Robert Rauschenberg
Γιάννης Πατίλης «Υπάρχω για να ληστεύω την ανυπαρξία» ως παράλληλο για τα Αντικλείδια του Παυλόπουλου
Υπάρχω για να ληστεύω την ανυπαρξία.
Από κει κουβαλάω με κόπο
Υπέροχα ποιήματα.
Είναι διάφανα, φωτεινά κι ανέκφραστα.
Αλλά στο δρόμο μού πέφτουνε, σπάνε.
Τα μπαλώνω, τα κολλάω με λέξεις.
Με λέξεις που οι άνθρωποι λένε.
Μ’ αυτά που ξέρω, που βλέπω κι ακούω.
Και τα χαλάω μ’ αυτό που υπάρχει.
(Ζεστό μεσημέρι, Αθήνα 1984)
Οι ποιητές συνθέτοντας ποιήματα ποιητικής, ποιήματα δηλαδή που αναφέρονται στην Ποίηση, επιχειρούν αφενός να τιμήσουν την τέχνη τους κι αφετέρου να την ορίσουν, έστω κι αν γνωρίζουν πως επί της ουσίας η τέχνη αυτή είναι δυσερμήνευτη και δυσπροσέγγιστη. Ο Παυλόπουλος θέλοντας να μας μεταδώσει τη δυσκολία που υπάρχει στο να προσεγγίσει κανείς τη βαθύτερη ουσία της ποίησης, δημιουργεί μιαν πρωτότυπη αλληγορία, όπου η Ποίηση παρουσιάζεται σαν μια πόρτα ανοιχτή. Μια πόρτα, όμως, που κλείνει για όποιον επιχειρήσει να τη διαβεί, καθώς στην πραγματικότητα τα μυστικά της ποιητικής τέχνης είναι απρόσιτα για όλους.
Ο Γιάννης Πατίλης, με τη σειρά του, επιχειρεί να εκφράσει τη μοναδικότητα της ποίησης, αλλά και τη δυσκολία για την πραγμάτωσή της, παρουσιάζοντας ως πηγή για την άντληση των ποιημάτων την «ανυπαρξία». Οι εικόνες που δίνονται στην ποίηση αντλούνται από έναν κόσμο ιδεατό, από έναν κόσμο τόσο τέλειο που δεν μπορεί καν να θεωρηθεί υπαρκτός. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο ποιητής «Υπάρχω για να ληστεύω την ανυπαρξία», από την ανυπαρξία, από τον αθέατο αυτό κόσμο ο ποιητής κουβαλά υπέροχα ποιήματα.
Είναι διάφανα, φωτεινά κι ανέκφραστα.
Αλλά στο δρόμο μού πέφτουνε, σπάνε.
Τα υπέροχα ποιήματα που αντλεί ο ποιητής από τον κόσμο της ανυπαρξίας, έχουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που φανερώνουν την αρτιότητά τους, είναι διάφανα, φωτεινά, αλλά και ανέκφραστα. Η ομορφιά τους τονίζεται μέσα από τη φωτεινότητα και τη διαύγειά τους, ενώ η δυσκολία απόδοσής τους από το γεγονός ότι είναι «ανέκφραστα», από το γεγονός δηλαδή ότι δεν έχουν ακόμη καν διατυπωθεί. Ο ποιητής επιχειρεί να μεταφέρει τα εξαίσια αυτά ποιήματα από τον κόσμο της ανυπαρξίας, στον δικό μας κόσμο, αλλά κατά τη μεταφορά του πέφτουν και σπάνε.
Όπως ο Παυλόπουλος παρουσιάζει τη δυσκολία των ποιητών να γνωρίσουν τη βαθύτερη ουσία της ποίησης μέσα από τις συνεχείς, αλλά μάταιες, προσπάθειές τους να φτιάξουν το αντικλείδι εκείνο που θα τους επιτρέψει να ανοίξουν την πόρτα της Ποίησης. Έτσι και ο Πατίλης παρουσιάζει τη δυσκολία να λάβουν μορφή τα ιδεατά εκείνα ποιήματα που ληστεύει από τον κόσμο της ανυπαρξίας. Ο ποιητής βλέπει σ’ έναν φανταστικό κόσμο τα τέλεια ποιήματα, αλλά αδυνατεί να τα μεταφέρει στο δικό μας κόσμο, με την τέλεια μορφή που έχουν στην πρωταρχική και καθαρή τους μορφή. Η εικόνα που δημιουργεί ο Πατίλης μας παραπέμπει στον κόσμο των Ιδεών του Πλάτωνα, όπου εκεί βρίσκονται οι Ιδέες όλων των πραγμάτων που συναντούμε στον δικό μας κόσμο. Με τον ίδιο ατελή τρόπο που οι άνθρωποι, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, προσπαθούν να μιμηθούν τις αρχικές Ιδέες, που η ψυχή τους κάποτε αντίκρισε στον κόσμο των Ιδεών, για να κατασκευάσουν τα αντικείμενα, επιχειρεί και ο ποιητής να μεταφέρει τα τέλεια ποιήματα στον κόσμο μας. Η ιδέα του ιδανικού ποιήματος υπάρχει και είναι ορατή για τον ποιητή, αλλά η μετουσίωση της ιδέας σε πραγματικό ποίημα είναι αδύνατη. Τα ποιήματα κατά τη μεταφορά πέφτουν και σπάνε.
Τα μπαλώνω, τα κολλάω με λέξεις.
Με λέξεις που οι άνθρωποι λένε.
Μ’ αυτά που ξέρω, που βλέπω κι ακούω.
Και τα χαλάω μ’ αυτό που υπάρχει.
Ο ποιητής επιχειρεί με τα εκφραστικά μέσα του και με τα εκφραστικά μέσα γενικότερα των ανθρώπων να δώσει μορφή στα ιδεατά ποιήματα, επιχειρεί μέσα από τα βιώματα και τα ερεθίσματα που έχει από τον κόσμο γύρω του να τους δώσει περιεχόμενο, αλλά διαπιστώνει ότι έτσι, με το να χρησιμοποιεί δηλαδή όσα αντλεί από τον υπαρκτό κόσμο, χαλάει τα ιδανικά ποιήματα που με κόπο έκλεψε από τον κόσμο της ανυπαρξίας.
Η μεταφορά επομένως των υπέροχων ποιημάτων που η ψυχή του ποιητή αντικρίζει στον κόσμο της ανυπαρξίας ματαιώνεται, όπως διαρκώς ματαιώνεται και η παραβίαση της κλειστής πόρτας της Ποιήσεως. Η πραγματική υπόσταση της ποίησης, όπως και η υλοποίηση του ιδανικού ποιήματος, καθίσταται αδύνατη, μιας και τα κοινά μέσα που έχουν στη διάθεσή τους οι άνθρωποι δεν αρκούν για να προσεγγίσουν τη γνήσια υπόσταση της πάντοτε απρόσιτης ποιητικής τέχνης. Τα αντικλείδια των ποιητών αποτυγχάνουν να ανοίξουν την πόρτα της Ποίησης, όπως οι λέξεις και τα βιώματα των ανθρώπων, αδυνατούν να δώσουν μορφή στα τέλεια ποιήματα, που παραμένουν φωτεινά και διάφανα μόνο στον κόσμο της ανυπαρξίας.
Τόσο ο Παυλόπουλος όσο και ο Πατίλης καταφεύγουν στη χρήση αντιφάσεων για να δώσουν με παραστατικότητα και ενάργεια την αδυναμία που αισθάνονται στο να προσεγγίσουν την πραγματική Ποίηση. Η πόρτα της ποίησης παραμένει κλειστεί, αν και είναι πάντοτε ανοιχτή, ενώ τα υπέροχα ποιήματα τα ληστεύει ο ποιητής από τον κόσμο της ανυπαρξίας.
Δείτε επίσης:
Δείτε επίσης:
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου