Pablo Romero
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παρασκευάζω / παρασκευάζομαι»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παρασκευάζω, παρασκευάζεις, παρασκευάζει, παρασκευάζομεν, παρασκευάζετε, παρασκευάζουσι(ν)
Υποτακτική
παρασκευάζω, παρασκευάζῃς, παρασκευάζῃ, παρασκευάζωμεν, παρασκευάζητε, παρασκευάζωσι(ν)
Ευκτική
παρασκευάζοιμι, παρασκευάζοις, παρασκευάζοι, παρασκευάζοιμεν, παρασκευάζοιτε, παρασκευάζοιεν
Προστακτική
---, παρασκεύαζε, παρασκευαζέτω, ---, παρασκευάζετε, παρασκευαζόντων (ή παρασκευαζέτωσαν)
Απαρέμφατο
παρασκευάζειν
Μετοχή
παρασκευάζων, παρασκευάζουσα, παρασκευάζον
Παρατατικός
Οριστική
παρεσκεύαζον, παρεσκεύαζες, παρεσκεύαζε, παρεσκευάζομεν, παρεσκευάζετε, παρεσκεύαζον
Μέλλοντας
Οριστική
παρασκευάσω, παρασκευάσεις, παρασκευάσει, παρασκευάσομεν, παρασκευάσετε, παρασκευάσουσι(ν)
Ευκτική
παρασκευάσοιμι, παρασκευάσοις, παρασκευάσοι, παρασκευάσοιμεν, παρασκευάσοιτε, παρασκευάσοιεν
Απαρέμφατο
παρασκευάσειν
Μετοχή
παρασκευάσων, παρασκευάσουσα, παρασκευάσον
Αόριστος
Οριστική
παρεσκεύασα, παρεσκεύασας, παρεσκεύασε(ν), παρεσκευάσαμεν, παρεσκευάσατε, παρεσκεύασαν
Υποτακτική
παρασκευάσω, παρασκευάσῃς, παρασκευάσῃ, παρασκευάσωμεν, παρασκευάσητε, παρασκευάσωσι(ν)
Ευκτική
παρασκευάσαιμι, παρασκευάσαις / παρασκευάσειας, παρασκευάσαι / παρασκευάσειε(ν), παρασκευάσαιμεν, παρασκευάσαιτε, παρασκευάσαιεν / παρασκευάσειαν
Προστακτική
---, παρασκεύασον, παρασκευασάτω, ---, παρασκευάσατε, παρασκευασάντων (ή παρασκευασάτωσαν)
Απαρέμφατο
παρασκευάσαι
Μετοχή
παρασκευάσας, παρασκευάσασα, παρασκευάσαν
Παρακείμενος
Οριστική
παρεσκεύακα, παρεσκεύακας, παρεσκεύακε, παρεσκευάκαμεν, παρεσκευάκατε, παρεσκευάκασι(ν)
Υποτακτική
παρεσκευακώς- παρεσκευακυῖα- παρεσκευακός ὦ
παρεσκευακώς- παρεσκευακυῖα- παρεσκευακός ᾖς
παρεσκευακώς- παρεσκευακυῖα- παρεσκευακός ᾖ
παρεσκευακότες- παρεσκευακυῖαι- παρεσκευακότα ὦμεν
παρεσκευακότες- παρεσκευακυῖαι- παρεσκευακότα ἦτε
παρεσκευακότες- παρεσκευακυῖαι- παρεσκευακότα ὦσι
Ευκτική
παρεσκευακώς- παρεσκευακυῖα- παρεσκευακός εἴην
παρεσκευακώς- παρεσκευακυῖα- παρεσκευακός εἴης
παρεσκευακώς- παρεσκευακυῖα- παρεσκευακός εἴη
παρεσκευακότες- παρεσκευακυῖαι- παρεσκευακότα εἴημεν (εἶμεν)
παρεσκευακότες- παρεσκευακυῖαι- παρεσκευακότα εἴητε (εἶτε)
παρεσκευακότες- παρεσκευακυῖαι- παρεσκευακότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
παρεσκευακώς- παρεσκευακυῖα- παρεσκευακός ἴσθι
παρεσκευακώς- παρεσκευακυῖα- παρεσκευακός ἔστω
---
παρεσκευακότες- παρεσκευακυῖαι- παρεσκευακότα ἔστε
παρεσκευακότες- παρεσκευακυῖαι- παρεσκευακότα ἔστων
Απαρέμφατο
παρεσκευακέναι
Μετοχή
παρεσκευακώς- παρεσκευακυῖα- παρεσκευακός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
παρεσκευάκειν, παρεσκευάκεις, παρεσκευάκει, παρεσκευάκεμεν, παρεσκευάκετε, παρεσκευάκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παρασκευάζομαι, παρασκευάζῃ/παρασκευάζει, παρασκευάζεται, παρασκευαζόμεθα, παρασκευάζεσθε, παρασκευάζονται
Υποτακτική
παρασκευάζωμαι, παρασκευάζῃ, παρασκευάζηται, παρασκευαζώμεθα, παρασκευάζησθε, παρασκευάζωνται
Ευκτική
παρασκευαζοίμην, παρασκευάζοιο, παρασκευάζοιτο, παρασκευαζοίμεθα, παρασκευάζοισθε, παρασκευάζοιντο
Προστακτική
---, παρασκευάζου, παρασκευαζέσθω, ---, παρασκευάζεσθε, παρασκευαζέσθων ή παρασκευαζέσθωσαν
Απαρέμφατο
παρασκευάζεσθαι
Μετοχή
παρασκευαζόμενος
παρασκευαζομένη
παρασκευαζόμενον
Παρατατικός
Οριστική
παρεσκευαζόμην, παρεσκευάζου, παρεσκευάζετο, παρεσκευαζόμεθα, παρεσκευάζεσθε, παρεσκευάζοντο
Μέλλοντας
Οριστική
παρασκευάσομαι, παρασκευάσῃ/παρασκευάσει, παρασκευάσεται, παρασκευασόμεθα, παρασκευάσεσθε, παρασκευάσονται
Ευκτική
παρασκευασοίμην, παρασκευάσοιο, παρασκευάσοιτο, παρασκευασοίμεθα, παρασκευάσοισθε, παρασκευάσοιντο
Απαρέμφατο
παρασκευάσεσθαι
Μετοχή
παρασκευασόμενος
παρασκευασομένη
παρασκευασόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
παρασκευασθήσομαι, παρασκευασθήσῃ/παρασκευασθήσει, παρασκευασθήσεται, παρασκευασθησόμεθα, παρασκευασθήσεσθε, παρασκευασθήσονται
Ευκτική
παρασκευασθησοίμην, παρασκευασθήσοιο, παρασκευασθήσοιτο, παρασκευασθησοίμεθα, παρασκευασθήσοισθε, παρασκευασθήσοιντο
Απαρέμφατο
παρασκευασθήσεσθαι
Μετοχή
παρασκευασθησόμενος
παρασκευασθησομένη
παρασκευασθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
παρεσκευασάμην, παρεσκευάσω, παρεσκευάσατο, παρεσκευασάμεθα, παρεσκευάσασθε, παρεσκευάσαντο
Υποτακτική
παρασκευάσωμαι, παρασκευάσῃ, παρασκευάσηται, παρασκευασώμεθα, παρασκευάσησθε, παρασκευάσωνται
Ευκτική
παρασκευασαίμην, παρασκευάσαιο, παρασκευάσαιτο, παρασκευασαίμεθα, παρασκευάσαισθε, παρασκευάσαιντο
Προστακτική
---, παρασκεύασαι, παρασκευασάσθω, ---, παρασκευάσασθε, παρασκευασάσθων ή παρασκευασάσθωσαν
Απαρέμφατο
παρασκευάσασθαι
Μετοχή
παρασκευασάμενος
παρασκευασαμένη
παρασκευασάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
παρεσκευάσθην, παρεσκευάσθης, παρεσκευάσθη, παρεσκευάσθημεν, παρεσκευάσθητε, παρεσκευάσθησαν
Υποτακτική
παρασκευασθῶ, παρασκευασθῇς, παρασκευασθῇ, παρασκευασθῶμεν, παρασκευασθῆτε, παρασκευασθῶσι(ν)
Ευκτική
παρασκευασθείην, παρασκευασθείης, παρασκευασθείη, παρασκευασθείημεν ή παρασκευασθεῖμεν, παρασκευασθείητε ή παρασκευασθεῖτε, παρασκευασθείησαν ή παρασκευασθεῖεν
Προστακτική
---, παρασκευάσθητι, παρασκευασθήτω, ---, παρασκευάσθητε, παρασκευασθέντων ή παρασκευασθήτωσαν
Απαρέμφατο
παρασκευασθῆναι
Μετοχή
παρασκευασθείς
παρασκευασθεῖσα
παρασκευασθέν
Παρακείμενος
Οριστική
παρεσκεύασμαι, παρεσκεύασαι, παρεσκεύασται, παρεσκευάσμεθα, παρεσκεύασθε, παρεσκευασμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
παρεσκευασμένος- παρεσκευασμένη-παρεσκευασμένον ὦ
παρεσκευασμένος- παρεσκευασμένη-παρεσκευασμένον ᾖς
παρεσκευασμένος-
παρεσκευασμένη-παρεσκευασμένον ᾖ
παρεσκευασμένοι- παρεσκευασμέναι-παρεσκευασμένα ὦμεν
παρεσκευασμένοι-
παρεσκευασμέναι-παρεσκευασμένα ἦτε
παρεσκευασμένοι-
παρεσκευασμέναι-παρεσκευασμένα ὦσι
Ευκτική
παρεσκευασμένος- παρεσκευασμένη-παρεσκευασμένον εἴην
παρεσκευασμένος-
παρεσκευασμένη-παρεσκευασμένον εἴης
παρεσκευασμένος-
παρεσκευασμένη-παρεσκευασμένον εἴη
παρεσκευασμένοι-
παρεσκευασμέναι-παρεσκευασμένα εἴημεν (εἶμεν)
παρεσκευασμένοι- παρεσκευασμέναι-παρεσκευασμένα
εἴητε (εἶτε)
παρεσκευασμένοι-
παρεσκευασμέναι-παρεσκευασμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, παρεσκεύασο, παρεσκευάσθω, --- παρεσκεύασθε, παρεσκευάσθων ή παρεσκευάσθωσαν
Απαρέμφατο
παρεσκευάσθαι
Μετοχή
παρεσκευασμένος,
παρεσκευασμένη,
παρεσκευασμένον
Υπερσυντέλικος
παρεσκευάσμην, παρεσκεύασο, παρεσκεύαστο, παρεσκευάσμεθα, παρεσκεύασθε, παρεσκευασμένοι ἦσαν
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «παρασκευάζω / παρασκευάζομαι»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παρασκευάζω, παρασκευάζεις, παρασκευάζει, παρασκευάζομεν, παρασκευάζετε, παρασκευάζουσι(ν)
παρασκευάζω, παρασκευάζῃς, παρασκευάζῃ, παρασκευάζωμεν, παρασκευάζητε, παρασκευάζωσι(ν)
παρασκευάζοιμι, παρασκευάζοις, παρασκευάζοι, παρασκευάζοιμεν, παρασκευάζοιτε, παρασκευάζοιεν
Προστακτική
---, παρασκεύαζε, παρασκευαζέτω, ---, παρασκευάζετε, παρασκευαζόντων (ή παρασκευαζέτωσαν)
Απαρέμφατο
παρασκευάζειν
Μετοχή
παρασκευάζων, παρασκευάζουσα, παρασκευάζον
Παρατατικός
Οριστική
παρεσκεύαζον, παρεσκεύαζες, παρεσκεύαζε, παρεσκευάζομεν, παρεσκευάζετε, παρεσκεύαζον
Μέλλοντας
Οριστική
παρασκευάσω, παρασκευάσεις, παρασκευάσει, παρασκευάσομεν, παρασκευάσετε, παρασκευάσουσι(ν)
παρασκευάσοιμι, παρασκευάσοις, παρασκευάσοι, παρασκευάσοιμεν, παρασκευάσοιτε, παρασκευάσοιεν
Απαρέμφατο
παρασκευάσειν
Μετοχή
παρασκευάσων, παρασκευάσουσα, παρασκευάσον
Αόριστος
Οριστική
παρεσκεύασα, παρεσκεύασας, παρεσκεύασε(ν), παρεσκευάσαμεν, παρεσκευάσατε, παρεσκεύασαν
παρασκευάσω, παρασκευάσῃς, παρασκευάσῃ, παρασκευάσωμεν, παρασκευάσητε, παρασκευάσωσι(ν)
παρασκευάσαιμι, παρασκευάσαις / παρασκευάσειας, παρασκευάσαι / παρασκευάσειε(ν), παρασκευάσαιμεν, παρασκευάσαιτε, παρασκευάσαιεν / παρασκευάσειαν
Προστακτική
---, παρασκεύασον, παρασκευασάτω, ---, παρασκευάσατε, παρασκευασάντων (ή παρασκευασάτωσαν)
Απαρέμφατο
παρασκευάσαι
Μετοχή
παρασκευάσας, παρασκευάσασα, παρασκευάσαν
Παρακείμενος
Οριστική
παρεσκεύακα, παρεσκεύακας, παρεσκεύακε, παρεσκευάκαμεν, παρεσκευάκατε, παρεσκευάκασι(ν)
Υποτακτική
παρεσκευακώς- παρεσκευακυῖα- παρεσκευακός ὦ
παρεσκευακώς- παρεσκευακυῖα- παρεσκευακός ᾖς
παρεσκευακότες- παρεσκευακυῖαι- παρεσκευακότα ὦμεν
Ευκτική
παρεσκευακώς- παρεσκευακυῖα- παρεσκευακός εἴην
Προστακτική
---
παρεσκευακώς- παρεσκευακυῖα- παρεσκευακός ἴσθι
παρεσκευακότες- παρεσκευακυῖαι- παρεσκευακότα ἔστε
Απαρέμφατο
παρεσκευακέναι
Μετοχή
παρεσκευακώς- παρεσκευακυῖα- παρεσκευακός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
παρεσκευάκειν, παρεσκευάκεις, παρεσκευάκει, παρεσκευάκεμεν, παρεσκευάκετε, παρεσκευάκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
παρασκευάζομαι, παρασκευάζῃ/παρασκευάζει, παρασκευάζεται, παρασκευαζόμεθα, παρασκευάζεσθε, παρασκευάζονται
παρασκευάζωμαι, παρασκευάζῃ, παρασκευάζηται, παρασκευαζώμεθα, παρασκευάζησθε, παρασκευάζωνται
παρασκευαζοίμην, παρασκευάζοιο, παρασκευάζοιτο, παρασκευαζοίμεθα, παρασκευάζοισθε, παρασκευάζοιντο
Προστακτική
---, παρασκευάζου, παρασκευαζέσθω, ---, παρασκευάζεσθε, παρασκευαζέσθων ή παρασκευαζέσθωσαν
Απαρέμφατο
παρασκευάζεσθαι
Μετοχή
παρασκευαζόμενος
παρασκευαζομένη
παρασκευαζόμενον
Παρατατικός
Οριστική
παρεσκευαζόμην, παρεσκευάζου, παρεσκευάζετο, παρεσκευαζόμεθα, παρεσκευάζεσθε, παρεσκευάζοντο
Μέλλοντας
Οριστική
παρασκευάσομαι, παρασκευάσῃ/παρασκευάσει, παρασκευάσεται, παρασκευασόμεθα, παρασκευάσεσθε, παρασκευάσονται
παρασκευασοίμην, παρασκευάσοιο, παρασκευάσοιτο, παρασκευασοίμεθα, παρασκευάσοισθε, παρασκευάσοιντο
Απαρέμφατο
παρασκευάσεσθαι
Μετοχή
παρασκευασόμενος
παρασκευασομένη
παρασκευασόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
παρασκευασθήσομαι, παρασκευασθήσῃ/παρασκευασθήσει, παρασκευασθήσεται, παρασκευασθησόμεθα, παρασκευασθήσεσθε, παρασκευασθήσονται
παρασκευασθησοίμην, παρασκευασθήσοιο, παρασκευασθήσοιτο, παρασκευασθησοίμεθα, παρασκευασθήσοισθε, παρασκευασθήσοιντο
Απαρέμφατο
παρασκευασθήσεσθαι
Μετοχή
παρασκευασθησόμενος
παρασκευασθησομένη
παρασκευασθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
παρεσκευασάμην, παρεσκευάσω, παρεσκευάσατο, παρεσκευασάμεθα, παρεσκευάσασθε, παρεσκευάσαντο
παρασκευάσωμαι, παρασκευάσῃ, παρασκευάσηται, παρασκευασώμεθα, παρασκευάσησθε, παρασκευάσωνται
παρασκευασαίμην, παρασκευάσαιο, παρασκευάσαιτο, παρασκευασαίμεθα, παρασκευάσαισθε, παρασκευάσαιντο
Προστακτική
---, παρασκεύασαι, παρασκευασάσθω, ---, παρασκευάσασθε, παρασκευασάσθων ή παρασκευασάσθωσαν
Απαρέμφατο
παρασκευάσασθαι
Μετοχή
παρασκευασάμενος
παρασκευασαμένη
παρασκευασάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
παρεσκευάσθην, παρεσκευάσθης, παρεσκευάσθη, παρεσκευάσθημεν, παρεσκευάσθητε, παρεσκευάσθησαν
παρασκευασθῶ, παρασκευασθῇς, παρασκευασθῇ, παρασκευασθῶμεν, παρασκευασθῆτε, παρασκευασθῶσι(ν)
παρασκευασθείην, παρασκευασθείης, παρασκευασθείη, παρασκευασθείημεν ή παρασκευασθεῖμεν, παρασκευασθείητε ή παρασκευασθεῖτε, παρασκευασθείησαν ή παρασκευασθεῖεν
---, παρασκευάσθητι, παρασκευασθήτω, ---, παρασκευάσθητε, παρασκευασθέντων ή παρασκευασθήτωσαν
Απαρέμφατο
παρασκευασθῆναι
παρασκευασθείς
παρασκευασθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
παρεσκεύασμαι, παρεσκεύασαι, παρεσκεύασται, παρεσκευάσμεθα, παρεσκεύασθε, παρεσκευασμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
παρεσκευασμένος- παρεσκευασμένη-παρεσκευασμένον ὦ
παρεσκευασμένος- παρεσκευασμένη-παρεσκευασμένον ᾖς
παρεσκευασμένοι- παρεσκευασμέναι-παρεσκευασμένα ὦμεν
Ευκτική
παρεσκευασμένος- παρεσκευασμένη-παρεσκευασμένον εἴην
Προστακτική
---, παρεσκεύασο, παρεσκευάσθω, --- παρεσκεύασθε, παρεσκευάσθων ή παρεσκευάσθωσαν
Απαρέμφατο
παρεσκευάσθαι
Μετοχή
παρεσκευασμένος,
παρεσκευασμένη,
παρεσκευασμένον
Υπερσυντέλικος
παρεσκευάσμην, παρεσκεύασο, παρεσκεύαστο, παρεσκευάσμεθα, παρεσκεύασθε, παρεσκευασμένοι ἦσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου