Robert Ball
Γιώργης Παυλόπουλος «Η στάχτη» ως παράλληλο για τα Αντικλείδια
Φύσαγε ὁ ἀγέρας
ἀνέβαζε τὴ στάχτη τους
τὴν πήγαινε στὸν οὐρανὸ
φοβόταν ἐκείνη φοβόταν
οὐὰ φοβιτσιάρα τῆς φώναζε.
Πάψε τρελέ του ἔλεγε
δὲν εἴμαστε πιὰ στὴ γῆ
δὲν ἔχουμε πιὰ δέρμα
δὲν ἔχουμε μαλλιὰ
δὲν ἔχουμε μήτε μάτια.
Γίναμε στάχτη τῆς ἔλεγε
ὅμως μὲ βλέπεις καὶ σὲ βλέπω
καὶ μένει ἀκόμα ἡ ἀγάπη
ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει στάχτη
καὶ μένει ἀκόμα ἡ ἀγάπη.
Εἶμαι ἡ στάχτη σου τοῦ ἔλεγε
καὶ εἶσαι ἡ στάχτη μου
μὰ ποῦ ἀνεβαίνουμε ποῦ πᾶμε
κι ὅλο φυσάει κι ὅλο σὲ χάνω
οὐὰ φοβιτσιάρα τῆς φώναζε.
Πάψε τρελέ του ἔλεγε.
Κοινές τεχνικές του Παυλόπουλου στα δύο ποιήματά του.
Ο Παυλόπουλος στην ποίησή του χρησιμοποιεί ορισμένες τεχνικές με ιδιαίτερη συχνότητα, καθώς εξυπηρετούν την έκφραση των μηνυμάτων του και παράλληλα δημιουργούν την αίσθηση εκείνη που συνιστά τη μοναδικότητα της ποίησής του. Ο ποιητής αρέσκεται στο να εγκλωβίζει τη σκέψη του αναγνώστη σε αλληγορικές παραστάσεις που δεν προδίδουν πάντοτε με ευκολία τη μεταδιδόμενη κεντρική ιδέα, ενώ διατηρούν μια αέναη κυκλική κίνηση, αφήνοντας εκκρεμή τη διαρκή επανάληψη της ιστορούμενης πράξης.
Στο ποίημα «Η στάχτη» ο ποιητής επιχειρεί να εκφράσει την υπερβατική και διαχρονική δύναμη της αγάπης, η οποία καθίσταται ικανή να περάσει τα όρια του χρόνου και της σωματικής ύπαρξης, για να συνεχίσει δίχως τελειωμό τη λυτρωτική της επενέργεια. Η πορεία της αγάπης βέβαια είναι ιδωμένη περισσότερο ως επιθυμητή κατάσταση, ως δυνάμει επιτελούμενη υπερνίκηση των ανθρώπινων μέτρων και περιορισμών, παρά ως δεδομένη και αναμενόμενη εξέλιξη. Ο ποιητής εκφράζει εδώ μια βασική επιθυμία των ανθρώπων, να υπάρχει δηλαδή μια συνέχεια στο χρόνο, τουλάχιστον για τα πολυτιμότερα συναισθήματά μας, τουλάχιστον για μια έκφανση της με κόπο σφυρηλατημένης ύπαρξής μας, αλλά κινείται στο χώρο της φαντασίας και του νοητικά θεατού, καθώς η γνώση μας για τη συνέχεια μετά το τέλος της ύπαρξης είναι ανύπαρκτη. Για το λόγο αυτό υιοθετεί μια αλληγορική παράσταση που μέσα από το διάλογο των δύο ερωτευμένων ψυχών, δε δηλώνει την πραγματική διάσταση της ιστορίας, αλλά μια επιχειρούμενη απεικόνιση ενός πανίσχυρου, στα πλαίσια της ύπαρξης συναισθήματος, της αγάπης. Ο διάλογος και η κίνηση των ψυχών που μπορούν να γίνουν αντιληπτά από τους αναγνώστες, καθώς βρίσκουν ανάλογο στις εικόνες της καθημερινότητας αλλά και στο μυθικό υπόβαθρό τους, δεν αποτελούν παρά μια συμβολική αναπαράσταση της άυλης πορείας, μιας άυλης δύναμης. Τι μένει μετά το τέλος της ύπαρξης; Ο ποιητής δε γνωρίζει, μα εύχεται να είναι η αγάπη.
Η χρήση της αλληγορικής παρουσίασης που βρίσκεται στο ποίημα αυτό, εντοπίζεται και στο ποίημα Τα Αντικλείδια, όπου ο Παυλόπουλος θέλοντας να δώσει οπτική υπόσταση σε μια θεωρητικά συλλαμβανόμενη ιδέα, τη δύναμη της ποίησης, την παρουσιάζει ως μια ανοιχτή πόρτα που οδηγεί σε μαγευτικά λάφυρα, για όποιον είναι ικανός να αντιληφθεί πόσα έχει να προσφέρει το πέρασμα αυτής της πόρτας. Η δύναμη της αγάπης, όπως και η δύναμη ή αλλιώς η πνευματική προσφορά της ποίησης, δεν είναι παρά συναισθηματικές καταστάσεις που είτε θα δοθούν με αφηρημένες έννοιες, υποκύπτοντας στην ψυχρότητα των θεωρητικά αποδιδόμενων σκέψεων, είτε θα δοθούν με οπτικά υλοποιούμενες παραστάσεις που μπορούν να γίνουν ευρύτερα αντιληπτές, όπως τελικά επιλέγει να τις δώσει ο Παυλόπουλος. Η ποίηση παρουσιάζεται ως μια πόρτα ανοιχτή, εικόνα οικεία που υποσυνείδητα αφυπνίζει την περιέργεια του αναγνώστη – το βλέμμα πάντοτε κινείται να δει τι βρίσκεται πίσω από μια πόρτα που στέκει ανέλπιστα ανοιχτή. Ενώ η απάντηση στο τι απομένει μετά το τέλος της ύπαρξης, δίνεται από τον ποιητή με την εικόνα ενός ερωτευμένου ζευγαριού που αποσυντίθεται μα διατηρεί τη δυνατότητα της συνομιλίας, μόνο και μόνο για να μας αποκαλύψει – την επιθυμία του ποιητή – πως ακόμη κι όταν όλα τελειώσουν, η αγάπη θα συνεχίσει να υπάρχει και να συνέχει τις ανθρώπινες ψυχές.
Ένα δεύτερο κοινό στοιχείο ανάμεσα στα δύο ποιήματα είναι η διάθεση του ποιητή να αφήνει τις ιστορίες του σε μια κατάσταση διαρκούς επανάληψης. Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή, η πόρτα της Ποίησης κλείνει, μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή. Το σχήμα κύκλου μας παγιδεύει σε μια αέναη εναλλαγή στην προσβασιμότητα της ποίησης, όπως αυτή βιώνεται από τον ίδιο τον ποιητή που διαρκώς επιχειρεί να εντοπίσει τα μυστικά της Τέχνης του, το κλειδί που θα ανοίξει μια και καλή την πόρτα της Ποίησης, μα η πόρτα αυτή είναι κλειστή, χωρίς ποτέ να έχει κλείσει. Οι ποιητές από την αρχή της «ποιητικής» δημιουργίας αναμετρώνται με την Τέχνη τους, κι αυτή η αναμέτρηση ξεκινά από την αρχή για κάθε νέο δημιουργό, για κάθε νέο ποιητή που επιχειρεί να μυηθεί στα μυστικά αυτής της τόσο απρόσιτης, μα πάντοτε διαθέσιμης, Τέχνης. Αντιστοίχως, ο διάλογος των ερωτευμένων στο ποίημα «Η στάχτη» δημιουργεί ένα σχήμα κύκλου, ολότελα αναγκαίο, καθώς ο ποιητής μπορεί να εύχεται κι εν τέλει να παρουσιάζει τη διατήρηση της αγάπης, μα δεν μπορεί να δώσει τέλος σε μια άυλη ύπαρξη που, αν υφίσταται, θα είναι μάλλον χωρίς χρονικά όρια. Ο ποιητής αφήνει, επομένως, ανολοκλήρωτο και διαρκώς επαναλαμβανόμενο το διάλογο των ερωτευμένων για να μεταδώσει την αίσθηση της δίχως τέλος μεταθανάτιας ύπαρξης.
Φύσαγε ὁ ἀγέρας
ἀνέβαζε τὴ στάχτη τους
τὴν πήγαινε στὸν οὐρανὸ
φοβόταν ἐκείνη φοβόταν
οὐὰ φοβιτσιάρα τῆς φώναζε.
Πάψε τρελέ του ἔλεγε
δὲν εἴμαστε πιὰ στὴ γῆ
δὲν ἔχουμε πιὰ δέρμα
δὲν ἔχουμε μαλλιὰ
δὲν ἔχουμε μήτε μάτια.
Γίναμε στάχτη τῆς ἔλεγε
ὅμως μὲ βλέπεις καὶ σὲ βλέπω
καὶ μένει ἀκόμα ἡ ἀγάπη
ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει στάχτη
καὶ μένει ἀκόμα ἡ ἀγάπη.
Εἶμαι ἡ στάχτη σου τοῦ ἔλεγε
καὶ εἶσαι ἡ στάχτη μου
μὰ ποῦ ἀνεβαίνουμε ποῦ πᾶμε
κι ὅλο φυσάει κι ὅλο σὲ χάνω
οὐὰ φοβιτσιάρα τῆς φώναζε.
Πάψε τρελέ του ἔλεγε.
Κοινές τεχνικές του Παυλόπουλου στα δύο ποιήματά του.
Ο Παυλόπουλος στην ποίησή του χρησιμοποιεί ορισμένες τεχνικές με ιδιαίτερη συχνότητα, καθώς εξυπηρετούν την έκφραση των μηνυμάτων του και παράλληλα δημιουργούν την αίσθηση εκείνη που συνιστά τη μοναδικότητα της ποίησής του. Ο ποιητής αρέσκεται στο να εγκλωβίζει τη σκέψη του αναγνώστη σε αλληγορικές παραστάσεις που δεν προδίδουν πάντοτε με ευκολία τη μεταδιδόμενη κεντρική ιδέα, ενώ διατηρούν μια αέναη κυκλική κίνηση, αφήνοντας εκκρεμή τη διαρκή επανάληψη της ιστορούμενης πράξης.
Στο ποίημα «Η στάχτη» ο ποιητής επιχειρεί να εκφράσει την υπερβατική και διαχρονική δύναμη της αγάπης, η οποία καθίσταται ικανή να περάσει τα όρια του χρόνου και της σωματικής ύπαρξης, για να συνεχίσει δίχως τελειωμό τη λυτρωτική της επενέργεια. Η πορεία της αγάπης βέβαια είναι ιδωμένη περισσότερο ως επιθυμητή κατάσταση, ως δυνάμει επιτελούμενη υπερνίκηση των ανθρώπινων μέτρων και περιορισμών, παρά ως δεδομένη και αναμενόμενη εξέλιξη. Ο ποιητής εκφράζει εδώ μια βασική επιθυμία των ανθρώπων, να υπάρχει δηλαδή μια συνέχεια στο χρόνο, τουλάχιστον για τα πολυτιμότερα συναισθήματά μας, τουλάχιστον για μια έκφανση της με κόπο σφυρηλατημένης ύπαρξής μας, αλλά κινείται στο χώρο της φαντασίας και του νοητικά θεατού, καθώς η γνώση μας για τη συνέχεια μετά το τέλος της ύπαρξης είναι ανύπαρκτη. Για το λόγο αυτό υιοθετεί μια αλληγορική παράσταση που μέσα από το διάλογο των δύο ερωτευμένων ψυχών, δε δηλώνει την πραγματική διάσταση της ιστορίας, αλλά μια επιχειρούμενη απεικόνιση ενός πανίσχυρου, στα πλαίσια της ύπαρξης συναισθήματος, της αγάπης. Ο διάλογος και η κίνηση των ψυχών που μπορούν να γίνουν αντιληπτά από τους αναγνώστες, καθώς βρίσκουν ανάλογο στις εικόνες της καθημερινότητας αλλά και στο μυθικό υπόβαθρό τους, δεν αποτελούν παρά μια συμβολική αναπαράσταση της άυλης πορείας, μιας άυλης δύναμης. Τι μένει μετά το τέλος της ύπαρξης; Ο ποιητής δε γνωρίζει, μα εύχεται να είναι η αγάπη.
Η χρήση της αλληγορικής παρουσίασης που βρίσκεται στο ποίημα αυτό, εντοπίζεται και στο ποίημα Τα Αντικλείδια, όπου ο Παυλόπουλος θέλοντας να δώσει οπτική υπόσταση σε μια θεωρητικά συλλαμβανόμενη ιδέα, τη δύναμη της ποίησης, την παρουσιάζει ως μια ανοιχτή πόρτα που οδηγεί σε μαγευτικά λάφυρα, για όποιον είναι ικανός να αντιληφθεί πόσα έχει να προσφέρει το πέρασμα αυτής της πόρτας. Η δύναμη της αγάπης, όπως και η δύναμη ή αλλιώς η πνευματική προσφορά της ποίησης, δεν είναι παρά συναισθηματικές καταστάσεις που είτε θα δοθούν με αφηρημένες έννοιες, υποκύπτοντας στην ψυχρότητα των θεωρητικά αποδιδόμενων σκέψεων, είτε θα δοθούν με οπτικά υλοποιούμενες παραστάσεις που μπορούν να γίνουν ευρύτερα αντιληπτές, όπως τελικά επιλέγει να τις δώσει ο Παυλόπουλος. Η ποίηση παρουσιάζεται ως μια πόρτα ανοιχτή, εικόνα οικεία που υποσυνείδητα αφυπνίζει την περιέργεια του αναγνώστη – το βλέμμα πάντοτε κινείται να δει τι βρίσκεται πίσω από μια πόρτα που στέκει ανέλπιστα ανοιχτή. Ενώ η απάντηση στο τι απομένει μετά το τέλος της ύπαρξης, δίνεται από τον ποιητή με την εικόνα ενός ερωτευμένου ζευγαριού που αποσυντίθεται μα διατηρεί τη δυνατότητα της συνομιλίας, μόνο και μόνο για να μας αποκαλύψει – την επιθυμία του ποιητή – πως ακόμη κι όταν όλα τελειώσουν, η αγάπη θα συνεχίσει να υπάρχει και να συνέχει τις ανθρώπινες ψυχές.
Ένα δεύτερο κοινό στοιχείο ανάμεσα στα δύο ποιήματα είναι η διάθεση του ποιητή να αφήνει τις ιστορίες του σε μια κατάσταση διαρκούς επανάληψης. Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή, η πόρτα της Ποίησης κλείνει, μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή. Το σχήμα κύκλου μας παγιδεύει σε μια αέναη εναλλαγή στην προσβασιμότητα της ποίησης, όπως αυτή βιώνεται από τον ίδιο τον ποιητή που διαρκώς επιχειρεί να εντοπίσει τα μυστικά της Τέχνης του, το κλειδί που θα ανοίξει μια και καλή την πόρτα της Ποίησης, μα η πόρτα αυτή είναι κλειστή, χωρίς ποτέ να έχει κλείσει. Οι ποιητές από την αρχή της «ποιητικής» δημιουργίας αναμετρώνται με την Τέχνη τους, κι αυτή η αναμέτρηση ξεκινά από την αρχή για κάθε νέο δημιουργό, για κάθε νέο ποιητή που επιχειρεί να μυηθεί στα μυστικά αυτής της τόσο απρόσιτης, μα πάντοτε διαθέσιμης, Τέχνης. Αντιστοίχως, ο διάλογος των ερωτευμένων στο ποίημα «Η στάχτη» δημιουργεί ένα σχήμα κύκλου, ολότελα αναγκαίο, καθώς ο ποιητής μπορεί να εύχεται κι εν τέλει να παρουσιάζει τη διατήρηση της αγάπης, μα δεν μπορεί να δώσει τέλος σε μια άυλη ύπαρξη που, αν υφίσταται, θα είναι μάλλον χωρίς χρονικά όρια. Ο ποιητής αφήνει, επομένως, ανολοκλήρωτο και διαρκώς επαναλαμβανόμενο το διάλογο των ερωτευμένων για να μεταδώσει την αίσθηση της δίχως τέλος μεταθανάτιας ύπαρξης.
2 σχόλια:
Κωνσταντίνε, καλή χρονιά, καλή δύναμη.
Θεωρώ ότι με πολλή ευαισθησία οι "κεραίες" σου εντὀπισαν τις ομοιότητες του τρόπου, κυρίως, της τεχνικής, των δύο ποιημάτων. Εκεί είναι, πιστεύω, και η ομορφιά. Ανάμεσα σε δύο ποιήματα που φαινομενικά, βιαστικά κοιτώντας τα ( αν και πώς μπορείς να δεις βιαστικά ένα ποίημα..) δεν παρουσιάζουν ομοιότητες, να βρεις βαθύτερες σχέσεις, ουσιαστικές εκλεκτικές συγγένειες.
Μακάρι η παράλληλη ανάγνωση κειμένων να ήταν κάπως έτσι, πιο ουσιαστική, και να μην έμενε στα προφανή.
Καλή χρονιά και πάλι.
Διονύση, σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια κι εύχομαι η νέα χρονιά να είναι για όλους μας δημιουργική, και γιατί όχι, καλύτερη από την προηγούμενη.
Δημοσίευση σχολίου