Las Incantadas
Γιώργος Ιωάννου «Las Incantadas» παράλληλο στο «Στου Κεμάλ το Σπίτι»
«Δεν είναι πολύς καιρός που διάβασα σ’ ένα σπάνιο βιβλίο για το μνημείο με τις Μαγεμένες, τις Las Incantadas, όπως τις έλεγαν οι ισπανόφερτοι εβραίοι της πόλης μας. Είδα και όσα σχέδια διασώζονται: ένα χτίσμα στολισμένο με κόρες και άλλα αγάλματα, χωμένο ανάμεσα σε σπίτια και σπιτάκια, εκεί σε μια γωνιά της σημερινής πλατείας Δικαστηρίων. Τα ‘χουν ξεσηκώσει, βέβαια, κι αυτά τα λείψανα, εδώ κι έναν αιώνα περίπου, και τώρα βρίσκονται, ποιος ξέρει που πεταμένα, στο μουσείο του Λούβρου.
Κι όμως εγώ πιστεύω πως τα πράγματα αυτά τα έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια στημένα στον τόπο τους. Αφού από το όνομα ακόμα, όταν το πρωτάκουσα ζεστάθηκε η καρδιά μου. Θαρρώ πως έχω ζήσει άλλοτε σ’ αυτά τα σπίτια, που ήταν ένα γύρο και που τελικά τα σάρωσε η μεγάλη πυρκαγιά. Άλλωστε, όχι μόνο αυτό, μα θαρρώ πως θυμάμαι και τη μεγάλη εκκλησία του Αγίου Νικολάου που κάηκε κι αυτή το ’17, δηλαδή αρκετά χρόνια προτού γεννηθώ. Τα καντήλια της πηγαινοέρχονταν μοναχά τους καιρό προτού ξεσπάσει η μεγάλη φωτιά, που ασφαλώς ήταν βαλτή απ’ τους αιώνιους χαζοτεχνοκράτες για να ξεκαθαρίσει μια και καλή η τουρκόπολη απ’ τους τενεκέ-μαχαλάδες. Τώρα, αν μαζί με τις παράγκες αυτές κάηκαν και αριστουργήματα, αυτό λίγο συγκίνησε τα ζωντόβολα. Ιδανικό αυτουνών είναι η άσφαλτος και το τσιμέντο∙ τόσο νιώθουν.»
Η μεγάλη αγάπη του Ιωάννου για τη γενέτειρά του, τη Θεσσαλονίκη, είναι παρούσα σε όλο σχεδόν το έργο του. Ο συγγραφέας γνωρίζει και αγαπά κάθε συνοικία, κάθε γειτονιά και φυσικά κάθε μνημείο της πόλης του. Υπήρξε, μάλιστα, άριστος γνώστης της ιστορίας του τόπου του και αυστηρός κριτής των ανθρώπων εκείνων που επιχειρούσαν να εκσυγχρονίσουν την εικόνα της πόλης, χωρίς να σέβονται την παραδοσιακή ομορφιά και την ιστορικότητά της.
Το μνημείο με τις Μαγεμένες, τις Καρυάτιδες της Θεσσαλονίκης, όπως τις αποκαλούν, ήταν ένα από τα αριστουργήματα της αρχαιότητας και σύμβολο της πόλης μέχρι το 1864, οπότε ο Γάλλος Emmanuel Miller τις μετέφερε στη Γαλλία, όπου εντάχθηκαν στη συλλογή του μουσείου του Λούβρου.
Η κλοπή των αγαλμάτων και η μεγάλη πυρκαγιά του 1917, που κατέστρεψε σε σημαντικό βαθμό την πόλη, άλλαξαν ριζικά την εικόνα της Θεσσαλονίκης, προτού καν γεννηθεί ο συγγραφέας. Εντούτοις, ο ίδιος αισθάνεται σα να έχει δει τα αγάλματα των Μαγεμένων, σα να έχει ζήσει στα σπίτια της εβραϊκής συνοικίας που υπήρχε γύρω απ’ το μνημείο και σα να έχει δει την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, που επίσης καταστράφηκε με την πυρκαγιά. Η αίσθηση αυτή του συγγραφέα, όσο κι αν μοιάζει παράδοξη, πηγάζει από τη βαθιά αγάπη του για την παραδοσιακή εικόνα της πόλης του και για καθετί που της προσέδιδε το ιδιαίτερο χρώμα και τη γραφικότητά της.
Ο Ιωάννου, μάλιστα, θεωρεί πως η πυρκαγιά του ‘17 -παρά το σχετικό πόρισμα που την απέδιδε σ’ ένα τυχαίο γεγονός-, δεν ήταν παρά μια σκόπιμη προσπάθεια των «χαζοτεχνοκρατών» που ήθελαν να απαλλάξουν τη Θεσσαλονίκη από τις παράγκες και τα παλιά τουρκόσπιτα, προκειμένου να την ανοικοδομήσουν και να της δώσουν μια πιο σύγχρονη αισθητική. Τα «ζωντόβολα», άλλωστε, που ξεκίνησαν τη φωτιά, καθόλου δε νοιάστηκαν για το γεγονός ότι πέρα από τις παράγκες καταστράφηκαν και σημαντικά μνημεία της πόλης, μιας και καθόλου δεν καταλαβαίνουν την ιστορική, πολιτιστική και πνευματική αξία των μνημείων αυτών. Το μόνο που απασχολεί τους «χαζοτεχνοκράτες» είναι πως θα γεμίσουν την πόλη τσιμέντο και άσφαλτο, φτιάχνοντας μια αισθητικά απαράδεκτη, αλλά οικονομικά πρακτική, σύγχρονη πόλη.
[Θα πρέπει να τονιστεί πως η πυρκαγιά του 1917 προκάλεσε τεράστιες ζημιές, καταστρέφοντας σχεδόν το 1/3 ολόκληρης της Θεσσαλονίκης.]
Η αγανάκτηση του Ιωάννου για τη δράση των ανθρώπων εκείνων που αδιαφορώντας για την ιδιαίτερη γοητεία της Θεσσαλονίκης, καταστρέφουν παραδοσιακά κτίσματα και οικοδομούν παντού σύγχρονα «εξαμβλώματα», γίνεται εμφανής και στο πεζογράφημα «Στου Κεμάλ το Σπίτι». Εκεί, με αφορμή το γκρέμισμα του οικογενειακού του σπιτιού και το χτίσιμο στη θέση του μιας «φρικαλέας» πολυκατοικίας, καταγγέλλει τη συμμορία των εργολάβων, τόσο για την ασέβεια που δείχνουν απέναντι στην αισθητική της πόλης, όσο και για το γεγονός ότι σκεπάζουν τα αρχαία μνημεία που ανακαλύπτουν τυχαία κατά τις εργασίες τους, προκειμένου να μην υπάρξει κάποια παρέμβαση της αρχαιολογικής υπηρεσίας.
Ο Ιωάννου είναι σταθερά αντίθετος με οποιαδήποτε προσπάθεια εκσυγχρονισμού της πόλης του είτε αυτή γίνεται στα δικά του χρόνια είτε έχει προηγηθεί (πυρκαγιά του ’17), καθώς διαπιστώνει με πόνο πως οι άνθρωποι που την επιχειρούν, δεν έχουν κανένα άλλο ενδιαφέρον πέραν από το κέρδος. Καταστρέφουν την παραδοσιακή ομορφιά της πόλης, καταστρέφουν μνημεία ανυπολόγιστης αξίας, μόνο και μόνο για να οικοδομήσουν ακαλαίσθητα κτίρια και να δημιουργήσουν μια απρόσωπη μεγαλούπολη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου