Thomas Kettner
Στρατής Τσίρκας
«Αριάγνη» (Λογοτεχνία Γ΄ Λυκείου)
Η Αριάγνη (1962) είναι το δεύτερο
από τα τρία βιβλία που αποτελούν το μυθιστόρημα Ακυβέρνητες Πολιτείες του
Στρατή Τσίρκα (1911-1980).Τα άλλα δύο είναι: Η Λέσχη (1960) και Η Νυχτερίδα
(1965). Η δράση εκτυλίσσεται, διαδοχικά, στην Ιερουσαλήμ, στο Κάιρο και στην
Αλεξάνδρεια. Κεντρικό πρόσωπο και στα τρία: ο Σιμωνίδης ή Καλογιάννης,
ανθυπολοχαγός των ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων που είχαν σχηματιστεί στην
Αίγυπτο, μετά την κατάληψη της Ελλάδας από τους Γερμανούς. Είναι μέλος αριστερής
οργάνωσης και εμπλέκεται στις πολιτικές δραστηριότητες της εποχής. Οι πολιτικές
συγκρούσεις, το ελληνικό στοιχείο των παροικιών, καθώς και το κοσμοπολίτικο
κλίμα της Μέσης Ανατολής κυριαρχούν στο μυθιστόρημα.
Στο απόσπασμα του σχολικού
βιβλίου ο Σιμωνίδης βρίσκεται για ανάρρωση στο Κάιρο και φιλοξενείται στο σπίτι
μιας λαϊκής ελληνικής οικογένειας, της Αριάγνης και του Διονύση Σαρίδη, που ο
γιος τους Μιχάλης είναι φίλος του. Η Αριάγνη είναι από τα αδρότερα πρόσωπα που
έχει πλάσει ο Τσίρκας.
Ιστορικό πλαίσιο
Τα γεγονότα συνολικά του βιβλίου
καλύπτουν ένα τμήμα του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου, το οποίο ξεκινά από τις 13
Δεκεμβρίου 1942 και φτάνει μέχρι το καλοκαίρι του 1943. Στο εξεταζόμενο
απόσπασμα εντούτοις το ενδιαφέρον προσωρινά απομακρύνεται από τον Παγκόσμιο
Πόλεμο και επικεντρώνεται στις σχέσεις που διαμορφώνονται ανάμεσα στους
Ευρωπαίους κατοίκους της Αιγύπτου και τους ντόπιους∙ με αποκορύφωμα την προφητική θέαση του επερχόμενου
διωγμού των ξένων από τους αγανακτισμένους πια Αιγύπτιους.
Ο χρόνος της αφήγησης με τις
αναφορές που γίνονται στο πρώτο απόσπασμα του κειμένου στους αγώνες του
εργατικού κινήματος της Αιγύπτου γυρίζει αρκετά χρόνια πίσω, καθώς έχουμε κατά
σειρά: α) την απεργία του 1899, όπου Ευρωπαίοι και Αιγύπτιοι εργάτες από κοινού
κατόρθωσαν να διεκδικήσουν καλύτερες συνθήκες εργασίας και πληρωμής, β) την
απεργία του 1911, όπου εκ νέου ντόπιοι και ξένοι εργάτες κράτησαν κοινό μέτωπο,
γ) την απεργία του 1919 («Ήτανε κανένα χρόνο μετά που τέλειωσε ο άλλος πόλεμος»),
την οποία οργανώνει ο Διονύσης Σαρίδης του μυθιστορήματος, στην οποία όμως
υπάρχει σαφής αντίδραση των Ελλήνων και λοιπών Ευρωπαίων εργατών (σερβιτόρων)
κατά της πρόσληψης ντόπιων υπαλλήλων.
Επίσης, με την «προφητική»
αφήγηση της Αριάγνης υπαινίσσονται γεγονότα που θα συμβούν αρκετά χρόνια μετά,
όταν οι Αιγύπτιοι υπό την ηγεσία του Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ θα εκδιώξουν από την
Αίγυπτο τους ξένους παροίκους, μεταξύ των οποίων και πολλές χιλιάδες Ελλήνων.
Ο Νάσερ θα καταλάβει την εξουσία
της Αιγύπτου τον Ιούλιο του 1952 με βασική του επιδίωξη να επαναφέρει τον
έλεγχο της χώρας στα χέρια του αιγυπτιακού λαού και να θέσει τέρμα στη συνεχή
εκμετάλλευση των Αιγυπτίων από τους ξένους. Οι εξαρχής δηλωμένοι αυτοί στόχοι
θα προκαλέσουν αναστάτωση στους Έλληνες της Αιγύπτου, οι οποίοι από τα πρώτα
κιόλας βήματα του νέου καθεστώτος θα ξεκινήσουν να εγκαταλείπουν τη χώρα σε μια
φυγή που θα συνεχιστεί αμείωτη μέχρι και το 1962, οπότε η ελληνική παροικία θα
έχει πια σχεδόν εκμηδενιστεί. Η φυγή των Ελλήνων θα λάβει δραματικές διαστάσεις
αρχικά το 1956, όταν ο Νάσερ προχώρησε στην εθνικοποίηση της διώρυγας του
Σουέζ, χρονιά που θα διεξαχθεί κι ο πόλεμος με το Ισραήλ, και κυρίως το 1957,
όταν εθνικοποίησε διαμιάς πολλές επιχειρήσεις της χώρας (βιομηχανίες, τράπεζες,
εμπορικές εταιρείες κτλ.), επιφέροντας ανεπανόρθωτο πλήγμα στην οικονομική
δραστηριότητα των εκεί Ελλήνων.
Αφηγηματικές τεχνικές
Στο απόσπασμα αυτό έχουμε
εναλλαγή τριών αφηγητών, με αντίστοιχη εναλλαγή εστίασης και οπτικής γωνίας.
1ος αφηγητής: Η αφήγηση ξεκινά μ’ έναν τριτοπρόσωπο παντογνώστη
αφηγητή μηδενικής εστίασης «Για χάρη του ξένου η Αριάγνη...». Με τον τρόπο αυτό
ο ήρωας του έργου ο Μάνος Σιμωνίδης, που λειτουργεί συνήθως ως πρωτοπρόσωπος
αφηγητής, και κατέχει κεντρικό ρόλο στα διαδραματιζόμενα γεγονότα, αποσύρεται
από το κέντρο του ενδιαφέροντος. Η αλλαγή αυτή υποδηλώνει και τη γενικότερη
αλλαγή θέματος, καθώς σ’ αυτό το κεφάλαιο το βασικό θέμα δεν είναι πια τα του
πολέμου, αλλά η ζωή μιας οικογένειας Ελλήνων στο Κάιρο και οι σχέσεις τους με
τους ντόπιους.
2ος αφηγητής: Ο Διονύσης Σαρίδης, ο σύζυγος της Αριάγνης, ο οποίος
αφηγείται τα γεγονότα της απεργίας του 1919, στην οποία ο ίδιος είχε
πρωταγωνιστικό ρόλο. «Την απεργία εγώ την οργάνωσα». Η αφήγησή του συνιστά
αναδρομή και εγκιβωτίζεται μέσα στην ευρύτερη αφήγηση. Ο Σαρίδης, επομένως,
είναι ένας ενδοδιηγητικός – ομοδιηγητικός τύπος αφηγητή, που αφηγείται σε πρώτο
πρόσωπο με εσωτερική εστίαση μια ιστορία στην οποία μετέχει. Είναι
ενδοδιηγητικός, διότι αφηγείται μια ιστορία που εγκιβωτίζεται σε μια ευρύτερη
ιστορία και άρα δεν είναι ο κεντρικός αφηγητής. Είναι ομοδιηγητικός, διότι η
ιστορία που αφηγείται είναι η δική του ιστορία.
3ος αφηγητής: Η Αριάγνη Σαρίδη, η οποία λαμβάνει το λόγο δίνοντας
σε πρώτο πρόσωπο μιαν ευρεία αφήγηση που περιλαμβάνει μια πρόδρομη αφήγηση,
κατά την οποία προβλέπει το διωγμό των Ελλήνων από την Αίγυπτο, και μια
αναδρομική αφήγηση, κατά την οποία θυμάται ένα σημαντικό γεγονός από τα παιδικά
χρόνια της Ουρανίας, της κόρης της. Η Αριάγνη είναι επίσης ενδοδιηγητικός –
ομοδιηγητικός τύπος αφηγητή, που αφηγείται με εσωτερική εστίαση την ιστορία
της.
Ο χρόνος της αφήγησης: Η αφήγηση περιλαμβάνει μια σειρά αναδρομών
καθώς και μία πρόληψη.
Αναδρομές έχουμε: α) όταν ο ξένος
(ο Μάνος Σιμωνίδης) αναφέρεται στα γεγονότα του τραυματισμού του στην
Κυρηναϊκή, β) όταν ο Διονύσης Σαρίδης αναφέρεται στην απεργία που είχε
οργανώσει ο ίδιος και γ) όταν η Αριάγνη θυμάται την ξαφνική ασθένεια της
Ουρανίας.
Πρόληψη έχουμε, όταν η Αριάγνη
διαβλέπει πως η κακή συμπεριφορά των Ελλήνων εις βάρος των Αιγυπτίων θα
καταλήξει στο διωγμό των Ελλήνων.
Ο ρυθμός της αφήγησης: Ο ρυθμός της αφήγησης αναφέρεται στο κατά
πόσο ο χρόνος της αφήγησης είναι συντομότερος ή όχι από τον πραγματικό χρόνο
της ιστορίας. Αν, δηλαδή, τα γεγονότα δίνονται ή όχι με τις αναγκαίες
λεπτομέρειες, ώστε να δημιουργείται η αίσθηση πως η ώρα που διαρκεί η ανάγνωση
προσεγγίζει την ώρα που χρειάστηκαν, σε πραγματικό χρόνο, να συμβούν τα
περιγραφόμενα γεγονότα. Όπως είναι λογικό τις περισσότερες φορές η ο χρόνος της
αφήγησης είναι συντομότερος από το χρόνο της ιστορίας.
- Στα διαλογικά σημεία του έργου έχουμε αυτό που ονομάζουμε σκηνή, όπου ο χρόνος της αφήγησης ταυτίζεται με το χρόνο της ιστορίας.
- Στην αναδρομή του Μάνου Σιμωνίδη έχουμε περίληψη, καθώς τα γεγονότα δίνονται πολύ συνοπτικά.
- Στην αναδρομή του Διονύση Σαρίδη, που περιέχει περισσότερες λεπτομέρειες, υπάρχουν σημεία όπου υπάρχει μια σχετική ταύτιση του χρόνου αφήγησης με το χρόνο ιστορίας. Εντούτοις, η αφήγησή του περιέχει και παραλείψεις (Πέρασαν έτσι τρεις μέρες), καθώς και σχόλια που παρέχουν προγενέστερες πληροφορίες, στοιχείο που συνιστά παύση ως προς το χρόνο της ιστορίας (Εγώ, το Θωμά τον ήξερα καλά. Του είχα βαφτίσει ένα παιδί...).
- Η αφήγηση της Αριάγνης, που αποτελεί επί της ουσίας έναν εκτενή εσωτερικό μονόλογο, λειτουργεί ως επιβράδυνση (ο χρόνος της αφήγησης επεκτείνεται, ενώ ο χρόνος της ιστορίας έχει διακοπεί) καθώς η ηρωίδα αναφέρεται αφενός σε μελλοντικά γεγονότα, με αρκετά σχόλια (Γιατί γουμάρια; Γιατί κουρμπάτσι; Εκεί που είναι ο πόνος...) και αφετέρου ακόμη και στο πλαίσιο της αναδρομής καταφεύγει σε περιγραφές και σχόλια που επιβραδύνουν αρκετά την αφήγηση (Να σας πω για τη λεκάνη. Το άσπρο σμάλτο της από μέσα...).
[Θα πρέπει να σημειωθεί πως
αφηγηματικά ο εσωτερικός μονόλογος συνιστά «σκηνή», δηλαδή ο χρόνος της
αφήγησης εξισώνεται με το χρόνο της ιστορίας. Αυτό όμως συμβαίνει όταν στο
πλαίσιο της αφήγησης παρέχονται παρεμπιπτόντως οι σκέψεις και οι συλλογισμοί
του ήρωα, κι αμέσως μετά επανερχόμαστε στην εξέλιξη της ιστορίας. Σε ό,τι αφορά
τον εσωτερικό μονόλογο της Αριάγνης, ο οποίος κλείνει το συγκεκριμένο κεφάλαιο
του βιβλίου, έχουμε μια παύση στο χρόνο της ιστορίας, απομακρυνόμαστε δηλαδή
πλήρως από την ιστορία, όπου οι ήρωες τρώνε και συνομιλούν, και περνάμε στις
αναμνήσεις, αλλά και τις ανησυχίες για το μέλλον της ηρωίδας.]
Αφηγηματικοί τρόποι
Στο πλαίσιο της αφήγησης
χρησιμοποιούνται όλοι οι αφηγηματικοί τρόποι. Έχουμε, δηλαδή, διαλογικά μέρη,
αφηγηματικά μέρη, περιγραφές, σχόλια, καθώς κι ένα εκτεταμένο εσωτερικό
μονόλογο (η αφήγηση της Αριάγνης).
Εισαγωγική ενότητα
Το πρώτο μέρος της αφήγησης, στο
οποίο παρουσιάζεται η οικογένεια του Διονύση Σαρίδη, αποσκοπεί στο να δείξει
την περιορισμένη οικονομική κατάστασή τους. Η οικογένεια αυτή των Ελλήνων, που
ζουν στο Κάιρο της Αιγύπτου, δεν ανήκει στον κύκλο των πλούσιων Ελλήνων, που
είχαν αποκομίσει τεράστια χρηματικά ποσά εκμεταλλευόμενοι τις ελλείψεις του
αιγυπτιακού λαού.
Βλέπουμε από τις αναφορές του
αφηγητή πως πρόκειται για μια οικονομικά αδύναμη οικογένεια: το παλτό του Νίκου
είναι αυτό που φόραγε ο Μιχάλης, όταν πήγε για πρώτη φορά στο Δημοτικό, το
κρέας που μαγειρεύει η Αριάγνη δευτεριάτικα είναι μια έκτατη πολυτέλεια για
χάρη του ξένου, το γεγονός ότι η Αριάγνη βάζει το μεγάλο κομμάτι κρέας στο
πιάτο του γιου της, υποδηλώνει πως δεν υπάρχει αρκετό για όλους.
Μέσα, λοιπόν, από αυτές τις
αναφορές που σκιαγραφούν το οικονομικό προφίλ της οικογένειας, γίνεται πιο
εμφανής η παράδοξη στάση που κρατά ο Διονύσης Σαρίδης, ο οποίος αντιμετωπίζει
υποτιμητικά τους Αιγύπτιους και θεωρεί τον εαυτό του καλύτερό τους, ενώ ο ίδιος
δεν είναι παρά ένας σερβιτόρος. Κι αν οι πλούσιοι Έλληνες πάροικοι θα μπορούσαν
ίσως να θέτουν τον εαυτό τους υψηλότερα από τους ντόπιους, θα περίμενε κανείς
πως μια φτωχική οικογένεια θα έδειχνε μεγαλύτερο σεβασμό στους κατοίκους της
χώρας που τους φιλοξενεί.
Η οικονομική κατάσταση της
οικογένειας δηλώνεται με ιδιαίτερη έμφαση σε άλλο σημείο του βιβλίου, όταν η
Αριάγνη εξοργισμένη από το σύζυγό της, που προσπαθεί να της απαγορέψει να
παραστεί στην κηδεία του παιδιού του Γιούνες, υπενθυμίζει στην κόρη της ποια
είναι η ως τώρα πορεία τους:
«- Άκουσε, Διονύση. Ως τώρα το
βούλωσα. Να μη τ’ ανοίξω γιατί κι εγώ δεν ξέρω τί θα γίνει. Θα πάω, έχω χρέος.
Αν δε σ’ αρέσει δώσε μου διαζύγιο. Δούλα να μπω θα τρώω πιο γλυκό ψωμί.
- Διαζύγιο, έκανε αυτός,
παίρνοντας για μάρτυρες τις κόρες του. Μαζέψτε τη και τρελάθηκε.
- Πες πως τρελάθηκα. Κι εσύ,
γυρίζει και λέει της Ουρανίτσας, γιατί δε μιλάς; Δεν είναι με τα χέρια του που
σε σήκωσε και σ’ έτρεχε στο φαρμακείο; Ξέρεις πως στο ίδιο μουσαμαδένιο
κρεβατάκι ξεψύχησε το παιδί του; Ο ίδιος γιατρός το κοίταξε. Θαρρείς πως τα
ξεχνάει μέσα στη συμφορά του; Κι αν τα ξεχνάει, εγώ δε μπορώ, επειδή δεν αρέσει
του κύρη σου.
- Μα σκέψου του σούσουρο, μαμά,
παρακάλεσε η Καλλιοπίτσα.
- Ποιο σούσουρο, μωρή αχάριστη;
Από που θαρρείς πως βαστάει η σκούφια μας; Δουλίτσα με παντρεύτηκε ο κύρης σου,
δούλα έμεινα κι αυτός το ίδιο, γκαρσόνι. Ξέχασες που γεννήθηκες; Ξέχασες σε τί
μπόχα και λάσπη μεγάλωσες; Εγώ περπατάω κι ακόμα προσέχω τα μεσιανά σανίδια, μη
χάσω κανένα ποδάρι, κι ας έχουμε τώρα εφτά χρόνια σε τούτο που είναι με
πλάκες.»
Η οπτική του Διονύση Σαρίδη
Στη δεύτερη ενότητα του κειμένου
μαθαίνουμε την ιστορία της απεργίας των γκαρσονιών, που έγινε με πρωτοβουλία
του Διονύση, καθώς και τις προηγούμενες απεργίες των τσιγαράδων, όπως μας
δίνονται από το Μάνο Σιμωνίδη.
Οι προσπάθειες του Σιμωνίδη να
τονίσει πως οι από κοινού αγώνες Ευρωπαίων και Αιγύπτιων εργατών είναι πιο
αποτελεσματικές, πέφτουν στο κενό, καθώς ο Διονύσης αρνείται να εξισώσει τον
εαυτό του με τους ντόπιους. Τα λόγια του είναι γεμάτα περιφρόνηση και
αναδεικνύουν την αρνητική εκείνη νοοτροπία των παροίκων που εξώθησε τελικά τους
Αιγύπτιους να λάβουν τον έλεγχο της χώρας τους και να εκδιώξουν όλους τους
ξένους.
«Σιγά σιγά, δίχως να το
καταλάβουμε, μας έβαζε δίπλα για βοηθό κι από έναν ιθαγενή. Αυτοί
καταλαβαίνεις, γομάρια, ό,τι και να τους δώσεις σου λένε κι ευχαριστώ.»
Μέσα από τα λόγια του Διονύση
γίνεται εμφανές πως οι Αιγύπτιοι αντιμετωπίζονταν στην ίδια τους τη χώρα ως τελευταίας
κατηγορίας πολίτες, ως υπηρέτες, που ήταν αναγκασμένοι να δέχονται όποια
δουλειά τους προσέφεραν οι Ευρωπαίοι, με το χαμηλότερο δυνατό μισθό. Η
εκμετάλλευση του Αιγυπτιακού λαού ήταν συνεχής και γινόταν όχι μόνο
απροκάλυπτα, αλλά και με πλήρη απαξίωση απέναντι στους ντόπιους κατοίκους. Οι Ευρωπαίοι
άποικοι βρίσκονται εκεί, όχι για να αξιοποιήσουν το ανθρώπινο δυναμικό της
χώρας, προσφέροντας ισότιμες ευκαιρίες ανάπτυξης και στους Αιγύπτιους, αλλά με
την πρόθεση να πλουτίσουν εκμεταλλευόμενοι με κάθε τρόπο τους οικονομικά
εξασθενισμένους και με ελλιπή μόρφωση ντόπιους κατοίκους.
«Ο ντόπιος θέλει κουρμπάτσι
(μαστίγιο) για να σε φοβάται, αλλιώς χάθηκες.»
Ο Διονύσης, αν και είναι ένας
φτωχός υπάλληλος, υιοθετεί μια υπεροπτική στάση απέναντι στους ντόπιους
κατοίκους, φανερώνοντας έτσι τη ρατσιστική του φύση. Είναι, άλλωστε, σαφές πως
ο ρατσισμός αποτελεί έκφανση της ανάγκης του ανθρώπου να υπερέχει από κάποιον
και να ξεσπά σε αυτόν όλη την εσωτερική του απογοήτευση για την προσωπική του
αδυναμία να επιτύχει και να καταστήσει τον εαυτό του μια άρτια ανεπτυγμένη
προσωπικότητα. Όλες οι ελλείψεις του ανθρώπου, όλη εκείνη η πίκρα που
αισθάνεται γιατί δεν κατόρθωσε να αξιοποιήσει τις δυνατότητές του, εκδηλώνονται
μ’ ένα πρωτοφανές μίσος και μια αδικαιολόγητη εμπάθεια για τον άλλο άνθρωπο,
στο πρόσωπο του οποίου ο ρατσιστής βλέπει ουσιαστικά τον αποτυχημένο εαυτό του.
Όσες κατηγορίες, όση περιφρόνηση δεν μπορεί να στρέψει προς τον εαυτό του,
γιατί απλά δεν έχει τη δύναμη να αποδεχτεί τις προσωπικές του ελλείψεις,
τρέπονται σε μίσος προς τον άλλο άνθρωπο, προς τον ξένο.
Ο Διονύσης Σαρίδης, που δεν
κατόρθωσε ποτέ να γίνει κάτι περισσότερο, που δεν κατόρθωσε να φτάσει τον
πλούτο των άλλων Ελλήνων παροίκων, αποζητά κάποιον που να βρίσκεται σε
χειρότερη μοίρα, αποζητά κάποιον για να εκφράσει όλη την εμπάθεια που
αισθάνεται για τον ίδιο του τον εαυτό, και τον βρίσκει στο πρόσωπο των ντόπιων,
στο πρόσωπο των Αιγυπτίων που έχουν γίνει τα θύματα της ακόρεστης απληστίας των
Ευρωπαίων.
Η οπτική της Αριάγνης
Η τρίτη ενότητα του κειμένου, που
έχει και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, γίνεται μέσα από τη φωνή της Αριάγνης ένας
εξαίρετος λόγος για την ισότητα των ανθρώπων, για την αξία κάθε ανθρώπου
ανεξάρτητα από την εθνικότητα και την οικονομική του κατάσταση.
Η Αριάγνη διαθέτει την ωριμότητα
εκείνη που της επιτρέπει να έχει πλήρη επίγνωση της θέσης της. Γνωρίζει πως η
μοίρα της είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τη μοίρα των ντόπιων κατοίκων, τους
σέβεται και αναγνωρίζει στο πρόσωπό τους την ευγένεια των συναισθημάτων τους
και τη μεγαλοψυχία τους.
Σε αντίθεση με το σύζυγό της που
αντιμετωπίζει υποτιμητικά τους ντόπιους, η Αριάγνη αντιλαμβάνεται πως δεν
μπορεί και δεν πρέπει οι άνθρωποι, ιδίως εκείνοι που βρίσκονται στην ίδια
άσχημη κατάσταση, να έχουν εχθρότητες μεταξύ τους. Η Αριάγνη διαθέτει τη σοφία
εκείνη που εκπορεύεται από τη βαθιά αυτογνωσία και την αποδοχή πρωτίστως του
ίδιου του εαυτού της. Κατανοεί πως θα ήταν μια περιττή και ανώφελη ματαιοδοξία
να υιοθετήσει τις απόψεις του συζύγου της και να θεωρήσει τον εαυτό της
καλύτερο από τους ντόπιους. Βλέπει σ’ εκείνους τα ίδια βάσανα με τα δικά της
και πολύ περισσότερο βλέπει σ’ εκείνους την ίδια αγάπη και την ίδια διάθεση
αυτοθυσίας που διακρίνει και την ίδια.
Τα λόγια της Αριάγνης θα
μπορούσαν να λειτουργήσουν ως οδηγός για τη σύμπραξη των δύο λαών ή καλύτερα
για τη σύμπραξη των φτωχών ανθρώπων που μοιράζονται την ίδια χώρα, ώστε μαζί να
αντιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό, που δεν είναι άλλος από τους πλούσιους
εκμεταλλευτές, όποιας εθνικότητας και αν είναι αυτοί. Οι φτωχοί άνθρωποι δεν
έχουν το περιθώριο να χωρίζονται σε Έλληνες και Αιγύπτιους, οι φτωχοί άνθρωποι
ανήκουν στην ίδια κατατρεγμένη φυλή, όπου κι αν κατοικούν, όποιοι κι αν είναι.
Συνάμα, η Αριάγνη βλέπει
καθαρότερα από το σύζυγό της πως η αυταρχική και υπεροπτική στάση που κρατούν
οι Ευρωπαίοι δε θα μείνει χωρίς απάντηση. Όσο καλοί και μεγαλόψυχοι κι αν είναι
οι Αιγύπτιοι, δεν πρόκειται να αντέξουν για πολύ ακόμη την εκμετάλλευση, την
περιφρόνηση και το μίσος που λαμβάνουν αφειδώς από τους Ευρωπαίους.
«Γιατί γουμάρια; Γιατί
κουρμπάτσι; Εκεί που είναι ο πόνος κι ο ιδρώτας και τα δάκρυα, εκεί δεν είναι ο
άνθρωπος; Γιατί λοιπόν σκάβετε ένα χαντάκι και χωρίζεστε; Που θα σας βγάλουν
αυτά τα μυαλά;»
Η Αριάγνη ακούει με πικρή
απογοήτευση τον άντρα της να αποκαλεί τους Αιγύπτιους γομάρια και να σχολιάζει
πως τους χρειάζεται μαστίγιο, για να φοβούνται. Για την Αριάγνη είναι αδιανόητη
η φυλετική αυτή διάκριση, ιδίως ανάμεσα σε φτωχούς ανθρώπους που θα έπρεπε να
ζουν μεταξύ τους απολύτως αρμονικά. Η Αριάγνη βλέπει γύρω της όχι Έλληνες και
Αιγύπτιους, αλλά ανθρώπους∙
ανθρώπους που είναι αναγκασμένοι να δουλεύουν σκληρά μόνο και μόνο για να
διασφαλίσουν τα τελείως απαραίτητα για την επιβίωσή της. Εκεί που υπάρχει
φτώχια και ανάγκη οι άνθρωποι θα πρέπει να συμπράττουν και να αντιμετωπίζουν
από κοινού τα προβλήματά τους κι όχι να ψάχνουν λόγους για να θέτουν εμπόδια
στη μεταξύ τους συνύπαρξη.
Η Αριάγνη θεωρεί όχι μόνο
απαράδεκτη τη στάση του συζύγου της, αλλά και επικίνδυνη, καθώς διαβλέπει πως η
συνεχής αυτή περιφρόνηση απέναντι στους ντόπιους δεν μπορεί παρά να προκαλέσει
την αντίδρασή τους. Έτσι, σε αντίθεση με τη στενόμυαλη θεώρηση του συζύγου της,
εκείνη κατανοεί πως δε θα αργήσει η μέρα που οι Έλληνες και οι Ευρωπαίοι θα
λάβουν ό,τι έδωσαν. Οι Αιγύπτιοι θα απαντήσουν στη βία με βία και στην
περιφρόνηση με πλήρη επανάκτηση της εθνικής τους περηφάνιας.
«Και θα νομίζετε πως μια και
κουβαλήσατε τα πράματα σώσατε μαζί τους τη χαρά και τους έρωτες και τις ελπίδες
και τα μεθύσια. Τίποτα δε σώσατε. Μόνο άψυχα πράματα που κάποτε στάθηκαν
μάρτυρες. Θα τα στήσετε κάτω από άλλον ουρανό και θα δείτε πως δε θα σας
μιλούν, δε θα σας λένε αυτά που περιμένετε.»
Η Αριάγνη προβλέποντας τη μέρα
του διωγμού των Ελλήνων από την Αίγυπτο σκέφτεται πως το μόνο που θα μπορούν να
κάνουν τότε είναι να μαζέψουν όπως όπως τα πράγματά τους για να τα πάρουν στη
νέα τους πατρίδα. Μα η ίδια γνωρίζει καλά πως αυτό θα είναι τελείως μάταιο. Όσα
πράγματα κι αν κατορθώσουν να μεταφέρουν, ό,τι έχει πραγματική σημασία, δηλαδή
τις αναμνήσεις τους και τη ζωή που με κόπο έχτισαν στην Αίγυπτο δε θα μπορούν
να τα πάρουν κοντά τους.
Εκείνο που πρέπει να κάνουν είναι
να σταματήσουν, όσο είναι ακόμη καιρός, την κακομεταχείριση των ντόπιων. Αν
θέλουν να διασώσουν τη ζωή που έζησαν στην Αίγυπτο κι αν θέλουν να συνεχίσουν
να ζουν στη χώρα όπου έκαναν τις οικογένειές τους και πλούτισαν τη ζωή τους με
χιλιάδες αναμνήσεις, θα πρέπει να σεβαστούν τους ανθρώπους της Αιγύπτου.
Αλλιώς, θα βρεθούν κυνηγημένοι και θα κουβαλούν άσκοπα μαζί τους άψυχα
αντικείμενα τα οποία δε θα έχουν τίποτα να τους προσφέρουν.
«Μια ζωή που έζησες, την έζησες,
δεν τη βρίσκεις αλλού. Γιατί την έζησες μέσα σε μυρουδιές, μέσα σε φώτα, μέσα
σε ήλιους και βροχές, μέσα σ’ ανθρώπους. Κι αυτά όλα θα μείνουν πίσω και θα τ’
αναζητάς.»
Ο κόπος τόσων χρόνων, οι έρωτες,
οι ελπίδες, τα όνειρα, οι αναμνήσεις της δικής τους ζωής και της ζωής των
παιδιών τους, όλα έλαβαν χώρα στην Αίγυπτο, όλα έγιναν εκεί και δε μπορούν να
τα βρουν πουθενά αλλού. Αν οι Αιγύπτιοι τους διώξουν, θα πρέπει να αποχωριστούν
τον τόπο που υπήρξε γι’ αυτούς αληθινή πατρίδα, τον τόπο όπου έζησαν τόσα
χρόνια και τόσες πολύτιμες εμπειρίες.
Η Αριάγνη γνωρίζει πως, αν και δε
γεννήθηκε στην Αίγυπτο, αυτή είναι η πατρίδα της, γιατί εκεί μεγάλωσε τα παιδιά
της, γιατί εκεί έχει τις καλύτερες αλλά και τις πιο επώδυνες αναμνήσεις της.
Φεύγοντας από την Αίγυπτο θα στερηθεί τις ιστορίες που κρύβει για εκείνη κάθε
σημείο της πόλης όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της. Θα στερηθεί όλες
εκείνες τις μνήμες που της ξυπνά ο τόπος, θα στερηθεί τις φιλίες που τη δένουν
με τους ντόπιους κατοίκους, θα στερηθεί την αγάπη που ένιωσε για εκείνους και
την αγάπη που ένιωσαν για εκείνη.
Αν η Ελλάδα είναι η γενέτειρά
της, δεν είναι όμως κι ο τόπος που μεγάλωσε τα παιδιά της, δεν είναι ο τόπος
στον οποίο έζησε όλες εκείνες τις μικρές, μα τόσο πολύτιμες εμπειρίες της μητρότητας.
Το να φύγει από την Αίγυπτο θα σημάνει την απώλεια της πραγματικής της
πατρίδας, θα σημάνει την απομάκρυνση από τον τόπο στον οποίο δημιούργησε και
ανέθρεψε την οικογένειά της. Την απομάκρυνση από τον τόπο όπου η ίδια έγινε
μητέρα, σύζυγος και πάνω απ’ όλα τον τόπο που διαμόρφωσε και σημάδεψε, όσο
κανείς, τον ίδιο της τον εαυτό. Στην Ελλάδα θα είναι ξένη ανάμεσα σε ξένους, θα
είναι σαν ένας άνθρωπος χωρίς προσωπική ιστορία, χωρίς καμία συναισθηματική
συσχέτιση με τον τόπο που την περιβάλλει.
«Θα λέτε: μάνα, και τούτη τη
λεκάνη, πίσω μας θα την αφήσουμε; Να σας πω για τη λεκάνη. Το άσπρο σμάλτο της
από μέσα είναι τσουκαρισμένο στον πάτο, μια μαύρη ξεγδαρματιά που μεγαλώνει με
τα χρόνια, γι’ αυτό θέλει προσοχή στο σαπούνισμα. Έτσι την αγόρασα, μισοτιμής.
Αυτού έπλυνα τα μωρουδιακά σας, από Μιχάλη ως Νίκο, τριάντα χρόνια, μάλιστα.
Πώς θαρρείτε πως στήνεται νοικοκυριό άμα ζεις μεροδούλι μεροφάι; Αυτό που
αγοράζεις κόβοντας απ’ το ψωμί σου, το καμαρώνεις, το προστατεύεις, γαντζώνεσαι
πάνω του.»
Η αναφορά της Αριάγνης στη λεκάνη
-που θα της δώσει αφορμή να μας δώσει την εξαίσια ιστορία διάσωσης της Ουρανίας
από το Γιούνες- ξεκινά με αφορμή τη σκέψη της ηρωίδας πως θα έρθει η μέρα που
θα αναγκαστούν να φύγουν κακήν κακώς από την Αίγυπτο, και δε θα έχουν πια ούτε
το χρόνο, ούτε τη δυνατότητα να πάρουν μαζί τους όσα πράγματα συνιστούν τώρα το
νοικοκυριό τους.
Η Αριάγνη αναλογίζεται πως η
ασήμαντη κατά τα άλλα αυτή λεκάνη είναι δεμένη με τη ζωή της εδώ και τριάντα
χρόνια. Είναι η λεκάνη στην οποία έπλυνε τα μωρουδιακά όλων της των παιδιών, μα
είναι κι η λεκάνη που γέμισε με το αίμα του παιδιού της.
Η ηρωίδα βρίσκει πάντως την
ευκαιρία να επισημάνει κάτι που οι νεότερες γενιές μοιάζουν να μη λαμβάνουν
υπόψη τους, την ανάγκη δηλαδή της σωστής διαχείρισης των λιγοστών πόρων που
έχει μια οικογένεια. Αν κάποιος θέλει να φτιάξει σπιτικό και θέλει να επιβιώσει
στα δύσκολα, θα πρέπει να σέβεται κάθε αντικείμενο που αγοράζει και να το
προσέχει, για να μπορεί να το χρησιμοποιεί για όσο περισσότερο καιρό γίνεται.
Στον αντίποδα της σπατάλης και του καταναλωτισμού η Αριάγνη δείχνει τον τρόπο
που τόσες γενιές Ελλήνων κατόρθωσαν να επιβιώσουν σε συνθήκες πλήρους
εξαθλίωσης.
Ø Η Αριάγνη αφηγείται λεπτομερειακά τη βραδιά που
η κόρη της η Ουρανία κινδύνευσε να πεθάνει και ο μόνος που βρέθηκε να βοηθήσει
την Αριάγνη στην απελπισία της ήταν ο Γιούνες, ο Αιγύπτιος γείτονάς τους. Η
αφήγηση της Αριάγνης αποτελεί ένα από τα πιο συγκινητικά κομμάτια του βιβλίου
και φανερώνει, όχι με ρητορείες και επιχειρήματα, αλλά μέσα από την παντοδυναμία
της πράξης και του παραδείγματος, την ψυχική συγγένεια όλων των ανθρώπων.
Ø
Τη στιγμή που ο πατέρας της Ουρανίας ξενυχτά
παίζοντας χαρτιά, τη στιγμή που δε βρίσκεται κανείς να βοηθήσει το κοριτσάκι
που είναι έτοιμο να χαθεί απ’ την ακατάσχετη αιμορραγία, ο Γιούνες είναι ο
μόνος που σπεύδει και χωρίς να λογαριάσει τίποτε και κανέναν μεταφέρει το μικρό
παιδί στο φαρμακείο, για να το δει ο γιατρός.
Ø
Η γοργή πορεία του Γιούνες μέσα στη νύχτα, το
σπάσιμο της πόρτας του φαρμακείου, η βία που ασκεί στο γιατρό, μη τυχόν και δε
φροντίσει αμέσως το μικρό παιδί, όλα αυτά στέκουν ψηλότερα από κάθε επιχείρημα.
Είναι η έμπρακτη έκφραση ανθρωπιάς, που δείχνει πως δεν υπάρχει και δεν πρέπει
να υπάρχει τίποτε να χωρίζει τους ανθρώπους. Τη στιγμή της μεγάλης ανάγκης, τη
στιγμή που κρίνεται η ζωή ενός παιδιού, ο Γιούνες δε λαμβάνει υπόψη του τη
συμπεριφορά του Διονύση απέναντί του, δε σκέφτεται πόσο τον περιφρονεί ο
πατέρας του παιδιού, δεν κοιτάζει τη φυλή της απελπισμένης μάνας∙ επεμβαίνει άμεσα και σώζει μια
ζωή.
«- Το γουμάρι, του κάνω, ο
ξιπόλητος, που λες καμιά φορά, έσωσε το παιδί μας απόψε. – Ποιος, τι; Κι όταν
του τα είπα με το νι και με το σίγμα, τι γυρίζει και μου κάνει; - Κι άφησες
αυτόν τον βρωμάραπα να πάρει στην αγκαλιά του το κορίτσι μας;»
Η απάντηση του Διονύση, η γεμάτη
αχαριστία απάντηση, που φανερώνει την έκταση της απέχθειάς του για τους
Αιγύπτιους, έρχεται να επισφραγίσει τους χειρότερους φόβους της Αριάγνης. Οι
άνθρωποι που κρατούν στην ψυχή τους μίσος είναι πια τόσο δοσμένοι σε αυτό που
δεν μπορούν να αναγνωρίσουν ούτε την πολυτιμότερη προσφορά του άλλου ανθρώπου.
Αν η Αριάγνη είχε και την
παραμικρή ελπίδα πως επρόκειτο να διορθωθεί η συμπεριφορά των ξένων απέναντι
στους Αιγύπτιους, μετά τη μικροπρεπή και αδιάντροπη απάντηση του άντρα της,
αντιλαμβάνεται πως δεν υπάρχει πια γυρισμός. Η αλήθεια του άντρα της είναι πια
πιο φανερή από ποτέ. Το μίσος του για τους ντόπιους και η περιφρόνηση που
αισθάνεται γι’ αυτούς -αλάνθαστη ένδειξη της εικόνας που έχει για τον ίδιο του
τον εαυτό- καθιστά σαφές πως έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε δεν υπάρχει
καμία πιθανότητα να αποδεχτεί έστω και στο ελάχιστο την αξία των ανθρώπων
αυτών. Ο Διονύσης, όπως και πολλοί από τους ξένους αποίκους, έχουν χάσει κάθε
ίχνος σεβασμού για τους ντόπιους, έχουν πάψει να τους βλέπουν ως ανθρώπους και
τους αντιμετωπίζουν με το χειρότερο δυνατό τρόπο. Έτσι, η πρόβλεψη της Αριάγνης
θα αποδειχτεί σωστή και οι Αιγύπτιοι θα είναι απολύτως δικαιολογημένοι να
θέλουν να απαλλαγούν απ’ τη δεσποτεία των Ευρωπαίων αποίκων.
«Τη λεκάνη και τα εικονίσματα
μπορείτε να τα πάρετε. Ακόμα και το τραπέζι με τον κίτρινο μουσαμά. Και την
Ουρανίτσα την ίδια μπορείτε να τη στείλετε αλλού. Μα η νύχτα μέσα στο
γαϊδουροκαλόκαιρο, το φως της ασετυλίνης, τους δρόμους και το βουητό του
μαχαλά, τα σπασμένα τζάμια και τις μεγάλες φωτισμένες γυάλες με το πράσινο και
το κόκκινο νερό, το λαχάνιασμα του Γιούνες, το χαμόγελο του γιατρού, αυτά όλα
θα μείνουν πίσω, δεν κλείνονται σε βαγόνια. Και δίχως αυτά τι παίρνετε μαζί
σας; Τίποτα!»
Το κλείσιμο του εσωτερικού μονολόγου
της ηρωίδας γίνεται με την υπενθύμιση της ιδιαίτερης αξίας που έχει ο τόπος
όπου ο άνθρωπος ζει τη ζωή του, έστω κι αν ο τόπος αυτός δεν είναι η αρχική του
πατρίδα. Όπως σχολιάζει η ηρωίδα, φεύγοντας από την Αίγυπτο μπορείτε να πάρετε
μαζί σας όλα τα αντικείμενα, όλα τα άψυχα πράγματα, αλλά ακόμη και τους
ανθρώπους της οικογένειας, όμως τη βραδιά εκείνη που η ψυχή της έτρεμε από φόβο
για τη ζωή του παιδιού της, τη βραδιά εκείνη που ο Γιούνες της έσωσε το παιδί,
τη βραδιά κι όλες εκείνες τις λεπτομέρειες που έμειναν στη μνήμη της, δεν
μπορείτε να τη κλείσετε σε βαγόνια, δε μπορείτε να τη μεταφέρετε. Κι αν δεν
μπορεί κάποιος να πάρει μαζί του αυτό που αποτελεί το σημαντικότερο κομμάτι της
ύπαρξής του, αν δεν μπορεί να πάρει τις μνήμες της ζωής του, τις μνήμες και τον
τόπο που είναι αναπόσπαστα δεμένος μαζί τους, τότε δεν μπορεί επί της ουσίας να
πάρει τίποτε που να έχει πραγματική αξία.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου