Kαι εκεί, όπου κατήντησα, στον σκοτεινόν τον τόπον,
όχλον μ’ εφάνην κ’ ήκουσα και ταραχήν ανθρώπων,
δια τό ‘μπα μου να μάχουνται, δια μένα να λαλούσι
και εδόθη λόγος μέσα τους να πέψουσιν να δούσιν
τις εις τον Άδην έσωσεν, τις ταραχήν εποίκεν
και τις την πόρταν ήνοιξε δίχως βουλήν κ’ εμπήκεν.
Kαι δύο μ’ εφάνην κ’ ήλθασι μαύροι και αραχνιασμένοι,
ως νέων σκιά και χαραγή, μυριοθορυβουμένοι.
Kλιτά μ’ εχαιρετήσασιν, ήμερα μ’ εσυντύχαν
κ’ εγώ εκ του φόβου επάρθηκα, τι αποκριθήν ουκ είχα.
Λέγουν μου: "Πόθεν και από πού; Tις είσαι; Tι γυρεύεις;
Kαι δίχως πρόβοδον εδώ στο σκότος πώς οδεύεις;
Πώς εκατέβης σύψυχος, συζώντανος πώς ήλθες
και πάλιν στην πατρίδα σου πώς να στραφής εκείθες;
Oπού στον Άδην κατεβή ου δύναται διαγείρειν·
μόνον η Nεκρανάστασις μπορεί να τον εγείρη.
Tα χνώτα σου μυρίζουσι και τα λινά σου λάμπουν,
να είπες λιβάδιν έτρεχες και μονοπάτια κάμπου:
από τον κόσμον έρχεσαι, των ζωντανών την χώραν!
Eιπέ μας αν κρατεί ουρανός κι αν στέκει ο κόσμος τώρα·
ειπέ αν αστράπτει και βροντά και αν συννεφιά και βρέχει
και ο Iορδάνης ποταμός αν κυματεί και τρέχει·
και αν είναι κήποι και δεντρά, πουλιά να κιλαδούσι
και ανέ μυρίζουν τα βουνιά και τα λαγκάδια αχούσιν.
Eίναι λιβάδια δροσερά, φυσά γλυκύς αέρας,
λάμπουσιν τ’ άστρη τ’ ουρανού και αυγερινός αστέρας;
Kαι ανέ σημαίνουν οι εκκλησιές και ψάλλουν οι παπάδες
και αν γέρνουνται και την αυγήν ν’ άφτουσι τες λαμπάδες.
Παιδιά και να μαζώνουνται νέοι το καλοκαίριν
και να περνούν τες γειτονιές κρατώντ’ από το χέριν
και μετά πόθου την αυγήν να παρατραγουδούσι
και σιγανά να περπατούν, με τάξιν να περνούσι;
Γίνουνται γάμοι και χαρές, παράταξες και σκόλες;
Φιλοτιμούνται οι λυγερές τάχα και χαίροντ’ όλες;
τον κόσμον, τον εδιάβαινες, στες χώρες, τες επέρνας,
οι ζωντανοί, οπού χαίρουνται, αν μας θυμούντ' ειπέ μας·
[απόσπασμα]
Λεξιλόγιο:
σώνω: φτάνω
βουλή: άδεια
χαραγή: περίγραμμα
κλιτά: σκύβοντας, ταπεινά
πρόβοδος: οδηγός
διαγέρνω: επιστρέφω
ανέν: αν
γέρνομαι: εγείρομαι, σηκώνομαι
παράταξη: διασκέδαση
φιλοτιμώ: τιμώ
Ο Απόκοπος (ο τίτλος προκύπτει από το πρώτο ημιστίχιο του ποιήματος: Mιαν από κόπου ενύσταξα), εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1519, αλλά η σύνθεσή του τοποθετείται αρκετά χρόνια νωρίτερα. Γραμμένο σε βυζαντινή δημώδη γλώσσα με αρκετά στοιχεία του κρητικού ιδιώματος -που ενισχύουν την εικασία ότι ο ποιητής του, ο Μπεργαδής ήταν Κρητικός-, αποτελεί ένα εξαίρετο λογοτεχνικό δείγμα της εποχής του.
Ο αφηγητής βλέπει στον ύπνο του πως έχει κατέβει στον Άδη και πως τον πλησιάζουν οι σκιές των νεκρών, ρωτώντας τον με αγωνία για τους ζωντανούς. Η μεγάλη επιθυμία των νεκρών είναι να μάθουν αν οι ζωντανοί τους θυμούνται.
Ο αφηγητής τους απαντά πως οι ζωντανοί, αφού θρηνήσουν για λίγο το θάνατο των δικών τους, συνεχίζουν να απολαμβάνουν τη ζωή τους και λησμονούν πολύ σύντομα τους πεθαμένους, με εξαίρεση βέβαια τις μανάδες που δεν ξεχνούν ποτέ τα παιδιά τους που χάθηκαν.
Η απάντηση αυτή του αφηγητή εμπεριέχει και το γενικότερο μήνυμα της ποιητικής σύνθεσης, που έρχεται να τονίσει το εφήμερο της ζωής και την ανάγκη να αξιοποιηθεί έγκαιρα από τους ανθρώπους το μοναδικό δώρο της ύπαρξης.
Ο Σολωμός στον Κρητικό (παρενθετικοί στίχοι 2. 5-18), παρουσιάζει τον ήρωα του ποιήματος να ζητά από τη Σάλπιγγα της Δευτέρας παρουσίας να ηχήσει κι αφού εγείρεται από τον τάφο του «το σάβανο τινάζω», να μεταβαίνει στην Κοιλάδα Ιωσαφάτ, λίγες στιγμές προτού γίνει η Έσχατη Κρίση.
(Λάλησε, Σάλπιγγα! κι’ εγώ το σάβανο τινάζω,
Και σχίζω δρόμο και τς αχνούς αναστημένους κράζω:
«Μην είδετε την ομορφιά που την Κοιλάδα αγιάζει;
Πέστε, να ιδήτε το καλό εσείς κι ο, τι σας μοιάζει.
Καπνός δε μένει από τη γή∙ νιος ουρανός εγίνη∙
Σαν πρώτα εγώ την αγαπώ και θα κριθώ μ’ αυτήνη.
—Ψηλά την είδαμε πρωί· της τρέμαν τα λουλούδια
Στη θύρα της Παράδεισος που εβγήκε με τραγούδια
Έψαλλε την Ανάσταση χαροποιά η φωνή της,
Κι έδειχνεν ανυπομονιά για να ‘μπει στο κορμί της∙
Ο Ουρανός ολόκληρος αγρίκαε σαστισμένος,
Το κάψιμο αργοπόρουνε ο κόσμος ο αναμμένος∙
Και τώρα ομπρός την είδαμε· ογλήγορα σαλεύει∙
Όμως κοιτάζει εδώ κι εκεί και κάποιονε γυρεύει»).
Ομοιότητες των δύο κειμένων:
- Οι νεκροί στον Απόκοπο, όπως και οι μόλις αναστημένοι στον Κρητικό, περιγράφονται ως σκιές, καθώς για να επιστρέψουν στα σώματά τους θα πρέπει να ολοκληρωθεί η «εν σαρκί» ανάσταση. Γι’ αυτό και η αρραβωνιαστικιά του Κρητικού: «έδειχνεν ανυπομονιά για να ‘μπει στο κορμί της∙».
- Η ανάσταση των νεκρών αναφέρεται και στον Απόκοπο: «Oπού στον Άδην κατεβή ου δύναται διαγείρειν· / μόνον η Nεκρανάστασις μπορεί να τον εγείρη.»
- Οι νεκροί και στα δύο ποιήματα διατηρούν την ικανότητά τους να μιλούν, αλλά και να θυμούνται τα αγαπημένα τους πρόσωπα και την πρότερη ζωή τους. Στον Απόκοπο ακούμε τα εναγώνια ερωτήματα των δύο νεκρών για το αν η ζωή στον επάνω κόσμο συνεχίζει να έχει την ομορφιά που είχε όσο ζούσαν και φυσικά για το αν οι ζωντανοί τους θυμούνται ακόμη. Ενώ στον Κρητικό τόσο ο ήρωας όσο και η αγαπημένη του αναζητούν ο ένας τον άλλον και ο Κρητικός διαβεβαιώνει τους συνομιλητές του: «Σαν πρώτα εγώ την αγαπώ και θα κριθώ μ’ αυτήνη.»
- Η ικανότητα που έχουν οι νεκροί, και στα δύο κείμενα, να μιλούν, να κινούνται και να θυμούνται, όπως όταν ήταν ζωντανοί, αποτελεί έκφραση της πεποίθησης που κυριαρχούσε στον ελληνικό χώρο ότι ο κόσμος των νεκρών δεν διαφέρει τελείως από τον κόσμο των ζωντανών. Έχουμε, επομένως, και στα δύο κείμενα, στοιχεία εγκοσμίωσης.
Οι διαφορές των δύο κειμένων:
- Οι δύο ποιητές ασχολούνται στα κείμενά τους με τον κόσμο των νεκρών, παρουσιάζοντας όμως δύο διαφορετικά χρονικά επίπεδα της μετά θάνατον πορείας των ανθρώπων. Ο Μπεργαδής μας παρουσιάζει τις σκιές των νεκρών να παραμένουν στο αιώνιο σκοτάδι του Άδη, ενώ ο Σολωμός μας παρουσιάζει τις σκιές των μόλις αναστημένων, καθώς έχει ήδη σημάνει η αναστάσιμη σάλπιγγα της Δευτέρας Παρουσίας.
- Στον Απόκοπο έχουμε την απροσδόκητη είσοδο ενός ζωντανού στον κόσμο των νεκρών που τους αναστατώνει με την παρουσία του, ενώ στον Κρητικό ο ήρωας ανήκει κι αυτός με τους άλλους νεκρούς που μόλις αναστήθηκαν.
- Στον Απόκοπο οι νεκροί κινούνται σ’ ένα διαρκές σκοτάδι, με τη θλίψη να τους βαρύνει, ενώ στον Κρητικό επικρατεί μια διάθεση εύθυμης προσδοκίας, καθώς αναμένεται η Έσχατη Κρίση και η συνακόλουθη «εν σαρκί» ανάσταση των νεκρών. «Στη θύρα της Παράδεισος που εβγήκε με τραγούδια /Έψαλλε την Ανάσταση χαροποιά η φωνή της,
- Στον Κρητικό ο κόσμος βρίσκεται σε αναμονή της Έσχατης Κρίσης και συντελούνται κοσμογονικές αλλαγές: «Καπνός δε μένει από τη γή∙ νιος ουρανός εγίνη∙». Στον Απόκοπο, από την άλλη, ο ποιητής παρουσιάζει τις ψυχές σε αιώνια αναμονή, μιας και η ανάσταση των νεκρών παραμένει απλώς ως ένα πιθανό γεγονός.
- Ο ποιητής έχοντας αποκαλύψει από την αρχή της διήγησης το θάνατο της αρραβωνιαστικιάς του ήρωα, αισθάνεται την ανάγκη να δείξει πως η προσπάθειά του δεν πρόκειται να είναι χωρίς νόημα. Ο Κρητικός έχοντας δοκιμαστεί υπέρμετρα θα ανταμειφθεί με μια αγάπη που ξεπερνά τα όρια του χρόνου.
- Η αιώνια αγάπη του Κρητικού και η αναζήτηση της αρραβωνιαστικιάς του ακόμη και μετά το θάνατο, υποδηλώνει την ένταση των δοκιμασιών που θα απαιτηθούν για να κατανικήσουν την ψυχική δύναμη του ήρωα.
- Το υπερκόσμιο πλαίσιο της προδρομικής αφήγησης δημιουργεί τις κατάλληλες συνθήκες για να γίνουν ευκολότερα αποδεκτές από τους ακροατές/αναγνώστες οι δοκιμασίες του ήρωα, που ξεπερνούν κατά πολύ τα ανθρώπινα μέτρα.
- Παράλληλα, μέσα από την προδρομική αφήγηση ο ποιητής εντάσσει αρμονικά τη θεματική της θρησκείας στην ποιητική του σύνθεση.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου