Γιώργος Ιωάννου «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ» παράλληλο στο «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Γιώργος Ιωάννου «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ» παράλληλο στο «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Χαρακτηριστικοί τύποι τουρκικών σπιτιών στην περιοχή «Εσκί» και «Γενί Ντελίκ». Η εικόνα από την ιστοσελίδα  του Δήμου Συκεών. 


Γιώργος Ιωάννου «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ» παράλληλο στο «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»

«Ήταν μικρές κι αθώες κοπελούδες σαν ήρθανε απ’ την πατρίδα, όμως οι δικοί τους τις παντρέψανε στα γρήγορα για να προφτάσουν να πάρουνε μερίδιο απ’ τα τούρκικα κτήματα, που μοίραζε στους πρόσφυγες το δημόσιο. Παντρεύτηκαν την ίδια μέρα και στην ίδια εκκλησία δυο φίλους, πρόσφυγες κι αυτούς –ο ένας μαραγκός, ο άλλος χτίστης.
...
Λίγες μέρες μετά το γάμο, όταν επιτέλους ξεμέθυσαν οι γαμπροί, παρουσιάστηκαν τ’ αντρόγυνα με τα καλά τους και τα στεφανοχάρτια τους στην παντοδύναμη επιτροπή, που μοίραζε οικόπεδα και σπίτια. Εκεί, αφού περιεργάστηκαν με μάτι γελαστό γαμπρούς και νύφες, τους πρότειναν σπίτια στην Τούμπα, όπου ο Εποικισμός έχτιζε πανομοιότυπα οικήματα για τους πρόσφυγες. Αρνήθηκαν η Τούμπα έπεφτε πολύ μακριά, είπαν. Στην πραγματικότητα, δεν τους άρεζε εκεί, το είχαν συζητήσει κιόλας μεταξύ τους. Στην Τούμπα είχε αρχίσει να μαζεύεται κάθε καρυδιάς καρύδι. Τους είπανε για την Καλαμαριά τους προσέφεραν παραθαλάσσια οικόπεδα στην Αρετσού, στη Νέα Κρήνη. Μα, αποκεί έπρεπε να περπατάς μισή μέρα, ώσπου να φτάσεις στην πόλη. Τί να τα κάνουνε τα παραθαλάσσια οικόπεδα; Αυτοί ούτε ψαράδες ούτε καϊκτσήδες ήτανε, παρά χτίστες και μαραγκοί. Πώς θα πηγαίναν στις δουλειές τους και προπάντων πώς θα γύριζαν το βράδυ κατακουρασμένοι; Με την ανατολίτικη λογική τους, βλέπαν αιώνια τα πράγματα, όπως στην Τουρκιά.
Κι έτσι, όταν τους μίλησαν για ένα μεγαλούτσικο οικόπεδο, ψηλά, κοντά στα κάστρα, στο Εσκί Ντελίκ, κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους και αμέσως είπαν: «Ναι, αυτό θέλουμε». Και πραγματικά, όταν το είδαν από κοντά, διόλου δε μετάνιωσαν. Μπορεί να ήταν ανηφοριά και ερημιά σε κείνους τους μαχαλάδες, μα τα καλοχτισμένα τείχη έδιναν σιγουριά και ζεστασιά στο μέρος. Ύστερα, είχες όλη την πολιτεία στα πόδια σου, που όσο κι αν ήταν ξένη, ήταν όμως καμαρωτή. Κατάγονταν από μέρη, που ως τις τελευταίες στιγμές ήταν βυζαντινά, οχυρωμένα γερά απ’ τους αυτοκράτορες, κι αγαπούσαν να βλέπουν τείχη και κάστρα. Ο χτίστης, ιδιαίτερα, μουρλάθηκε απ’ τη χαρά του, σα χάιδεψε τα καλοκαμωμένα και σκουριασμένα απ’ την πολυκαιρία -και τα αίματα ίσως- τειχιά και το μάτι του στρογγύλεψε από ευχαρίστηση, σαν είδε πως σε πολλές μεριές υπήρχε σωριασμένη άφθονη εκλεκτή πέτρα για να χτίσεις όχι σπίτι μα κάστρο ολόκληρο.
...
Πάντως, το γεγονός ήταν ένα, πως το χώμα ήταν καλό και δεν υπήρχε πολυκοσμία και βρωμιά, όπως στην Καλαμαριά με τους πόντιους.»

Στο διήγημα «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ» ο Ιωάννου παρουσιάζει την εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη δυο -συγγενικών του- ζευγαριών προσφύγων από την Ανατολική Θράκη. Ο συγγραφέας παρακολουθεί τη ζωή των δύο ζευγαριών σε όλη της την εξέλιξη, από το γάμο τους μέχρι και τη γέννηση των εγγονιών τους.
Σε αντίθεση με το πεζογράφημα Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς, όπου ο Ιωάννου αντικρίζει με ιδιαίτερη αγάπη, και σχεδόν εξιδανικεύει, τη ζωή στους προσφυγικούς συνοικισμούς με την πολυφυλετική σύσταση, εδώ μας παρουσιάζει τις σκέψεις των προσφύγων από τη Θράκη που προτιμούν να διατηρήσουν την ταυτότητά τους και να μην ανακατευτούν με τους χιλιάδες πρόσφυγες από τα υπόλοιπα σημεία του ελληνισμού.
Ο γάμος των δύο ζευγαριών επισπεύδεται για να μπορέσουν να διεκδικήσουν μερίδιο από τα τουρκικά κτήματα που έδινε στους πρόσφυγες το ελληνικό κράτος. Η επιλογή, όμως, της ιδανικής περιοχής εγκατάστασης για τους νέους Θρακιώτες δεν είναι τόσο απλή, καθώς δε θέλουν να μείνουν στους προσφυγικούς συνοικισμούς μαζί με τους άλλους πρόσφυγες, όπου έχει μαζευτεί «κάθε καρυδιάς καρύδι». Έτσι, απορρίπτουν την Τούμπα, με την πρόφαση ότι βρίσκεται μακριά από την πόλη, αλλά επί της ουσίας διότι είχαν εγκατασταθεί εκεί πρόσφυγες απ’ όλα τα μέρη. Παρομοίως απέρριψαν και την Καλαμαριά, αφενός γιατί η Νέα Κρήνη και η Αρετσού απείχαν μισή μέρα περπάτημα από την πόλη κι αφετέρου γιατί στις περιοχές αυτές είχε εγκατασταθεί μεγάλος αριθμός προσφύγων από τον Πόντο.
Οι νέοι Θρακιώτες απορρίπτουν τις παράλιες περιοχές της Καλαμαριάς όχι μόνο γιατί δεν επιθυμούν να μείνουν στους συνοικισμούς των Ποντίων, αλλά και γιατί δεν είχαν ποτέ καμία επαφή με τη θάλασσα και τα σχετικά με αυτή επαγγέλματα. Εμφανής είναι μάλιστα η αδυναμία τους να κατανοήσουν τις μελλοντικές προοπτικές των περιοχών της Καλαμαριάς, οι οποίες αν και βρίσκονταν μακριά από την πόλη επρόκειτο σύντομα να εξελιχθούν σε μεγάλο βαθμό και άρα ο χτίστης και ο μαραγκός θα είχαν σημαντικά επαγγελματικά οφέλη. Όπως, άλλωστε, σχολιάζει ο Ιωάννου οι νέοι αυτοί έβλεπαν τα πράγματα αιώνια και στάσιμα, όπως είναι ο χαρακτηριστικός ανατολίτικος τρόπος σκέψης της Τουρκίας.
Ο τόπος που θα συγκινήσει τελικά τους Θρακιώτες πρόσφυγες είναι κοντά στα κάστρα της πόλης, στο Εσκί Ντελίκ (παλιά τρύπα), που θα τον αισθανθούν οικείο μιας και τους θυμίζει τις δικές τους περιοχές στη Θράκη, όπου δέσποζαν τα βυζαντινά τείχη και κάστρα.
Σε αντίθεση, επομένως, με τον Ιωάννου που συγκινείται από την πανσπερμία των Ελλήνων προσφύγων που συναντά στους προσφυγικούς συνοικισμούς κι από την ιδιαίτερη ιστορία της κάθε φυλής, οι νέοι αυτοί Θρακιώτες δεν επιθυμούν να συγχρωτιστούν με τους άλλους πρόσφυγες. Η αρνητική τους στάση απέναντι στους πρόσφυγες των άλλων περιοχών γίνεται σαφής από τα σχόλιά τους για την πολυκοσμία της Καλαμαριάς και τον πολυφυλετισμό της Τούμπας. Οι Θρακιώτες θέλουν να αποφύγουν τη συσχέτιση με τους Πόντιους και τους άλλους πρόσφυγες, επιθυμώντας να διατηρήσουν στη νέα τους πατρίδα την αίσθηση της ακεραιότητας της δικής τους εθνικής ταυτότητας.

Ο Ιωάννου ως παιδί προσφύγων, αλλά και ως ιστορικός, μαγεύεται από το ιδιαίτερο χρώμα της ζωής στους προσφυγικούς συνοικισμούς, όπου οι άνθρωποι παρά το ανακάτεμα των φυλών διατηρούν «καθαρά τα χαρακτηριστικά της ράτσας τους και την ψυχή τους». Κι ενώ ο ίδιος ανήκει στους διεσπαρμένους πρόσφυγες, σ’ εκείνους δηλαδή που δεν ζουν στους προσφυγικούς συνοικισμούς μαζί με τους υπόλοιπους πρόσφυγες από τον τόπο τους, εκφράζει έντονα την επιθυμία του να ζούσε κι εκείνος μαζί «με ανθρώπους της ράτσας» του. Εντούτοις η πραγματικότητα είναι πως ο Ιωάννου δεν μπορεί να ζήσει μαζί τους, αφενός γιατί ο ίδιος μεγάλωσε μακριά από τους συνοικισμούς και αφετέρου διότι, λόγω ιδιοσυγκρασίας, ουδέποτε απέκτησε την αναγκαία οικειότητα με τους άλλους πρόσφυγες.
Την απόσταση που χωρίζει το συγγραφέα από τους άλλους πρόσφυγες μας την παρουσιάζει με χιουμοριστικό τρόπο ο ίδιος στο ακόλουθο απόσπασμα από το διήγημα «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ».

«Τα παιδιά τους κυλιόντουσαν όλη μέρα στις βρωμιές και τα χώματα, παίζανε με σκυλιά, με γατιά, με φίδια και βατράχια, όμως τίποτε δεν τα πείραζε. Τότε που γίνονταν οι μεγάλοι σεισμοί στην Ιερισσό και η πόλη μας συνταράζονταν, ανεβήκαμε να μείνουμε κοντά τους, όσο να περάσει το κακό, μια και δεν μπορούσαμε να κοιμόμαστε κι εμείς στις πλατείες με το λαουτζίκο, όπου τόσα και τόσα συνέβαιναν μες στο σκοτάδι. Κοιμόμασταν έξω στην αυλή τους. Έκαμνε, άλλωστε, μια ζέστα σημαδιακή. Από καιρό σε καιρό η γη σάλευε κάτω απ’ το στρώμα. Με βάζαν μαζί με όλα αυτά τα παιδιά στα ίδια στρωσίδια. Οι πρώτες αϋπνίες μου από τότε χρονολογούνται. Εκτός που με κλοτσούσαν όλη νύχτα και με ξεσκέπαζαν, βρωμούσαν όλων των ειδών τις βρωμιές, και ιδίως σκορδίλα. Αφήνω πια τις πορδές τους. Ήμουν σαν ένα κλωσόπουλο της μηχανής, που έπρεπε να τα βγάλει πέρα με τα κολοπετσωμένα κοτόπουλα της κλώσας. Ευτυχώς που οι σεισμοί σταμάτησαν γρήγορα και γλίτωσα κι από εκείνον τον εφιάλτη.
Στην κατοχή, αντίθετα απ’ ό,τι θα φανταζόταν κανείς, δεν υπόφεραν καθόλου περισσότερο από μας, που τάχατες ήμασταν κάτι και κατοικούσαμε στα μέγαρα. Αμολήθηκαν τα παιδιά και πουλούσαν με τα κασελάκια τσιγάρα, τσιγαρόχαρτα, ζαχαρίνες, αντεπρίνες και ό,τι άλλο βάζει ο νους του ανθρώπου. Μόνο γράμματα που δεν έμαθαν. Το δημοτικό είναι ζήτημα αν το τελειώσαν. Η Γεωγραφία και η Ιστορία ήταν ο βραχνάς τους.»

Οι ισχυροί σεισμοί της Χαλκιδικής το Σεπτέμβρη του 1932, όταν ο Ιωάννου ήταν μόλις 5 ετών, οδηγούν την οικογένειά του να ζητήσει καταφύγιο στο σπίτι που είχαν χτίσει οι συγγενείς τους στο Εσκί Ντελίκ. Η συνύπαρξη του μικρού συγγραφέα με τα παιδιά των προσφύγων υπήρξε δύσκολη, μιας και όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο ίδιος, ήταν σα να έβαζαν ένα κλωσόπουλο από αυτά που επωάζονται σε εκκολαπτικές μηχανές να τα βγάλει πέρα με τα κλωσσόπουλα που επωάστηκαν ελεύθερα από την κλώσα κι έχουν σκληραγωγηθεί σε μεγάλο βαθμό.
Τα «κωλοπετσωμένα» προσφυγόπουλα θα αντιμετωπίσουν μάλιστα με ευκολία ακόμη και τη δύσκολη περίοδο της Κατοχής, οπότε και θα ξεχυθούν στους δρόμους πουλώντας κάθε είδους μικροπράγματα για να στηρίξουν την οικογένειά τους.
Η διαφορά της οικογένειας του Ιωάννου με τις άλλες προσφυγικές οικογένειες οφειλόταν στο γεγονός ότι είχαν έρθει στη Θεσσαλονίκη τουλάχιστον μια δεκαετία νωρίτερα και είχαν κατορθώσει να δημιουργήσουν μια καλύτερη οικονομική κατάσταση. Γι’ αυτό και στα πλαίσια του διηγήματος ο συγγραφέας παρουσιάζει τους δικούς του, με αρκετή αίσθηση αυτοσαρκασμού βέβαια, να μην επιθυμούν να συσχετίζονται με το «λαουτζίκο» και σχολιάζει πως «τάχατες ήμασταν κάτι και κατοικούσαμε στα μέγαρα».
Ενδιαφέρον, επίσης, για το ήθος και την προσωπικότητα του Ιωάννου έχει η γενικότερη διάθεση αυτοσαρκασμού του, που συναντάται σε πολλά από τα κείμενά του. Όπως σ’ αυτό το διήγημα παρουσιάζει τον εαυτό του καλομαθημένο και αδύναμο απέναντι στα συνομήλικα μ’ αυτόν προσφυγόπουλα, έτσι κι αλλού μιλά για την προδιάθεσή του για μελέτη και την έλλειψη της καπατσοσύνης στα πρακτικά ζητήματα που θα του επέτρεπε να ασχοληθεί με κάτι άλλο πέρα από τα γράμματα. Για παράδειγμα στο διήγημα «Η αποζημίωση» σχολιάζει: «Πάντως, ατσίδας δεν ήμουν ποτέ κι ευλογώ γι’ αυτό τον θεό. Θα ήμουν, τώρα, κανένα μαναβάκι ή το πολύ πολύ ταξιτζής». 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...