Frederic Edwin Church
Γιώργος Σεφέρης «Θερινό Ηλιοστάσι» ΙΓ΄
Λίγο ακόμη και θα σταματήσει ο
ήλιος.
Τα ξωτικά της αυγής
φύσηξαν στα στεγνά κοχύλια∙
το πουλί κελάηδησε τρεις φορές
τρεις φορές μόνο∙
η σαύρα πάνω στην άσπρη πέτρα
μένει ακίνητη
κοιτάζοντας το φρυγμένο χόρτο
εκεί που γλίστρησε η δεντρογαλιά.
Μαύρη φτερούγα σέρνει ένα βαθύ
χαράκι
ψηλά στο θόλο του γαλάζιου –
δες τον, θ’ ανοίξει.
Αναστάσιμη ωδίνη.
Στο ποίημα αυτό ο Σεφέρης
δημιουργεί μια ατμόσφαιρα αναμονής, συνεχίζοντας τη θεματική της επερχόμενης
αναγέννησης που είχε δημιουργήσει στο αμέσως προηγούμενο ποίημα (ΙΒ΄).
Ο πρώτος στίχος «Λίγο ακόμη και
θα σταματήσει ο ήλιος», μας παραπέμπει στην καταληκτική στροφή του προηγούμενου
ποιήματος: «Το φως είναι σφυγμός / ολοένα πιο αργός και πιο αργός / θαρρείς πως
πάει να σταματήσει». Το σταμάτημα του ήλιου συμβολίζει το τέλος μιας εποχής και
το συνεπαγόμενο φανέρωμα μιας νέας, που -ιδεατά- θα έχει αποβάλει τις
παθογένειες της προηγούμενης.
Η αδράνεια των πολιτών, η
αδιαφορία τους για την πορεία της κοινωνίας, η αδυναμία τους να δουν πέρα από
τον εαυτό τους, αποτελούν την εικόνα της παρακμής, την εικόνα μιας κοινωνίας
που οδηγείται κατ’ ανάγκη στο θάνατο. Ο ποιητής πλέον προσδοκά μια ουσιαστική
αφύπνιση, που θα φέρει τους πολίτες αντιμέτωπους με τον πραγματικό τους ρόλο. Ο
ποιητής ευελπιστεί πως πλέον οι άνθρωποι θα ξεφύγουν από την αποχαύνωση που
τους χαρακτήριζε μέχρι τώρα και θα αναλάβουν ενεργά τα ηνία, όχι μόνο της ζωής
τους, αλλά και της κοινωνίας τους.
Το ποίημα, άλλωστε, επιχειρεί να
αποδώσει το κλίμα αδράνειας που μοιάζει να είναι κυρίαρχο στα χρόνια του
ποιητή. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα θερινής ραστώνης, όπου η ανθρώπινη παρουσία
είναι ανύπαρκτη, ο ποιητής προετοιμάζει την εμφάνιση ενός οιωνού, που θα
σημάνει την επερχόμενη αναγέννηση.
Η απουσία των ανθρώπων είναι
βέβαια συμβολική, καθώς αποδίδει την αίσθηση του ποιητή πως οι συγκαιρινοί του
αφήνουν τη ζωή τους να περνά ερήμην τους. Έτσι, λίγο προτού ξεκινήσει η
«Αναστάσιμη ωδίνη», ο πόνος ενός λυτρωτικού τοκετού, που θα φέρει στη ζωή έναν
νέο κόσμο, ο ποιητής αποκλείει την ανθρώπινη παρουσία απ’ τους στίχους του.
«Τα ξωτικά της αυγής
φύσηξαν στα στεγνά κοχύλια∙»
Το ξεκίνημα της μέρας βρίσκει τις
υπερφυσικές παρουσίες των ξωτικών, που έχουν εύλογα κατοικήσει τον
εγκαταλελειμμένο απ’ τους ανθρώπους τόπο, να φυσούν τα στεγνά κοχύλια, σε μια
μάταιη προσπάθεια αφύπνισης. Τα στεγνά κοχύλια, συνάμα, μας παραπέμπουν στο
θερινό τοπίο που φλέγεται υπό τον σχεδόν ακινητοποιημένο ήλιο.
«το πουλί κελάηδησε τρεις φορές
τρεις φορές μόνο∙
η σαύρα πάνω στην άσπρη πέτρα
μένει ακίνητη
κοιτάζοντας το φρυγμένο χόρτο
εκεί που γλίστρησε η
δεντρογαλιά.»
Το πουλί κελαηδά μόνο τρεις
φορές, όπως εμφατικά δηλώνεται μέσω της επανάληψης. Η επιμονή στον αριθμό τρία μας
παραπέμπει στην ιδιαίτερη σηματοδότηση του αριθμού αυτού που διατρέχει την
αρχαιοελληνική αλλά και τη χριστιανική παράδοση.
Παράλληλα, η ματαίωση του
κελαηδίσματος ενισχύει την αίσθηση πως κάτι το ξεχωριστό πρόκειται να συμβεί,
κι αυτό γίνεται αντιληπτό, όχι απ’ τους αμέτοχους ανθρώπους, αλλά από τα πουλιά
και τα ερπετά που είναι πάντοτε σε αμεσότερη επαφή με τα σημάδια της φύσης.
Η σαύρα μένει ακίνητη πάνω στην
πέτρα, κοιτάζοντας το καμένο χόρτο απ’ το οποίο μόλις πέρασε μια δεντρογαλιά
(φίδι). Μ’ αυτή την εικόνα, της ακινητοποιημένης σαύρας, ο ποιητής ολοκληρώνει
το σκηνικό που επικρατεί στιγμές μόλις προτού γίνει η χαραγματιά στο θόλο του
ουρανού, η χαραγματιά που θα θέσει σε κίνηση τη διαδικασία της γέννησης.
«Μαύρη φτερούγα σέρνει ένα βαθύ
χαράκι
ψηλά στο θόλο του γαλάζιου –
δες τον, θ’ ανοίξει.»
Η μαύρη φτερούγα -δυσοίωνο
σύμβολο- σέρνει μια βαθιά χαραγματιά στον ουρανό, κι ο ποιητής με μια αποστροφή
προς ένα δεύτερο πρόσωπο, που δεν είχε μέχρι στιγμής δηλωθεί στο ποίημα, το
καλεί να κοιτάξει προς τον ουρανό που είναι έτοιμος πια ν’ ανοίξει. Η αποστροφή
αυτή αποτελεί το μόνο σημείο που υποδηλώνει την ανθρώπινη παρουσία, αλλά μόνο
στο ρόλο του άπραγου θεατή.
Το γεγονός, άλλωστε, πως η
χαραγματιά στον ουρανό γίνεται από μια μαύρη φτερούγα, αποτελεί σαφή υπενθύμιση
πως η αναγέννηση έρχεται μέσα από την πλήρη παρακμή της κοινωνίας. Δεν
πρόκειται, δηλαδή, για μια αναγέννηση που προέκυψε απ’ τις συνειδητές
προσπάθειες των πολιτών, αλλά για μια κατάσταση που ήρθε ως συνέπεια της
αδράνειας, της αδιαφορίας και της αυτοκαταστροφικής πορείας της κοινωνίας.
Η νέα κοινωνία θα γεννηθεί μέσα
από τις στάχτες της παλιάς, που οδηγήθηκε κατ’ ανάγκη στην κατάρρευση από τα
λάθη των ανθρώπων της.
Το ποίημα που ακολουθεί και
ολοκληρώνει το «Θερινό Ηλιοστάσι» είναι ενδεικτικό για την αναπόφευκτη
καταστροφή της παρακμασμένης πολιτείας. Η αναγεννημένη πολιτεία θα προκύψει απ’
τις στάχτες του παρελθόντος. Κάθε παθογένεια του παρελθόντος πρέπει να παραδοθεί
στις φλόγες, γιατί μόνο έτσι μπορεί να δημιουργηθεί μια εξαγνισμένη καινούρια
πολιτεία:
....
Όπως το πεύκο καταμεσήμερα
κυριεμένο απ’ το ρετσίνι
βιάζεται να γεννήσει τη φλόγα
και δε βαστά πια την παιδωμή –
φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη
στάχη
και να τη σπείρουν.
Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά.
...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου