Αναφορές στον εμφύλιο πόλεμο στα διηγήματα της Μόνης κληρονομιάς του Ιωάννου
Ο Γιώργος Ιωάννου πέρα από τα δύσκολα χρόνια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και της γερμανικής κατοχής, έζησε όπως κι οι υπόλοιποι Έλληνες τον παραλογισμό του εμφυλίου πολέμου. Στο έργο του, αν και υπάρχουν αναφορές για την επώδυνη αυτή περίοδο της ιστορίας μας, ο συγγραφέας φροντίζει όχι μόνο να κρατά αποστάσεις κι από τις δύο πλευρές, αλλά επιπλέον και να παρουσιάσει αυτές τις εμφύλιες συγκρούσεις με τρόπο που να τονίζει τη ματαιότητα τους. Ο Ιωάννου στέκεται μακριά από τις ιδεολογίες, που εν τέλει εξυπηρετούν τα συμφέροντα των εχόντων, και εστιάζει την προσοχή του στον άδικο χαμό τόσων ανθρώπων.
Η εκτενέστερη αναφορά στα χρόνια του εμφύλιου πολέμου γίνεται στο διήγημα «Ο θείος Βαγγέλης», όπου ο συγγραφέας χωρίς να κάνει κανένα σχόλιο για τα γεγονότα αυτού του πολέμου μας παρουσιάζει εικόνες που έχουν πολλά να διδάξουν τους νεότερους Έλληνες για το κέρδος όσων συμμετείχαν στον πόλεμο αυτό. Ο θείος Βαγγέλης είναι δάσκαλος που υπηρετεί στα χρόνια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου ως έφεδρος αξιωματικός στην πρώτη γραμμή των επιχειρήσεων, αλλά στα χρόνια του εμφυλίου παίρνει το βαθμό του λοχαγού κι αναλαμβάνει να εκφωνεί τον επικήδειο λόγο των φαντάρων που σκοτώνονταν στα μέτωπα της Μακεδονίας. Οι νεκροί στρατιώτες στοιβάζονται στο νεκροστάσιο της Θεσσαλονίκης και παραμένουν εκεί μέχρι να έρθει η σειρά τους για την τυπική τελετή της κηδείας τους. Οι στρατιώτες ενταφιάζονται χωρίς την παρουσία συγγενών, καθώς δεν υπήρχαν ούτε τα μέσα για έγκαιρη ενημέρωση των συγγενών, αλλά ούτε και τα μέσα για την έγκαιρη μεταφορά τους στη Θεσσαλονίκη. Ο θείος Βαγγέλης είχε γράψει τρεις διαφορετικούς επικήδειους ανάλογα με το αν πρόκειται για απλούς φαντάρους, για έφεδρους υπαξιωματικούς ή για μόνιμους υπαξιωματικούς. Μια ομάδα βαριεστημένων φαντάρων που αποτελούσαν το «τιμητικό απόσπασμα» παρακολουθούσαν τις τελετές αυτές, με χασμουρητά και φυσικά καμία αίσθηση συγκίνησης. Η διαδικασία αυτή αποτελεί για το θείο Βαγγέλη μια καθημερινή ρουτίνα που του προκαλεί ανία και τον έχει τόσο απευαισθητοποιήσει ώστε όταν επισκέπτεται την οικογένεια του συγγραφέα για να περάσουν μαζί την παραμονή της πρωτοχρονιάς, θεωρεί ότι θα είναι πολύ διασκεδαστικό να τους διαβάσει τους επικήδειους λόγους που εκφωνεί καθημερινά. Στο διήγημα αυτό ο Ιωάννου, χωρίς να πει τίποτε για τον εμφύλιο, αφήνει την εικόνα των στοιβαγμένων νεκρών και την αδιαφορία που επικρατεί στη κηδεία τους, να μιλήσουν με σαφήνεια για το ποια ήταν η επιβράβευση των Ελλήνων στρατιωτών που θυσιάζονταν για την «πατρίδα» τους.
Μια μικρότερης έκτασης αναφορά για τον εμφύλιο γίνεται στο διήγημα «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ», όπου επανέρχεται το μοτίβο της αδιαφορίας που επέδειξε η πολιτεία για τους στρατιώτες που πήραν μέρος στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του εμφυλίου. Ήρωες του διηγήματος είναι τα αρσενικά παιδιά μιας συγγενικής οικογένειας του Ιωάννου, τα οποία όταν έφτασαν σε στρατεύσιμη ηλικία ακολουθώντας τις οδηγίες των ανωτέρων τους πολέμησαν «με τους πράσινους, τους κόκκινους, τους κίτρινους, ό,τι τέλος πάντων τους είπαν», όπως λέει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας. Και το έκαναν αυτό μόνο και μόνο για να βρεθούν μετά το τέλος του πολέμου χωρίς δουλειά και χωρίς καμία εξασφάλιση για το μέλλον τους. Αυτή η εξέλιξη ενοχλεί τον Ιωάννου ο οποίος σχολιάζει ότι προτού βρεθούν στο πολεμικό μέτωπο, οι ιθύνοντες του στρατεύματος τους έταζαν λαγούς με πετραχήλια για να δεχτούν να πολεμήσουν και όταν τελείωσε ο πόλεμος ούτε γύρισαν να τους κοιτάξουν. Η εικόνα που παρουσιάζει ο Ιωάννου είναι χαρακτηριστική της εκμετάλλευσης που υφίσταται ο απλός λαός, ο οποίος κάθε φορά εξαναγκάζεται να θυσιαστεί για τα συμφέροντα των κρατούντων και στη συνέχεια καταλήγει να πληρώνει τις παρασπονδίες των ισχυρών. Ειδικά στο διήγημα αυτό ο Ιωάννου αναφέρεται και στην κατασπατάληση του χρήματος που χορηγήθηκε στη χώρα και είχε σαν συνέπεια μια τεράστια οικονομική κρίση που οδήγησε τους νέους της χώρας στη μετανάστευση.
Τέλος, μια πολύ σύντομη αναφορά στον εμφύλιο πόλεμο γίνεται στο διήγημα «Η αποζημίωση», όπου ο συγγραφέας μας μιλά για τις περιπέτειες που έζησε όταν αναγκάστηκε να φύγει με την οικογένειά του από τη Θεσσαλονίκη που τη βομβάρδιζαν οι Ιταλοί. Ο Ιωάννου φιλοξενείται στο σπίτι μιας οικογένειας που μένει στη Χαλκιδική και αναλαμβάνει να γράφει τα γράμματα που στέλνονταν στον νοικοκύρη του σπιτιού, ο οποίος βρίσκεται στο μέτωπο. Τον άντρα αυτό ο Ιωάννου θα προλάβει να τον γνωρίσει και θα εκπλαγεί από το εντυπωσιακό παράστημά του και τη δύναμή του. Θα τον παρομοιάσει με ταυρί και θα επαινέσει τη δυναμική του συμμετοχή στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ίσα για να μας αποκαλύψει με μια αναχρονία στην αφήγηση ότι στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, αυτός ο δυνατός άντρας σφάχτηκε χωρίς κανένα έλεος μέσα στο ίδιο του το χωράφι. Ο συγγραφέας αρκείται να μας πει ότι εκείνα τα χρόνια έγιναν παντού φοβερά πράγματα, κρύβοντας έτσι μέσα στη φράση αυτή όλες τις φρικαλεότητες που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια ενός πολέμου αντεκδίκησης, μίσους και προσωπικών διαφορών. Ο Ιωάννου είναι βέβαιο ότι έγινε μάρτυρας πολλών και δυσάρεστων γεγονότων τα σκοτεινά χρόνια του εμφυλίου, αλλά προτιμά να μην επεκταθεί σε αυτά, θεωρώντας ίσως ότι είναι ακόμη πολύ νωπά για να τα ανασκαλεύει.
Ο Ιωάννου αποφεύγοντας να πάρει το μέρος της μίας ή της άλλης πλευράς, επιλέγει να παρουσιάσει εικόνες από τον εμφύλιο πόλεμο που αναδεικνύουν το μάταιο της συμμετοχής των στρατιωτών, που παρά τις θυσίες τους, βρέθηκαν τελικά να εξυπηρετούν απλώς τα συμφέροντα των κρατούντων. Αν και ο εμφύλιος κρύβει πολλά γεγονότα πόνου, ακόμη και φρίκης, τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν ιδανικό υλικό στα χέρια ενός συγγραφέα που θέλει απλώς να προσελκύσει το ενδιαφέρον των αναγνωστών του, για τον Ιωάννου ο εμφύλιος είναι κυρίως ένα επώδυνο μέρος της ιστορίας μας που προτιμά να αποφύγει. Εκείνο, όμως, που τον θυμώνει και δεν αποσιωπά είναι το γεγονός ότι τελικά τόσες ζωές χάθηκαν για να επωφεληθούν οι λίγοι. Μάταιοι θάνατοι, που ακολουθήθηκαν από ένα αδυσώπητο φαγοπότι του κρατικού χρήματος, κι αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε μία ακόμη πληγή για τη χώρα μας, τη μετανάστευση.
Δείτε επίσης:
Ο Γιώργος Ιωάννου πέρα από τα δύσκολα χρόνια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και της γερμανικής κατοχής, έζησε όπως κι οι υπόλοιποι Έλληνες τον παραλογισμό του εμφυλίου πολέμου. Στο έργο του, αν και υπάρχουν αναφορές για την επώδυνη αυτή περίοδο της ιστορίας μας, ο συγγραφέας φροντίζει όχι μόνο να κρατά αποστάσεις κι από τις δύο πλευρές, αλλά επιπλέον και να παρουσιάσει αυτές τις εμφύλιες συγκρούσεις με τρόπο που να τονίζει τη ματαιότητα τους. Ο Ιωάννου στέκεται μακριά από τις ιδεολογίες, που εν τέλει εξυπηρετούν τα συμφέροντα των εχόντων, και εστιάζει την προσοχή του στον άδικο χαμό τόσων ανθρώπων.
Η εκτενέστερη αναφορά στα χρόνια του εμφύλιου πολέμου γίνεται στο διήγημα «Ο θείος Βαγγέλης», όπου ο συγγραφέας χωρίς να κάνει κανένα σχόλιο για τα γεγονότα αυτού του πολέμου μας παρουσιάζει εικόνες που έχουν πολλά να διδάξουν τους νεότερους Έλληνες για το κέρδος όσων συμμετείχαν στον πόλεμο αυτό. Ο θείος Βαγγέλης είναι δάσκαλος που υπηρετεί στα χρόνια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου ως έφεδρος αξιωματικός στην πρώτη γραμμή των επιχειρήσεων, αλλά στα χρόνια του εμφυλίου παίρνει το βαθμό του λοχαγού κι αναλαμβάνει να εκφωνεί τον επικήδειο λόγο των φαντάρων που σκοτώνονταν στα μέτωπα της Μακεδονίας. Οι νεκροί στρατιώτες στοιβάζονται στο νεκροστάσιο της Θεσσαλονίκης και παραμένουν εκεί μέχρι να έρθει η σειρά τους για την τυπική τελετή της κηδείας τους. Οι στρατιώτες ενταφιάζονται χωρίς την παρουσία συγγενών, καθώς δεν υπήρχαν ούτε τα μέσα για έγκαιρη ενημέρωση των συγγενών, αλλά ούτε και τα μέσα για την έγκαιρη μεταφορά τους στη Θεσσαλονίκη. Ο θείος Βαγγέλης είχε γράψει τρεις διαφορετικούς επικήδειους ανάλογα με το αν πρόκειται για απλούς φαντάρους, για έφεδρους υπαξιωματικούς ή για μόνιμους υπαξιωματικούς. Μια ομάδα βαριεστημένων φαντάρων που αποτελούσαν το «τιμητικό απόσπασμα» παρακολουθούσαν τις τελετές αυτές, με χασμουρητά και φυσικά καμία αίσθηση συγκίνησης. Η διαδικασία αυτή αποτελεί για το θείο Βαγγέλη μια καθημερινή ρουτίνα που του προκαλεί ανία και τον έχει τόσο απευαισθητοποιήσει ώστε όταν επισκέπτεται την οικογένεια του συγγραφέα για να περάσουν μαζί την παραμονή της πρωτοχρονιάς, θεωρεί ότι θα είναι πολύ διασκεδαστικό να τους διαβάσει τους επικήδειους λόγους που εκφωνεί καθημερινά. Στο διήγημα αυτό ο Ιωάννου, χωρίς να πει τίποτε για τον εμφύλιο, αφήνει την εικόνα των στοιβαγμένων νεκρών και την αδιαφορία που επικρατεί στη κηδεία τους, να μιλήσουν με σαφήνεια για το ποια ήταν η επιβράβευση των Ελλήνων στρατιωτών που θυσιάζονταν για την «πατρίδα» τους.
Μια μικρότερης έκτασης αναφορά για τον εμφύλιο γίνεται στο διήγημα «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ», όπου επανέρχεται το μοτίβο της αδιαφορίας που επέδειξε η πολιτεία για τους στρατιώτες που πήραν μέρος στις στρατιωτικές επιχειρήσεις του εμφυλίου. Ήρωες του διηγήματος είναι τα αρσενικά παιδιά μιας συγγενικής οικογένειας του Ιωάννου, τα οποία όταν έφτασαν σε στρατεύσιμη ηλικία ακολουθώντας τις οδηγίες των ανωτέρων τους πολέμησαν «με τους πράσινους, τους κόκκινους, τους κίτρινους, ό,τι τέλος πάντων τους είπαν», όπως λέει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας. Και το έκαναν αυτό μόνο και μόνο για να βρεθούν μετά το τέλος του πολέμου χωρίς δουλειά και χωρίς καμία εξασφάλιση για το μέλλον τους. Αυτή η εξέλιξη ενοχλεί τον Ιωάννου ο οποίος σχολιάζει ότι προτού βρεθούν στο πολεμικό μέτωπο, οι ιθύνοντες του στρατεύματος τους έταζαν λαγούς με πετραχήλια για να δεχτούν να πολεμήσουν και όταν τελείωσε ο πόλεμος ούτε γύρισαν να τους κοιτάξουν. Η εικόνα που παρουσιάζει ο Ιωάννου είναι χαρακτηριστική της εκμετάλλευσης που υφίσταται ο απλός λαός, ο οποίος κάθε φορά εξαναγκάζεται να θυσιαστεί για τα συμφέροντα των κρατούντων και στη συνέχεια καταλήγει να πληρώνει τις παρασπονδίες των ισχυρών. Ειδικά στο διήγημα αυτό ο Ιωάννου αναφέρεται και στην κατασπατάληση του χρήματος που χορηγήθηκε στη χώρα και είχε σαν συνέπεια μια τεράστια οικονομική κρίση που οδήγησε τους νέους της χώρας στη μετανάστευση.
Τέλος, μια πολύ σύντομη αναφορά στον εμφύλιο πόλεμο γίνεται στο διήγημα «Η αποζημίωση», όπου ο συγγραφέας μας μιλά για τις περιπέτειες που έζησε όταν αναγκάστηκε να φύγει με την οικογένειά του από τη Θεσσαλονίκη που τη βομβάρδιζαν οι Ιταλοί. Ο Ιωάννου φιλοξενείται στο σπίτι μιας οικογένειας που μένει στη Χαλκιδική και αναλαμβάνει να γράφει τα γράμματα που στέλνονταν στον νοικοκύρη του σπιτιού, ο οποίος βρίσκεται στο μέτωπο. Τον άντρα αυτό ο Ιωάννου θα προλάβει να τον γνωρίσει και θα εκπλαγεί από το εντυπωσιακό παράστημά του και τη δύναμή του. Θα τον παρομοιάσει με ταυρί και θα επαινέσει τη δυναμική του συμμετοχή στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ίσα για να μας αποκαλύψει με μια αναχρονία στην αφήγηση ότι στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, αυτός ο δυνατός άντρας σφάχτηκε χωρίς κανένα έλεος μέσα στο ίδιο του το χωράφι. Ο συγγραφέας αρκείται να μας πει ότι εκείνα τα χρόνια έγιναν παντού φοβερά πράγματα, κρύβοντας έτσι μέσα στη φράση αυτή όλες τις φρικαλεότητες που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια ενός πολέμου αντεκδίκησης, μίσους και προσωπικών διαφορών. Ο Ιωάννου είναι βέβαιο ότι έγινε μάρτυρας πολλών και δυσάρεστων γεγονότων τα σκοτεινά χρόνια του εμφυλίου, αλλά προτιμά να μην επεκταθεί σε αυτά, θεωρώντας ίσως ότι είναι ακόμη πολύ νωπά για να τα ανασκαλεύει.
Ο Ιωάννου αποφεύγοντας να πάρει το μέρος της μίας ή της άλλης πλευράς, επιλέγει να παρουσιάσει εικόνες από τον εμφύλιο πόλεμο που αναδεικνύουν το μάταιο της συμμετοχής των στρατιωτών, που παρά τις θυσίες τους, βρέθηκαν τελικά να εξυπηρετούν απλώς τα συμφέροντα των κρατούντων. Αν και ο εμφύλιος κρύβει πολλά γεγονότα πόνου, ακόμη και φρίκης, τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν ιδανικό υλικό στα χέρια ενός συγγραφέα που θέλει απλώς να προσελκύσει το ενδιαφέρον των αναγνωστών του, για τον Ιωάννου ο εμφύλιος είναι κυρίως ένα επώδυνο μέρος της ιστορίας μας που προτιμά να αποφύγει. Εκείνο, όμως, που τον θυμώνει και δεν αποσιωπά είναι το γεγονός ότι τελικά τόσες ζωές χάθηκαν για να επωφεληθούν οι λίγοι. Μάταιοι θάνατοι, που ακολουθήθηκαν από ένα αδυσώπητο φαγοπότι του κρατικού χρήματος, κι αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε μία ακόμη πληγή για τη χώρα μας, τη μετανάστευση.
Δείτε επίσης:
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου