Peter Lindbergh
Francesco Petrarca «Λάουρα»
Έρωτα, ιδές τη νια που μας δοξάζει
κι είν’ όλη περηφάνια και καμάρι,
κοίτα τη γλύκα που έχει και τι
χάρη
κι είναι σαν λάμψη που ο ουρανός
σταλάζει.
Κοίταξε με τι σπάνια τέχνη βάζει
το χρυσάφι και το μαργαριτάρι
και πώς σιγά με ανάλαφρο ποδάρι
περπατεί και πώς στρέφει και
κοιτάζει.
Κάτω απ’ τα δέντρα τα
πυκνογυρμένα,
χορτάρια κι άνθη που τη γη
στολίζουν
να τα πατήσει την παρακαλούνε.
Φεγγοβολούν τα αιθέρια μαγεμένα,
γιατί εκεί που τα μάτια της
θωρούνε
τόση γαλήνη κι ομορφιά χαρίζουν.
[Μετάφραση: Μαρίνος Σιγούρος]
Τα σονέτα του Πετράρχη,
αφιερωμένα στη Λάουρα, στην εξιδανικευμένη γυναίκα που δεσπόζει στη φαντασία
του και κινεί το συναισθηματικό του κόσμο με μια πρωτόφαντη ένταση, αποτελούν
μια πρώτη έκφανση της αλλαγής που επιφέρει η Αναγέννηση στη σκέψη και στον
τρόπο προσέγγισης του ερωτικού συναισθήματος των ανθρώπων της εποχής. Μετά την
αυστηρή θέαση του έρωτα που κυριάρχησε κατά το Μεσαίωνα, με τη θρησκευτική
επιταγή για τιθάσευση των παθών, η Αναγέννηση επιτρέπει εκ νέου στους ανθρώπους
να αντικρίσουν τη σωματική τους υπόσταση ως άξια προσοχής και σεβασμού.
Ο Πετράρχης, βέβαια, ως μέλος του
κλήρου καλείται να εξισορροπήσει εντός του την έλξη του για τη νεαρή γυναίκα με
την ανάγκη του να παραμείνει πιστός τηρητής των αρχών που πρεσβεύει. Η επιλογή
του είναι να εξυψώσει τη Λάουρα σ’ ένα επίπεδο σχεδόν θεϊκό, αποδίδοντάς της
ένα κάλλος υπερκόσμιο και ιδιότητες που δεν προσιδιάζουν σε απλούς ανθρώπους.
Με την εξύψωση αυτή επιτυγχάνει την αποδέσμευση της αγαπημένης γυναίκας από τη
συσχέτισή της με οτιδήποτε θα μπορούσε να ασχημίσει την αρετή και την αγνότητά
της. Με τον τρόπο αυτό η Λάουρα των σονέτων του, δεν είναι πια μια πραγματική
γυναίκα, είναι το σύμβολο της ιδεατής γυναίκας, που παραμένει απρόσιτη απ’ το
πάθος του θνητού ποιητή.
Στα σονέτα του Πετράρχη ο
θαυμασμός του ποιητή για την ιδανική γυναίκα, τρέπεται σε φλογερό πάθος που
πληγώνει την ψυχή του και τον ωθεί σε ακραίες δηλώσεις αγάπης, αφοσίωσης, αλλά
και πόνου. Ο ποιητής διεκδικεί στους στίχους του την αγαπημένη γυναίκα, την
εξυμνεί, την κακίζει, την παρακαλά, και την ακολουθεί τυφλά υποταγμένος στο
πάθος του μέχρι το θάνατό της που σβήνει μέσα του κάθε διάθεση για ζωή.
Η Λάουρα, την οποία ο ποιητής
αντίκρισε για πρώτη φορά το 1327, σύμφωνα με τα στοιχεία που αντλούνται από τα
σονέτα του, υπήρξε μια παντρεμένη γυναίκα, που δεν είχε κανένα ιδιαίτερο
ενδιαφέρον για τον παράφορα ερωτευμένο υμνητή της. Ο θάνατος πάντως της Λάουρας
το 1348 στοίχισε πάρα πολύ στον ποιητή.
Έρωτα, ιδές τη νια που μας
δοξάζει
κι είν’ όλη περηφάνια και καμάρι,
κοίτα τη γλύκα που έχει και τι
χάρη
κι είναι σαν λάμψη που ο ουρανός
σταλάζει.
Απέχοντας ακόμη από τη στιγμή που
το πάθος του ποιητή για τη Λάουρα θα τραπεί σ’ ένα συνεχές μαρτύριο, ετούτο το
σονέτο διακρίνεται για την ευφρόσυνη διάθεσή του. Ο ποιητής με αγνό θαυμασμό
προχωρά στην ένταξη της εξιδανικευμένης γυναίκας στο φυσικό περιβάλλον
-εγκοσμίωση- όπου με τη χάρη και την ομορφιά της, το θέλγει, το αναστατώνει και
το υποτάσσει.
Το σονέτο ξεκινά με μια
προσφώνηση προς τον προσωποποιημένο Έρωτα, τον οποίο ο ποιητής καλεί να
κοιτάξει τη νέα κοπέλα, η οποία με την ομορφιά της δοξάζει τους ανθρώπους. Η
Λάουρα των σονέτων κινείται ανάμεσα στην ανθρώπινη υπόσταση και φύση της και
στην υπερκόσμια ποιότητα του κάλλους της, που την κρατά πολύ υψηλότερα από κάθε
άλλη θνητή παρουσία.
Η Λάουρα είναι γεμάτη περηφάνια
και καμάρι, καθώς έχει πλήρη επίγνωση της ομορφιάς και της νιότης της. Η Λάουρα
απέχει από το πρότυπο της συνεσταλμένης γυναίκας που αρνείται να αναγνωρίσει τη
δύναμη της ομορφιάς της. Αποδέχεται με καμάρι τα στοιχεία εκείνα που συνιστούν
το ιδιαίτερο κάλλος της και τα ενισχύει με τη στάση της. Γλυκιά, γεμάτη
θηλυκότητα και χάρη, είναι τόσο όμορφη που μοιάζει, στα μάτια του ποιητή, με
μια λάμψη που στέλνει ο ίδιος ο ουρανός για να κοσμήσει τη γη.
Οι προσωποποιήσεις του έρωτα και
του ουρανού τονίζουν εξαρχής την ιδιαιτερότητα αυτής της γυναίκας, που αν και
θνητή γίνεται αποδέκτης μιας ουράνιας εύνοιας.
Κοίταξε με τι σπάνια τέχνη βάζει
το χρυσάφι και το μαργαριτάρι
και πώς σιγά με ανάλαφρο ποδάρι
περπατεί και πώς στρέφει και
κοιτάζει.
Κάθε κίνηση της Λάουρας είναι ένα
γιόρτασμα της θηλυκότητας, μιας κι η νεαρή γυναίκα γνωρίζει άριστα πώς να θέλγει
τον παρατηρητή της. Ο τρόπος που φορά τα κοσμήματά της, ο τρόπος που περπατά κι
η χάρη με την οποία στρέφει το βλέμμα της για να κοιτάξει το χώρο γύρω της, είναι
όλα φανερώματα μιας γυναίκας που ξέρει πώς να αναδείξει τη θηλυκή της υπόσταση.
Κάτω απ’ τα δέντρα τα
πυκνογυρμένα,
χορτάρια κι άνθη που τη γη
στολίζουν
να τα πατήσει την παρακαλούνε.
Η έλξη που ασκεί η Λάουρα στο
φυσικό χώρο γύρω της είναι τέτοιας έντασης, ώστε τα δέντρα μοιάζουν να
υποκλίνονται μπροστά της, ενώ τα χορτάρια και τα λουλούδια της γης την
παρακαλούν να τα πατήσει, μόνο και μόνο για να έχουν την ευκαιρία να προσφέρουν
την ευωδιά τους σ’ αυτήν και συνάμα να αισθανθούν την επαφή με το σώμα της.
Με τη στροφή αυτή η ξεχωριστή
φύση της Λάουρας, που δόθηκε υπαινιχτικά στους πρώτους στίχους, γίνεται τώρα
περισσότερο σαφής. Η Λάουρα δεν είναι απλά μια όμορφη γυναίκα∙ η Λάουρα έχει ένα κάλλος που
δεν μπορεί να νοηθεί ως θνητό γέννημα. Μόνο μια θεϊκή παρέμβαση θα μπορούσε να
εξηγήσει τη δύναμη που κατέχει η ομορφιά αυτής της μοναδικής γυναίκας. Η
υποταγή της φύσης στο πέρασμά της, προσδίδει στη νεαρή γυναίκα εκείνη τη δόση
θεϊκότητας, που καθιστά απόλυτα δικαιολογημένο το θαυμασμό του ποιητή.
Ο ποιητής, λοιπόν, δεν έχει
παραδοθεί στο θαυμασμό του για μια θνητή γυναίκα, αλλά για μια παρουσία σχεδόν
υπερβατική, που βρίσκεται πλησιέστερα στη θεϊκή φύση απ’ ό,τι στην ανθρώπινη.
Άρα, το πάθος του ποιητή δεν είναι μια σαρκική έλξη ή ένας απλός ενθουσιασμός
για μια όμορφη κοπέλα, είναι η ανταπόκρισή του σ’ ένα δημιούργημα που έχει
δεχτεί τη θεϊκή, την ουράνια ευλογία.
Φεγγοβολούν τα αιθέρια μαγεμένα,
γιατί εκεί που τα μάτια της
θωρούνε
τόση γαλήνη κι ομορφιά χαρίζουν.
Η καταληκτική στροφή του σονέτου
ενισχύει τη θεϊκότητα της αγαπημένης γυναίκας, η οποία μοιάζει ικανή να
προσφέρει με το κοίταγμά της και μόνο γαλήνη κι ομορφιά στο χώρο γύρω της.
Έτσι, τα αιθέρια, το ίδιο το σύμπαν, φεγγοβολά μαγεμένο, προσμένοντας την
ευλογία της ματιάς της.
Η Λάουρα απομακρύνεται διαμιάς
απ’ τον κόσμο της θνητότητας και περνά στον κόσμο της Ιδέας, στον κόσμο μιας
τέτοιας πνευματικότητας, που της προσφέρει το προνόμιο να ασκεί θεϊκή επίδραση.
Τα πετραρχικά σονέτα αποτελούνται
από δύο τετράστιχες στροφές και δύο τρίστιχες. Η ομοιοκαταληξία στις
τετράστιχες στροφές έχει ως εξής: ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον
τέταρτο, ενώ ο δεύτερος με τον τρίτο.
Στο πλαίσιο της ομοιοκαταληξίας
οι δύο τρίστιχες στροφές που ολοκληρώνουν το σονέτο διαπλέκονται μεταξύ τους,
καθώς έχουμε το εξής σχήμα: ο πρώτος στίχος του πρώτου τρίστιχου
ομοιοκαταληκτεί με τον πρώτο του δεύτερου τρίστιχου, ο δεύτερος στίχος του
πρώτου τρίστιχου ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο του δεύτερου, ενώ ο τρίτος στίχος
του πρώτου τρίστιχου ομοιοκαταληκτεί με το δεύτερο του δεύτερου τρίστιχου.
Σχηματικά η ομοιοκαταληξία στα δύο τρίστιχα έχει ως εξής: αβγ - αγβ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου