Η Ροτόντα της Θεσσαλονίκης
Γιώργος Ιωάννου «Απογραφή ζημιών», ως παράλληλο για το «Στου Κεμάλ το Σπίτι»
Δίπλα στό «Ἀκρόπολις» καί μέχρι τήν ὁδό Πλάτωνος ἦταν στή σειρά σπίτια μικρά καί παμπάλαια, ὅπου μέχρι καί τήν Κατοχή κατοικούσανε οἰκογένειες Ἑβραίων. Αὐτά, μέ τό ξενοδοχεῖο μαζί, σχημάτιζαν τή βορινή πλευρά τῆς πλατείας, πού σήμερα ὀνομάζεται «Μακεδονομάχων». Τά Σάββατα γριές Ἑβραίισες, μέ τίς πατροπαράδοτες ἀτλαζένιες φορεσιές τῆς Καστίλλιας, στεκόντουσαν στίς ἐξώπορτες μέ σταυρωμένα τά χέρια, γιά νάπεράσει ἥσυχα καί ἀναμάρτητα ἡ ἅγια ἀργία. Τά σπίτια αὐτά, ἄν δέν εἶχαν προλάβει νά τά κατεδαφίσουν οἱ ἐργολάβοι, θά τά κατεδάφιζαν τώρα ὁπωσδήποτε οἱ στρατιωτικές μπουλντόζες, σέ συνεργασία, βέβαια, μέ τούς πολιτικούς μηχανικούς καί τούς ἄλλους σπουδαίους, πού δέν ξέρω τί νά πῶ, ἀλλά σάν πολύ εὔκολα, προκειμένου γιά παλαιά σπίτια, σημειώνουν τήν ἔνδειξη «κατεδαφιστέον». Θαρρεῖς καί τό θεωροῦν ὅλοι τους εὐκαιρία νά ἐξωραΐσουν τήν πόλη κατά τά γοῦστα τους καί τά πρότυπά τους, ἀπαλλάσσοντάς την ἀπό τίς ἐνοχλητικές αὐτές παλιατσαρίες, πού πλαισιώνουν, καί πολύ ταιριαχτά μάλιστα, τά βυζαντινά μνημεῖα καί τούς χώρους τῆς παλαιᾶς ζωῆς. Ἔτσι σαρώθηκε σιγά σιγά, ἀπό χρόνια, ὅλη ἡ παλιά γειτονιά ἡ γύρω ἀπό τή Ροτόντα, δηλαδή ἡ παλιά ἑλληνική συνοικία τῆς Καμάρας, αὐτή πού ἔδινε τόν τόνο καί τά ἐπιχειρήματα, καί ἀφέθηκε ὁ τόπος ἐλεύθερος γιά νά φωτογραφίζουν οἱ τουρίστες μέ ἄνεση τή Ροτόντα.
(Γιώργου Ιωάννου, «Ἀπογραφή ζημιῶν», από τη συλλογή Το δικό μας αίμα, 1980)
Η κεντρική θεματική του αποσπάσματος από την Απογραφή ζημιών είναι η στηλίτευση της τάσης των συγκαιρινών του συγγραφέα να κατεδαφίζουν τα παλαιά κτίσματα της πόλης στο όνομα του εκσυγχρονισμού. Ο συγγραφέας θεωρεί πως η τακτική αυτή αλλοιώνει ανεπανόρθωτα το γραφικό χαρακτήρα και την ιστορική ομορφιά της πόλης του, καθιστώντας τη σταδιακά μια ψυχρή και γκρίζα μεγαλούπολη. Την άποψη αυτή ο Ιωάννου την καταγράφει και στο πεζογράφημά του «Στου Κεμάλ το Σπίτι», όπου με εμφατικό τρόπο επισημαίνει την καταστροφική δράση των «γελοίων» εργολάβων.
Είναι εμφανής, και στα δύο κείμενα, η ειρωνική διάθεση του συγγραφέα απέναντι στους εργολάβους, τους πολιτικούς μηχανικούς και τους άλλους σπουδαίους, οι οποίοι με τις μπουλντόζες τους σαρώνουν ολόκληρες ιστορικές γειτονιές, προκειμένου να φτιάξουν «φρικαλέες» πολυκατοικίες κι άλλα «εξαμβλώματα». Ο υποτιθέμενος εκσυγχρονισμός της Θεσσαλονίκης πληγώνει το συγγραφέα, ο οποίος βλέπει τους ανιστόρητους επαγγελματίες να θέτουν το κέρδος τους υψηλότερα από την αξία των παλαιών κτηρίων και των πολύτιμων μνημείων που καταστρέφουν χωρίς δεύτερη σκέψη.
Είναι εμφανής, και στα δύο κείμενα, η ειρωνική διάθεση του συγγραφέα απέναντι στους εργολάβους, τους πολιτικούς μηχανικούς και τους άλλους σπουδαίους, οι οποίοι με τις μπουλντόζες τους σαρώνουν ολόκληρες ιστορικές γειτονιές, προκειμένου να φτιάξουν «φρικαλέες» πολυκατοικίες κι άλλα «εξαμβλώματα». Ο υποτιθέμενος εκσυγχρονισμός της Θεσσαλονίκης πληγώνει το συγγραφέα, ο οποίος βλέπει τους ανιστόρητους επαγγελματίες να θέτουν το κέρδος τους υψηλότερα από την αξία των παλαιών κτηρίων και των πολύτιμων μνημείων που καταστρέφουν χωρίς δεύτερη σκέψη.
Ο Ιωάννου με αμέριστη αγάπη για την ιδιαίτερη πατρίδα του, τονίζει και στα δύο κείμενα τον πλούτο των ιστορικών μνημείων που τη στολίζουν, αλλά και τον έντονα πολυπολιτισμικό της χαρακτήρα. Έτσι, στην Απογραφή ζημιών διαβάζουμε για τα βυζαντινά της μνημεία, αλλά και τη Ροτόντα (ρωμαϊκό έργο, προς τιμήν του Αυτοκράτορα Γαλέριου) και φυσικά για την ακμαία Εβραϊκή κοινότητα της πόλης. Ενώ, στο πεζογράφημα «Στου Κεμάλ το Σπίτι», μαθαίνουμε για το θαυμάσιο ψηφιδωτό που υπήρχε στα θεμέλια του παλιού του σπιτιού, το οποίο γρήγορα έκρυψαν οι δασκαλεμένοι από τους εργολάβους εργάτες, αλλά και για το σπίτι του Κεμάλ, που αποτελούσε χώρο προσκυνήματος για τους Τούρκους, που έρχονταν για να τιμήσουν τον γενάρχη τους.
Είναι, παράλληλα, ενδιαφέρουσα η φροντίδα του συγγραφέα στην Απογραφή ζημιών να ορίσει την περιοχή στην οποία αναφέρεται, κατονομάζοντας δρόμους και ιστορικά κτίσματα, όπως το επιτυγχάνει αναφερόμενος και στο σπίτι του Κεμάλ, το οποίο αποτελεί πολύ χαρακτηριστικό μνημείο της πόλης. Ο Ιωάννου γνωρίζει, ως λάτρης της πόλης του αλλά και ως ιστορικός, τη σύνδεση που έχει κάθε περιοχή και κάθε κτίσμα της Θεσσαλονίκης με την ιστορίας της και δεν παραλείπει στα κείμενά του να καταγράφει τέτοιου είδους πληροφορίες, ώστε αυτές να διασωθούν από τη λαίλαπα του εκσυγχρονισμού και της αδιαφορίας των συγχρόνων του για την ιστορική αξία της πόλης. Ενδεικτική, άλλωστε, είναι η αναφορά στο σάρωμα της παλιάς ελληνικής συνοικίας, η οποία όχι μόνο έδινε τον τόνο στην ευρύτερη περιοχή, αλλά αποτελούσε και βασικό επιχείρημα για την ελληνικότητά της.
Ομοιότητες, τέλος, διακρίνουμε και σε επιμέρους λεπτομέρειες των δύο κειμένων, όπως είναι για παράδειγμα η συνήθεια που είχαν οι ηλικιωμένες Εβραίες να στέκονται στις εξώπορτες των σπιτιών τους, που μας παραπέμπει στη συνήθεια της Τουρκάλας να κάθεται στο κατώφλι του σπιτιού. Αλλά και η αναφορά στην Κατοχή, που χρονικά μας παραπέμπει λίγο πριν την τελευταία επίσκεψη της Τουρκάλας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου