Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ψηφίζω / ψηφίζομαι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ψηφίζω / ψηφίζομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Aleta Pippin 

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ψηφίζω / ψηφίζομαι»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ψηφίζω, ψηφίζεις, ψηφίζει, ψηφίζομεν, ψηφίζετε, ψηφίζουσι(ν)
Υποτακτική
ψηφίζω, ψηφίζς, ψηφίζ, ψηφίζωμεν, ψηφίζητε, ψηφίζωσι(ν)
Ευκτική
ψηφίζοιμι, ψηφίζοις, ψηφίζοι, ψηφίζοιμεν, ψηφίζοιτε, ψηφίζοιεν
Προστακτική
---, ψήφιζε, ψηφιζέτω, ---, ψηφίζετε, ψηφιζόντων (ή ψηφιζέτωσαν)
Απαρέμφατο
ψηφίζειν
Μετοχή
ψηφίζων, ψηφίζουσα, ψηφίζον
 
Παρατατικός
Οριστική
ψήφιζον, ψήφιζες, ψήφιζε, ψηφίζομεν, ψηφίζετε, ψήφιζον
 
Μέλλοντας
Οριστική
ψηφι, ψηφιες, ψηφιε, ψηφιομεν, ψηφιετε, ψηφιοσι(ν)
Ευκτική
ψηφιομι, ψηφιος, ψηφιο, ή ψηφιοίην, ψηφιοίης, ψηφιοίη, ψηφιομεν, ψηφιοτε, ψηφιοεν
Απαρέμφατο
ψηφιεν
Μετοχή
ψηφιν, ψηφιοσα, ψηφιον
 
Αόριστος
Οριστική
ψήφισα, ψήφισας, ψήφισε(ν), ψηφίσαμεν, ψηφίσατε, ψήφισαν
Υποτακτική
ψηφίσω, ψηφίσς, ψηφίσ, ψηφίσωμεν, ψηφίσητε, ψηφίσωσι(ν)
Ευκτική
ψηφίσαιμι, ψηφίσαις / ψηφίσειας, ψηφίσαι / ψηφίσειε(ν), ψηφίσαιμεν, ψηφίσαιτε, ψηφίσαιεν / ψηφίσειαν
Προστακτική
---, ψήφισον, ψηφισάτω, ---, ψηφίσατε, ψηφισάντων (ή ψηφισάτωσαν)
Απαρέμφατο
ψηφίσαι
Μετοχή
ψηφίσας, ψηφίσασα, ψηφίσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
ψήφικα, ψήφικας, ψήφικε, ψηφίκαμεν, ψηφίκατε, ψηφίκασι(ν)
 
Υποτακτική
ψηφικώς- ψηφικυα- ψηφικός
ψηφικώς- ψηφικυα- ψηφικός ς
ψηφικώς- ψηφικυα- ψηφικός
ψηφικότες- ψηφικυαι- ψηφικότα μεν
ψηφικότες- ψηφικυαι- ψηφικότα τε
ψηφικότες- ψηφικυαι- ψηφικότα σι
 
Ευκτική
ψηφικώς- ψηφικυα- ψηφικός εην
ψηφικώς- ψηφικυα- ψηφικός εης
ψηφικώς- ψηφικυα- ψηφικός εη
ψηφικότες- ψηφικυαι- ψηφικότα εημεν (εμεν)
ψηφικότες- ψηφικυαι- ψηφικότα εητε (ετε)
ψηφικότες- ψηφικυαι- ψηφικότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
ψηφικώς- ψηφικυα- ψηφικός σθι
ψηφικώς- ψηφικυα- ψηφικός στω
---
ψηφικότες- ψηφικυαι- ψηφικότα στε
ψηφικότες- ψηφικυαι- ψηφικότα στων
 
Απαρέμφατο
ψηφικέναι
Μετοχή
ψηφικώς- ψηφικυα- ψηφικός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ψηφίκειν, ψηφίκεις, ψηφίκει, ψηφίκεμεν, ψηφίκετε, ψηφίκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ψηφίζομαι, ψηφίζ/ψηφίζει, ψηφίζεται, ψηφιζόμεθα, ψηφίζεσθε, ψηφίζονται
Υποτακτική
ψηφίζωμαι, ψηφίζ, ψηφίζηται, ψηφιζώμεθα, ψηφίζησθε, ψηφίζωνται
Ευκτική
ψηφιζοίμην, ψηφίζοιο, ψηφίζοιτο, ψηφιζοίμεθα, ψηφίζοισθε, ψηφίζοιντο
Προστακτική
---, ψηφίζου, ψηφιζέσθω, ---, ψηφίζεσθε, ψηφιζέσθων ή ψηφιζέσθωσαν
Απαρέμφατο
ψηφίζεσθαι
Μετοχή
ψηφιζόμενος
ψηφιζομένη
ψηφιζόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
ψηφιζόμην, ψηφίζου, ψηφίζετο, ψηφιζόμεθα, ψηφίζεσθε, ψηφίζοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
ψηφιομαι, ψηφι/ψηφιε, ψηφιεται, ψηφιομεθα, ψηφιεσθε, ψηφιονται
Ευκτική
ψηφιοίμην, ψηφιοο, ψηφιοτο, ψηφιοίμεθα, ψηφιοσθε, ψηφιοντο
Απαρέμφατο
ψηφιεσθαι
Μετοχή
ψηφιούμενος
ψηφιουμένη
ψηφιούμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
ψηφισθήσομαι, ψηφισθήσ/ψηφισθήσει, ψηφισθήσεται, ψηφισθησόμεθα, ψηφισθήσεσθε, ψηφισθήσονται
Ευκτική
ψηφισθησοίμην, ψηφισθήσοιο, ψηφισθήσοιτο, ψηφισθησοίμεθα, ψηφισθήσοισθε, ψηφισθήσοιντο
Απαρέμφατο
ψηφισθήσεσθαι
Μετοχή
ψηφισθησόμενος
ψηφισθησομένη
ψηφισθησόμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ψηφίσθην, ψηφίσθης, ψηφίσθη, ψηφίσθημεν, ψηφίσθητε, ψηφίσθησαν
Υποτακτική
ψηφισθ, ψηφισθς, ψηφισθ, ψηφισθμεν, ψηφισθτε, ψηφισθσι(ν)
Ευκτική
ψηφισθείην, ψηφισθείης, ψηφισθείη, ψηφισθείημεν ή ψηφισθεμεν, ψηφισθείητε ή ψηφισθετε, ψηφισθείησαν ή ψηφισθεεν
Προστακτική
---, ψηφίσθητι, ψηφισθήτω, ---, ψηφίσθητε, ψηφισθέντων ή ψηφισθήτωσαν
Απαρέμφατο
ψηφισθναι
Μετοχή
ψηφισθείς
ψηφισθεσα
ψηφισθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
ψήφισμαι, ψήφισαι, ψήφισται, ψηφίσμεθα, ψήφισθε, ψηφισμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
ψηφισμένος- ψηφισμένη-ψηφισμένον
ψηφισμένος- ψηφισμένη-ψηφισμένον ς
ψηφισμένος- ψηφισμένη-ψηφισμένον
ψηφισμένοι- ψηφισμέναι-ψηφισμένα μεν
ψηφισμένοι- ψηφισμέναι-ψηφισμένα τε
ψηφισμένοι- ψηφισμέναι-ψηφισμένα σι
 
Ευκτική
ψηφισμένος- ψηφισμένη-ψηφισμένον εην
ψηφισμένος- ψηφισμένη-ψηφισμένον εης
ψηφισμένος- ψηφισμένη-ψηφισμένον εη
ψηφισμένοι- ψηφισμέναι-ψηφισμένα εημεν (εμεν)
ψηφισμένοι- ψηφισμέναι-ψηφισμένα εητε (ετε)
ψηφισμένοι- ψηφισμέναι-ψηφισμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, ψήφισο, ψηφίσθω, --- ψήφισθε, ψηφίσθων ή ψηφίσθωσαν
 
Απαρέμφατο
ψηφίσθαι
Μετοχή
ψηφισμένος,
ψηφισμένη,
ψηφισμένον
 
Υπερσυντέλικος
ψηφίσμην, ψήφισο, ψήφιστο, ψηφίσμεθα, ψήφισθε, ψηφισμένοι σαν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...