Rainer Maria Rilke «Σβήσε τα μάτια μου...»
Σβήσε τα μάτια μου∙ μπορώ να σε κοιτάζω,
τ’ αυτιά μου σφράγισέ τα, να σ’
ακούω μπορώ.
Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να ‘ρθω
σ’ εσένα,
και δίχως στόμα, θα μπορώ να σε
παρακαλώ.
Κόψε τα χέρια μου, θα σε
σφιχταγκαλιάζω,
σαν να ήταν χέρια, όμοια καλά, με
την καρδιά.
Σταμάτησέ μου την καρδιά, και θα
καρδιοχτυπώ
με
το κεφάλι.
Κι αν κάμεις το κεφάλι μου
σύντριμμα, στάχτη, εγώ
μέσα στο αίμα μου θα σ’ έχω πάλι.
[Μετάφραση: Κωστής Παλαμάς]
Ο ποιητής δοσμένος απόλυτα σ’
έναν έρωτα που τον ωθεί στην υπερβολή, σ’ έναν έρωτα που του δημιουργεί την
αίσθηση πως είναι ικανός να ξεπεράσει κάθε ανθρώπινο μέτρο, αντικρίζει το
ενδεχόμενο της μη ανταπόκρισης ως μη επαρκές για να κάμψει τη δύναμη του
αισθήματος που τον έχει κυριεύσει.
Η αξία αυτού καθαυτού του
ερωτικού συναισθήματος είναι κατά τον ποιητή τέτοια, ώστε μπορεί να υπάρχει και
αυτόνομο, χωρίς την προοπτική της συνύπαρξης με το αγαπημένο πρόσωπο. Άλλωστε,
ο έρωτας λαμβάνει την πιο τραγική και έντονη διάστασή του, όταν δε βρίσκει την
πολυπόθητη ανταπόκριση.
Οι στίχοι του ποιήματος
διακρίνονται για την υπερβολή και για τη δραματικότητά τους, καθώς ο έρωτας
μοιάζει να έχει λάβει πλήρως τον έλεγχο της υπόστασης του ποιητή και είναι
έτοιμος να εκδηλωθεί ακόμη και με τον πιο ακραίο τρόπο.
«Σβήσε
τα μάτια μου∙ μπορώ να σε κοιτάζω
τ’
αυτιά μου σφράγισέ τα, να σ’ ακούω μπορώ»
Ο
ποιητής που αισθάνεται τη μορφή της αγαπημένης του να έχει εμποτίσει κάθε πτυχή
του είναι του, δηλώνει πως ακόμη κι αν έχανε το φως του, ακόμη και αν δεν
μπορούσε να κοιτάζει την αγαπημένη του, θα μπορούσε να τη βλέπει, καθώς ακόμη
και η πιο μικρή λεπτομέρεια που συνθέτει την ύπαρξή της είναι χαραγμένη στη
σκέψη και στην ψυχή του. Ο ερωτευμένος ποιητής έχει παρατηρήσει με τέτοια
αφοσίωση και λατρεία την αγαπημένη του, ώστε έχει καταγράψει στο μυαλό του κάθε
χαρακτηριστικό του προσώπου της, κάθε ιδιαίτερη ατέλεια, κάθε έκφραση και κάθε
μικρή σύσπαση, που συνθέτει την ξεχωριστή ομορφιά του αγαπημένου προσώπου.
Με
τον ίδιο τρόπο ακόμη και τα λόγια της, ο ιδιαίτερος τρόπος των συλλογισμών της,
έχουν εγγραφεί πλέον στην ψυχή του, ώστε δεν έχει πια την ανάγκη τα αυτιά του
για να την ακούει. Γνωρίζει κάθε εναλλαγή της φωνής της, γνωρίζει κάθε
χρωματισμό που λαμβάνει ο ήχος της, ώστε μπορεί να την ακούει μέσα του έστω κι
αν εκείνη τον έχει αποκλείσει απ’ τον πραγματικό ήχο της φωνής της.
«Χωρίς
τα πόδια μου μπορώ να’ρθω σ’ εσένα
και
δίχως στόμα, θα μπορώ να σε παρακαλώ»
Η
ένταση του ερωτικού συναισθήματος είναι τέτοια που ο ποιητής νιώθει πώς ακόμη
κι αν δεν μπορούσε να περπατήσει, ακόμη και χωρίς τα πόδια του, θα ήταν ικανός
να φτάσει στην αγαπημένη του, καθώς κανένα εμπόδιο δεν είναι ικανό να τον
αποτρέψει από το να βρίσκεται κοντά της. Η αίσθηση του ποιητή πως θα μπορούσε
να ξεπεράσει οτιδήποτε προκειμένου να βρίσκεται κοντά στο πρόσωπο που αγαπά,
αποτελεί ένα βασικό χαρακτηριστικό των ερωτευμένων, οι οποίοι είναι πάντοτε
διατεθειμένοι να υποβληθούν σε κάθε πιθανή δοκιμασία για χάρη του αγαπημένου
προσώπου.
Αντίστοιχα,
ακόμη και χωρίς να της μιλά, ακόμη και χωρίς τη δυνατότητα της ομιλίας μπορεί
να την παρακαλά να τον δεχτεί κοντά της, με τη σκέψη του, με το σώμα και με την
ίδια την ψυχή του. Η έκκληση και η ανάγκη γι’ αυτόν τον έρωτα είναι τόσο
ισχυρή, ώστε δε χρειάζεται πια να εκφράζεται λεκτικά για να γίνεται αντιληπτή,
για να φτάνει σ’ εκείνη.
«Κόψε
τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω,
σαν
να ήταν χέρια, όμοια καλά, με την καρδιά.»
Ο
ποιητής αισθάνεται πως ακόμη κι αν η αγαπημένη του, του έκοβε τα χέρια, δεν θα
μπορούσε να τον αποτρέψει από το να την αγκαλιάζει, καθώς θα χρησιμοποιούσε
αντί για τα χέρια του, την καρδιά του. Η αγάπη που αισθάνεται ο ποιητής και η
ανάγκη του να έρχεται σ’ επαφή με την αγαπημένη του, να την αγγίζει και να τη
νιώθει κοντά του είναι τόσο έντονη, ώστε θα μπορούσε να εσωτερικεύσει τα
συναισθήματα αυτά και θα μπορούσε να βιώσει το άγγιγμα της αγαπημένης του
νοητά, σαν να την αγκάλιαζε με την ίδια του την καρδιά.
Ο
ποιητής δηλώνει με τον τρόπο αυτό πως τίποτε δεν θα μπορούσε να τον αποτρέψει
από το να αποζητά και να επιδιώκει την επαφή με την αγαπημένη του. Η αίσθηση
αυτή του ποιητή βρίσκει, βέβαια, πλήρη ανταπόκριση στους ερωτευμένους, οι
οποίοι επιδιώκουν να βρίσκονται πάντοτε σε συνεχή επαφή, ώστε να εκφράζουν την
αγάπη τους με το χάδι και την αγκαλιά, και ώστε να αισθάνονται το αγαπημένο
τους πρόσωπο όσο πιο κοντά τους γίνεται.
«Σταμάτησέ
μου την καρδιά, και θα καρδιοχτυπώ
με το κεφάλι.»
Ακόμη
κι αν η αγαπημένου του μπορούσε να σταματήσει την καρδιά του, το κέντρο της
ζωής αλλά και το κέντρο, όπως συνηθίζουμε να το χαρακτηρίζουμε, των
συναισθημάτων, εκείνος θα συνέχιζε να καρδιοχτυπά, θα συνέχιζε να βιώνει τον
έρωτά του με τη βοήθεια του μυαλού και της σκέψης του. Ακόμη κι αν έπαυε να
χτυπά η καρδιά του, ο έρωτάς του θα παρέμενε ζωντανός και θα συνέχιζε να πάλλετε
στο μυαλό του, σ’ ένα εγκεφαλικό επίπεδο, αλλά πάντοτε εξίσου δυνατός και
κυρίαρχος.
Ο
ποιητής εδώ συνεχίζει την κλιμακωτή παρουσίαση της έντασης με την οποία βιώνει
τον έρωτά του, δηλώνοντας πως δεν χρειάζεται ούτε καν την καρδιά του για να
μπορεί να βιώνει την αγάπη του. Η υπερβολική αυτή έκφραση, έρχεται να αποδώσει
την αίσθηση των ερωτευμένων πως ο έρωτας έχει κατακλύσει την ύπαρξή τους σε
τέτοιο βαθμό, ώστε να βρίσκεται ισχυρός σε κάθε σημείο του σώματος, σε κάθε
σκέψη και κάθε πράξη.
«Κι αν κάμεις το κεφάλι μου
σύντριμμα, στάχτη, εγώ
μέσα στο αίμα μου θα σ’ έχω
πάλι.»
Η λατρεμένη μορφή της γυναίκας, η
ιδιαίτερη γοητεία της ύπαρξής της, κι η δύναμη που ασκεί στην ψυχή του
ερωτευμένου ποιητή, δεν αποτελούν απλώς ένα εξωτερικό ερέθισμα, έχουν πια
εισέλθει στο είναι του κι έχουν γίνει κομμάτι αναπόσπαστο της ίδιας της ύπαρξής
του. Ακόμη κι αν προσπαθούσε κάποιος να τον αποτρέψει απ’ το να αισθάνεται
αυτόν τον έρωτα, με τον πιο βίαιο τρόπο, κάνοντας συντρίμμια το κεφάλι του και
καίγοντάς το∙ ακόμη, δηλαδή,
κι αν συνέτριβε το κέντρο κάθε λογικής διεργασίας, το κέντρο της σκέψης και
συνάμα το κέντρο κάθε συναισθήματος, δε θα πετύχαινε το σκοπό του. Ο έρωτας που
αισθάνεται ο ποιητής δεν είναι πια μια εγκεφαλική διεργασία, είναι κομμάτι του
εαυτού του, έχει περάσει στο αίμα του.
Ο έρωτας αυτός έχει κερδίσει την
απόλυτη αυτονομία, καθώς δεν είναι μια ιδέα ή ένα συναίσθημα, έχει γίνει ένα με
την υπόσταση του ποιητή και δεν απαιτεί πια τίποτε για να συνεχίσει την πορεία
του. Έστω κι αν η αγαπημένη του αρνηθεί με τον πιο απόλυτο τρόπο να ενδώσει στο
κάλεσμά του, εκείνος θα συνεχίσει να την αγαπά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου