Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παρασκευάζω / παρασκευάζομαι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παρασκευάζω / παρασκευάζομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Pablo Romero
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παρασκευάζω / παρασκευάζομαι»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
παρασκευάζω, παρασκευάζεις, παρασκευάζει, παρασκευάζομεν, παρασκευάζετε, παρασκευάζουσι(ν)
Υποτακτική
παρασκευάζω, παρασκευάζς, παρασκευάζ, παρασκευάζωμεν, παρασκευάζητε, παρασκευάζωσι(ν)
Ευκτική
παρασκευάζοιμι, παρασκευάζοις, παρασκευάζοι, παρασκευάζοιμεν, παρασκευάζοιτε, παρασκευάζοιεν
Προστακτική
---, παρασκεύαζε, παρασκευαζέτω, ---, παρασκευάζετε, παρασκευαζόντων (ή παρασκευαζέτωσαν)
Απαρέμφατο
παρασκευάζειν
Μετοχή
παρασκευάζων, παρασκευάζουσα, παρασκευάζον
 
Παρατατικός
Οριστική
παρεσκεύαζον, παρεσκεύαζες, παρεσκεύαζε, παρεσκευάζομεν, παρεσκευάζετε, παρεσκεύαζον
 
Μέλλοντας
Οριστική
παρασκευάσω, παρασκευάσεις, παρασκευάσει, παρασκευάσομεν, παρασκευάσετε, παρασκευάσουσι(ν)
Ευκτική
παρασκευάσοιμι, παρασκευάσοις, παρασκευάσοι, παρασκευάσοιμεν, παρασκευάσοιτε, παρασκευάσοιεν
Απαρέμφατο
παρασκευάσειν
Μετοχή
παρασκευάσων, παρασκευάσουσα, παρασκευάσον
 
Αόριστος
Οριστική
παρεσκεύασα, παρεσκεύασας, παρεσκεύασε(ν), παρεσκευάσαμεν, παρεσκευάσατε, παρεσκεύασαν
Υποτακτική
παρασκευάσω, παρασκευάσς, παρασκευάσ, παρασκευάσωμεν, παρασκευάσητε, παρασκευάσωσι(ν)
Ευκτική
παρασκευάσαιμι, παρασκευάσαις / παρασκευάσειας, παρασκευάσαι / παρασκευάσειε(ν), παρασκευάσαιμεν, παρασκευάσαιτε, παρασκευάσαιεν / παρασκευάσειαν
Προστακτική
---, παρασκεύασον, παρασκευασάτω, ---, παρασκευάσατε, παρασκευασάντων (ή παρασκευασάτωσαν)
Απαρέμφατο
παρασκευάσαι
Μετοχή
παρασκευάσας, παρασκευάσασα, παρασκευάσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
παρεσκεύακα, παρεσκεύακας, παρεσκεύακε, παρεσκευάκαμεν, παρεσκευάκατε, παρεσκευάκασι(ν)
 
Υποτακτική
παρεσκευακώς- παρεσκευακυα- παρεσκευακός
παρεσκευακώς- παρεσκευακυα- παρεσκευακός ς
παρεσκευακώς- παρεσκευακυα- παρεσκευακός
παρεσκευακότες- παρεσκευακυαι- παρεσκευακότα μεν
παρεσκευακότες- παρεσκευακυαι- παρεσκευακότα τε
παρεσκευακότες- παρεσκευακυαι- παρεσκευακότα σι
 
Ευκτική
παρεσκευακώς- παρεσκευακυα- παρεσκευακός εην
παρεσκευακώς- παρεσκευακυα- παρεσκευακός εης
παρεσκευακώς- παρεσκευακυα- παρεσκευακός εη
παρεσκευακότες- παρεσκευακυαι- παρεσκευακότα εημεν (εμεν)
παρεσκευακότες- παρεσκευακυαι- παρεσκευακότα εητε (ετε)
παρεσκευακότες- παρεσκευακυαι- παρεσκευακότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
παρεσκευακώς- παρεσκευακυα- παρεσκευακός σθι
παρεσκευακώς- παρεσκευακυα- παρεσκευακός στω
---
παρεσκευακότες- παρεσκευακυαι- παρεσκευακότα στε
παρεσκευακότες- παρεσκευακυαι- παρεσκευακότα στων
 
Απαρέμφατο
παρεσκευακέναι
Μετοχή
παρεσκευακώς- παρεσκευακυα- παρεσκευακός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
παρεσκευάκειν, παρεσκευάκεις, παρεσκευάκει, παρεσκευάκεμεν, παρεσκευάκετε, παρεσκευάκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
παρασκευάζομαι, παρασκευάζ/παρασκευάζει, παρασκευάζεται, παρασκευαζόμεθα, παρασκευάζεσθε, παρασκευάζονται
Υποτακτική
παρασκευάζωμαι, παρασκευάζ, παρασκευάζηται, παρασκευαζώμεθα, παρασκευάζησθε, παρασκευάζωνται
Ευκτική
παρασκευαζοίμην, παρασκευάζοιο, παρασκευάζοιτο, παρασκευαζοίμεθα, παρασκευάζοισθε, παρασκευάζοιντο
Προστακτική
---, παρασκευάζου, παρασκευαζέσθω, ---, παρασκευάζεσθε, παρασκευαζέσθων ή παρασκευαζέσθωσαν
Απαρέμφατο
παρασκευάζεσθαι
Μετοχή
παρασκευαζόμενος
παρασκευαζομένη
παρασκευαζόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
παρεσκευαζόμην, παρεσκευάζου, παρεσκευάζετο, παρεσκευαζόμεθα, παρεσκευάζεσθε, παρεσκευάζοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
παρασκευάσομαι, παρασκευάσ/παρασκευάσει, παρασκευάσεται, παρασκευασόμεθα, παρασκευάσεσθε, παρασκευάσονται
Ευκτική
παρασκευασοίμην, παρασκευάσοιο, παρασκευάσοιτο, παρασκευασοίμεθα, παρασκευάσοισθε, παρασκευάσοιντο
Απαρέμφατο
παρασκευάσεσθαι
Μετοχή
παρασκευασόμενος
παρασκευασομένη
παρασκευασόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
παρασκευασθήσομαι, παρασκευασθήσ/παρασκευασθήσει, παρασκευασθήσεται, παρασκευασθησόμεθα, παρασκευασθήσεσθε, παρασκευασθήσονται
Ευκτική
παρασκευασθησοίμην, παρασκευασθήσοιο, παρασκευασθήσοιτο, παρασκευασθησοίμεθα, παρασκευασθήσοισθε, παρασκευασθήσοιντο
Απαρέμφατο
παρασκευασθήσεσθαι
Μετοχή
παρασκευασθησόμενος
παρασκευασθησομένη
παρασκευασθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
παρεσκευασάμην, παρεσκευάσω, παρεσκευάσατο, παρεσκευασάμεθα, παρεσκευάσασθε, παρεσκευάσαντο
Υποτακτική
παρασκευάσωμαι, παρασκευάσ, παρασκευάσηται, παρασκευασώμεθα, παρασκευάσησθε, παρασκευάσωνται
Ευκτική
παρασκευασαίμην, παρασκευάσαιο, παρασκευάσαιτο, παρασκευασαίμεθα, παρασκευάσαισθε, παρασκευάσαιντο
Προστακτική
---, παρασκεύασαι, παρασκευασάσθω, ---, παρασκευάσασθε, παρασκευασάσθων ή παρασκευασάσθωσαν
Απαρέμφατο
παρασκευάσασθαι
Μετοχή
παρασκευασάμενος
παρασκευασαμένη
παρασκευασάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
παρεσκευάσθην, παρεσκευάσθης, παρεσκευάσθη, παρεσκευάσθημεν, παρεσκευάσθητε, παρεσκευάσθησαν
Υποτακτική
παρασκευασθ, παρασκευασθς, παρασκευασθ, παρασκευασθμεν, παρασκευασθτε, παρασκευασθσι(ν)
Ευκτική
παρασκευασθείην, παρασκευασθείης, παρασκευασθείη, παρασκευασθείημεν ή παρασκευασθεμεν, παρασκευασθείητε ή παρασκευασθετε, παρασκευασθείησαν ή παρασκευασθεεν
Προστακτική
---, παρασκευάσθητι, παρασκευασθήτω, ---, παρασκευάσθητε, παρασκευασθέντων ή παρασκευασθήτωσαν
Απαρέμφατο
παρασκευασθναι
Μετοχή
παρασκευασθείς
παρασκευασθεσα
παρασκευασθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
παρεσκεύασμαι, παρεσκεύασαι, παρεσκεύασται, παρεσκευάσμεθα, παρεσκεύασθε, παρεσκευασμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
παρεσκευασμένος- παρεσκευασμένη-παρεσκευασμένον
παρεσκευασμένος- παρεσκευασμένη-παρεσκευασμένον ς
παρεσκευασμένος- παρεσκευασμένη-παρεσκευασμένον
παρεσκευασμένοι- παρεσκευασμέναι-παρεσκευασμένα μεν
παρεσκευασμένοι- παρεσκευασμέναι-παρεσκευασμένα τε
παρεσκευασμένοι- παρεσκευασμέναι-παρεσκευασμένα σι
 
Ευκτική
παρεσκευασμένος- παρεσκευασμένη-παρεσκευασμένον εην
παρεσκευασμένος- παρεσκευασμένη-παρεσκευασμένον εης
παρεσκευασμένος- παρεσκευασμένη-παρεσκευασμένον εη
παρεσκευασμένοι- παρεσκευασμέναι-παρεσκευασμένα εημεν (εμεν)
παρεσκευασμένοι- παρεσκευασμέναι-παρεσκευασμένα εητε (ετε)
παρεσκευασμένοι- παρεσκευασμέναι-παρεσκευασμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, παρεσκεύασο, παρεσκευάσθω, --- παρεσκεύασθε, παρεσκευάσθων ή παρεσκευάσθωσαν
 
Απαρέμφατο
παρεσκευάσθαι
Μετοχή
παρεσκευασμένος,
παρεσκευασμένη,
παρεσκευασμένον
 
Υπερσυντέλικος
παρεσκευάσμην, παρεσκεύασο, παρεσκεύαστο, παρεσκευάσμεθα, παρεσκεύασθε, παρεσκευασμένοι σαν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...