Η ειρωνεία στα ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης χρησιμοποιεί στην ποίησή του την ειρωνεία σε κάθε της μορφή και με τέτοια συχνότητα ώστε θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε ως ειρωνικό ποιητή. Η ειρωνεία στην ποιητική έκφρασή επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους και δεν είναι εύκολο να δοθεί ένας απλώς ορισμός αυτού του πολυδύναμου εκφραστικού μέσου. Ειδικά στην ποίηση του Καβάφη η ειρωνεία αποκτά πολλές εκφάνσεις και αποτελεί ουσιαστικά το υλικό που δίνει στην ποίησή του τη μοναδικότητά της. Ο Καβάφης, κάποιες φορές, δημιουργεί την αίσθηση της ειρωνείας με την αντίθεση που εμφανίζεται ανάμεσα στα λεγόμενα ή στα σχέδια των προσώπων του ποιήματος και στην τελική έκβαση των γεγονότων. Άλλοτε, χρησιμοποιεί την τραγική ειρωνεία, κυρίως στα ιστορικά του ποιήματα, οπότε οι αναγνώστες γνωρίζουν την εξέλιξη που θα έχουν τα πρόσωπα αυτά και κατανοούν πότε οι ήρωες κινούνται προς την καταστροφή. Παράλληλα, ο ποιητής καταφεύγει συχνά και στη λεκτική ειρωνεία, όπως την αντιλαμβανόμαστε στην καθημερινή μας ομιλία, σχολιάζοντας εμπαικτικά πράξεις ή σκέψεις των προσώπων που παρουσιάζονται στα ποιήματά του.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για την ειρωνεία που δημιουργεί η αντίθεση ανάμεσα στις προσδοκίες των προσώπων και στην τελική κατάληξη των γεγονότων μας δίνεται στο ποίημα «Περιμένοντας τους βαρβάρους». Στο ποίημα αυτό ο Καβάφης μας παρουσιάζει σύσσωμη μια πολιτεία να είναι έτοιμη να παραδοθεί στους βαρβάρους προσδοκώντας μια λυτρωτική επιστροφή σε μια πιο απλοϊκή ζωή. Όλοι οι διαχειριστές της εξουσίας, ο βασιλιάς, οι νομοθέτες και οι δικαστές, μη μπορώντας να δώσουν οι ίδιοι λύση στην τελματώδη κατάσταση που έχει βρεθεί η κοινωνία τους, είναι πρόθυμοι να παραδώσουν την εξουσία στους βαρβάρους και είναι έτοιμοι να υποστούν κάθε πιθανή συνέπεια αυτής της εκούσιας οπισθοδρόμησης. Εντούτοις, οι βάρβαροι δεν εμφανίζονται και οι προσδοκίες όλων διαψεύδονται, προκαλώντας τους απογοήτευση. Η ειρωνεία σε αυτό το ποίημα δημιουργείται μέσα από αυτή την διάψευση, αλλά ο ποιητής δεν περιορίζεται μόνο σε αυτή τη μορφή ειρωνείας. Φροντίζει καθόλη τη διάρκεια του διαλόγου μέσα από την πλήρη απαξίωση των βαρβάρων για κάθε μορφή πολιτισμού και κάθε είδος συνετούς διακυβέρνησης να μας δημιουργεί την αίσθηση ότι κάθε στοιχείο μιας πολιτισμένης κοινωνίας, ιδωμένο από την πλευρά των βαρβάρων, δεν αξίζει απολύτως τίποτα.
Την αίσθηση, άλλωστε. ότι δεν υπάρχει καμία αξία πίσω από τα μεγάλα και τα εντυπωσιακά μας τη δημιουργεί ο Καβάφης και στο ποίημα «Αλεξανδρινοί βασιλείς». Στο ποίημα αυτό παρουσιάζεται μια αρκετά φιλόδοξη τελετή της Κλεοπάτρας, κατά τη διάρκεια της οποίας μοιράζει στα παιδιά της όλα τα εδάφη που κάποτε είχαν κατακτηθεί από το Μέγα Αλέξανδρο. Παρόλο που η τελετή είναι πραγματικά εντυπωσιακή και κάθε τι σε αυτήν είναι ιδιαίτερα προσεγμένο, από το χώρο όπου πραγματοποιείται μέχρι τα ρούχα του Καισαρίωνα, στην ουσία πρόκειται για μια ανούσια προσπάθεια εντυπωσιασμού. Κι ενώ η Κλεοπάτρα έχει στήσει όλη αυτή τη γιορτή για να κάνει μια επίδειξη ισχύος στους Αλεξανδρινούς, εκείνοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι όλα αυτά δεν έχουν καμία αξία και ότι όλοι αυτοί οι τίτλοι που προσφέρονται στα παιδιά της Κλεοπάτρας είναι χωρίς αντίκρισμα. Η ειρωνεία, βέβαια, σε αυτό το ποίημα κινείται σε δύο επίπεδα καθώς πέραν από το γεγονός ότι οι Αλεξανδρινοί καθόλου δεν έχουν ξεγελαστεί από την πολυτελή προσπάθεια της Κλεοπάτρας, παράλληλα οι αναγνώστες γνωρίζουν την άσχημη τύχη τόσο της ίδιας όσο και του Καισαρίωνα, με αποτέλεσμα το ποίημα παρά τις όμορφες εικόνες του να μας προκαλεί ένα πικρό χαμόγελο.
Η αλήθεια είναι όμως ότι παρόλο που γνωρίζουμε την αγάπη του Καβάφη για την ειρωνεία, υπάρχουν στιγμές που δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα βέβαιοι για το αν ο ποιητής χρησιμοποιεί την ειρωνεία ή όχι. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)», ο ποιητής κατορθώνει έντεχνα να μας παγιδέψει σ’ ένα καλοστημένο δίλημμα, αφήνοντάς μας να απορούμε αν τελικά είναι με το μέρος του αρωματισμένου νεαρού ή αν απλά τον ειρωνεύεται. Αν και γνωρίζουμε ότι ο Καβάφης θεωρούσε την τέχνη της ποίησης ως το πιο σημαντικό έργο της ζωής του, και μπορούμε να τον φανταστούμε να ζητά από τους ομοτέχνους του να αντιμετωπίζουν το ποιητικό τους έργο με απόλυτο σεβασμό, δεν είναι εύκολο να δεχτούμε ότι ο Καβάφης θα συμφωνούσε με τον αυθάδη νεαρό που με έντονο ύφος επικρίνει τον Αισχύλο. Επειδή, όμως, ο ποιητής δε μας επιτρέπει να καταλήξουμε με βεβαιότητα για το αν υποστηρίζει ή όχι τις απόψεις του νεαρού, βρισκόμαστε απέναντι σε ένα ποίημα που είτε το διατρέχει η ειρωνεία εις βάρος του νέου που τολμά να κρίνει το μεγάλο τραγικό ποιητή είτε δεν περιέχει παρά μόνο ψήγματα ειρωνείας κυρίως στο τέλος του, όταν ο καλοζωισμένος νεαρός θεωρεί τη συμμετοχή του Αισχύλου στη μάχη του Μαραθώνα μικρής αξίας επίτευγμα.
Στην ποίηση του Καβάφη όπου απουσιάζουν οι λυρικές εικόνες και το περιεχόμενό της είναι κυρίως προϊόν σκέψης και προβληματισμού, η ειρωνεία έρχεται να αποτελέσει το συστατικό που την ξεχωρίζει και την καταξιώνει. Οι διαρκείς εναλλαγές της τύχης των ηρώων, οι ανατροπές, οι διαψεύσεις των προσδοκιών, αλλά και οι καυστικοί σχολιασμοί του ποιητή λειτουργούν ως ο βασικός φορέας συγκίνησης των αναγνωστών. Χάρη στην ειρωνεία η ποίηση του Καβάφη αποκτά ζωή κι ενδιαφέρον και δημιουργεί έντονη πνευματική συγκίνηση στον αναγνώστη, καθιστώντας την ποίησή του διαχρονική. Αξίζει, μάλιστα, να αναφερθεί ότι το στοιχείο της ειρωνείας κατορθώνει να παραμείνει αναλλοίωτο ακόμη κι όταν τα ποιήματα του Καβάφη μεταφράζονται σε άλλες γλώσσες, γεγονός που εξηγεί την ιδιαίτερη ανταπόκριση που γνωρίζει η καβαφική δημιουργία σε όποια γλώσσα κι αν έχουν αποδοθεί τα ποιήματά του.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης χρησιμοποιεί στην ποίησή του την ειρωνεία σε κάθε της μορφή και με τέτοια συχνότητα ώστε θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε ως ειρωνικό ποιητή. Η ειρωνεία στην ποιητική έκφρασή επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους και δεν είναι εύκολο να δοθεί ένας απλώς ορισμός αυτού του πολυδύναμου εκφραστικού μέσου. Ειδικά στην ποίηση του Καβάφη η ειρωνεία αποκτά πολλές εκφάνσεις και αποτελεί ουσιαστικά το υλικό που δίνει στην ποίησή του τη μοναδικότητά της. Ο Καβάφης, κάποιες φορές, δημιουργεί την αίσθηση της ειρωνείας με την αντίθεση που εμφανίζεται ανάμεσα στα λεγόμενα ή στα σχέδια των προσώπων του ποιήματος και στην τελική έκβαση των γεγονότων. Άλλοτε, χρησιμοποιεί την τραγική ειρωνεία, κυρίως στα ιστορικά του ποιήματα, οπότε οι αναγνώστες γνωρίζουν την εξέλιξη που θα έχουν τα πρόσωπα αυτά και κατανοούν πότε οι ήρωες κινούνται προς την καταστροφή. Παράλληλα, ο ποιητής καταφεύγει συχνά και στη λεκτική ειρωνεία, όπως την αντιλαμβανόμαστε στην καθημερινή μας ομιλία, σχολιάζοντας εμπαικτικά πράξεις ή σκέψεις των προσώπων που παρουσιάζονται στα ποιήματά του.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για την ειρωνεία που δημιουργεί η αντίθεση ανάμεσα στις προσδοκίες των προσώπων και στην τελική κατάληξη των γεγονότων μας δίνεται στο ποίημα «Περιμένοντας τους βαρβάρους». Στο ποίημα αυτό ο Καβάφης μας παρουσιάζει σύσσωμη μια πολιτεία να είναι έτοιμη να παραδοθεί στους βαρβάρους προσδοκώντας μια λυτρωτική επιστροφή σε μια πιο απλοϊκή ζωή. Όλοι οι διαχειριστές της εξουσίας, ο βασιλιάς, οι νομοθέτες και οι δικαστές, μη μπορώντας να δώσουν οι ίδιοι λύση στην τελματώδη κατάσταση που έχει βρεθεί η κοινωνία τους, είναι πρόθυμοι να παραδώσουν την εξουσία στους βαρβάρους και είναι έτοιμοι να υποστούν κάθε πιθανή συνέπεια αυτής της εκούσιας οπισθοδρόμησης. Εντούτοις, οι βάρβαροι δεν εμφανίζονται και οι προσδοκίες όλων διαψεύδονται, προκαλώντας τους απογοήτευση. Η ειρωνεία σε αυτό το ποίημα δημιουργείται μέσα από αυτή την διάψευση, αλλά ο ποιητής δεν περιορίζεται μόνο σε αυτή τη μορφή ειρωνείας. Φροντίζει καθόλη τη διάρκεια του διαλόγου μέσα από την πλήρη απαξίωση των βαρβάρων για κάθε μορφή πολιτισμού και κάθε είδος συνετούς διακυβέρνησης να μας δημιουργεί την αίσθηση ότι κάθε στοιχείο μιας πολιτισμένης κοινωνίας, ιδωμένο από την πλευρά των βαρβάρων, δεν αξίζει απολύτως τίποτα.
Την αίσθηση, άλλωστε. ότι δεν υπάρχει καμία αξία πίσω από τα μεγάλα και τα εντυπωσιακά μας τη δημιουργεί ο Καβάφης και στο ποίημα «Αλεξανδρινοί βασιλείς». Στο ποίημα αυτό παρουσιάζεται μια αρκετά φιλόδοξη τελετή της Κλεοπάτρας, κατά τη διάρκεια της οποίας μοιράζει στα παιδιά της όλα τα εδάφη που κάποτε είχαν κατακτηθεί από το Μέγα Αλέξανδρο. Παρόλο που η τελετή είναι πραγματικά εντυπωσιακή και κάθε τι σε αυτήν είναι ιδιαίτερα προσεγμένο, από το χώρο όπου πραγματοποιείται μέχρι τα ρούχα του Καισαρίωνα, στην ουσία πρόκειται για μια ανούσια προσπάθεια εντυπωσιασμού. Κι ενώ η Κλεοπάτρα έχει στήσει όλη αυτή τη γιορτή για να κάνει μια επίδειξη ισχύος στους Αλεξανδρινούς, εκείνοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι όλα αυτά δεν έχουν καμία αξία και ότι όλοι αυτοί οι τίτλοι που προσφέρονται στα παιδιά της Κλεοπάτρας είναι χωρίς αντίκρισμα. Η ειρωνεία, βέβαια, σε αυτό το ποίημα κινείται σε δύο επίπεδα καθώς πέραν από το γεγονός ότι οι Αλεξανδρινοί καθόλου δεν έχουν ξεγελαστεί από την πολυτελή προσπάθεια της Κλεοπάτρας, παράλληλα οι αναγνώστες γνωρίζουν την άσχημη τύχη τόσο της ίδιας όσο και του Καισαρίωνα, με αποτέλεσμα το ποίημα παρά τις όμορφες εικόνες του να μας προκαλεί ένα πικρό χαμόγελο.
Η αλήθεια είναι όμως ότι παρόλο που γνωρίζουμε την αγάπη του Καβάφη για την ειρωνεία, υπάρχουν στιγμές που δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα βέβαιοι για το αν ο ποιητής χρησιμοποιεί την ειρωνεία ή όχι. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ.)», ο ποιητής κατορθώνει έντεχνα να μας παγιδέψει σ’ ένα καλοστημένο δίλημμα, αφήνοντάς μας να απορούμε αν τελικά είναι με το μέρος του αρωματισμένου νεαρού ή αν απλά τον ειρωνεύεται. Αν και γνωρίζουμε ότι ο Καβάφης θεωρούσε την τέχνη της ποίησης ως το πιο σημαντικό έργο της ζωής του, και μπορούμε να τον φανταστούμε να ζητά από τους ομοτέχνους του να αντιμετωπίζουν το ποιητικό τους έργο με απόλυτο σεβασμό, δεν είναι εύκολο να δεχτούμε ότι ο Καβάφης θα συμφωνούσε με τον αυθάδη νεαρό που με έντονο ύφος επικρίνει τον Αισχύλο. Επειδή, όμως, ο ποιητής δε μας επιτρέπει να καταλήξουμε με βεβαιότητα για το αν υποστηρίζει ή όχι τις απόψεις του νεαρού, βρισκόμαστε απέναντι σε ένα ποίημα που είτε το διατρέχει η ειρωνεία εις βάρος του νέου που τολμά να κρίνει το μεγάλο τραγικό ποιητή είτε δεν περιέχει παρά μόνο ψήγματα ειρωνείας κυρίως στο τέλος του, όταν ο καλοζωισμένος νεαρός θεωρεί τη συμμετοχή του Αισχύλου στη μάχη του Μαραθώνα μικρής αξίας επίτευγμα.
Στην ποίηση του Καβάφη όπου απουσιάζουν οι λυρικές εικόνες και το περιεχόμενό της είναι κυρίως προϊόν σκέψης και προβληματισμού, η ειρωνεία έρχεται να αποτελέσει το συστατικό που την ξεχωρίζει και την καταξιώνει. Οι διαρκείς εναλλαγές της τύχης των ηρώων, οι ανατροπές, οι διαψεύσεις των προσδοκιών, αλλά και οι καυστικοί σχολιασμοί του ποιητή λειτουργούν ως ο βασικός φορέας συγκίνησης των αναγνωστών. Χάρη στην ειρωνεία η ποίηση του Καβάφη αποκτά ζωή κι ενδιαφέρον και δημιουργεί έντονη πνευματική συγκίνηση στον αναγνώστη, καθιστώντας την ποίησή του διαχρονική. Αξίζει, μάλιστα, να αναφερθεί ότι το στοιχείο της ειρωνείας κατορθώνει να παραμείνει αναλλοίωτο ακόμη κι όταν τα ποιήματα του Καβάφη μεταφράζονται σε άλλες γλώσσες, γεγονός που εξηγεί την ιδιαίτερη ανταπόκριση που γνωρίζει η καβαφική δημιουργία σε όποια γλώσσα κι αν έχουν αποδοθεί τα ποιήματά του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου