Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Στρατής Μυριβήλης «Ζάβαλη μάικω». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Στρατής Μυριβήλης «Ζάβαλη μάικω». Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Στρατής Μυριβήλης «Ζάβαλη μάικω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Tommy Richard

Στρατής Μυριβήλης «Ζάβαλη μάικω»

Η Ζωή εν τάφω του Στρατή Μυριβήλη τοποθετείται στη σειρά των αντιπολεμικών βιβλίων που πήγασαν από τις οδυνηρές εμπειρίες του Α΄ παγκοσμίου πολέμου (1914-1918), ενός πολέμου που όχι μονάχα στοίχισε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες, αλλά πρόσθεσε και μια άλλη πικρή εμπειρία, που προερχόταν από τη μακροχρόνια παραμονή των στρατιωτών στα χαρακώματα της πρώτης γραμμής. Ανάλογα βιβλία που βγήκαν από τον ίδιο πόλεμο είναι η Φωτιά του Γάλλου Ανρί Μπαρμπύς και το περισσότερο γνωστό Ουδέν νεότερον από το Δυτικό Μέτωπο του Γερμανού Έριχ Μαρία Ρεμάρκ.
Ο συγγραφέας έζησε τον πόλεμο των χαρακωμάτων στο Μακεδονικό Μέτωπο (στην περιοχή Μοναστηρίου της Σερβίας) ως εθελοντής. Το βιβλίο είναι γραμμένο με τη μορφή σειράς επιστολών που υποτίθεται ότι έγραψε ο λοχίας Αντώνης Κωστούλας, για να τις στείλει σε κάποια γυναίκα, χωρίς ποτέ να μπορέσει να τις ταχυδρομήσει. Τα χειρόγραφα, λέει ο συγγραφέας, τα περιμάζεψε, όταν σκοτώθηκε ο συμπολεμιστής του λοχίας, και τα εξέδωσε. Φυσικά πρόκειται για «πλαστοπροσωπία», δηλαδή για συγγραφικό τρόπο που χρησιμοποιεί ο Μυριβήλης, για να εκθέσει τις δικές του εμπειρίες.
Στο α΄ απόσπασμα (Η μυστική παπαρούνα) ο αφηγητής υποφέρει από ένα παλιό τραύμα (από τους πολέμους 1912-13) που άνοιξε και τον αναγκάζει να μένει μέρα-νύχτα στο αμπρί του. «Πιάνεται —γράφει— ώρες ώρες το πόδι ως απάνω στο μερί κι ένας σκληρός πόνος μού σουβλίζει το κόκαλο. Πάνουθέ μου ο βράχος ολοένα στάζει. Χτες ξεπατώσαμε τόνα σανίδι κι αδειάσαμε μ’ ένα κουτί της κονσέρβας όλο το νερό που ‘χε συναχτεί στάλα στάλα στη λακούβα του. Ήταν ένα νερό σάπιο, βρώμικο κι ολόμαυρο. Σαν τ’ απονέρια που κατασταλάζουν το χειμώνα στα παλιά νεκροταφεία, σουρωμένα μέσα στα βουλιαγμένα μνημούρια. Μύριζε μούχλα, σβησμένη πίπα κι αποτσίγαρο...».
Στο β΄ απόσπασμα (Ζάβαλη μάικω) ο λοχίας Κωστούλας φιλοξενείται σ’ ένα σπίτι χωρικών της περιοχής του Μοναστηρίου.

Είναι μια βδομάδα τώρα που η ζωή μου κυλά σαν μια κορδέλα νερό ανάμεσα στη χλόη. Νιώθω μέρα με τη μέρα πιο δυνατή τη σώψυχη ανάγκη να συναγρικηθώ με την πρωτόγονη ψυχή των ανθρώπων που με φιλοξενούν. Αυτό μ’ έκαμε από την πρώτη κιόλας μέρα να βαλθώ πεισμωμένα να μπω μέσα στο νόημα του γλωσσικού τους ιδιώματος.
Έκαμα ένα γλωσσάριο που το πλουτίζω, το συμπληρώνω μέρα με τη μέρα. Μιλάνε μια γλώσσα που ‘ναι παρακλάδι σλαβικό, με πολλά τούρκικα και ρωμαίικα στοιχεία. Η αντρίκεια της φτογγολογία μού δίνει ένα τονωτικό συναίσθημα. Τα φωνήεντα είναι σπάνια. Η μαλακιά θηλυκάδα τους πνίγεται σ’ ένα κατρακύλισμα από φωνές αδρές και σκληρές. Σαν μιλάν ακούς να δρομίζουν τον κατήφορο βότσαλα και χαλίκια στρογγυλεμένα στ’ ορμητικό ρέμα του Δραγόρα. Μερικές λέξεις έχουν την παρθένα παραστατικότητα των πρωτογέννητων γλωσσών, που δεν ήταν παρά ηχητική μίμηση των κρότων και των θορύβων της ζωντανής ζωής. Για να πούνε πως το πουλί «πέταξε», λένε «π’ρρλιτς». Σε καμιά γλώσσα δεν άκουσα τόσο αληθινό το πέταγμα ενός πουλιού.
Στην σπουδή μου τούτη προχώρεσα κιόλας τόσο όσο χρειάζεται για να τους κάμω να ξεκαρδίζονται στα γέλια σε κάθε φράση που ιδρώνω να συνταιριάξω. Φαίνεται πως τις πιο πολλές φορές ξεφουρνίζω πολύ αστείες γλωσσικές γκάφες που οι μεγάλοι τις σχολιάζουν με δυνατά χάχανα, ώσπου δακρύζουν από τα γέλια, ενώ τα κορίτσια κοκκινίζουν και δαγκάνουνται. Όμως το σπουδαίο είναι που σχεδόν πάντα στο τέλος τα καταφέρνω να μαντέψουν τις απλές ιδέες που πολεμώ να τους εκφράσω. Αυτό βέβαια δείχνει περισσότερο την εξυπνάδα τους και την καπατσοσύνη πόχουν να διαιστάνουνται. Φαντάσου όμως το πανηγύρι που γίνεται μ’ αυτό το μπέρδεμα, αφού το δικό μας το «όχι» το προφέρουν «ναι»!
Μολαταύτα με το φτωχότατο ετούτο γλωσσικό εργαλείο που το ‘φκιασα μόνος και μοναχός μου σα Ρομπινσόνας, ανακάλυψα σήμερα ένα θησαυρό. Έναν αληθινό θησαυρό της αθώας ανθρώπινης ψυχής από κείνους που σε κάμουν να καμαρώνεις γιατ’ είσαι άνθρωπος.
Πρόκειται για τη σπιτονοικοκυρά μου την Άντσιω.
Αναφουφουλιάζει και φρεσκάρει κάθε μέρα το στρωμάτσο που μου γέμισε με καλαμποκόφυλλα. Μου φέρνει μια χοντρή κούπα γάλα κάθε πρωί κι όλη την ώρα που τη ρουφώ, γέρνει πλάι το κεφάλι και με βλέπει σοβαρά και ιλαρά με τα χέρια ενωμένα στην ποδιά της. Με κανακεύει σαν ένα άρρωστο μωρό. Είναι μια φροντίδα στοχαστική και προνοητική, πολύξερη όσο κι απλή στην εκδήλωσή της. Μου την προσφέρει με μιαν ήσυχη και σεμνή αφέλεια, που μολαταύτα κάποτες παίρνει μια μορφή επίσημη, σχεδόν τελετουργική. Αυτή η μεγαλόπρεπη μητέρα, με το λευκό και αυστηρό πρόσωπο, με τα γυμνά καθαρά πόδια και το πολύζωστο τριχόσκοινο στη μέση, είναι μια γυναίκα από άλλη φυλή, και δεν έγιναν ακόμα είκοσι μέρες που τη γνώρισα. Ωστόσο προβλέπει μ’ ένα θαυμαστόν τρόπο ένα σωρό μικροπράγματα για ανάγκες και συνήθειές μου που δεν ήταν ποτές δικές της. Τις μυρίζεται με το ένστιχτο που μόνο το μητρικό φίλτρο γυμνάζει μέσα στις γυναίκες. Και τις θεραπεύει με μια σοβαρή καλοσύνη, τόσο σοβαρή, που ποτές μου δεν τόλμησα να της πω ένα ευχαριστώ. Μου φαίνεται πως θα τη βρίσω μ’ αυτήν την τυπική την χωραΐτικη λέξη. Αιστάνουμαι πως θα τάραζα μ’ αυτή την έκφραση του συμβατικού πολιτισμού μας τούτη την άκρατη και πηγαία ανάβρα της καλοσύνης, που ρέει δίπλα μου έτσι φυσικά, σαν μες από τη φούχτα του Θεού. Ύστερα θα ‘τανε κι αστείο. Δε θα ‘κανα άλλο παρά να λέω και να ξαναλέω από το πρωί ως το βράδυ «σπολλάτ γκοσποντίνα» για όλες τις μικρές ευεργεσίες που μου γίνονται κάθε στιγμή μέσα στο σπίτι της. Καταλαβαίνω μονάχα πως ξεχειλάει μέσα μου μια θάλασσα ευγνωμοσύνης σιωπηλής και συγκρατημένης. Είναι ένα δυνατό μύρο που μαζεύεται αξεθύμαστο στην καρδιά μου, σαν μέσα σε βουλωμένο μυρογυάλι.
Λοιπόν αυτό που έμαθα σήμερα είναι πως η Άντσιω έχει δύο γιους στρατιώτες. Είναι στα χαρακώματα του Περιστεριού αυτά τα παιδιά. Μαζί με τους οχτρούς που ‘χαμε αντίκρυ μας. Αυτός είναι ο θησαυρός που ξεσκάλισα σήμερα μέσα σ’ αυτή τη χωριάτικη ψυχή, που ‘ναι αγνή σαν τ’ απάτητο χιόνι.
Τούτοι εδώ μιλάνε μια γλώσσα που την καταλαβαίνουν κι οι Σέρβοι κι οι Βούλγαροι. Τους πρώτους τους μισούνε, γιατί τους πιλατεύουν και τους μεταχειρίζουνται για Βουλγάρους. Και τους Βουλγάρους τους μισούν, γιατί πήραν τα παιδιά τους στον πόλεμο. Εμάς τους Ρωμιούς μάς δέχουνται με κάποια συμπαθητική περιέργεια, μόνο και μόνο γιατί είμαστε οι γνήσιοι πνευματικοί υποταχτικοί του Πατρίκ, δηλαδή του Οικουμενικού Πατριάρχη. Η ιδέα του Πατριαρχείου απλώνεται ακόμα, τυλιγμένη σε μια μυστικοπάθεια πολύ παράξενη, πάνω σε τούτο τον απλοϊκό χριστιανικόν κόσμο[...]
Έτσι, το πάρσιμο των δυο παλικαριών της στον πόλεμο η Άντσιω το δέχεται σαν ένα βαρύ κακό που ‘πεσε μέσα στο σπίτι, σαν οργή Θεού.
Υποτάζεται ταπεινά και καρτερικά σ’ αυτή την ακαταγώνιστη δυστυχία, με τα χέρια δεμένα στην ποδιά της. Και μονάχα προσεύκεται. Κι εμένα, που στάθηκα τόσους μήνες με οπλισμένο χέρι αντίκρυ στα παιδιά της, που μπορεί και να τα σκότωσα μέσα στη φαντασία της, με βλέπει το ίδιο σαν ένα ακόμα θύμα της ίδιας θεομηνίας. Η συμπόνεσή της πέφτει πάνω μου καθάρια σαν τη βροχή τ’ ουρανού. Δίχως βαρυγκόμιση, δίχως πικρή επιφύλαξη, δίχως παράπονο. Είμαι και ‘γω στα μάτια της μονάχα ένας «άσκερ», ένας «ζάβαλη άσκερ», δυστυχισμένος στρατιώτης. Ωστόσο μπορούσε περίφημα μια νύχτα, σε κάποια σύγκρουση περιπόλων που τρακάρουνε στα τυφλά, μπορούσε να τύχαινε η καρδιά των παιδιών της αντίκρυ στη λόγχη μου. Κι η λόγχη μου θα ‘μπαινε βαθιά, θα ‘μπαινε ψυχρή μέσα στην καρδιά των παιδιών της. Θα ‘μπαινε, καημένη Άντσιω, μέσα στη δική σου την καρδιά. Μα δεν το βάζει ο νους της να μολέψει με μια τέτοια σκέψη την απλωτή χειρονομία της, σαν μου προσφέρνει στη χοντρή χωματένια κούπα με τα κόκκινα και μαβιά λουλούδια το φρεσκοαρμεγμένο γάλα της γελάδας. Αυτό που μου τ’ αρμέγει τραγουδώντας κάτω στο ντάμι η κόρη της η Γκιβέζω, η γλυκιά αδερφή των δύο άγνωστών μου οχτρών. Και σα μου φρεσκάρει το στρωμάτσο για να το κάμει όσο είναι βολετό πιο ξεκουραστικό για το πονεμένο κορμί μου, δε συλλογιέται πως μπορεί ο ίδιος εγώ αύριο-μεθαύριο να ξεκοιλιάσω τα παιδιά της. Με ρωτάει όμως συχνά για τη μάνα μου:
— Τώρα θα κλαίει;
— Ναι, θα κλαίει.
— Και θα σας απαντέχει;
— Θα μας απαντέχει...
— Ζάβαλη μάικω!
Σωπαίνει, κρατά τη σαγίτα και με κοιτάζει με αγαθά, γαλάζια μάτια. Ύστερα λέει με μονότονη φωνή:
— Πρώτα μου τα πήραν οι Σέρβοι. Τα κατέβασαν από το κάρο, τα ‘δειραν και μου τα πήρανε. Είστε Σέρβοι, φώναζαν, γιατί δεν θέλετε να πολεμήσετε το Βούλγαρο; Κατόπι ήρθαν μαζί με τους Γερμανούς οι Βούλγαροι. Είστε Βούλγαροι, φώναζαν. Μπρος, να πολεμήσετε το Σέρβο. Και άιντε ξύλο, και άιντε φυλακή.
— Ζάβαλη μάικω!

ζάβαλη μάικω: (λ. σέρβικες), δύστυχη μάνα.
σώψυχος: μέσα από την ψυχή, εσωτερικός.
συναγρικιέμαι: συνομιλώ, συνεννοούμαι.
γλωσσάριο: πίνακας άγνωστων λέξεων.
δρομίζω: τρέχω.
Δραγόρας: ποτάμι της περιοχής.
ιλαρός: χαρούμενος, ευτυχισμένος.
φίλτρο: στοργή.
χωραΐτικος: από τη χώρα, δηλ. από την πόλη, αστικός.
σπολλάτ: από το βυζαντινό «εις πολλά έτη», ευχαριστώ.
γκοσποντίνα: (λ. σερβική), κυρά.
Περιστέρι: οχυρό που το κατείχαν οι Γερμανοί και Βούλγαροι, απέναντι από τα συμμαχικά χαρακώματα, όπου πολεμούσε ο αφηγητής.
άσκερ: (λ. τούρκ.), στρατιώτης.
ντάμι: (λ. τούρκ.), αγροτικό καλύβι, στάβλος.

Ερωτήσεις

1. Ο αφηγητής χαρακτηρίζει την ψυχή των ανθρώπων που τον φιλοξενούν «πρωτόγονη» (να συναγκρικηθώ με την πρωτόγονη ψυχή των ανθρώπων...). Ποια ιδιαίτερη σημασία παίρνει εδώ ο χαρακτηρισμός;

Ο χαρακτηρισμός «πρωτόγονη» που χρησιμοποιεί ο αφηγητής για την ψυχή των ανθρώπων που τον φιλοξενούν δεν υποδηλώνει την απουσία πολιτισμικής ή άλλης εξέλιξης, αλλά τη θέρμη που του δημιουργεί η αγνότητά της. Η ψυχή αυτών των ανθρώπων είναι πρωτόγονη, διότι δεν έχει επηρεαστεί από το μίσος του πολέμου, από την απληστία των αστών, από τον συνήθη ανθρώπινο εγωισμό και την εμπάθεια ή από οποιοδήποτε άλλο αρνητικό στοιχείο αλλοιώνει την αγαθότητα των ανθρώπων και τους καθιστά εγωκεντρικούς, σκληρούς και σταδιακά άκαρδους απέναντι στους συνανθρώπους του. Οι άνθρωποι αυτοί διατηρούν μιαν άδολη καλοσύνη που τους επιτρέπει να βλέπουν στο πρόσωπο του ξένου το πρόσωπο ενός δικού τους ανθρώπου. Αδιάφοροι απέναντι στο γεγονός ότι αυτός ο ξένος που έχουν στο σπίτι τους ανήκει στον εχθρικό στρατό, αντικρίζουν σ’ αυτόν έναν συνάνθρωπό τους που έχει την ανάγκη τους, κι αυτό είναι το μόνο που τους απασχολεί. Μια τέτοια καλοσύνη που δεν κάμπτεται ούτε από το κλίμα του πολέμου ούτε από την επίγνωση πως ο άνθρωπος αυτός είναι εχθρός τους, δεν μπορεί παρά να πηγάζει από τις απαρχές της ανθρώπινης ύπαρξης, από τις πλέον αγνές καταβολές της ανθρώπινης υπόστασης, γι’ αυτό και η ψυχή τους χαρακτηρίζεται από τον αφηγητή πρωτόγονη.

2. Ο αφηγητής μιλώντας για την Άντσιω λέει: «Έναν αληθινό θησαυρό της αθώας ανθρώπινης ψυχής, από κείνους που σε κάμουν και καμαρώνεις γιατί είσαι άνθρωπος». Να εξηγήσετε και να δικαιολογήσετε το χαρακτηρισμό.

Ο αφηγητής συγκινείται βαθιά και εντυπωσιάζεται από την αγαθότητα και την καλοσύνη της Άντσιως, για την οποία εύλογα σχολιάζει πως αποτελεί έναν αληθινό θησαυρό της αθώας ανθρώπινης ψυχής, μιας κι εκείνη τον φροντίζει με εκπληκτική αφοσίωση, χωρίς να δίνει καμία σημασία στο γεγονός ότι απέναντί της έχει έναν στρατιώτη του εχθρικού στρατού. Με ακατάβλητο ενδιαφέρον «κανακεύει» τον ξένο στρατιώτη, σαν να έχει απέναντί της «ένα άρρωστο μωρό». Προνοεί για κάθε πιθανή ανάγκη του, έστω κι αν πρόκειται για πράγματα που βρίσκονται έξω από τις δικές της συνήθειες, με το εκπληκτικό ένστικτο μιας μητέρας που ξέρει να αναγνωρίζει τις σκέψεις και τις επιθυμίες του παιδιού της. Με σοβαρότητα, αλλά συνάμα κι ευτυχία, η Άντσιω (Άνtchω), παρά το γεγονός ότι δεν έχουν καν συμπληρωθεί είκοσι μέρες που τον έχει στο σπίτι της, γνωρίζει ή σχεδόν προβλέπει τι χρειάζεται εκείνος και του το προσφέρει. Πράξη που δεν μπορεί παρά να είναι το γέννημα μιας ψυχής γεμάτης αγάπη, που επιθυμεί βαθιά να δει τον άλλον άνθρωπο να έχει ό,τι του είναι αναγκαίο προκειμένου να νιώθει όσο γίνεται πιο άνετα. Ο αφηγητής, μάλιστα, παραθέτει και δύο απλά παραδείγματα της φροντίδας που του προσφέρει η Άντσιω∙ το καθημερινό φρεσκάρισμα του στρώματος, που γέμισε η ίδια με καλαμποκόφυλλα για εκείνον*, και το πρωινό σερβίρισμα μιας κούπας με γάλα.
Πέρα, πάντως, από τις καθημερινές φροντίδες που του προσφέρει με τόση καλοσύνη, εκείνο που συγκλονίζει πολύ περισσότερο τον αφηγητή είναι η ανακάλυψη πως η Άντσιω έχει δύο γιους στρατιώτες που κατατάχθηκαν δια της βίας στον στρατό και ανήκαν στην εχθρική για τους Έλληνες παράταξη. Δυο γιους που βρέθηκαν για μήνες απέναντι στο οπλισμένο χέρι του αφηγητή και τους οποίους θα μπορούσε πολύ εύκολα να έχει σκοτώσει σε κάποια σύγκρουση περιπόλων. Κι ενώ, λοιπόν, εκείνος θα μπορούσε να έχει δίχως δισταγμό αφαιρέσει τη ζωή των γιων της, η Άντσιω τον φροντίζει με αγάπη και με συμπόνια, χωρίς να βάζει στη σκέψη της καν αυτό το ενδεχόμενο. Άλλωστε, στα δικά της μάτια, ο αφηγητής είναι, όπως και τα παιδιά της, αθώο θύμα της ίδιας ολέθριας συμφοράς. Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο αφηγητής: «Η συμπόνεσή της πέφτει πάνω μου καθάρια σαν τη βροχή τ’ ουρανού. Δίχως βαρυγκόμιση, δίχως πικρή επιφύλαξη, δίχως παράπονο».
Εκεί που κάθε άλλος άνθρωπος θα έβλεπε έναν μισητό εχθρό, η Άντσιω βλέπει ένα ακόμη θύμα του πολέμου και αρνείται να αναλογιστεί πως ίσως τώρα να προσφέρει τη βοήθειά της σ’ εκείνον που έχει ήδη «ξεκοιλιάσει» τα παιδιά της ή που μπορεί να το κάνει λίγες μέρες μετά. Η αγάπη της για τους ανθρώπους και η κατανόηση που έχει για το αθέλητο της συμμετοχής των απλών στρατιωτών σ’ αυτή την αναμέτρηση είναι τέτοια, ώστε στο πρόσωπο του αφηγητή βλέπει το παιδί μιας μάνας που θα υποφέρει περιμένοντας την επιστροφή του. Έτσι, αντί να κάνει κακές σκέψεις για τον «εχθρό» που έχει στο σπίτι της, εκείνη τον φροντίζει καθημερινά κι η σκέψη της πηγαίνει σταθερά στη μητέρα του που θα κλαίει και θα περιμένει το παιδί της, για την οποία αναφωνεί διαρκώς «Ζάβαλη μάικω!».
Το σχόλιο, επομένως, του αφηγητή πως στο πρόσωπο της Άντσιως βρήκε έναν θησαυρό από εκείνους που σε κάνουν να καμαρώνεις γιατί είσαι άνθρωπος είναι εύλογο, μιας και πρόκειται για μια απολύτως αγαθή γυναίκα που απαντά στη σκληρότητα του πολέμου προσφέροντας αγάπη και κατανόηση. Ακόμη κι η επίγνωση πως απέναντί της έχει έναν «εχθρό», δεν είναι σε θέση να μειώσει την καλοσύνη της και τη διάθεσή της να προσφέρει στον τραυματισμένο** συνάνθρωπό της ό,τι περισσότερο μπορεί.

* «Κάθουμαι ξαπλωμένος σ’ ένα ξεκούραστο στρώμα. Μου τόκαμε η Άνtchω γεμίζοντας ξερά καλαμποκόφυλλα τα δύο μου τ’ αντίσκηνα, αφού πρώτα τάραψε ένα γύρω. Αυτό το στρώμα θροεί πολύ μα είναι αληθινή απόλαυση να βουλιάζεις μέσα. Κρεβάτι μού έβαλαν μια φαρδιά ξεριζωμένη πόρτα που ακουμπά σε δυο στερεά κούτσουρα. Dobro! Όλα μού είναι αγαπημένα, καλά και φιλικά.»

** «Από προχτές το μεσημέρι είμαι κάτου από στέγη. Ο γιατρός είπε πως για να μου περάσει το πόδι πρέπει πρώτα απ’ όλα να σηκωθώ από το χώμα κι από την υγρασία τ’ αντίσκηνου. Δεν το παραδέχτηκα με κανέναν τρόπο να μπω σε νοσοκομείο κι ο λοχαγός μου μ’ έβαλε δω σ’ ένα σπίτι του χωριού. Θα κάτσω ώσπου να μετακινηθεί το Σύνταγμα. Δεν ξέρω πότε θα γίνει αυτό, δε θέλω να το συλλογιέμαι από τώρα πως κάποτε θα γίνει.»

3. Ποιες είναι, κατά τον αφηγητή, οι «πρωτογέννητες γλώσσες»;

Ο αφηγητής έχει τοποθετηθεί προσωρινά στην περιοχή της Βελούζινας στο Μοναστήρι των Σκοπίων και οι άνθρωποι με τους οποίους έρχεται σ’ επαφή μιλούν το ιδίωμα των Σκοπίων, ένα παρακλάδι της Βουλγαρικής γλώσσας, που γίνεται επίσης κατανοητό και από τους Σέρβους, αφού, όπως κι η Βουλγαρική, ανήκει κι αυτό στην ίδια ομάδα σλαβικών γλωσσών με τη Σερβική. Στο ιδίωμα αυτό έχουν ενταχθεί, επίσης, πολλές τούρκικες και ελληνικές λέξεις.
Μερικές λέξεις αυτού του ιδιώματος έχουν, όπως σχολιάζει ο αφηγητής «την παρθένα παραστατικότητα των πρωτογέννητων γλωσσών, που δεν ήταν παρά ηχητική μίμηση των κρότων και των θορύβων της ζωντανής ζωής». Πρόκειται για μια τάση δημιουργίας λέξεων -η οποία συναντάται και σ’ άλλες γλώσσες, όπως και στην ελληνική- που βασίζεται ακριβώς στη μίμηση των ήχων που κάνουν κάποια ζώα ή κάποια φυσικά φαινόμενα∙ για παράδειγμα, στα ελληνικά, το γαβ και κατ’ επέκταση το γαβγίζω, προκύπτει ηχομιμητικά από τον ήχο που κάνουν οι σκύλοι.
Όταν ο αφηγητής, λοιπόν, αναφέρεται στην παρθένα παραστατικότητα των πρωτογέννητων γλωσσών, θέλει να αποδώσει αυτή την αίσθηση απλότητας που υπάρχει στο ξεκίνημα μιας γλώσσας, όπου μια νέα λέξη δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη γέννημα νοητικής διεργασίας και ιστορικών συσχετισμών, αλλά μια άμεση και εύλογη αποτύπωση ενός ήχου, που εύκολα παραπέμπει όποιον την ακούει στο αρχικό ερέθισμα που τη δημιούργησε. Δίνει, μάλιστα, κι ένα σχετικό παράδειγμα από το ιδίωμα των Σκοπίων: «Για να πούνε πως το πουλί «πέταξε», λένε «π’ρρλιτς». Σε καμιά γλώσσα δεν άκουσα τόσο αληθινό το πέταγμα ενός πουλιού».
Αυτός ο απλοϊκός τρόπος σχηματισμού λέξεων, που εδώ επαινείται από τον αφηγητή διότι του φέρνει στη σκέψη την απλότητα και την αγαθότητα των ανθρώπων που τις χρησιμοποιούν, δεν μπορεί να καλύψει παρά ελάχιστες περιπτώσεις και είναι ανεπαρκής σε ζητήματα επιστήμης ή αφηρημένων εννοιών, γι’ αυτό άλλωστε και στο ιδίωμα των Σκοπίων υπάρχουν πολλές ελληνικές λέξεις.

[Τη λένε Γκιβέζω.
Η ηχητική του ονόματος είναι παράξενα αρμονισμένη με την ύπαρξή της. Γύρω της ανασαίνει μια θερμή ατμόσφαιρα, όπως γύρω σε μια κόκκινη τριανταφυλλιά. Στοχάζουμαι πως βέβαια, μονάχα έτσι μπορούσε να τη λεν:
«Γκιβέζω...»]

Αφηγηματικές τεχνικές και αφηγηματικοί τρόποι
Ο αφηγητής είναι δραματοποιημένος -είναι πρόσωπο της ιστορίας και μάλιστα πρωταγωνιστικό- και αφηγείται τα γεγονότα με εσωτερική εστίαση, γνωρίζει, δηλαδή, μόνο όσα αντιλαμβάνεται ο ίδιος.
Στην αφήγηση καταγράφονται τα γεγονότα με τη σειρά που έχουν γίνει (γραμμική αφήγηση) χωρίς να παρουσιάζονται αναχρονίες (αναδρομές ή προλήψεις). Υπάρχει, ωστόσο, μία παρέκβαση που αναφέρεται στους κατοίκους και στην εχθρική τους διάθεση απέναντι τόσο στους Βουλγάρους όσο και στους Σέρβους. 7η παράγραφος: «Τούτοι εδώ μιλάνε... τον απλοϊκό χριστιανικόν κόσμο».
 Η αναφορά στους γιους της Άντσιως εντάσσεται, βέβαια, σ’ ένα προγενέστερο χρονικό επίπεδο, αφού η στρατολόγησή τους έχει γίνει ήδη στο παρελθόν. Εντούτοις, πρόκειται για μια κατάσταση που εκλαμβάνεται ως παροντική, καθώς ό,τι απασχολεί είναι τα συνεχιζόμενα συναισθήματα της Άντσιως σε σχέση με την απουσία τους.


Σε ό,τι αφορά τους αφηγηματικούς τρόπους, αξιοποιείται η αφήγηση, ο διάλογος, ο εσωτερικός μονόλογος κι η περιγραφή.
Ο διάλογος, με τον οποίο κλείνει η ενότητα, αν και σύντομος προσδίδει ιδιαίτερη ζωντάνια και φανερώνει την αγαθότητα και την καλοσύνη της Άντσιως, η οποία στενοχωριέται για τη μητέρα του ήρωα, αφού θεωρεί πως κι εκείνη θα υποφέρει όπως ακριβώς υποφέρει κι η ίδια για τα παιδιά της. Δίνεται, επίσης, η ευκαιρία στην Άντσιω να μιλήσει για τα παιδιά της και να αποκαλύψει το ιδιότυπο δράμα τους, καθώς μη ανήκοντας ούτε στο σερβικό έθνος, ούτε στο βουλγαρικό, χρησιμοποιήθηκαν κι από τα δύο αυτά κράτη για να πολεμήσουν πότε με τη μία και πότε με την άλλη παράταξη.
Η περιγραφή αξιοποιείται για να μας δοθεί με παραστατικότητα η εικόνα της Άντσιως: «Αυτή η μεγαλόπρεπη μητέρα, με το λευκό και αυστηρό πρόσωπο, με τα γυμνά καθαρά πόδια και το πολύζωστο τριχόσκοινο στη μέση, είναι μια γυναίκα από άλλη φυλή».
Ο εσωτερικός μονόλογος αξιοποιείται για να φανερώσει τις σκέψεις και τα συναισθήματα του αφηγητή: «Η συμπόνεσή της πέφτει πάνω μου καθάρια σαν τη βροχή τ’ ουρανού. Δίχως βαρυγκόμιση, δίχως πικρή επιφύλαξη, δίχως παράπονο. Είμαι και ‘γω στα μάτια της μονάχα ένας «άσκερ», ένας «ζάβαλη άσκερ», δυστυχισμένος στρατιώτης. Ωστόσο μπορούσε περίφημα μια νύχτα, σε κάποια σύγκρουση περιπόλων που τρακάρουνε στα τυφλά, μπορούσε να τύχαινε η καρδιά των παιδιών της αντίκρυ στη λόγχη μου. Κι η λόγχη μου θα ‘μπαινε βαθιά, θα ‘μπαινε ψυχρή μέσα στην καρδιά των παιδιών της.»

Πρόσθετες ερωτήσεις

- Γιατί ο αφηγητής δεν εξωτερικεύει προς την Άντσιω ό,τι νιώθει για όσα εκείνη του προσφέρει;

Ο αφηγητής αισθάνεται βαθιά ευγνωμοσύνη για όσα κάνει η Άντσιω για εκείνον, για όλες αυτές τις μικρές καθημερινές φροντίδες που του προσφέρει, αλλά δεν «τολμά» ποτέ να την ευχαριστήσει. Βλέποντας τη σοβαρή καλοσύνη με την οποία τον περιποιείται, αισθάνεται πως το ευχαριστώ, η αστική αυτή λέξη, θα αποτελούσε προσβολή για την αγαθή γυναίκα που ό,τι κάνει το κάνει από την άκρατη και πηγαία καλοσύνη που ρέει μέσα από την ψυχή της, κι όχι γιατί θέλει να είναι τυπική ή γιατί επιζητά την ευγνωμοσύνη του ξένου. Έτσι, μπροστά στην ψυχική αγνότητα αυτής της γυναίκας, κάθε τέτοια έκφραση «συμβατικού πολιτισμού» θα έμοιαζε αταίριαστη, αφού για την Άντσιω το να προσφέρει τη βοήθειά της και τη φροντίδα της είναι κάτι που προκύπτει τελείως φυσικά μέσα από την ανόθευτη καλοσύνη της καρδιάς της.
Άλλωστε, όπως σχολιάζει με πιο χιουμοριστική διάθεση ο αφηγητής, αν τελικά ξεκινούσε να την ευχαριστεί, το όλο θέμα θα καταντούσε αστείο, καθώς από το πρωί ως το βράδυ θα της έλεγε συνεχώς ευχαριστώ (σπολλάτ γκοσποντίνα: ευχαριστώ κυρά).

- Ποια είναι η σχέση της εθνικότητας της οικογένειας, στην οποία φιλοξενείται ο ήρωας, µε τους Έλληνες (τους Ρωμιούς) σ’ αυτήν την ιστορική φάση;

Οι κάτοικοι της περιοχής, αν και μισούν τους Σέρβους και τους Βούλγαρους, έχουν μια διαφορετική σχέση με τους Έλληνες∙ τους αντιμετωπίζουν με κάποια «συμπαθητική περιέργεια», διότι ξέρουν πως είναι οι γνήσιοι πνευματικοί υποτακτικοί του Οικουμενικού Πατριάρχη και σέβονται, ως Χριστιανοί κι εκείνοι, αυτή τη μεταξύ τους θρησκευτική επαφή. Το δέος που τους προκαλεί η ιδέα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και η ιστορική διασύνδεση των Ελλήνων με αυτό αρκεί για να καθιστά τους Έλληνες πιο συμπαθείς και πιο αποδεκτούς.

«Μολαταύτα η γοητεία από το ελληνικό Βυζάντιο βαστάει. Ύστερα είναι και οι τάφοι των προεστών και των παπάδων τους πούναι σκαλισμένοι με τα ιερά και μυστηριώδικα ελληνικά γράμματα. Τα ίδια γράμματα είναι γραμμένα στα παλιά σκεβρωμένα κονίσματά τους, γύρω από τ’ ασκητικά κεφάλια των αγίων του Βυζαντίου και μέσα στα κιτρινισμένα Βαγγέλια. Αυτά όλα μας κάμουν προνομιούχους αντίκρυ στα μάτια τους. Μολαταύτα δε θέλουν νάναι μήτε Μπουλγκάρ μήτε Σ’ρρπ μήτε Γκ’ρρτς.»

- Ποια βασική ιδέα επικρατεί στο κείμενο και ποιες άλλες ιδέες διαμορφώνουν το κλίμα της καθημερινής επαφής;

Η βασική ιδέα που επικρατεί στο κείμενο είναι αυτή του ανθρωπισμού και της καίριας σημασίας που έχει η αγάπη και η καλοσύνη απέναντι στον συνάνθρωπο∙ καλοσύνη που λειτουργεί πέρα και πάνω από κάθε έννοια εθνολογικής ή άλλης εχθρότητας. Μέσα στο πλαίσιο ενός αιματηρού πολέμου ο αφηγητής βρίσκεται στο σπίτι μιας οικογένειας απλών ανθρώπων που τον υποδέχονται και τον φροντίζουν με αφοσίωση και με ευχαρίστηση, όπως θα φρόντιζαν έναν δικό τους τραυματισμένο άνθρωπο. Κι είναι η αγνότητα της ψυχής τους που ξεπερνά ακόμη και το γλωσσικό εμπόδιο, αφού παρά το γεγονός ότι δεν μπορούν -αμέσως τουλάχιστον- να επικοινωνήσουν, αυτό δεν τους εμποδίζει από το να φανερώνουν με τις καθημερινές τους πράξεις τα ευγενικά τους συναισθήματα απέναντί του.
Ο αφηγητής φροντίζει, μάλιστα, περιγράφοντας τις προσπάθειές του να μάθει τη γλώσσα τους, να παρουσιάσει περιστατικά έντονης ευθυμίας, με τους ανθρώπους της οικογένειας να ξεκαρδίζονται στα γέλια με τις γλωσσικές του γκάφες. Φανερώνει, έτσι, το θετικό κλίμα που υπάρχει ανάμεσά τους και την καλοκάγαθη διάθεση αυτών των απλών ανθρώπων που δεν αντιμετωπίζουν τον ξένο ως ενόχληση ή ως ανεπιθύμητο πρόσωπο, αλλά ως ένα συνάνθρωπό τους με τον οποίο μπορούν να μοιράζονται απρόσκοπτα την καθημερινότητά τους.
Μέσα από το κείμενο αναδύεται, βέβαια, η σκληρότητα του πολέμου και ο πόνος που αυτός προκαλεί στους στρατιώτες και τις οικογένειές τους. Όπως ο αφηγητής έχει μια μητέρα που τον προσμένει κλαίγοντας, έτσι και η Άντσιω έχει δυο γιους στον πόλεμο, τους οποίους στρατολόγησαν βιαίως πρώτα οι Σέρβοι και έπειτα οι Βούλγαροι, γεμίζοντας με οδύνη την αγαθή ψυχή αυτής της γυναίκας. Δυο γιους που θα μπορούσε πολύ εύκολα να τους έχει σκοτώσει ακριβώς αυτός ο άνθρωπος που τώρα η Άντσιω φροντίζει καθημερινά με μεγάλη αφοσίωση. Γεγονός που τονίζει περισσότερο από καθετί την αξία της αγάπης και τη δύναμη της ανθρώπινης αγαθότητας να ξεπερνά κάθε είδους εχθρότητα που δημιουργούν οι ιστορικές συγκυρίες.    

- Ο συγγραφέας επιλέγει μια συγκεκριμένη παρομοίωση, για να αρχίσει την αφήγηση των συμβάντων στο κείμενο. Για ποιο λόγο;

«Είναι μια βδομάδα τώρα που η ζωή μου κυλά σαν μια κορδέλα νερό ανάμεσα στη χλόη.»
Ο αφηγητής, που έχει επιτέλους απομακρυνθεί από το πεδίο της μάχης, αλλά και από το χώρο του στρατοπέδου, νιώθει τη ζωή του να γίνεται ήρεμη και γαλήνια. Νιώθει πως όλα έχουν πλέον μια εκπληκτική φυσική αρμονία. Συναίσθημα που το αποδίδει παρομοιάζοντας τη ζωή του με το νερό που κυλά ανάμεσα στη χλόη.
Η παρομοίωση αυτή έρχεται, λοιπόν, να τονίσει το γαλήνεμα της ψυχής του αφηγητή και πολύ περισσότερο την ευγνωμοσύνη του στους ανθρώπους εκείνους που με την καθημερινή τους φροντίδα του έδωσαν τη δυνατότητα να αισθανθεί τόσο καλά. Γι’ αυτό, άλλωστε, δηλώνει αμέσως μετά πως νιώθει όλο και πιο δυνατή την ανάγκη να μιλήσει, να επικοινωνήσει με την πρωτόγονη ψυχή των ανθρώπων που τον φιλοξενούν.


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...