τάττηται, ταττώμεθα, τάττησθε, τάττωνται
Ευκτική
ταττοίμην, τάττοιο, τάττοιτο, ταττοίμεθα, τάττοισθε, τάττοιντο
Προστακτική
---, τάττου, ταττέσθω, ---, τάττεσθε, ταττέσθων ή ταττέσθωσαν
Απαρέμφατο
τάττεσθαι
Μετοχή
ταττόμενος
ταττομένη
ταττόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐταττόμην, ἐτάττου, ἐτάττετο, ἐταττόμεθα, ἐτάττεσθε, ἐτάττοντο
Μέλλοντας
Οριστική
τάξομαι, τάξῃ/τάξει, τάξεται, ταξόμεθα, τάξεσθε, τάξονται
Ευκτική
ταξοίμην, τάξοιο, τάξοιτο, ταξοίμεθα, τάξοισθε, τάξοιντο
Απαρέμφατο
τάξεσθαι
Μετοχή
ταξόμενος
ταξομένη
ταξόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
ταχθήσομαι, ταχθήσῃ/ταχθήσει, ταχθήσεται, ταχθησόμεθα, ταχθήσεσθε, ταχθήσονται
Ευκτική
ταχθησοίμην, ταχθήσοιο, ταχθήσοιτο, ταχθησοίμεθα, ταχθήσοισθε, ταχθήσοιντο
Απαρέμφατο
ταχθήσεσθαι
Μετοχή
ταχθησόμενος
ταχθησομένη
ταχθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐταξάμην, ἐτάξω, ἐτάξατο, ἐταξάμεθα, ἐτάξασθε, ἐτάξαντο
Υποτακτική
τάξωμαι, τάξῃ, τάξηται, ταξώμεθα, τάξησθε, τάξωνται
Ευκτική
ταξαίμην, τάξαιο, τάξαιτο, ταξαίμεθα, τάξαισθε, τάξαιντο
Προστακτική
---, τάξαι, ταξάσθω, ---, τάξασθε, ταξάσθων ή ταξάσθωσαν
Απαρέμφατο
τάξασθαι
Μετοχή
ταξάμενος
ταξαμένη
ταξάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐτάχθην, ἐτάχθης, ἐτάχθη, ἐτάχθημεν, ἐτάχθητε, ἐτάχθησαν
Υποτακτική
ταχθῶ, ταχθῇς, ταχθῇ, ταχθῶμεν, ταχθῆτε, ταχθῶσι(ν)
Ευκτική
ταχθείην, ταχθείης, ταχθείη, ταχθείημεν ή ταχθεῖμεν, ταχθείητε ή ταχθεῖτε, ταχθείησαν ή ταχθεῖεν
Προστακτική
---, τάχθητι, ταχθήτω, ---, τάχθητε, ταχθέντων ή ταχθήτωσαν
Απαρέμφατο
ταχθῆναι
Μετοχή
ταχθείς
ταχθεῖσα
ταχθέν
Παρακείμενος
Οριστική
τέταγμαι, τέταξαι, τέτακται, τετάγμεθα, τέταχθε, τεταγμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
τεταγμένος- τεταγμένη-τεταγμένον ὦ
τεταγμένος- τεταγμένη-τεταγμένον ᾖς
τεταγμένος- τεταγμένη-τεταγμένον ᾖ
τεταγμένοι- τεταγμέναι-τεταγμένα ὦμεν
τεταγμένοι- τεταγμέναι-τεταγμένα ἦτε
τεταγμένοι- τεταγμέναι-τεταγμένα ὦσι
Ευκτική
τεταγμένος- τεταγμένη-τεταγμένον εἴην
τεταγμένος- τεταγμένη-τεταγμένον εἴης
τεταγμένος- τεταγμένη-τεταγμένον εἴη
τεταγμένοι- τεταγμέναι-τεταγμένα εἴημεν (εἶμεν)
τεταγμένοι- τεταγμέναι-τεταγμένα εἴητε (εἶτε)
τεταγμένοι- τεταγμέναι-τεταγμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, τέταξο, τετάχθω, --- τέταχθε, τετάχθων ή τετάχθωσαν
Απαρέμφατο
τετάχθαι
Μετοχή
τεταγμένος,
τεταγμένη,
τεταγμένον
Υπερσυντέλικος
ἐτετάγμην, ἐτέταξο, ἐτέτακτο, ἐτετάγμεθα, ἐτέταχθε, τεταγμένοι ἦσαν
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τάττω / τάττομαι»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τάττω, τάττεις, τάττει, τάττομεν, τάττετε, τάττουσι(ν)
τάττω, τάττῃς, τάττῃ, τάττωμεν, τάττητε, τάττωσι(ν)
τάττοιμι, τάττοις, τάττοι, τάττοιμεν, τάττοιτε, τάττοιεν
Προστακτική
---, τάττε, ταττέτω, ---, τάττετε, ταττόντων (ή ταττέτωσαν)
Απαρέμφατο
τάττειν
Μετοχή
τάττων, τάττουσα, τάττον
Παρατατικός
Οριστική
ἔταττον, ἔταττες, ἔταττε, ἐτάττομεν, ἐτάττετε, ἔταττον
Μέλλοντας
Οριστική
τάξω, τάξεις, τάξει, τάξομεν, τάξετε, τάξουσι(ν)
τάξοιμι, τάξοις, τάξοι, τάξοιμεν, τάξοιτε, τάξοιεν
Απαρέμφατο
τάξειν
Μετοχή
τάξων, τάξουσα, τάξον
Αόριστος
Οριστική
ἔταξα, ἔταξας, ἔταξε(ν), ἐτάξαμεν, ἐτάξατε, ἔταξαν
τάξω, τάξῃς, τάξῃ, τάξωμεν, τάξητε, τάξωσι(ν)
τάξαιμι, τάξαις / τάξειας, τάξαι / τάξειε(ν), τάξαιμεν, τάξαιτε, τάξαιεν / τάξειαν
Προστακτική
---, τάξον, ταξάτω, ---, τάξατε, ταξάντων (ή ταξάτωσαν)
Απαρέμφατο
τάξαι
Μετοχή
τάξας, τάξασα, τάξαν
Παρακείμενος
Οριστική
τέταχα, τέταχας, τάταχε, τετάχαμεν, τετάχατε, τετάχασι(ν)
Υποτακτική
τεταχώς- τεταχυῖα- τεταχός ὦ
τεταχώς- τεταχυῖα- τεταχός ᾖς
τεταχότες- τεταχυῖαι- τεταχότα ὦμεν
Ευκτική
τεταχώς- τεταχυῖα- τεταχός εἴην
Προστακτική
---
τεταχώς- τεταχυῖα- τεταχός ἴσθι
τεταχότες- τεταχυῖαι- τεταχότα ἔστε
Απαρέμφατο
τεταχέναι
Μετοχή
τεταχώς- τεταχυῖα- τεταχός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐτετάχειν, ἐτετάχεις, ἐτετάχει, ἐτετάχεμεν, ἐτετάχετε, ἐτετάχεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τάττομαι, τάττῃ/τάττει, τάττεται, ταττόμεθα, τάττεσθε, τάττονται
τάττωμαι, τάττῃ, τάττηται, ταττώμεθα, τάττησθε, τάττωνται
ταττοίμην, τάττοιο, τάττοιτο, ταττοίμεθα, τάττοισθε, τάττοιντο
Προστακτική
---, τάττου, ταττέσθω, ---, τάττεσθε, ταττέσθων ή ταττέσθωσαν
Απαρέμφατο
τάττεσθαι
Μετοχή
ταττόμενος
ταττομένη
ταττόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐταττόμην, ἐτάττου, ἐτάττετο, ἐταττόμεθα, ἐτάττεσθε, ἐτάττοντο
Μέλλοντας
Οριστική
τάξομαι, τάξῃ/τάξει, τάξεται, ταξόμεθα, τάξεσθε, τάξονται
ταξοίμην, τάξοιο, τάξοιτο, ταξοίμεθα, τάξοισθε, τάξοιντο
Απαρέμφατο
τάξεσθαι
Μετοχή
ταξόμενος
ταξομένη
ταξόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
ταχθήσομαι, ταχθήσῃ/ταχθήσει, ταχθήσεται, ταχθησόμεθα, ταχθήσεσθε, ταχθήσονται
ταχθησοίμην, ταχθήσοιο, ταχθήσοιτο, ταχθησοίμεθα, ταχθήσοισθε, ταχθήσοιντο
Απαρέμφατο
ταχθήσεσθαι
Μετοχή
ταχθησόμενος
ταχθησομένη
ταχθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐταξάμην, ἐτάξω, ἐτάξατο, ἐταξάμεθα, ἐτάξασθε, ἐτάξαντο
τάξωμαι, τάξῃ, τάξηται, ταξώμεθα, τάξησθε, τάξωνται
ταξαίμην, τάξαιο, τάξαιτο, ταξαίμεθα, τάξαισθε, τάξαιντο
Προστακτική
---, τάξαι, ταξάσθω, ---, τάξασθε, ταξάσθων ή ταξάσθωσαν
Απαρέμφατο
τάξασθαι
Μετοχή
ταξάμενος
ταξαμένη
ταξάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐτάχθην, ἐτάχθης, ἐτάχθη, ἐτάχθημεν, ἐτάχθητε, ἐτάχθησαν
ταχθῶ, ταχθῇς, ταχθῇ, ταχθῶμεν, ταχθῆτε, ταχθῶσι(ν)
ταχθείην, ταχθείης, ταχθείη, ταχθείημεν ή ταχθεῖμεν, ταχθείητε ή ταχθεῖτε, ταχθείησαν ή ταχθεῖεν
---, τάχθητι, ταχθήτω, ---, τάχθητε, ταχθέντων ή ταχθήτωσαν
Απαρέμφατο
ταχθῆναι
ταχθείς
ταχθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
τέταγμαι, τέταξαι, τέτακται, τετάγμεθα, τέταχθε, τεταγμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
τεταγμένος- τεταγμένη-τεταγμένον ὦ
τεταγμένος- τεταγμένη-τεταγμένον ᾖς
τεταγμένοι- τεταγμέναι-τεταγμένα ὦμεν
Ευκτική
τεταγμένος- τεταγμένη-τεταγμένον εἴην
Προστακτική
---, τέταξο, τετάχθω, --- τέταχθε, τετάχθων ή τετάχθωσαν
Απαρέμφατο
τετάχθαι
Μετοχή
τεταγμένος,
τεταγμένη,
τεταγμένον
Υπερσυντέλικος
ἐτετάγμην, ἐτέταξο, ἐτέτακτο, ἐτετάγμεθα, ἐτέταχθε, τεταγμένοι ἦσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου