Οριστική
βλέπω, βλέπεις, βλέπει, βλέπουμε, βλέπετε, βλέπουν
να βλέπω, να βλέπεις, να βλέπει, να βλέπουμε, να βλέπετε, να βλέπουν
Προστακτική
β΄ ενικό: βλέπε – β΄ πληθυντικό: βλέπετε
Μετοχή
βλέποντας
Οριστική
έβλεπα, έβλεπες, έβλεπε, βλέπαμε, βλέπατε, έβλεπαν ή βλέπανε
Οριστική
είδα, είδες, είδε, είδαμε, είδατε, είδαν ή είδανε
να δω, να δεις, να δει, να δούμε, να δείτε, να δουν ή να δούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: δες – β΄ πληθυντικό: δείτε
Οριστική
θα βλέπω, θα βλέπεις, θα βλέπει, θα βλέπουμε, θα βλέπετε, θα βλέπουν
Οριστική
θα δω, θα δεις, θα δει, θα δούμε, θα δείτε, θα δουν ή θα δούνε
Οριστική
θα έχω δει, θα έχεις δει, θα έχει δει, θα έχουμε δει, θα έχετε δει, θα έχουν δει
Οριστική
έχω δει, έχεις δει, έχει δει, έχουμε δει, έχετε δει, έχουν δει
να έχω δει, να έχεις δει, να έχει δει, να έχουμε δει, να έχετε δει, να έχουν δει
Οριστική
είχα δει, είχες δει, είχε δει, είχαμε δει, είχατε δει, είχαν(ε) δει
Οριστική
βλέπομαι, βλέπεσαι, βλέπεται, βλεπόμαστε, βλέπεστε, βλέπονται
να βλέπομαι, να βλέπεσαι, να βλέπεται, να βλεπόμαστε, να βλέπεστε, να βλέπονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: βλέπεστε
Μετοχή
---
Οριστική
βλεπόμουν, βλεπόσουν, βλεπόταν, βλεπόμαστε, βλεπόσαστε, βλέπονταν
Οριστική
ειδώθηκα, ειδώθηκες, ειδώθηκε, ειδωθήκαμε, ειδωθήκατε, ειδώθηκαν ή ειδωθήκανε
να ιδωθώ, να ιδωθείς, να ιδωθεί, να ιδωθούμε, να ιδωθείτε, να ιδωθούν
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ιδωθείτε
Οριστική
θα βλέπομαι, θα βλέπεσαι, θα βλέπεται, θα βλεπόμαστε, θα βλέπεστε, θα βλέπονται
Οριστική
θα ιδωθώ, θα ιδωθείς, θα ιδωθεί, θα ιδωθούμε, θα ιδωθείτε, θα ιδωθούν
Οριστική
θα έχω ιδωθεί, θα έχεις ιδωθεί, θα έχει ιδωθεί, θα έχουμε ιδωθεί, θα έχετε ιδωθεί, θα έχουν ιδωθεί
Οριστική
έχω ιδωθεί, έχεις ιδωθεί, έχει ιδωθεί, έχουμε ιδωθεί, έχετε ιδωθεί, έχουν ιδωθεί
να έχω ιδωθεί, να έχεις ιδωθεί, να έχει ιδωθεί, να έχουμε ιδωθεί, να έχετε ιδωθεί, να έχουν ιδωθεί
Μετοχή
ιδωμένος, ιδωμένη, ιδωμένο
Οριστική
είχα ιδωθεί, είχες ιδωθεί, είχε ιδωθεί, είχαμε ιδωθεί, είχατε ιδωθεί, είχαν(ε) ιδωθεί
Επιπλέον, μια σειρά άλλων ρημάτων συνδέονται με την όραση με διάφορους τρόπους. Με την έννοια του τρόπου με τον οποίο βλέπει κανείς είναι περισσότερο συνδεδεμένα τα θωρώ, ατενίζω, παρατηρώ, προσέχω, παρακολουθώ, διακρίνω και χαζεύω. Συγκεκριμένα, το λαϊκό θωρώ σημαίνει «στρέφω το βλέμμα μου για να δω». Το ατενίζω σημαίνει «καρφώνω και κρατώ το βλέμμα μου προσηλωμένο κάπου». Όταν αυτό γίνεται με κάποια προσπάθεια, δηλώνεται με το διακρίνω, ενώ όταν γίνεται με συγκέντρωση, προσοχή και σταδιακό τρόπο, δηλώνεται από τα ρήματα προσέχω, παρατηρώ και παρακολουθώ. Το χαζεύω δηλώνει σαφώς την απουσία συγκεκριμένου σκοπού.
Τέλος, με την έννοια του τόπου συνδέονται περισσότερο τα αντικρίζω, αγναντεύω, επισκοπώ. Συγκεκριμένα, αν βλέπω απέναντι ή μπροστά μου, αν προσδιορίζεται δηλαδή ο συγκεκριμένος τόπος (ή κατεύθυνση), χρησιμοποιείται το αντικρίζω∙ αν βλέπω μακριά, σε απόσταση, τότε το αγναντεύω∙ και αν βλέπω από πάνω και εποπτεύω, τότε το επισκοπώ.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου