Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράλληλο για «Τα Αντικλείδια» του Παυλόπουλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παράλληλο για «Τα Αντικλείδια» του Παυλόπουλου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τίτος Πατρίκιος «Η άλλη εκδοχή» ως παράλληλο για τα Αντικλείδια του Γ. Παυλόπουλου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Evgeni Dinev

Τίτος Πατρίκιος «Η άλλη εκδοχή» ως παράλληλο για τα Αντικλείδια του Γ. Παυλόπουλου

Δεν μένουν πολλά
για νέα ποιήματα,
ίσως να έχουν όλα ειπωθεί
από χιλιάδες ποιητές
εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Μένει μονάχα ο θάνατος
για τον καθένα μας
ανείπωτος.

Μένουν πολλά
για νέα ποιήματα
κι ας έχουν όλα ειπωθεί
από χιλιάδες ποιητές
εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Μένει η υπόλοιπη ζωή
για τον καθένα μας
απρόβλεπτη κι ανείπωτη.

Ο Τίτος Πατρίκιος βασίζει την ποιητική του σύνθεση σε μια αντίφαση -όπως αυτή προκύπτει ανάμεσα στις δύο στροφές του ποιήματος-, με την οποία τίθεται και αίρεται το ζήτημα κατά πόσο υπάρχει πια υλικό για τη δημιουργία νέων ποιημάτων.
Στην πρώτη στροφή του ποιήματος ο Πατρίκιος εκφράζει την ανησυχία πως ίσως να μην υπάρχουν πια πολλά πράγματα για νέα ποιήματα, πως ίσως έχουν ειπωθεί όλα απ’ τους χιλιάδες ποιητές που έχουν γράψει κατά τις χιλιετίες που μεσολάβησαν απ’ την πρώτη εμφάνιση ποιητικών έργων∙ ίσως εν τέλει το μόνο που δεν έχει ειπωθεί από άλλους είναι ο θάνατος κάθε ανθρώπου, η πλέον προσωπική και ιδιωτική εμπειρία. Ωστόσο, αν το μόνο για το οποίο μπορεί να γράψει κανείς είναι ο ίδιος ο θάνατός του, τότε η ποιητική δημιουργία αποκλείεται εκ των πραγμάτων. Έρχεται, έτσι, ο ποιητής αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο να μην είναι πλέον εφικτή ή καλύτερα να μην έχει νόημα η περαιτέρω προσπάθεια σύνθεσης νέων ποιημάτων, αφού όλα πια είναι ήδη ειπωμένα. «Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς / δεν τους ανοίγει.»
Η πόρτα της ποίησης μοιάζει να κλείνει αίφνης, καθώς οι νέοι ποιητές είναι σαν να μην έχουν δικό τους νέο υλικό για να προσφέρουν κάτι καινούριο στον κόσμο της ποίησης. Είναι σαν να ματαιοπονούν λέγοντας εκ νέου πράγματα που έχουν ήδη ειπωθεί πολλές φορές και πιθανώς με καλύτερο τρόπο απ’ τους προγενέστερους δημιουργούς.
Εντούτοις με τη δεύτερη στροφή του ποιήματος το κλίμα αντιστρέφεται πλήρως, καθώς ο ποιητής εμφανίζεται βέβαιος πως υπάρχουν ακόμη πολλά για ν’ αποτελέσουν υλικό νέων ποιημάτων. Έστω κι αν τα έχουν διαπραγματευθεί όλα χιλιάδες προγενέστεροι ποιητές, απομένει ακόμη η υπόλοιπη ζωή κάθε ανθρώπου, η οποία είναι απρόβλεπτη και μπορεί εν δυνάμει να προσφέρει άφθονο υλικό -ανείπωτο από άλλους- για τη γέννηση νέων ποιημάτων. «Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.»
Η αναπόφευκτη σύγκριση με τους παλαιότερους ποιητές, και ιδίως το γεγονός ότι για πολλές βασικές θεματικές έχουν γραφτεί ήδη πάρα πολλά ποιήματα, θα μπορούσε ν’ αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα για κάποιο νέο ποιητή, που θα το θεωρούσε δύσκολο να διαφοροποιηθεί απ’ τους προηγούμενους ποιητές και να δώσει ένα έργο με τελείως νέο και καινοφανές περιεχόμενο. Ωστόσο, ο Πατρίκιος θεωρεί πως η μοναδικότητα και το απρόβλεπτο της ζωής κάθε ανθρώπου συνιστά μια πλούσια πηγή νέων και πρωτότυπων εμπειριών, ώστε είναι εφικτή η παραγωγή νέων ποιημάτων.

Η άλλη εκδοχή – Τα Αντικλείδια
Παρόλο που και στα δύο ποιήματα κεντρικό θέμα είναι η ποίηση, οι δύο δημιουργοί πραγματεύονται διαφορετικές πτυχές του ζητήματος. Ο Πατρίκιος ως δημιουργός συμμερίζεται την ανησυχία πολλών ομοτέχνων του πως τα περισσότερα θέματα έχουν πια καλυφθεί μέσα από το έργο των χιλιάδων ποιητών που έχουν προηγηθεί. Μοιάζει να έχει επέλθει πια κορεσμός στην ποίηση, καθιστώντας ολοένα και πιο δύσκολη την εύρεση κάποιας αξιόλογης και πρωτότυπης ιδέας. Στοιχείο που εύλογα μπορεί να αποθαρρύνει τους επίδοξους θεράποντες της ποιητικής τέχνης. Έτσι, στην πρώτη στροφή του ποιήματος δίνεται η εντύπωση πως ο δρόμος προς μια νέα ποιητική δημιουργία είναι πλέον κλειστός. Ωστόσο, ο ποιητής δεν επιθυμεί να περάσει αυτό το μήνυμα, αντιθέτως θέλει να τονίσει πως για κάθε άνθρωπο, για κάθε πιθανό ποιητή, υπάρχει μια ανεξάντλητη πηγή νέων ιδεών και εμπειριών: η ίδια η ζωή, απρόβλεπτη και μοναδική.
Η πλήρης ανατροπή του νοήματος που δίνεται με τη δεύτερη στροφή του ποιήματος, κι η διαβεβαίωση προς τους ποιητές πως όσοι κι αν έχουν προηγηθεί, όσα κι αν έχουν ήδη γραφτεί, υπάρχει πάντοτε καινούριο υλικό και καινούρια ερεθίσματα για τη δημιουργία ποιητικού έργου, μας παραπέμπει σε μια ανάλογη νοηματική ανατροπή και σε μια ανάλογη ενθάρρυνση, που δίνεται αυτή τη φορά απ’ τον Γιώργη Παυλόπουλο.

Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
Ίσως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν’ ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.

Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.

Ο Παυλόπουλος εξετάζει το θέμα της ποίησης σε σχέση με ό,τι πιθανώς αποτελεί το κλειδί για την κατάκτηση της ποιητικής τέχνης. Αν υπάρχει, δηλαδή, ένας τρόπος να γνωρίσουν οι επίδοξοι δημιουργοί τα μυστικά της τέχνης αυτής, ώστε να τους είναι εφικτό να συνθέτουν άρτια και αξιόλογα ποιήματα. Το θέμα του το πραγματεύεται μέσα από μια αναλογία, όπου η ποίηση παρουσιάζεται ως μια πόρτα, η οποία αν και είναι πάντοτε ανοιχτή -ένα διαρκές κάλεσμα προς τους νέους ποιητές-, κλείνει κάθε φορά που κάποιος επιχειρεί να μπει.
Η αντίφαση αυτή φανερώνει ακριβώς το παράδοξο της ποίησης, καθώς ενώ είναι μια τέχνη ιδιαίτερα προσφιλής στους ανθρώπους, μια τέχνη που υπάρχει χιλιάδες χρόνια, ωστόσο κανείς δεν γνωρίζει ποιο είναι, κι αν υπάρχει, το «μυστικό», ο τρόπος για τη σε βάθος κατανόησή της που θα επιτρέψει τη δημιουργία πραγματικών και άριστων ποιημάτων.  
Η θέση του Παυλόπουλου είναι πως το ζητούμενο μυστικό, το ζητούμενο κλειδί δεν υπάρχει ή τουλάχιστον δεν μπορεί να βρεθεί∙ σκέψη που ενδεχομένως θα οδηγούσε στο συμπέρασμα πως είναι μάταιη η όποια προσπάθεια για τη σύνθεση ποιημάτων, αφού κανείς δεν γνωρίζει πώς πραγματικά φτάνουμε στη δημιουργία αξιόλογης ποίησης. Ωστόσο, ο ποιητής δεν θέλει να αποτρέψει ή να αποκλείσει τη συνέχεια της μακραίωνης σύνδεσης των ανθρώπων με την ποιητική τέχνη, γι’ αυτό και επιμένει πως παρά την αδυναμία να βρεθεί το κλειδί, η πόρτα της ποίησης παραμένει πάντοτε ανοιχτή.
Έστω κι αν τα αντικλείδια (οι ποιητικές απόπειρες) δεν οδηγούν αναγκαία στη δημιουργία του κλειδιού εκείνου που θ’ ανοίξει την πόρτα της ποίησης και θ’ αποκαλύψει τα μυστικά της, αυτό δεν σημαίνει πως οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να συνθέτουν ποιήματα ή να προσπαθούν να συνθέσουν ποιήματα. Παρατηρούμε, επομένως, πως τόσο ο Πατρίκιος όσο και ο Παυλόπουλος, παρά τις δυσκολίες που εντοπίζουν στην ποιητική δημιουργία, δεν επιθυμούν να δώσουν την εντύπωση πως είναι μάταιη και ανώφελη η ενασχόληση με την ποιητική τέχνη. Έτσι, ενώ επισημαίνουν τον προβληματισμό τους, καθιστούν ωστόσο σαφές πως η ποίηση παραμένει πάντοτε ένας χώρος ανοιχτός σε όποιον θέλει να εκφραστεί μέσω αυτής.

Αξίζει, επίσης, να προσεχθεί ένα ακόμη ποίημα του Πατρίκιου, το οποίο μοιάζει να είναι μια απευθείας απάντηση στα αλληγορικά Αντικλείδια του Παυλόπουλου. Η παγίδευση του αναγνώστη με την εικόνα της πόρτας που ενώ είναι ανοιχτή, κλείνει ξαφνικά, μόνο για ν’ αποδειχθεί πως παραμένει πάντοτε ανοιχτή, αντιμετωπίζεται με καυστική ειρωνεία από τον Πατρίκιο.

Τίτος Πατρίκιος «Η πόρτα»

Ο ποιητής εξηγούσε τους μυστικούς συμβολισμούς
τη διαλεχτική του ποιήματός του.
Η πόρτα, έλεγε, είναι το μυστήριο της επικοινωνίας
του μέσα με το έξω, μιας επικοινωνίας που
εναλλάσσεται, αντιστρέφεται, αναχαιτίζεται,
αναιρείται, υποτροπιάζει, τελικά επέρχεται,
γι’ αυτό κι η πόρτα είναι μια πόρτα
που αναλώνει την πόρτα
που υπερβαίνει την ανάγκη της πόρτας
και μέσα από την αυτοκαταργημένη πόρτα
μπορεί κανείς να βυθομετράει, να βυθράει
να βεθλάει, να βουθλουβάει…
Γύρω οι θαυμαστές νιώθανε μια βαθιά δροσιά
καθώς τους ψέκαζαν τα σάλια.

Ο Πατρίκιος εκλαμβάνει το αλληγορικό παιχνίδι του Παυλόπουλου και τις αντιφάσεις που προκύπτουν σε αυτό, ως μια αδόκιμη νοητική σύλληψη που προφανώς δεν μπορεί να αποδώσει την αλήθεια μιας τόσο πηγαίας τέχνης, όπως είναι η ποίηση. Έτσι, το παράδοξο της ανοιχτής πόρτας που δεν επιτρέπει σε κανέναν να τη διαβεί, αντιμετωπίζεται εδώ με σαφή ειρωνεία, καθώς ο ποιητής επιχειρεί μια υποτιθέμενη εκλογικευτική προσέγγιση της ποιητικής δημιουργίας με τον συμβολισμό της πόρτας να κυριαρχεί.
Προκειμένου, μάλιστα, να δώσει με μεγαλύτερη έμφαση πόσο ακατανόητος και ανούσιος μοιάζει ο παραλληλισμός της ποίησης με μια πόρτα, αφού χρησιμοποιεί μια σειρά ρημάτων για να δηλώσει τη διαρκή εναλλαγή ανάμεσα στο εφικτό και το ανέφικτο της πρόσβασης σε αυτή (εναλλάσσεται, αντιστρέφεται, αναχαιτίζεται, / αναιρείται, υποτροπιάζει, τελικά επέρχεται), καταλήγει να χρησιμοποιεί ανύπαρκτες λέξεις (να βυθράει / να βεθλάει, να βουθλουβάει). Τα ρήματα αυτά που δεν έχουν κανένα νόημα, καθρεφτίζουν ακριβώς την αγανάκτηση του Πατρίκιου απέναντι σε μια προσέγγιση της ποιητικής δημιουργίας που την παρουσιάζει σαν άλυτο γρίφο.
Η πρόθεση του ποιητή είναι εμφανής∙ η ποιητική τέχνη δεν μπορεί να αποδίδεται με όρους ή με διαρκείς αντιφάσεις που την καθιστούν απρόσιτη και ακατάληπτη∙ η ποίηση είναι μια ζωντανή τέχνη, που πηγάζει απ’ την ψυχή του δημιουργού. Αν αντιμετωπίζουμε την ποίηση ως αντικείμενο χειρουργικής μελέτης, όπου τα συστατικά της μπορούν να αποδοθούν και να αναλυθούν με τρόπο αφηρημένο και χωρίς καμία πραγματική αντίληψη της ζωτικότητάς της, τότε καταλήγουμε σαν τους θεατές μιας βαρετής ομιλίας, όπου ακούμε πολλά και ασυνάρτητα, χωρίς ποτέ να καταλαβαίνουμε πραγματικά την ουσία της ποίησης.

Γύρω οι θαυμαστές νιώθανε μια βαθιά δροσιά

καθώς τους ψέκαζαν τα σάλια.

Η αλληγορία του σπηλαίου από την Πολιτεία του Πλάτωνα, ως παράλληλο κείμενο για τα Αντικλείδια του Παυλόπουλου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Angela Treat Lyon

Η αλληγορία του σπηλαίου από την Πολιτεία του Πλάτωνα, ως παράλληλο κείμενο για τα Αντικλείδια του Παυλόπουλου

«-Ύστερα από αυτά, είπα, δοκίμασε να απεικονίσεις την ανθρώπινη φύση μας ως προς την παιδεία και την απαιδευσία της πλάθοντας με το νου σου μια κατάσταση όπως η ακόλουθη. Φαντάσου δηλαδή ανθρώπους σ’ ένα οίκημα υπόγειο, κάτι σαν σπηλιά, που το άνοιγμά της, ελεύθερο στο φως σε μεγάλη απόσταση, θα απλώνεται σε όλο το πλάτος της σπηλιάς, και τους ανθρώπους αυτούς να βρίσκονται μέσα εκεί από παιδιά αλυσοδεμένοι από τα σκέλια και τον αυχένα ώστε να μένουν ακινητοποιημένοι και να κοιτάζουν μόνο προς τα εμπρός χωρίς να μπορούν, έτσι αλυσοδεμένοι καθώς θα είναι, να στρέφουν γύρω το κεφάλι τους· κι ένα φως να τους έρχεται από ψηλά κι από μακριά, από μια φωτιά που θα καίει πίσω τους, κι ανάμεσα στη φωτιά και στους δεσμώτες, στην επιφάνεια του εδάφους, να περνάει ένας δρόμος· κι εκεί δίπλα φαντάσου ένα τειχάκι χτισμένο παράλληλα στο δρόμο σαν εκείνα τα χαμηλά παραπετάσματα που στήνουν οι ταχυδακτυλουργοί μπροστά στους θεατές για να δείχνουν από εκεί τα τεχνάσματά τους.
-Το φαντάζομαι, είπε.
-Φαντάσου ακόμη ότι κατά μήκος σ’ αυτό το τειχάκι κάποιοι άνθρωποι μεταφέρουν κάθε λογής κατασκευάσματα που εξέχουν από το τειχάκι, αγάλματα και άλλα ομοιώματα ζώων, από πέτρα, από ξύλο ή από οτιδήποτε άλλο, κι ότι, όπως είναι φυσικό, άλλοι από τους ανθρώπους που κουβαλάνε αυτά τα πράγματα μιλούν ενώ άλλοι είναι σιωπηλοί.
-Αλλόκοτη, είπε, η εικόνα που περιγράφεις, και οι δεσμώτες αλλόκοτοι κι αυτοί.
-Όμοιοι με εμάς, έκανα εγώ· γιατί πρώτα–πρώτα μήπως φαντάζεσαι ότι οι δεσμώτες αυτοί εκτός από τον εαυτό τους και τους διπλανούς τους βλέπουν ποτέ τους τίποτε άλλο πέρα από τις σκιές που ρίχνει το φως αντικρύ τους στον τοίχο της σπηλιάς;
-Μα πώς θα ήταν δυνατόν, είπε, αφού σ’ όλη τους τη ζωή είναι αναγκασμένοι να έχουν το κεφάλι τους ακίνητο;
-Και με τα πράγματα που περνούν μπροστά στο τειχάκι τι γίνεται; Τι άλλο εκτός από τις σκιές τους βλέπουν οι δεσμώτες:
-Σαν τι άλλο θα μπορούσαν να δουν;
-Αν, τώρα, είχαν τη δυνατότητα να συνομιλούν, δεν νομίζεις ότι θα πίστευαν πως αυτά για τα όποια μιλούν δεν είναι παρά οι σκιές που έβλεπαν να περνούν μπροστά από τα μάτια τους;
-Κατανάγκην, είπε.
-Κι αν υποθέσουμε ακόμη ότι στο δεσμωτήριο ερχόταν και αντίλαλος από τον αντικρυνό τοίχο; Κάθε φορά που θα μιλούσε κάποιος από όσους περνούσαν πίσω τους, φαντάζεσαι ότι οι δεσμώτες δεν θα πίστευαν ότι η φωνή βγαίνει από τη σκιά που θα έβλεπαν να περνά από μπροστά τους;
-Μα το Δία, είπε, και βέβαια.
-Ασφαλώς λοιπόν, είπα εγώ, οι άνθρωποι αυτοί δεν θα ήταν δυνατόν να πιστέψουν για αληθινό τίποτε άλλο παρά μονάχα τις σκιές των κατασκευασμάτων.
-Ανάγκη αδήριτη, είπε.»
Μετάφραση: Ν. Μ. Σκουτερόπουλος

Γιάννης Πατίλης «Υπάρχω για να ληστεύω την ανυπαρξία» ως παράλληλο για τα Αντικλείδια του Παυλόπουλου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Robert Rauschenberg

Γιάννης Πατίλης «Υπάρχω για να ληστεύω την ανυπαρξία» ως παράλληλο για τα Αντικλείδια του Παυλόπουλου

Υπάρχω για να ληστεύω την ανυπαρξία.
Από κει κουβαλάω με κόπο
Υπέροχα ποιήματα.
Είναι διάφανα, φωτεινά κι ανέκφραστα.
Αλλά στο δρόμο μού πέφτουνε, σπάνε.
Τα μπαλώνω, τα κολλάω με λέξεις.
Με λέξεις που οι άνθρωποι λένε.
Μ’ αυτά που ξέρω, που βλέπω κι ακούω.
Και τα χαλάω μ’ αυτό που υπάρχει.

(Ζεστό μεσημέρι, Αθήνα 1984)

Οι ποιητές συνθέτοντας ποιήματα ποιητικής, ποιήματα δηλαδή που αναφέρονται στην Ποίηση, επιχειρούν αφενός να τιμήσουν την τέχνη τους κι αφετέρου να την ορίσουν, έστω κι αν γνωρίζουν πως επί της ουσίας η τέχνη αυτή είναι δυσερμήνευτη και δυσπροσέγγιστη. Ο Παυλόπουλος θέλοντας να μας μεταδώσει τη δυσκολία που υπάρχει στο να προσεγγίσει κανείς τη βαθύτερη ουσία της ποίησης, δημιουργεί μιαν πρωτότυπη αλληγορία, όπου η Ποίηση παρουσιάζεται σαν μια πόρτα ανοιχτή. Μια πόρτα, όμως, που κλείνει για όποιον επιχειρήσει να τη διαβεί, καθώς στην πραγματικότητα τα μυστικά της ποιητικής τέχνης είναι απρόσιτα για όλους.
Ο Γιάννης Πατίλης, με τη σειρά του, επιχειρεί να εκφράσει τη μοναδικότητα της ποίησης, αλλά και τη δυσκολία για την πραγμάτωσή της, παρουσιάζοντας ως πηγή για την άντληση των ποιημάτων την «ανυπαρξία». Οι εικόνες που δίνονται στην ποίηση αντλούνται από έναν κόσμο ιδεατό, από έναν κόσμο τόσο τέλειο που δεν μπορεί καν να θεωρηθεί υπαρκτός. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο ποιητής «Υπάρχω για να ληστεύω την ανυπαρξία», από την ανυπαρξία, από τον αθέατο αυτό κόσμο ο ποιητής κουβαλά υπέροχα ποιήματα.

Είναι διάφανα, φωτεινά κι ανέκφραστα.
Αλλά στο δρόμο μού πέφτουνε, σπάνε.

Τα υπέροχα ποιήματα που αντλεί ο ποιητής από τον κόσμο της ανυπαρξίας, έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που φανερώνουν την αρτιότητά τους, είναι διάφανα, φωτεινά, αλλά και ανέκφραστα. Η ομορφιά τους τονίζεται μέσα από τη φωτεινότητα και τη διαύγειά τους, ενώ η δυσκολία απόδοσής τους από το γεγονός ότι είναι «ανέκφραστα», από το γεγονός δηλαδή ότι δεν έχουν ακόμη καν διατυπωθεί. Ο ποιητής επιχειρεί να μεταφέρει τα εξαίσια αυτά ποιήματα από τον κόσμο της ανυπαρξίας, στον δικό μας κόσμο, αλλά κατά τη μεταφορά του πέφτουν και σπάνε.
Όπως ο Παυλόπουλος παρουσιάζει τη δυσκολία των ποιητών να γνωρίσουν τη βαθύτερη ουσία της ποίησης μέσα από τις συνεχείς, αλλά μάταιες, προσπάθειές τους να φτιάξουν το αντικλείδι εκείνο που θα τους επιτρέψει να ανοίξουν την πόρτα της Ποίησης. Έτσι και ο Πατίλης παρουσιάζει τη δυσκολία να λάβουν μορφή τα ιδεατά εκείνα ποιήματα που ληστεύει από τον κόσμο της ανυπαρξίας. Ο ποιητής βλέπει σ’ έναν φανταστικό κόσμο τα τέλεια ποιήματα, αλλά αδυνατεί να τα μεταφέρει στο δικό μας κόσμο, με την τέλεια μορφή που έχουν στην πρωταρχική και καθαρή τους μορφή. Η εικόνα που δημιουργεί ο Πατίλης μας παραπέμπει στον κόσμο των Ιδεών του Πλάτωνα, όπου εκεί βρίσκονται οι Ιδέες όλων των πραγμάτων που συναντούμε στον δικό μας κόσμο. Με τον ίδιο ατελή τρόπο που οι άνθρωποι, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, προσπαθούν να μιμηθούν τις αρχικές Ιδέες, που η ψυχή τους κάποτε αντίκρισε στον κόσμο των Ιδεών, για να κατασκευάσουν τα αντικείμενα, επιχειρεί και ο ποιητής να μεταφέρει τα τέλεια ποιήματα στον κόσμο μας. Η ιδέα του ιδανικού ποιήματος υπάρχει και είναι ορατή για τον ποιητή, αλλά η μετουσίωση της ιδέας σε πραγματικό ποίημα είναι αδύνατη. Τα ποιήματα κατά τη μεταφορά πέφτουν και σπάνε.

Τα μπαλώνω, τα κολλάω με λέξεις.
Με λέξεις που οι άνθρωποι λένε.
Μ’ αυτά που ξέρω, που βλέπω κι ακούω.
Και τα χαλάω μ’ αυτό που υπάρχει.

Ο ποιητής επιχειρεί με τα εκφραστικά μέσα του και με τα εκφραστικά μέσα γενικότερα των ανθρώπων να δώσει μορφή στα ιδεατά ποιήματα, επιχειρεί μέσα από τα βιώματα και τα ερεθίσματα που έχει από τον κόσμο γύρω του να τους δώσει περιεχόμενο, αλλά διαπιστώνει ότι έτσι, με το να χρησιμοποιεί δηλαδή όσα αντλεί από τον υπαρκτό κόσμο, χαλάει τα ιδανικά ποιήματα που με κόπο έκλεψε από τον κόσμο της ανυπαρξίας.
Η μεταφορά επομένως των υπέροχων ποιημάτων που η ψυχή του ποιητή αντικρίζει στον κόσμο της ανυπαρξίας ματαιώνεται, όπως διαρκώς ματαιώνεται και η παραβίαση της κλειστής πόρτας της Ποιήσεως. Η πραγματική υπόσταση της ποίησης, όπως και η υλοποίηση του ιδανικού ποιήματος, καθίσταται αδύνατη, μιας και τα κοινά μέσα που έχουν στη διάθεσή τους οι άνθρωποι δεν αρκούν για να προσεγγίσουν τη γνήσια υπόσταση της πάντοτε απρόσιτης ποιητικής τέχνης. Τα αντικλείδια των ποιητών αποτυγχάνουν να ανοίξουν την πόρτα της Ποίησης, όπως οι λέξεις και τα βιώματα των ανθρώπων, αδυνατούν να δώσουν μορφή στα τέλεια ποιήματα, που παραμένουν φωτεινά και διάφανα μόνο στον κόσμο της ανυπαρξίας.
Τόσο ο Παυλόπουλος όσο και ο Πατίλης καταφεύγουν στη χρήση αντιφάσεων για να δώσουν με παραστατικότητα και ενάργεια την αδυναμία που αισθάνονται στο να προσεγγίσουν την πραγματική Ποίηση. Η πόρτα της ποίησης παραμένει κλειστεί, αν και είναι πάντοτε ανοιχτή, ενώ τα υπέροχα ποιήματα τα ληστεύει ο ποιητής από τον κόσμο της ανυπαρξίας.

Δείτε επίσης:

Γιώργης Παυλόπουλος «Η στάχτη» ως παράλληλο για τα Αντικλείδια

Θωμάς Γκόρπας «Ποίηση» ως παράλληλο για τα Αντικλείδια του Παυλόπουλου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Leonardo da Vinci

Θωμάς Γκόρπας «Ποίηση» ως παράλληλο για τα Αντικλείδια του Παυλόπουλου

Ποίηση

ανάμνηση από φίλντισι
περίπατος τα ξημερώματα
άναμμα τσιγάρου κατά λάθος από φεγγάρι
χαρταετός που ξέφυγε απ’ τα χέρια παιδιού
κλάμα παιδιού στη μέση πανηγυριού
φιλιά ανάμεσα σε δυο προδοσίες
κλωνάρι που ταξιδεύει
δασκάλα μόνη μελαγχολική στο διάλειμμα
ένα βιολί που παίζει μοναχό του
αριθμός 7
της καρδιάς τα μέσα φυλλώματα
χαλκός χαλκωματένια χαλκωματάς-όλα τα παλιά γυαλίζω
χρυσάφι για όλους ή για κανένα
πόλη που κυριεύτηκε άδεια μετά μακρά πολιορκία
παλιές φωτογραφίες και μακρυμπάνι της μνήμης
πεταλούδα που γλιτώνει απ’ τη φωτιά
φωτιά που γλιτώνει απ’ τα νερά
χαρά που γλιτώνει απ’ τα γεράματα
βιολέτες σ’ άσπρο λαιμό
άσπρο άλογο που τρέχει σε μαύρο ουρανό
μαύρος ήλιος καλοκαιρινός
άσπρος ήλιος χειμωνιάτικος
λεμόνι κάρβουνο γλυκό του κουταλιού
νύχτα στρωμένη τσιγάρα
λέξεις.

Στο εύλογο, μα δισεπίλυτο, ερώτημα τι είναι Ποίηση, ο Γιώργης Παυλόπουλος απαντά με μια εικόνα που παγιδεύει τη φαντασία του αναγνώστη. Η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή που επιτρέπει σε όποιον κοιτάξει, κι έχει την ικανότητα να δει πραγματικά, να εντοπίσει κάτι το μαγευτικό. Μια πόρτα όμως που κλείνει -στην πραγματικότητα δεν άνοιξε ποτέ- για εκείνους που επιχειρούν να τη διαβούν. Η ποίηση, δηλαδή, έχει να προσφέρει εξαίσιες απολαύσεις σε όποιον την κατακτήσει, μα η κατάκτηση αυτή δεν μπορεί τελικά να επιτευχθεί. Το μόνο που μπορούν να κάνουν οι επίδοξοι ποιητές είναι απόπειρες δημιουργίας ενός αντικλειδιού που θα τους επιτρέψει να ανοίξουν την πόρτα της ασύλληπτης ποιητικής τέχνης. Τα ποιήματα επομένως είναι, κατά τον Παυλόπουλο, απλές απόπειρες δημιουργίας ποιητικού έργου, μιας και η ουσία της Ποιητικής τέχνης μας είναι άγνωστη. Οι θεράποντες της ποίησης συνθέτουν τα ποιήματά τους με αφοσίωση και με την ελπίδα πως κάποτε θα μπορέσουν να περάσουν την πολυπόθητη πόρτα της Ποιήσεως, η οποία βέβαια είναι ούτως ή άλλως πάντοτε ανοιχτή.
Ο Θωμάς Γκόρπας σε μια ανάλογη προσπάθεια ορισμού ή προσέγγισης της ιδιαίτερης αυτής τέχνης, προχωρά στην καταγραφή μιας σειράς εμπειριών (ποιητικές εικόνες, βιώματα της καθημερινότητας, συναισθήματα) από τις οποίες μπορεί ο ποιητής να εμπνευστεί τους στίχους του. Προκειμένου δηλαδή να μιλήσει για την τέχνη του ο ποιητής Γκόρπας επιλέγει να μας παραπέμψει στο πρωτογενές υλικό της ποίησης, σε όλα εκείνα τα ερεθίσματα που ενεργοποιούν τον ποιητή και τον ωθούν στη δημιουργία του έργου του. Η ποίηση, σύμφωνα με τους στίχους του Γκόρπα, βρίσκεται παντού γύρω μας, σε κάθε εικόνα, σε κάθε κίνηση και σε κάθε συναίσθημα, προσφέροντας έτσι στον ευαίσθητο συλλέκτη όλων αυτών των ποιητικών αφορμών, άφθονο υλικό για να προχωρήσει στη μετουσίωσή τους σε ποιητικό λόγο.
Ενώ ο Παυλόπουλος προβληματίζεται σχετικά με την ανυπέρβλητη δυσκολία που αντιμετωπίζει όποιος θέλει να κατακτήσει πλήρως την ποιητική τέχνη, ο Γκόρπας προσεγγίζει διαφορετικά το θέμα της ποίησης, αναλογιζόμενος την πληθώρα των ερεθισμάτων που υπάρχουν για τον ποιητή.
Η ποίηση βρίσκεται παντού: στην ανάμνηση ενός κομψοτεχνήματος από ελεφαντόδοντο, σ’ έναν μοναχικό περίπατο τα ξημερώματα όπου η φύση και οι σκέψεις χρωματίζονται διαφορετικά, στο φως του φεγγαριού που διεγείρει συνειρμούς κι ωθεί τυχαία στο άναμμα ενός τσιγάρου, σ’ έναν χαρταετό που ξεφεύγει από τα χέρια ενός παιδιού και διαγράφει ελεύθερος την ανεξέλεγκτη πορεία του στον ουρανό, στο κλάμα ενός μικρού παιδιού μέσα σ’ ένα πανηγύρι όπου επικρατεί μια γενική ευδαιμονία, στα φιλιά που κρύβουν την προδοσία, σ’ ένα κλωνάρι που ταξιδεύει στα νερά ενός ρυακιού, σε μια δασκάλα που απομένει μόνη και μελαγχολική στην αίθουσα την ώρα του διαλείμματος, στον ήχο ενός βιολιού, στη μυστικιστική δύναμη του αριθμού 7, στα κρυφά συναισθήματα της καρδιάς, στο κάλεσμα του χαλκωματά που διακόπτει τους συνήθεις ήχους, στους στίχους που είτε θα έχουν γενική αποδοχή είτε θα απορριφθούν (ποίηση, χρυσάφι για όλους ή για κανένα), στην εικόνα της πόλης που μετά από μακρόχρονη πολιορκία πέφτει μα είναι άδεια, στις μνήμες που ξυπνούν παλιές φωτογραφίες, σε μια πεταλούδα που με μια επίσπευση του πετάγματός της γλιτώνει από τη φωτιά, στη φωτιά που γλιτώνει από το ολέθριο γι’ αυτή ρίξιμο του νερού, στη στιγμιαία χαρά που δεν προλαβαίνει να μακροημερεύσει, στις βιολέτες που δημιουργούν μια γοητευτική αντίθεση με το λευκό λαιμό, καθώς και σε μια σειρά από αντιθέσεις χρωματικές και γευστικές, όπως και στη νύχτα περισυλλογής που πέρασε με πολλά τσιγάρα και φυσικά η Ποίηση είναι οι λέξεις.


Οδυσσέας Ελύτης «Ρήμα το Σκοτεινόν» ως παράλληλο για τα Αντικλείδια

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Salvador Dali


Οδυσσέας Ελύτης «Ρήμα το Σκοτεινόν» ως παράλληλο για τα Αντικλείδια

Ο Ελύτης στο εξαιρετικό αυτό ποίημα αναζητά τη λέξη που θα του χρησιμεύσει σαν κλειδί μύησης στην πραγματική φύση της ζωής, ένα κλειδί που θα του αποκαλύψει όσα για καιρό μένουν κρυμμένα και αφανή. Όπως οι ποιητές στα Αντικλείδια του Παυλόπουλου επιχειρούν μια δυσεπιχείρητη παραβίαση της πόρτας της ποίησης, έτσι κι ο Ελύτης αποζητά τη θέαση όσων συνθέτουν την αλήθεια της ζωής, μα βρίσκονται προστατευμένα και -πέρα από την οπτική των ανθρώπων- κλειδωμένα. Η διαδικασία που θα ακολουθήσει εδώ ο ποιητής είναι μια μυσταγωγία που θα παραμείνει όμως ατελής, καθώς θα μας αποκαλύψει μέρος μόνο όσων θα γίνει προνομιακός θεατής: «Έχει συνέχεια. Δε θα την πω.», κλείνοντας έτσι την πόρτα κατόπτευσης των άφατων μυστικών της ζωής, που για μια στιγμή μας άφησε να πιστέψουμε πως θα ανοίξει και για εμάς.


Eίμαι άλλης γλώσσας, δυστυχώς, και Hλίου του Kρυπτού ώστε

Oι όχι ενήμεροι των ουρανίων να μ’ αγνοούν. Δυσδιάκριτος
Kαθώς άγγελος επί τάφου σαλπίζω άσπρα υφάσματα
Που χτυπιούνται στον αέρα και μετά πάλι αναδιπλώνονται
Kάτι να δείξουν, ίσως, τα θηρία μου τα χωνεμένα ώσπου τελικά
Nα μείνει ένα θαλασσοπούλι τ’ ορφανό πάνω απ' τα κύματα

Η εισαγωγική στροφή του ποιήματος έρχεται να δηλώσει πως η πρόσβαση στο λόγο του ποιητή δεν είναι εφικτή για εκείνους που αγνοούν τα των ουρανίων. (Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ...). Η υπόσταση του ποιητή συντέθηκε με μια κοπιώδη πορεία πνευματικής αναζήτησης και εξέλιξης που τον φέρνει κατ’ ανάγκη μακριά από τους μη μυημένους.

Η εσωτερική διεργασία του εκβραχισμού της ψυχής του ποιητή, μας δίνεται με εικόνες που παραπέμπουν στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, παρουσιάζοντας έτσι με ιδιαίτερη ενάργεια την ακατάπαυστη προσπάθεια του ποιητή να ξορκίσει τους δαίμονες της ψυχής του, «τα θηρία μου τα χωνεμένα», ώσπου να μη μείνει τίποτε άλλο παρά ένα θαλασσοπούλι. Ο ποιητής πάλεψε καιρό μέχρι να καθαρίσει την ψυχή του, μέχρι να μείνει μόνο με την καθαρότητα της ελπίδας και της συμφιλίωσης.


Όπως και έγινε. Όμως χρόνια τώρα μετέωρος κουράστηκα

Kι έχω ανάγκη από γης που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη
Mάνταλα πόρτες κρυφακούσματα κουδούνια· τίποτε. A
Πιστευτά πράγματα μιλήστε μου! Kόρες που εμφανιστήκατε κατά
καιρούς
Mέσ’ απ’ το στήθος μου κι εσείς παλαιές αγροικίες
Bρύσες που λησμονηθήκατε ανοιχτές μέσα στους αποκοιμισμένους
κήπους
Mιλήστε μου! Έχω ανάγκη από γης
Που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη

Η προσπάθεια εξαγνισμού της ψυχής του ποιητή υπήρξε μεν επιτυχής μα δεν αρκεί, καθώς ο ποιητής έχει ανάγκη πλέον να γνωρίσει, να δει την αλήθεια που μένει χρόνια τώρα απρόσιτη. Πίσω από πόρτες κλειστές, ασφαλισμένη και επίπονα ανείπωτη, η αλήθεια αυτή πρέπει να έρθει στο φως. Ο ποιητής επικαλούμενος παραστάσεις από το παρελθόν του ζητά τη συνδρομή τους για να μπορέσει πια να γνωρίσει τα άρρητα μυστικά που κρύβει η γη, που κρατά μέσα της η ίδια η ζωή. «Μιλήστε μου!» ζητά επίμονα ο ποιητής που δεν μπορεί πλέον να μένει αμέτοχος των άφεγγων εκείνων μυστηρίων που του κρατά επίμονα κρυφά η ζωή.


Έτσι κι εγώ, μαθημένος όντας να σμικρύνω τα ιώτα και να

μεγεθύνω τα όμικρον
Ένα ρήμα τώρα μηχανεύομαι· όπως ο διαρρήκτης το αντικλείδι του
Ένα ρήμα σε -άγω ή -άλλω ή -εύω
Kάτι που να σε σκοτεινιάζει από τη μία πλευρά εωσότου
H άλλη σου φανεί. Ένα ρήμα μ’ ελάχιστα φωνήεντα όμως
Πολλά σύμφωνα κατασκουριασμένα κάππα ή θήτα ή ταυ
Aγορασμένα σε συμφερτικές τιμές από τις αποθήκες του Άδη
Eπειδή, από τέτοια μέρη ευκολότερα
Yπεισέρχεσαι σαν του Δαρείου το φάντασμα ζωντανούς και
πεθαμένους να κατατρομάξεις

Ο ποιητής έχοντας πολύχρονη πείρα στις λέξεις αλλά και στα λεξίδια, επιχειρεί τώρα τη δημιουργία της μυστικής, της σκοτεινής εκείνης λέξης, που θα λειτουργήσει ως αντικλείδι καίριο για την αποκάλυψη των άρρητων μυστικών του κόσμου.

Υπογεγραμμένες κι εκτάσεις φωνηέντων, πάλη διαρκής με τις λέξεις, είναι το κέρδος του ποιητή μετά από τόσα χρόνια γνωριμίας με τη γλώσσα, με τον κώδικα που έχει να του προσφέρει τη δίοδο προς την αλήθεια, είναι επομένως έτοιμος να σμιλεύσει τη λέξη εκείνη που δεν ειπώθηκε ακόμη από κανέναν, τη λέξη που θα αποτελέσει το αντικλείδι που θα ξεκλειδώσει την επίμονα σφραγισμένη πόρτα.
Η λέξη αυτή που θα μπορέσει να φωτίσει τις μέχρι τώρα άφεγγες πτυχές της αλήθειας, θα πρέπει να είναι ένα ρήμα, θα πρέπει να υποδηλώνει μια ενέργεια, γιατί μόνο μέσω μιας ενεργητικής συμμετοχής του ποιητή, θα επέλθει η λυτρωτική αποκάλυψη.
Τα υλικά, τα γράμματα, που θα συνθέσουν τη λέξη αυτή θα πρέπει να έχουν τη μυστικιστική δύναμη μιας γνώσης υπερκόσμιας, μιας και μόνο έτσι η γνωριμία με την κρυμμένη αλήθεια θα είναι εφικτή. Σύμφωνα αγορασμένα από τις αποθήκες του Άδη που θα προσφέρουν στον γνώστη της λέξης αυτής την εποπτεία και κατανόηση της ζωής που μόνο εκείνοι που ολοκλήρωσαν τον κύκλο της ύπαρξής τους, κατέχουν. Όπως το φάντασμα του Δαρείου επιστρέφει και αποκαλύπτει στην Άτοσσα πως ο ολέθριος χρησμός εκπληρώθηκε, έτσι κι κάτοχος τούτης της λέξης θα έχει πρόσβαση στην αδιάκοπα διαφυγούσα αλήθεια.


Eδώ βαρεία μουσική ας ακούγεται. Kι ανάλαφρα τα όρη ας

Mετατοπίζονται. Ώρα να δοκιμάσω το κλειδί. Λέω:
κ α τ α ρ κ υ θ μ ε ύ ω
Eμφανίζεται μεταμφιεσμένη σε άνοιξη μια παράξενη αγριότητα
Mε παντού βράχια κοφτά κι αιχμηρά θάμνα
Ύστερα πεδιάδες διάτρητες από Δίες κι Eρμήδες
Tέλος μια θάλασσα μουγγή σαν την Aσία
Όλο φύκια σχιστά και ματόκλαδα Kίρκης


Ο ποιητής έχοντας δημιουργήσει το κλειδί που θα τον οδηγήσει στην πολυπόθητη θέαση της πραγματικής φύσης του κόσμου, είναι έτοιμος πια να το χρησιμοποιήσει. Ο Ελύτης στα 80 του χρόνια, βρισκόμενος πλέον πολύ κοντά στο τέλος της ζωής του, μας δίνει μια εικόνα της ζωής στην ολότητά της, όπως μόνο κάποιος που έχει διανύσει κι έχει γευτεί κάθε πτυχή της, μπορεί να τη γνωρίζει. Το θέαμα που αντικρίζει ο ποιητής αν και παρουσιάζεται με μια παραπλανητική επίφαση ανοιξιάτικου τοπίου, επί της ουσίας δεν είναι παρά μια αγριότητα. Ένα βίαιο τοπίο, ένας χώρος γεμάτος παγίδες και επώδυνες όψεις, είναι ό,τι διακρίνει ο ποιητής. Η ζωή είναι πόνος.


Ώστε λοιπόν, αυτό που λέγαμε "ουρανός" δεν είναι· "αγάπη" δεν·

"αιώνιο" δεν. Δεν
Yπακούουν τα πράγματα στα ονόματά τους. Πλησιέστερα του
σκοτωμού
Kαλλιεργούνται οι ντάλιες. Kι ο βραδύς κυνηγός μ’ αιθερίου
θηράματα
Eπιστρέφει κόσμου. Kι είναι πάντοτε -φευ- νωρίς. Aχ
Δεν υποψιαστήκαμε ποτέ πόσο υπονομευμένη από θεότητα είναι
H γη· τι χρυσός ρόδου αέναου της χρειάζεται ν’ αντισταθμίζει
Tο κενό που αφήνουμε, όμηροι όλοι εμείς μιας άλλης διάρκειας
Που η σκιά του νου μάς αποκρύπτει. Aς είναι

Ο ποιητής, ο πολύπειρος ποιητής, που διένυσε πια την πορεία του μας αποκαλύπτει, με μοναδικό τρόπο την αλήθεια για τη ζωή. Μιαν αλήθεια που δύσκολα θα ακούσουν οι νεότεροι και δύσκολα θα αποδεχτούν όσοι βρίσκονται ακόμη στην αρχή της ορμητικής τους πορείας. Ουρανός, αγάπη και αιώνιο δεν υπάρχουν, οι λέξεις πυλώνες της ζωής, το καταφύγιο των πονεμένων ανθρώπων, η ελπίδα των βασανισμένων, δεν είναι παρά ελπίδες χωρίς αντίκρισμα. Τέτοια μαγικά δεν υπάρχουν, καθώς η ζωή καλλιεργείται πλησιέστερα στο θάνατο απ’ ό,τι θα τολμούσαμε ποτέ να πιστέψουμε. Διάγουμε τη ζωή μας ως αιθεροβάμονες κυνηγοί του ανύπαρχτου, χωρίς ποτέ να αντιληφθούμε πόσο φτωχή είναι στην εσχατιά της η ζωή. Πόση ομορφιά, γεννημένη από εμάς, χρειάζεται για να αντισταθμιστεί η απουσία θεότητας, η απουσία του ονείρου. Οι άνθρωποι κινούμενοι στους δικούς τους εφήμερους ρυθμούς αγνοούν τη βάναυση αλήθεια της ζωής. Όσο εμείς προχωράμε προς το άπιαστο όνειρο, προς την ασύλληπτη ομορφιά που θαρρούμε πως μας περιμένει σ’ ένα απροσδιόριστο μελλοντικό σημείο, η ζωή μας φεύγει.



Φίλε συ που ακούς, ακούς της ευωδιάς των κίτρων

Tις μακρινές καμπάνες; Ξέρεις τις γωνιές του κήπου όπου
Eναποθέτει τα νεογνά του δειλινός ο αέρας; Oνειρεύτηκες
Ποτέ σου ένα καλοκαίρι απέραντο που να το τρέχεις
Mη γνωρίζοντας πια Eρινύες; Όχι. Nα γιατί καταρκυθμεύω
Που οι βαριές υποχωρούν αμπάρες τρίζοντας κι οι μεγάλες θύρες
ανοίγονται
Στο φως του Ήλιου του Kρυπτού μια στιγμούλα, η φύση μας η
τρίτη να φανερωθεί
Έχει συνέχεια. Δε θα την πω. Kανείς δεν παίρνει τα δωρεάν
Στον κακόν αγέρα ή που χάνεσαι ή που επακολουθεί γαλήνη


Η στροφή αυτή αποκαλύπτει τελικά την ευχή του ποιητή για όσους διαβάσουν και κατανοήσουν το κύκνειο αυτό μήνυμά του. Η ζωή δεν έχει να σας δώσει, αν εσείς δεν τολμήσετε να τη στολίσετε με κάθε ομορφιά. Η ζωή πρέπει να αναγνωστεί ως στιγμή παρούσα, -και ανέλπιστα εφήμερη- που πρέπει να βιωθεί με όλη την ομορφιά που έχει να προσφέρει. Μια ομορφιά, όμως, που δεν βρίσκεται κάπου αφηρημένα στο μέλλον, μια ομορφιά που ζει μόνο στο τώρα και δεν μπορεί να αποκαλυφθεί παρά μόνο σε όσους τολμήσουν να ζήσουν το παρόν τους, χωρίς ενοχές που δε χτίζουν μελλοντικές ευτυχίες.

Ο ποιητής γνωρίζει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι αδυνατούν να αντιληφθούν αυτή τη μοναδική αλήθεια -πως το τώρα είναι το μόνο που έχει να μας προσφέρει- γι’ αυτό και καταρκυθμεύει, γι’ αυτό και ανοίγει τις βαριές πόρτες που κρύβουν την άσχημη αλήθεια της ζωής. Μόνο και μόνο για να μας δώσει την ευκαιρία να δούμε για μια στιγμή, τι βρίσκεται στο τέλος, πως νιώθει εκείνος που πολύ πριν από εμάς έφτασε στη γραμμή του τερματισμού.
Ο ποιητής σταματά τα λόγια του εκεί, έχει κι άλλα να μας πει για το τι θα δούμε όταν φτάσουμε, όπως κι εκείνος, στο τέλος του δρόμου, αλλά ο ποιητής γνωρίζει πως κανείς δεν παίρνει τα δωρεάν. Κανείς δεν είναι έτοιμος να δεχτεί την έτοιμη εμπειρία ενός άλλου ανθρώπου. Ο μόνος τρόπος για να μάθους πραγματικά οι άνθρωποι είναι να βιώσουν τις δικές τους εμπειρίες τους, να κάνουν τα δικά τους λάθη και εν προκειμένω το ένα τους λάθος, να αφήσουν τη ζωή να περάσει εν αναμονή του ιδανικού μέλλοντος.

Aυτά στη γλώσσα τη δική μου. Kι άλλοι άλλα σ’ άλλες. Aλλ’

H αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται.

Η αλήθεια τελικά δίνεται μόνο έναντι θανάτου, η αλήθεια γίνεται πραγματικά αντιληπτή μόνο όταν φτάσουμε να πληρώσουμε το ακριβότερο αντίτιμο. Τότε αίφνης οι άνθρωποι αντικρίζουν τη ζωή ως έχει και κατανοούν. Ο ποιητής βρίσκεται ήδη εκεί, βρίσκεται στο σημείο που πρέπει να παραδώσει την ίδια του τη ζωή, κοιτάζει πίσω και αντιλαμβάνεται ποια ήταν η ουσία της ζωής. Θέλει να μας μιλήσει για όσα βλέπει πια ξεκάθαρα, μα γνωρίζει πως κανείς δεν παίρνει τα δωρεάν.

Γιώργης Παυλόπουλος «Η Κόρη της Αβύσσου» ως παράλληλο για τα Αντικλείδια

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Horacio Cardozo

Γιώργης Παυλόπουλος «Η Κόρη της Αβύσσου» ως παράλληλο για τα Αντικλείδια


Αχτύπητη κι ωραία πάνω στη Γιαμάχα της
κόβει το κρύσταλλο της νύχτας σαν διαμάντι
στην όψη της χορεύουν φλόγες
από την Κόλαση του Δάντη.


Μπαίνει στα μπαρ σεκλετισμένη κι οι νέοι ποιητές
την τρέμουνε και την κερνάνε βότκα και ουίσκι
μα Εκείνη κοιτάζει αόριστα στην πόρτα να φανεί
χλομός ο πρίγκιψ Μίσκιν.


Δεν έχει πού να κοιμηθεί, γυρίζει εδώ κι εκεί
με μια κιθάρα και δισάκι
διαβάζει κάτω από τις γέφυρες
Βιγιόν και Καρυωτάκη.


Όταν πλαγιάζει με τους οικοδόμους στα γιαπιά
το Κοινοβούλιο συνέρχεται εκτάκτως και βελάζει.
Εκείνη ονειρεύεται τη μάνα Επανάσταση
όλους να μας θηλάζει.


Κόβει με όνειρο τις φλέβες της
για να τη βλέπουνε της νύχτας οι καθρέφτες
για να παγώνει μέσα της ο κόσμος ο κακός
οι μαστροποί κι οι κλέφτες.


Ανοίγει τα συρτάρια επιδόξων συγγραφέων
με του διαβόλου τʼ αντικλείδια
κλέβει τα αισθηματικά τους κείμενα
και τα πετάει στα σκουπίδια.


Κάποτε κλαίει σαν παιδί
χώνοντας το πρόσωπο στη γούνα του ανέμου
κι άλλοτε είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω απ’ τη θάλασσα
ψάχνει για το υποβρύχιο του πλοιάρχου Νέμου.


Στο άχτιστο φως της λέξης μένει εκστατική
με δέος, ηδονή και τρόμο
στα βάθη της λογοτεχνίας χάνεται
χωρίς επιστροφή, χωρίς να βρίσκει δρόμο.


Την ποθούν, μα τους περιφρονεί
τους δήθεν εραστές του απολύτου
το γκόλφι της το χάρισε σʼ έναν τρελό τραγουδιστή
για ένα πικρό φιλί του.


Κι εμένα όταν μου λέει «Πάρε με»
τα παίζει όλα, η Θεατρίνα,
με προκαλεί ποζάροντας
σαν μια πουτάνα σε βιτρίνα.


Κι όταν μου λέει «Πεθαίνω εγώ για σένα»
εγώ δεν την πιστεύω
την άπιαστη ομορφιά της με θλίψη καρχαρία
σε μαύρη άβυσσο γυρεύω.


Αχτύπητη κι ωραία καβάλα στη Γιαμάχα της
σκίζει τις διαβάσεις του μυαλού μου σαν πριονοκορδέλα
πηδάει τους τάφους των ονείρων μου
τʼ αγάλματα και την παλιά μου ομπρέλα.


Με παίρνει πισωκάπουλα στη σέλα της
κι εγώ την αγκαλιάζω από τη μέση
γέρνω γλυκά στην πλάτη της
κλείνω τα μάτια και μʼ αρέσει.


Και μʼ ανεβάζει ανάλαφρα στον ουρανό
κι από τον ουρανό με κατεβάζει κάτου
μπαίνουμε στο βαρέλι και μαρσάροντας
γυρίζουμε γυρίζουμε το γύρο του θανάτου.


Κοινές θεματικές με τα Αντικλείδια:

Ο Παυλόπουλος στο ποίημα η κόρης της Αβύσσου μιλά για μια γυναίκα απρόσιτη μα απόλυτα σαγηνευτική που τον παρασύρει με τη γοητεία της. Η κόρη της Αβύσσου μοιάζει να είναι αδιάφορη για οτιδήποτε κοινωνικώς ορθό και παραμένει ανεπηρέαστη από το ενδιαφέρον που δείχνουν όλοι γύρω της για εκείνη. Το μόνο που φαίνεται να συναρπάζει την κόρη της Αβύσσου είναι η λογοτεχνία, στοιχείο που μας φέρνει στο τμήμα του ποιήματος που εμφανίζονται κυρίως οι κοινές θεματικές με τα Αντικλείδια:

Ανοίγει τα συρτάρια επιδόξων συγγραφέων
με του διαβόλου τʼ αντικλείδια
κλέβει τα αισθηματικά τους κείμενα
και τα πετάει στα σκουπίδια.

Κάποτε κλαίει σαν παιδί
χώνοντας το πρόσωπο στη γούνα του ανέμου
κι άλλοτε είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω απ’ τη θάλασσα
ψάχνει για το υποβρύχιο του πλοιάρχου Νέμου.

Στο άχτιστο φως της λέξης μένει εκστατική
με δέος, ηδονή και τρόμο
στα βάθη της λογοτεχνίας χάνεται
χωρίς επιστροφή, χωρίς να βρίσκει δρόμο.

Το ποίημα εν γένει είναι πλήρες λογοτεχνικών αναφορών, στοιχειοθετώντας εξ αρχής τη σχέση της ηρωίδας με τη λογοτεχνία: οι φλόγες από την Κόλαση του Δάντη, καθώς σχίζει τη νύχτα με τη μηχανή της, η αναμονή του πρίγκιπα Μίσκιν (Ο Ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι), τα ποιητικά της αναγνώσματα Βιγιόν και Καρυωτάκης -δυο ποιητές που παρουσιάζουν την πραγματικότητα ως έχει, χωρίς εξωραϊσμούς και μάταιες ελπίδες. Η ηρωίδα αγαπά τη λογοτεχνία και είναι διατεθειμένη να αναζητήσει παντού το νέο ανάγνωσμα που θα τη συναρπάσει. Χρησιμοποιώντας «τα αντικλείδια του διαβόλου», τη γοητεία της, αναζητά στα συρτάρια επίδοξων συγγραφέων τα έργα τους, μα πετά στα σκουπίδια τα αισθηματικά τους κείμενα, μένοντας αδιάφορη απέναντι σε λογοτεχνήματα που καταγράφουν ανώφελους συναισθηματισμούς. Η κόρη της Αβύσσου αρέσκεται σε ό,τι τη φέρνει σε επαφή με την πραγματική ζωή (κλαίει, χώνοντας το πρόσωπό της στη γούνα του ανέμου), ενώ κάποτε αφήνεται σε κείμενα που την παρασύρουν στον κόσμο της φαντασίας, ακολουθώντας για παράδειγμα τον πλοίαρχο Νέμο στο ταξίδι του (Ιούλιος Βερν «20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα).
Η κόρη της Αβύσσου μένει εκστατική στο άχτιστο φως της λέξης, εντυπωσιάζεται από τη δύναμη του λόγου, από τη μαγεία που κρύβει κάθε λέξη που μπορεί να λάβει τόσο διαφορετικά νοήματα, ανάλογα με την τοποθέτηση και την πλαισίωσή της. Οι λέξεις και η τέχνη του λόγου παρασύρουν την ηρωίδα του ποιήματος σε μια πληθώρα έντονων συναισθημάτων, καθώς χάνεται στα βάθη της λογοτεχνίας. Η κόρη της Αβύσσου αφήνεται σ’ ένα αέναο ταξίδι στον κόσμο της λογοτεχνίας μη μπορώντας ή μη θέλοντας να βρει το δρόμο της επιστροφής.
Η σχέση που αναπτύσσει η κόρης της Αβύσσου με τη λογοτεχνία, μας παραπέμπει στη σχέση που διαμορφώνεται ανάμεσα στους επίδοξους ποιητές και την απροσπέλαστη ποιητική τέχνη. Ο εγκλωβισμός της ηρωίδας στον κόσμο της λογοτεχνίας θυμίζει τους ποιητές που αφιερώνουν όλη τους τη ζωή στις προσπάθειές τους να κατακτήσουν την ποιητική τέχνη. Ενώ, ο ενθουσιασμός που προκαλεί η λέξη στην κόρη της Αβύσσου, μας φέρνει στο νου εκείνους που κοιτάζοντας μέσα από την ανοιχτή πόρτα της ποιήσεως κάτι βλέπουν και μαγεμένοι επιχειρούν να μπουν μέσα.
Σημαντικό είναι, πάντως, να τονίσουμε πως το σχήμα κύκλου και η πρόθεση του ποιητή να αφήνει στο κλείσιμο των ποιημάτων του την αίσθηση της αδιάκοπης συνέχειας, εμφανίζεται και στην κόρη της Αβύσσου. Η θεματική της πορείας με τη μηχανή που ανοίγει το ποίημα επιστρέφει και στις τελευταίες στροφές, όπου ο ποιητής με την κόρη της Αβύσσου μπαίνοντας στο βαρέλι γυρίζουν, χωρίς διαφαινόμενο τερματισμό, το γύρο του θανάτου.

Γιώργης Παυλόπουλος «Η στάχτη» ως παράλληλο για τα Αντικλείδια

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Robert Ball

Γιώργης Παυλόπουλος «Η στάχτη» ως παράλληλο για τα Αντικλείδια

Φύσαγε ὁ ἀγέρας
ἀνέβαζε τὴ στάχτη τους
τὴν πήγαινε στὸν οὐρανὸ
φοβόταν ἐκείνη φοβόταν
οὐὰ φοβιτσιάρα τῆς φώναζε.

Πάψε τρελέ του ἔλεγε
δὲν εἴμαστε πιὰ στὴ γῆ
δὲν ἔχουμε πιὰ δέρμα
δὲν ἔχουμε μαλλιὰ
δὲν ἔχουμε μήτε μάτια.

Γίναμε στάχτη τῆς ἔλεγε
ὅμως μὲ βλέπεις καὶ σὲ βλέπω
καὶ μένει ἀκόμα ἡ ἀγάπη
ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει στάχτη
καὶ μένει ἀκόμα ἡ ἀγάπη.

Εἶμαι ἡ στάχτη σου τοῦ ἔλεγε
καὶ εἶσαι ἡ στάχτη μου
μὰ ποῦ ἀνεβαίνουμε ποῦ πᾶμε
κι ὅλο φυσάει κι ὅλο σὲ χάνω
οὐὰ φοβιτσιάρα τῆς φώναζε.

Πάψε τρελέ του ἔλεγε.

Κοινές τεχνικές του Παυλόπουλου στα δύο ποιήματά του.

Ο Παυλόπουλος στην ποίησή του χρησιμοποιεί ορισμένες τεχνικές με ιδιαίτερη συχνότητα, καθώς εξυπηρετούν την έκφραση των μηνυμάτων του και παράλληλα δημιουργούν την αίσθηση εκείνη που συνιστά τη μοναδικότητα της ποίησής του. Ο ποιητής αρέσκεται στο να εγκλωβίζει τη σκέψη του αναγνώστη σε αλληγορικές παραστάσεις που δεν προδίδουν πάντοτε με ευκολία τη μεταδιδόμενη κεντρική ιδέα, ενώ διατηρούν μια αέναη κυκλική κίνηση, αφήνοντας εκκρεμή τη διαρκή επανάληψη της ιστορούμενης πράξης.
Στο ποίημα «Η στάχτη» ο ποιητής επιχειρεί να εκφράσει την υπερβατική και διαχρονική δύναμη της αγάπης, η οποία καθίσταται ικανή να περάσει τα όρια του χρόνου και της σωματικής ύπαρξης, για να συνεχίσει δίχως τελειωμό τη λυτρωτική της επενέργεια. Η πορεία της αγάπης βέβαια είναι ιδωμένη περισσότερο ως επιθυμητή κατάσταση, ως δυνάμει επιτελούμενη υπερνίκηση των ανθρώπινων μέτρων και περιορισμών, παρά ως δεδομένη και αναμενόμενη εξέλιξη. Ο ποιητής εκφράζει εδώ μια βασική επιθυμία των ανθρώπων, να υπάρχει δηλαδή μια συνέχεια στο χρόνο, τουλάχιστον για τα πολυτιμότερα συναισθήματά μας, τουλάχιστον για μια έκφανση της με κόπο σφυρηλατημένης ύπαρξής μας, αλλά κινείται στο χώρο της φαντασίας και του νοητικά θεατού, καθώς η γνώση μας για τη συνέχεια μετά το τέλος της ύπαρξης είναι ανύπαρκτη. Για το λόγο αυτό υιοθετεί μια αλληγορική παράσταση που μέσα από το διάλογο των δύο ερωτευμένων ψυχών, δε δηλώνει την πραγματική διάσταση της ιστορίας, αλλά μια επιχειρούμενη απεικόνιση ενός πανίσχυρου, στα πλαίσια της ύπαρξης συναισθήματος, της αγάπης. Ο διάλογος και η κίνηση των ψυχών που μπορούν να γίνουν αντιληπτά από τους αναγνώστες, καθώς βρίσκουν ανάλογο στις εικόνες της καθημερινότητας αλλά και στο μυθικό υπόβαθρό τους, δεν αποτελούν παρά μια συμβολική αναπαράσταση της άυλης πορείας, μιας άυλης δύναμης. Τι μένει μετά το τέλος της ύπαρξης; Ο ποιητής δε γνωρίζει, μα εύχεται να είναι η αγάπη.
Η χρήση της αλληγορικής παρουσίασης που βρίσκεται στο ποίημα αυτό, εντοπίζεται και στο ποίημα Τα Αντικλείδια, όπου ο Παυλόπουλος θέλοντας να δώσει οπτική υπόσταση σε μια θεωρητικά συλλαμβανόμενη ιδέα, τη δύναμη της ποίησης, την παρουσιάζει ως μια ανοιχτή πόρτα που οδηγεί σε μαγευτικά λάφυρα, για όποιον είναι ικανός να αντιληφθεί πόσα έχει να προσφέρει το πέρασμα αυτής της πόρτας. Η δύναμη της αγάπης, όπως και η δύναμη ή αλλιώς η πνευματική προσφορά της ποίησης, δεν είναι παρά συναισθηματικές καταστάσεις που είτε θα δοθούν με αφηρημένες έννοιες, υποκύπτοντας στην ψυχρότητα των θεωρητικά αποδιδόμενων σκέψεων, είτε θα δοθούν με οπτικά υλοποιούμενες παραστάσεις που μπορούν να γίνουν ευρύτερα αντιληπτές, όπως τελικά επιλέγει να τις δώσει ο Παυλόπουλος. Η ποίηση παρουσιάζεται ως μια πόρτα ανοιχτή, εικόνα οικεία που υποσυνείδητα αφυπνίζει την περιέργεια του αναγνώστη – το βλέμμα πάντοτε κινείται να δει τι βρίσκεται πίσω από μια πόρτα που στέκει ανέλπιστα ανοιχτή. Ενώ η απάντηση στο τι απομένει μετά το τέλος της ύπαρξης, δίνεται από τον ποιητή με την εικόνα ενός ερωτευμένου ζευγαριού που αποσυντίθεται μα διατηρεί τη δυνατότητα της συνομιλίας, μόνο και μόνο για να μας αποκαλύψει – την επιθυμία του ποιητή – πως ακόμη κι όταν όλα τελειώσουν, η αγάπη θα συνεχίσει να υπάρχει και να συνέχει τις ανθρώπινες ψυχές.
Ένα δεύτερο κοινό στοιχείο ανάμεσα στα δύο ποιήματα είναι η διάθεση του ποιητή να αφήνει τις ιστορίες του σε μια κατάσταση διαρκούς επανάληψης. Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή, η πόρτα της Ποίησης κλείνει, μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή. Το σχήμα κύκλου μας παγιδεύει σε μια αέναη εναλλαγή στην προσβασιμότητα της ποίησης, όπως αυτή βιώνεται από τον ίδιο τον ποιητή που διαρκώς επιχειρεί να εντοπίσει τα μυστικά της Τέχνης του, το κλειδί που θα ανοίξει μια και καλή την πόρτα της Ποίησης, μα η πόρτα αυτή είναι κλειστή, χωρίς ποτέ να έχει κλείσει. Οι ποιητές από την αρχή της «ποιητικής» δημιουργίας αναμετρώνται με την Τέχνη τους, κι αυτή η αναμέτρηση ξεκινά από την αρχή για κάθε νέο δημιουργό, για κάθε νέο ποιητή που επιχειρεί να μυηθεί στα μυστικά αυτής της τόσο απρόσιτης, μα πάντοτε διαθέσιμης, Τέχνης. Αντιστοίχως, ο διάλογος των ερωτευμένων στο ποίημα «Η στάχτη» δημιουργεί ένα σχήμα κύκλου, ολότελα αναγκαίο, καθώς ο ποιητής μπορεί να εύχεται κι εν τέλει να παρουσιάζει τη διατήρηση της αγάπης, μα δεν μπορεί να δώσει τέλος σε μια άυλη ύπαρξη που, αν υφίσταται, θα είναι μάλλον χωρίς χρονικά όρια. Ο ποιητής αφήνει, επομένως, ανολοκλήρωτο και διαρκώς επαναλαμβανόμενο το διάλογο των ερωτευμένων για να μεταδώσει την αίσθηση της δίχως τέλος μεταθανάτιας ύπαρξης.

Άρης Δικταίος «Η Ποίηση»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Lawrence Supino

Άρης Δικταίος «Η Ποίηση»
……………………………………
Μα εσύ, Ποίηση,
που δε μπορείς να κλειστείς μέσα σε σχήματα,
μα εσύ, Ποίηση,
που δε μπορούμε να σ’ αγγίξουμε με το λόγο,
εσύ,
το στερνό ίχνος της παρουσίας του Θεού ανάμεσά μας,
σώσε την τελευταία ώρα τούτη του ανθρώπου,
την πιο στυγνή και την πιο απεγνωσμένη,
που ο Θάνατος,
που η Μοναξιά,
που η Σιωπή,
τον καρτερούν σε μια στιγμή μελλούμενη.


(απόσπασμα)

Πώς συνδέονται οι παραπάνω στίχοι με Τα Αντικλείδια του Παυλόπουλου;

Ο Άρης Δικταίος αντιλαμβάνεται την ποίηση, όπως και ο Παυλόπουλος, ως μια μορφή τέχνης που δεν μπορεί να προσδιοριστεί και να οριοθετηθεί, ως μια μορφή δημιουργίας που ενέχει στοιχεία θεϊκότητας, υπό την έννοια πως μόνο με θεϊκή συνδρομή μπορεί να δημιουργηθεί κάτι τόσο ιδιαίτερο και μοναδικό. Η ποίηση δεν μπορεί να κλειστεί σε σχήματα και δεν μπορεί να προσεγγιστεί με το λόγο, καθώς η ομορφιά και η αρμονία που περικλείει ο ποιητικός λόγος, δεν μπορεί εν τέλει να αποδοθεί με λέξεις ή να προσδιοριστεί, όπως θα μπορούσε να προσδιοριστεί κάτι συγκεκριμένο και χειροπιαστό. Η μαγεία που ασκεί η ποίηση στους ανθρώπους, χιλιάδες χρόνια τώρα, οφείλεται στην ιδιαίτερη γοητεία, στην ξεχωριστή δυνατότητά της να μιλά στην καρδιά του ανθρώπου και να αποδίδει τα συναισθήματα και τις σκέψεις του, με τρόπο περιεκτικό και κάποτε απρόσμενο. Πολλές φορές, άλλωστε, η ποίηση μας αποκαλύπτει ιδέες που δεν είχαμε μέχρι τώρα σκεφτεί, μας ανοίγει νέους συλλογιστικούς δρόμους και πάνω απ’ όλα μας δοκιμάζει καθώς προσπαθούμε να συλλάβουμε τα νοήματά της που επίμονα διαφεύγουν. Η ποίηση δεν οριοθετείται, η ποίηση είναι μια πόρτα κλειστή, μια πόρτα που κρύβει μαγικούς θησαυρούς. Η ποίηση, βέβαια, είναι παράλληλα μια πόρτα ανοιχτή, όπως μας επισημαίνει ο Παυλόπουλος, που μας προσκαλεί να θαυμάσουμε τα μοναδικά της πλούτη.
Τόσο ο Άρης Δικταίος, όσο και ο Γιώργης Παυλόπουλος, αντιλαμβάνονται την ιδιαίτερη αξία της ποιητικής τέχνης και τονίζουν την αδυναμία τους να προσδιορίσουν με λέξεις το στοιχείο εκείνο που καθιστά την ποίηση τόσο σημαντική και παράλληλα τόσο απρόσιτη. Η ουσία της ποίησης βρίσκεται πέρα από τις δυνατότητές μας, αλλά η μαγεία της μας αγγίζει όλους είτε είμαστε απλοί αναγνώστες είτε υπηρέτες της τέχνης αυτής. Ο Παυλόπουλος, μάλιστα, τονίζει πως για πολλούς η προσπάθεια να κατανοήσουν τη μυστική ουσία της ποίησης, η προσπάθειά τους να ανοίξουν την πόρτα της ποίησης, απέβη μοιραία καθώς αφιέρωσαν όλη τους τη ζωή, χωρίς ποτέ να κατορθώσουν να βρουν το αντικλείδι που θα τους οδηγούσε απευθείας στην καρδιά της ποιητικής τέχνης.
Ο Άρης Δικταίος, από την άλλη, αναγνωρίζοντας και αποδεχόμενος την αδυναμία του να προσεγγίσει την ουσία της ποίησης, της αποδίδει θεϊκές ιδιότητες και της ζητά να σώσει, να διατηρήσει αλώβητη, την ύστατη ώρα των ανθρώπων, την ώρα εκείνη δηλαδή που οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με τους μεγαλύτερους φόβους τους, το Θάνατο, τη Μοναξιά και τη Σιωπή. Η ποίηση, κατά το Δικταίο, θα μπορούσε να απαλύνει τον πόνο των ανθρώπων και θα μπορούσε να τους βοηθήσει να σταθούν δυνατοί τη στιγμή που η ζωή τους φτάνει στο τέλος της, γι’ αυτό και της απευθύνει την έκκλησή του να προσφέρει τη θεϊκή της επίδραση στη δυσκολότερη ώρα των ανθρώπων. Όπως, η ποίηση κατά τον Καβάφη, μπορεί να απαλύνει τον πόνο που επιφέρει στους ανθρώπους το γήρας και η φθορά του χρόνου, με παρόμοιο τρόπο θα μπορούσε, σύμφωνα με το Δικταίο, να λειτουργήσει προστατευτικά ακόμη και στην ύστατη στιγμή τους.

Μανόλης Αναγνωστάκης «Σε τι βοηθά λοιπόν…»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Lawrence Supino

Μανόλης Αναγνωστάκης «Σε τι βοηθά λοιπόν…»

Σε τι βοηθά λοιπόν η ποίηση
(Αυτή εδώ η ποίηση, λέω)
Στα υψηλά σου ιδανικά, στη συνείδηση του χρέους
Στο μεγάλο πέρασμα από τον καταναγκασμό
Στις συνθήκες της ελευθερίας;
Σε τι βοηθά λοιπόν η ποίηση
- Αυτό, έστω, που εγώ ποίηση ονομάζω –
(Ας ζήσουμε λοιπόν και μ’ αυτά ή μόνο μ’ αυτά).

Πώς αντιλαμβάνεται την ποίηση ο Παυλόπουλος και πώς ο Αναγνωστάκης;

Σχόλια του ίδιου του ποιητή: «Δεν νομίζω ότι βοηθά σε πολλά πράγματα, πρακτικά. Κάποτε λειτουργούσε σαν μια μορφή επικοινωνίας αρκετά σημαντική, ελλείψει άλλων προσφορότερων. Πάντα, όμως, η καλή ποίηση λειτουργούσε έμμεσα, μακροπρόθεσμα, υποδόρια και σχεδόν «διαβρωτικά». Μόνο η κακή ποίηση επενεργεί άμεσα, σαν υποκατάστατο ενός κύριου άρθρου ή ενός συνθήματος. Εκεί, στο μακροχρόνιο και διαβρωτικό μπορούμε να ανιχνεύσουμε και τον βαθύτερο κοινωνικό ρόλο της ποίησης και όχι στα συνθηματολογικά της υποκατάσταστα, όπως πολλοί πιστεύουν.»

Ο Μανόλης Αναγνωστάκης έχοντας αφιερώσει τη ζωή του στον αγώνα για την ουσιαστική αλλαγή της ελληνικής κοινωνίας και την υιοθέτηση μιας δομής που θα εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα του λαού, εξετάζει την ποίηση ως προς την προσφορά που θα μπορούσε να έχει στον αγώνα αυτό. Ο ποιητής αναρωτιέται σε τι μπορεί να βοηθήσει η ποίηση, -η ποίηση όπως την γνωρίζουμε, αυτή εδώ η ποίηση-. Μήπως βοηθάει στην εξύμνηση των ιδανικών και στην αφύπνιση των συνειδήσεων σχετικά με το χρέος που έχει κάθε άνθρωπος απέναντι στην κοινωνία; Μήπως, δηλαδή, η ποίηση μπορεί να τεθεί στην υπηρεσία ενός σημαντικού ιδεολογικού αγώνα, ο οποίος θα βοηθήσει τους ανθρώπους να ξεφύγουν από τον καταναγκασμό που τους έχει εγκλωβίσει η παρούσα κοινωνική διαμόρφωση. Μπορεί τελικά η ποίηση να βοηθήσει τους ανθρώπους να φτάσουν στο σημείο να διεκδικήσουν την ελευθερία τους, την κοινωνική τους ελευθερία;
Ο ποιητής δεν απαντά ανοιχτά σε αυτά τα ερωτήματα, αλλά με τον παρενθετικό του στίχο, -Ας ζήσουμε λοιπόν και μ’ αυτά ή μόνο μ’ αυτά- είναι σα να αναγνωρίζει στην ποίηση τη δύναμη να παρακινεί τους ανθρώπους να προβληματιστούν για το ποια είναι τώρα η θέση τους στην κοινωνία και ποια θα μπορούσε να είναι στο μέλλον, αν αγωνιστούν. Η ποίηση προφανώς δεν έχει τη δύναμη να προκαλέσει με άμεσο τρόπο αλλαγές, μπορεί όμως να περάσει τα σημαντικά μηνύματα στους ανθρώπους και να τους ωθήσει σ’ έναν πολύτιμο προβληματισμό. Οι σκέψεις, τα μηνύματα και οι προβληματισμοί που περνούν οι ποιητές μέσω των στίχων τους, λειτουργούν έστω και σταδιακά ως μέσα αφύπνισης, καθιστώντας την ποίηση ικανό μέσο στον κοινωνικό αγώνα, στην κοινή προσπάθεια των ανθρώπων να επιφέρουν μια εξισορρόπηση στην κοινωνική κατάσταση.
Η ποίηση, επομένως, για τον Αναγνωστάκη είναι ένα σημαντικό εφόδιο στον αγώνα των ανθρώπων για την απελευθέρωσή τους από την παρούσα κοινωνική δομή, που βασίζεται στην εκμετάλλευσή τους.
Ο Παυλόπουλος, από την άλλη, εξετάζει την ποίηση ως μια αυτόνομη τέχνη και επιχειρεί να αποτυπώσει τις πολλαπλές δυσκολίες που παρουσιάζονται σε όποιον επιχειρήσει να δημιουργήσει πραγματική ποίηση. Η ποιητική τέχνη δεν είναι ούτε εύκολο να κατακτηθεί ούτε βέβαιο ότι έχει ποτέ κατακτηθεί. Ίσως όλα τα ποιήματα που έχουν μέχρι τώρα συντεθεί να είναι απλώς αντικλείδια, απόπειρες των ποιητών να ανοίξουν την πόρτα της ποίησης.
Ο Παυλόπουλος δεν εξετάζει την πιθανή χρηστικότητα της ποίησης, καθώς αντιλαμβάνεται την ποίηση ως μία τέχνη υψηλής αξίας, που απαιτεί σημαντικές θυσίες από τους θεράποντές της. Όπως ο Καβάφης αντιμετωπίζει την ποιητική Τέχνη ως το σημαντικότερο κομμάτι της ζωής του, έτσι και ο Παυλόπουλος θεωρεί ότι όποιος θέλει να θεωρηθεί ποιητής οφείλει να αφιερώσει τη ζωή του στην αέναη προσπάθεια που απαιτείται για την κατάκτηση της πολύτιμης αυτής τέχνης.

Γιώργος Σαραντής «Δεν είναι η ποίηση»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Michel Rouhana

Γιώργος Σαραντής «Δεν είναι η ποίηση»
…………………………………………….
δεν είναι η ποίηση
κλειστός τόπος για ονειροπόληση
φέρνει τη νήπια αίσθηση της πρώτης χαραυγής
κι είναι η συμφιλίωση ενάντιων πραγμάτων
αυτό που δένει το Θεό
με το εφήμερο
το στήθος με τη λησμονιά
το βίο τον ανθρώπινο
με τη δικαιοσύνη
δεν είναι η ποίηση
κλειστός τόπος για ονειροπόληση
είναι το άλλο νόημα των πραγμάτων.
(απόσπασμα)

Τι είναι ποίηση, σύμφωνα με το παραπάνω ποίημα;

Ο Γιώργος Σαραντής προσεγγίζει την ποίηση ως μέσο μιας κοινωφελούς λυτρωτικής αποκάλυψης της πραγματικής ουσίας της ζωής και δεν αποδέχεται την αντιμετώπισή της ως χώρο ατομικιστικών αναζητήσεων. Ο ποιητής φροντίζει να τονίσει με την επανάληψη των στίχων «δεν είναι η ποίηση / κλειστός χώρος για ονειροπόληση», ότι δε θα πρέπει οι ποιητές ή οι αναγνώστες να εκλαμβάνουν την ποίηση ως μια ατομική ενασχόληση στα πλαίσια της οποίας μπορούν να απορροφώνται στις προσωπικές του ο καθένας ανησυχίες. Ιδίως για τους ποιητές η σκέψη αυτή σημαίνει ότι δε θα πρέπει να αντιμετωπίζουν την ποίηση ως μια πράξη που αφορά τους λίγους και μυημένους, συνθέτοντας ποιήματα που απευθύνονται σ’ ένα περιορισμένο αριθμό αποδεκτών. Η ποίηση οφείλει να είναι ανοιχτή στην έκφραση συλλογικών αληθειών και όχι χώρος προσωπικών πειραματισμών και καθαρού ελιτισμού.
Η ποίηση φέρνει τη νήπια αίσθηση της πρώτης χαραυγής, η ποίηση δηλαδή μας φέρνει σ’ επαφή με τις πρωταρχικές εμπειρίες κι αλήθειες της ζωής, προφέροντας μια πρωτόγνωρη θέαση πάνω στα πράγματα. Το μοναδικό αίσθημα της πρώτης αφύπνισης του ανθρώπου, της πρώτης επαφής με την ανατολή του ηλίου, που είναι γεμάτο αγνότητα και απορία, οφείλει να διατηρείται στην ποίηση, για να μπορούμε να βλέπουμε ξανά τα πράγματα για πρώτη φορά.
Η ποίηση είναι η συμφιλίωση ενάντιων πραγμάτων. Μέσα στην ποίηση μπορούν να συνυπάρξουν έννοιες και καταστάσεις που μοιάζουν ή είναι αντίθετες μεταξύ τους. Η ποίηση άλλωστε έχει τη δυνατότητα της υπερβατικής προσέγγισης της πραγματικότητας δίνοντάς μας την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε συλλογισμούς τους οποίους η πραγματικότητα δε θα επέτρεπε ποτέ. Ο Θεός, η άχρονη και χωρίς τέλος οντότητα, μπορεί στα πλαίσια της ποίησης να έρθει σ’ επαφή με το εφήμερο και τους θνητούς ανθρώπους. Το στήθος, η καρδιά του ανθρώπου, το κέντρο των συναισθημάτων, μπορεί να έρθει σ’ επαφή με τη λησμονιά και την απομάκρυνση των ανθρώπων που κάποτε υπήρξαν μαζί. Ακόμη και η ζωή των ανθρώπων που είναι γεμάτη σκληρότητα και παραλογισμούς, μπορεί να έρθει σ’ επαφή με τη δικαιοσύνη.
Η ποίηση επομένως δεν είναι κλειστός τόπος για ονειροπόληση, δεν είναι χώρος για ατομικότητα και αδιαφορία απέναντι σε όσα μας ενώνουν και διατρέχουν την κοινή μας μοίρα. Η ποίηση είναι το άλλο νόημα των πραγμάτων, είναι η ευκαιρία να αναζητήσουμε μια καλύτερη πραγματικότητα. Η ποίηση μπορεί να σταθεί η αφετηρία για μια καλύτερη κατανόηση και, γιατί όχι, για μια βελτίωση του κόσμου.

Γιώργης Παυλόπουλος «Το ποίημα» παράλληλο για «Τα Αντικλείδια»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Salvador Dali

Γιώργης Παυλόπουλος «Το ποίημα» παράλληλο για «Τα Αντικλείδια»

Φεύγει νύχτα μ’ ένα παλιό αμάξι
γέρος πια φοράει μαύρα.
Ποιος είναι και που πηγαίνει
κανείς δεν ξέρει.
Μέσα στη σκέψη του υπάρχει το ποίημα
που ποτέ δεν θα γράψει.
Τόσο αόριστο σαν τη ζωή του.
Μέσα στο κούφιο μπαστούνι του
υπάρχει ένα φίδι χρυσό.
Καθώς θα το τυλίγει απόψε στο λαιμό της
σε κάποιο ελεεινό ξενοδοχείο
θα τον κοιτάζει στον καθρέφτη
χλωμός ο άλλος εαυτός του.
Αυτός που χρόνια φτιάχνει το ποίημα
καλπάζοντας τώρα στο πλάι του
και ανάβοντας ολοένα τ’ άλογα που έχουν μεθύσει
απ’ το σκοτάδι και τη λάσπη.

Μετά την εικόνα που μας δίνει ο Παυλόπουλος στα αντικλείδια για την πόρτα της Ποίησης που παραμένει κλειστή ενώ είναι πάντοτε ανοιχτή, έρχεται με «Το ποίημα» να μας δώσει μια εικόνα πολύ εντονότερη για την εμμονή που διακατέχει τους ποιητές.
Αναλυτικότερα:
Ο ποιητής για τον οποίο μας μιλά ο Παυλόπουλος είναι ένας άντρας γεμάτος μυστήριο καθώς κανείς δεν τον γνωρίζει και με τη στάση του δίνει την εντύπωση ότι αυτός ο γέρος ποιητής έχει περάσει πολλά χρόνια αποφεύγοντας τους ανθρώπους. Κανείς δεν τον ξέρει όπως άλλωστε και κανείς δεν ξέρει που πηγαίνει, κι αυτό γιατί εκείνος έχει αφοσιώσει τη ζωή του στην ποίηση αποφεύγοντας τις κοινωνικές συναναστροφές που μόνο εμπόδιο θα μπορούσαν να σταθούν στη δημιουργικότητά του.
Παρά την απομόνωσή του όμως και παρά το γεγονός ότι έχει πια γεράσει το ποίημα που ήθελε πάντοτε να γράψει υπάρχει ακόμη στη σκέψη του αδιαμόρφωτο και παντελώς απρόσιτο, μοιάζοντας κάπως με τη ζωή του που δεν πήρε τελικά μια οριστική μορφή, δεν απέκτησε καθαρές γραμμές και σημεία αναφοράς, εφόσον εκείνος βρισκόταν πάντοτε δέσμιος του απροσέγγιστου ποιήματος.
Ο γέρος ποιητής κατευθύνεται προς κάποιο φτηνό ξενοδοχείο όπου θα συναντήσει μια γυναίκα για να κατευνάσει ίσως τις επιθυμίες του σώματος και κρατώντας μαζί του ένα χρυσό φίδι, ένα κόσμημα για να τη δελεάσει. Κι όμως γνωρίζει ότι ακόμη και τη στιγμή που θα είναι μαζί με τη γυναίκα, ακόμη και την ώρα που θα περνά στο λαιμό της το κόσμημα, ο άλλος εαυτός του θα τον κοιτάζει χλωμός και ταλαιπωρημένος από τον καθρέφτη. Ο άλλος εαυτός του, αυτός που είναι ολόψυχα δοσμένος στην ποίηση και στη συνεχή αναζήτηση του ποιήματος, τον ακολουθεί πάντοτε και του θυμίζει τη βασική αποτυχία του, την αποτυχία του να δημιουργήσει το ποίημα.
Ακόμη και τώρα που εκείνος βρίσκεται μέσα στο αυτοκίνητο και κατευθύνεται προς το ξενοδοχείο, πλάι στα αυτοκίνητο τρέχει ο άλλος του εαυτός, ο δέσμιος της ποίησης, καλπάζοντας με τ’ άλογά του – ερχόμενος προφανώς από παλιότερες εποχές. Καλπάζει δίπλα του πιέζοντας τ’ άλογα να φτάσουν το αυτοκίνητο, αδιαφορώντας για τη λάσπη και το σκοτάδι που τα ταλαιπωρεί. Όπου κι αν πηγαίνει, όσο κι αν προσπαθεί ο εαυτός του που έχει δοθεί – μέχρι σημείου τρέλας – στην ποίηση τον ακολουθεί, θυμίζοντάς του ότι το ποίημα αυτό που χρόνια μέσα του παλεύει, παραμένει ακόμη μη διατυπωμένο, βασανιστικά απροσέγγιστο.
Η ιδέα λοιπόν που διατυπώνει ο Παυλόπουλος στα αντικλείδια ότι υπάρχουν άνθρωποι που έχουν χαλάσει μάταια τη ζωή τους προσπαθώντας να βρουν το μυστικό της ποίησης, λαμβάνει εδώ εφιαλτική υπόσταση στο πρόσωπο του γέρου ποιητή και του σκοτεινού εαυτού του, που βρίσκονται σε μια μακρόχρονη πάλη με το ποίημα.

Γιάννης Κουβαράς «Ποιητής» παράλληλο για «Τα Αντικλείδια» του Παυλόπουλου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Guido Borelli 

Γιάννης Κουβαράς «Ποιητής» παράλληλο για «Τα Αντικλείδια» του Παυλόπουλου

Ακροβατεί
χωρίς δίχτυ
στο κενό
γράφει
γαντζωμένος σαν τον εργάτη
που ισορροπεί
στο μαδέρι
με το μυστρί και το πηλοφόρι

Όμως η πτώσις του είναι βεβαία

Ο ποιητής σε μιαν απόπειρα αποτύπωσης των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι τεχνίτες του λόγου δημιουργεί δύο εξαιρετικά παραστατικές παρομοιώσεις που είναι ικανές να μεταδώσουν στον αναγνώστη το δέος που προκαλεί σε κάθε ποιητή η αναμέτρησή του με την Ποιητική Τέχνη. Όπως ένας ακροβάτης που ισορροπεί στο τεντωμένο σχοινί χωρίς να υπάρχει το δίχτυ ασφαλείας να τον διασώσει σε περίπτωση λάθους κι όπως ο παράτολμος χτίστης που κρατώντας τα εργαλεία της δουλειάς του ισορροπεί σε κάποιο μαδέρι, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή του, μόνο και μόνο για να μπορέσει να ολοκληρώσει την εργασία του, έτσι και ο ποιητής βρίσκεται σ’ ένα διαρκή και μη αναστρέψιμο κίνδυνο, καθώς έρχεται αντιμέτωπος με μια Τέχνη που απαιτεί και συχνά παίρνει ολόκληρη τη ζωή του ανθρώπου που τολμά να τεθεί στην υπηρεσία της.
Ο Παυλόπουλος μας λέει ότι κάποιοι χαλάνε μάταια και τη ζωή τους γυρεύοντας το μυστικό για να ανοίξουν την πόρτα της Ποίησης, ενώ ο Κουβαράς προχωρά την ιδέα αυτή ακόμη παραπέρα δίνοντας μας την αίσθηση ενός μοιραίου κινδύνου για τους τεχνίτες του λόγου. Κι όπως ο Παυλόπουλος αποκλείει στους ποιητές τη δυνατότητα να ανοίξουν κάποτε την πόρτα της Ποίησης, έτσι κι ο Κουβαράς, με μια επιτυχημένη διακειμενική αναφορά στον Καβάφη, προδικάζει ότι η πτώση του ποιητή είναι δεδομένη. Όσο κι αν ο ποιητής επιχειρεί να ισορροπήσει, όσο κι αν κάποτε κατορθώνει να φανεί ικανός απέναντι στους κινδύνους της ενασχόλησης με την ποίηση, δεν μπορεί τελικά να αποφύγει τη μοίρα κάθε ποιητή να πέσει στο κενό.
Η δεδομένη αυτή πτώση στο κενό μπορεί να ιδωθεί ως μια ενδεχόμενη αποτυχία να αποδώσει άρτιο ποιητικό λόγο, να βρει την καίρια έκφραση και να δώσει ποίηση άξια λόγου και άξια να διατηρηθεί στο χρόνο. Η πτώση μπορεί επίσης να γίνει αντιληπτή ως η αδυναμία τελικά του ποιητή να κατανοήσει πλήρως την ουσία της ποίησης, να βρει την πόρτα που του επιτρέπει την είσοδο στο μαγικό της κόσμο, όσα αντικλείδια κι αν φτιάξει, όσο κι αν ισορροπήσει μεταξύ λέξεων και διατυπώσεων.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...