Γιώργης Παυλόπουλος «Η Κόρη της Αβύσσου» ως παράλληλο για τα Αντικλείδια
Αχτύπητη κι ωραία πάνω στη Γιαμάχα της
κόβει το κρύσταλλο της νύχτας σαν διαμάντι
στην όψη της χορεύουν φλόγες
από την Κόλαση του Δάντη.
Μπαίνει στα μπαρ σεκλετισμένη κι οι νέοι ποιητές
την τρέμουνε και την κερνάνε βότκα και ουίσκι
μα Εκείνη κοιτάζει αόριστα στην πόρτα να φανεί
χλομός ο πρίγκιψ Μίσκιν.
Δεν έχει πού να κοιμηθεί, γυρίζει εδώ κι εκεί
με μια κιθάρα και δισάκι
διαβάζει κάτω από τις γέφυρες
Βιγιόν και Καρυωτάκη.
Όταν πλαγιάζει με τους οικοδόμους στα γιαπιά
το Κοινοβούλιο συνέρχεται εκτάκτως και βελάζει.
Εκείνη ονειρεύεται τη μάνα Επανάσταση
όλους να μας θηλάζει.
Κόβει με όνειρο τις φλέβες της
για να τη βλέπουνε της νύχτας οι καθρέφτες
για να παγώνει μέσα της ο κόσμος ο κακός
οι μαστροποί κι οι κλέφτες.
Ανοίγει τα συρτάρια επιδόξων συγγραφέων
με του διαβόλου τʼ αντικλείδια
κλέβει τα αισθηματικά τους κείμενα
και τα πετάει στα σκουπίδια.
Κάποτε κλαίει σαν παιδί
χώνοντας το πρόσωπο στη γούνα του ανέμου
κι άλλοτε είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω απ’ τη θάλασσα
ψάχνει για το υποβρύχιο του πλοιάρχου Νέμου.
Στο άχτιστο φως της λέξης μένει εκστατική
με δέος, ηδονή και τρόμο
στα βάθη της λογοτεχνίας χάνεται
χωρίς επιστροφή, χωρίς να βρίσκει δρόμο.
Την ποθούν, μα τους περιφρονεί
τους δήθεν εραστές του απολύτου
το γκόλφι της το χάρισε σʼ έναν τρελό τραγουδιστή
για ένα πικρό φιλί του.
Κι εμένα όταν μου λέει «Πάρε με»
τα παίζει όλα, η Θεατρίνα,
με προκαλεί ποζάροντας
σαν μια πουτάνα σε βιτρίνα.
Κι όταν μου λέει «Πεθαίνω εγώ για σένα»
εγώ δεν την πιστεύω
την άπιαστη ομορφιά της με θλίψη καρχαρία
σε μαύρη άβυσσο γυρεύω.
Αχτύπητη κι ωραία καβάλα στη Γιαμάχα της
σκίζει τις διαβάσεις του μυαλού μου σαν πριονοκορδέλα
πηδάει τους τάφους των ονείρων μου
τʼ αγάλματα και την παλιά μου ομπρέλα.
Με παίρνει πισωκάπουλα στη σέλα της
κι εγώ την αγκαλιάζω από τη μέση
γέρνω γλυκά στην πλάτη της
κλείνω τα μάτια και μʼ αρέσει.
Και μʼ ανεβάζει ανάλαφρα στον ουρανό
κι από τον ουρανό με κατεβάζει κάτου
μπαίνουμε στο βαρέλι και μαρσάροντας
γυρίζουμε γυρίζουμε το γύρο του θανάτου.
Κοινές θεματικές με τα Αντικλείδια:
Ο Παυλόπουλος στο ποίημα η κόρης της Αβύσσου μιλά για μια γυναίκα απρόσιτη μα απόλυτα σαγηνευτική που τον παρασύρει με τη γοητεία της. Η κόρη της Αβύσσου μοιάζει να είναι αδιάφορη για οτιδήποτε κοινωνικώς ορθό και παραμένει ανεπηρέαστη από το ενδιαφέρον που δείχνουν όλοι γύρω της για εκείνη. Το μόνο που φαίνεται να συναρπάζει την κόρη της Αβύσσου είναι η λογοτεχνία, στοιχείο που μας φέρνει στο τμήμα του ποιήματος που εμφανίζονται κυρίως οι κοινές θεματικές με τα Αντικλείδια:
Ανοίγει τα συρτάρια επιδόξων συγγραφέων
με του διαβόλου τʼ αντικλείδια
κλέβει τα αισθηματικά τους κείμενα
και τα πετάει στα σκουπίδια.
Κάποτε κλαίει σαν παιδί
χώνοντας το πρόσωπο στη γούνα του ανέμου
κι άλλοτε είκοσι χιλιάδες λεύγες κάτω απ’ τη θάλασσα
ψάχνει για το υποβρύχιο του πλοιάρχου Νέμου.
Στο άχτιστο φως της λέξης μένει εκστατική
με δέος, ηδονή και τρόμο
στα βάθη της λογοτεχνίας χάνεται
χωρίς επιστροφή, χωρίς να βρίσκει δρόμο.
Το ποίημα εν γένει είναι πλήρες λογοτεχνικών αναφορών, στοιχειοθετώντας εξ αρχής τη σχέση της ηρωίδας με τη λογοτεχνία: οι φλόγες από την Κόλαση του Δάντη, καθώς σχίζει τη νύχτα με τη μηχανή της, η αναμονή του πρίγκιπα Μίσκιν (Ο Ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι), τα ποιητικά της αναγνώσματα Βιγιόν και Καρυωτάκης -δυο ποιητές που παρουσιάζουν την πραγματικότητα ως έχει, χωρίς εξωραϊσμούς και μάταιες ελπίδες. Η ηρωίδα αγαπά τη λογοτεχνία και είναι διατεθειμένη να αναζητήσει παντού το νέο ανάγνωσμα που θα τη συναρπάσει. Χρησιμοποιώντας «τα αντικλείδια του διαβόλου», τη γοητεία της, αναζητά στα συρτάρια επίδοξων συγγραφέων τα έργα τους, μα πετά στα σκουπίδια τα αισθηματικά τους κείμενα, μένοντας αδιάφορη απέναντι σε λογοτεχνήματα που καταγράφουν ανώφελους συναισθηματισμούς. Η κόρη της Αβύσσου αρέσκεται σε ό,τι τη φέρνει σε επαφή με την πραγματική ζωή (κλαίει, χώνοντας το πρόσωπό της στη γούνα του ανέμου), ενώ κάποτε αφήνεται σε κείμενα που την παρασύρουν στον κόσμο της φαντασίας, ακολουθώντας για παράδειγμα τον πλοίαρχο Νέμο στο ταξίδι του (Ιούλιος Βερν «20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα).
Η κόρη της Αβύσσου μένει εκστατική στο άχτιστο φως της λέξης, εντυπωσιάζεται από τη δύναμη του λόγου, από τη μαγεία που κρύβει κάθε λέξη που μπορεί να λάβει τόσο διαφορετικά νοήματα, ανάλογα με την τοποθέτηση και την πλαισίωσή της. Οι λέξεις και η τέχνη του λόγου παρασύρουν την ηρωίδα του ποιήματος σε μια πληθώρα έντονων συναισθημάτων, καθώς χάνεται στα βάθη της λογοτεχνίας. Η κόρη της Αβύσσου αφήνεται σ’ ένα αέναο ταξίδι στον κόσμο της λογοτεχνίας μη μπορώντας ή μη θέλοντας να βρει το δρόμο της επιστροφής.
Η σχέση που αναπτύσσει η κόρης της Αβύσσου με τη λογοτεχνία, μας παραπέμπει στη σχέση που διαμορφώνεται ανάμεσα στους επίδοξους ποιητές και την απροσπέλαστη ποιητική τέχνη. Ο εγκλωβισμός της ηρωίδας στον κόσμο της λογοτεχνίας θυμίζει τους ποιητές που αφιερώνουν όλη τους τη ζωή στις προσπάθειές τους να κατακτήσουν την ποιητική τέχνη. Ενώ, ο ενθουσιασμός που προκαλεί η λέξη στην κόρη της Αβύσσου, μας φέρνει στο νου εκείνους που κοιτάζοντας μέσα από την ανοιχτή πόρτα της ποιήσεως κάτι βλέπουν και μαγεμένοι επιχειρούν να μπουν μέσα.
Σημαντικό είναι, πάντως, να τονίσουμε πως το σχήμα κύκλου και η πρόθεση του ποιητή να αφήνει στο κλείσιμο των ποιημάτων του την αίσθηση της αδιάκοπης συνέχειας, εμφανίζεται και στην κόρη της Αβύσσου. Η θεματική της πορείας με τη μηχανή που ανοίγει το ποίημα επιστρέφει και στις τελευταίες στροφές, όπου ο ποιητής με την κόρη της Αβύσσου μπαίνοντας στο βαρέλι γυρίζουν, χωρίς διαφαινόμενο τερματισμό, το γύρο του θανάτου.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου