Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «θνῄσκω / ἀποθνῄσκω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «θνῄσκω / ἀποθνῄσκω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «θνσκω / ποθνσκω»
 
Ενεστώτας
Οριστική
θνσκω, θνσκεις, θνσκει, θνσκομεν, θνσκετε, θνσκουσι(ν)
Υποτακτική
θνσκω, θνσκς, θνσκ, θνσκωμεν, θνσκητε, θνσκωσι(ν)
Ευκτική
θνσκοιμι, θνσκοις, θνσκοι, θνσκοιμεν, θνσκοιτε, θνσκοιεν
Προστακτική
---, θνσκε, θνσκέτω, ---, θνσκετε, θνσκόντων (ή θνσκέτωσαν)
Απαρέμφατο
θνσκειν
Μετοχή
θνσκων, θνσκουσα, θνσκον
 
Παρατατικός
Οριστική
θνσκον, θνσκες, θνσκε, θνσκομεν, θνσκετε, θνσκον
 
Μέλλοντας
Οριστική
θανομαι, θαν/θανε, θανεται, θανομεθα, θανεσθε, θανονται
Ευκτική
θανοίμην, θανοο, θανοτο, θανοίμεθα, θανοσθε, θανοντο
Απαρέμφατο
θανεσθαι
Μετοχή
θανούμενος
θανουμένη
θανούμενον
 
Αόριστος Β΄
Οριστική
θανον, θανες, θανε(ν), θάνομεν, θάνετε, θανον
Υποτακτική
θάνω, θάνς, θάν, θάνωμεν, θάνητε, θάνωσι(ν)
Ευκτική
θάνοιμι, θάνοις, θάνοι, θάνοιμεν, θάνοιτε, θάνοιεν
Προστακτική
---, θάνε, θανέτω, ---, θάνετε, θανόντων (ή θανέτωσαν)
Απαρέμφατο
θανεν
Μετοχή
θανών, θανοσα, θανόν
 
Παρακείμενος
Οριστική
τέθνηκα, τέθνηκας, τέθνηκε, τεθνήκαμεν, τεθνήκατε, τεθνήκασι(ν)
 
Υποτακτική
τεθνηκώς- τεθνηκυα- τεθνηκός
τεθνηκώς- τεθνηκυα- τεθνηκός ς
τεθνηκώς- τεθνηκυα- τεθνηκός
τεθνηκότες- τεθνηκυαι- τεθνηκότα μεν
τεθνηκότες- τεθνηκυαι- τεθνηκότα τε
τεθνηκότες- τεθνηκυαι- τεθνηκότα σι
 
Ευκτική
τεθνηκώς- τεθνηκυα- τεθνηκός εην
τεθνηκώς- τεθνηκυα- τεθνηκός εης
τεθνηκώς- τεθνηκυα- τεθνηκός εη
τεθνηκότες- τεθνηκυαι- τεθνηκότα εημεν (εμεν)
τεθνηκότες- τεθνηκυαι- τεθνηκότα εητε (ετε)
τεθνηκότες- τεθνηκυαι- τεθνηκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
τεθνηκώς- τεθνηκυα- τεθνηκός σθι
τεθνηκώς- τεθνηκυα- τεθνηκός στω
---
τεθνηκότες- τεθνηκυαι- τεθνηκότα στε
τεθνηκότες- τεθνηκυαι- τεθνηκότα στων
 
Απαρέμφατο
τεθνηκέναι
Μετοχή
τεθνηκώς- τεθνηκυα- τεθνηκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
τεθνήκειν, τεθνήκεις, τεθνήκει, τεθνήκεμεν, τεθνήκετε, τεθνήκεσαν
 
Το ρήμα αυτό συναντάται συνήθως σύνθετο: ποθνσκω
 
Ενεστώτας
Οριστική
ποθνσκω, ποθνσκεις, ποθνσκει, ποθνσκομεν, ποθνσκετε, ποθνσκουσι(ν)
Υποτακτική
ποθνσκω, ποθνσκς, ποθνσκ, ποθνσκωμεν, ποθνσκητε, ποθνσκωσι(ν)
Ευκτική
ποθνσκοιμι, ποθνσκοις, ποθνσκοι, ποθνσκοιμεν, ποθνσκοιτε, ποθνσκοιεν
Προστακτική
---, πόθνσκε, ποθνσκέτω, ---, ποθνσκετε, ποθνσκόντων (ή ποθνσκέτωσαν)
Απαρέμφατο
ποθνσκειν
Μετοχή
ποθνσκων, ποθνσκουσα, ποθνσκον
 
Παρατατικός
Οριστική
πέθνσκον, πέθνσκες, πέθνσκε, πεθνσκομεν, πεθνσκετε, πέθνσκον
 
Μέλλοντας
Οριστική
ποθανομαι, ποθαν/ποθανε, ποθανεται, ποθανομεθα, ποθανεσθε, ποθανονται
Ευκτική
ποθανοίμην, ποθανοο, ποθανοτο, ποθανοίμεθα, ποθανοσθε, ποθανοντο
Απαρέμφατο
ποθανεσθαι
Μετοχή
ποθανούμενος
ποθανουμένη
ποθανούμενον
 
Αόριστος Β΄
Οριστική
πέθανον, πέθανες, πέθανε(ν), πεθάνομεν, πεθάνετε, πέθανον
Υποτακτική
ποθάνω, ποθάνς, ποθάν, ποθάνωμεν, ποθάνητε, ποθάνωσι(ν)
Ευκτική
ποθάνοιμι, ποθάνοις, ποθάνοι, ποθάνοιμεν, ποθάνοιτε, ποθάνοιεν
Προστακτική
---, πόθανε, ποθανέτω, ---, ποθάνετε, ποθανόντων (ή ποθανέτωσαν)
Απαρέμφατο
ποθανεν
Μετοχή
ποθανών, ποθανοσα, ποθανόν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...