Flavia Codsi
Κ. Π. Καβάφης
Από την Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Λίνου Πολίτη
Είναι περίεργο. Ενώ στην Αθήνα μετά το 1880, μοναδικό πια σχεδόν πνευματικό κέντρο του ελληνισμού μεσουρανεί ο Παλαμάς και επηρεάζει δυναστικά την ποίηση και την πνευματική ζωή, στα ίδια χρόνια, σε μιαν απομονωμένη περιοχή του ελληνισμού, στην Αλεξάνδρεια, δημιουργεί το έργο του ένας ποιητής, που έμελλε στα υστερότερα χρόνια να πάρει αυτός την κεντρική θέση στη νεοελληνική ποίηση και να επηρεάσει αποφασιστικά όλη τη νεότερη εξέλιξή της ως τις μέρες μας. Ο ποιητής αυτός είναι ο Κ. Π. Καβάφης. Η Αλεξάνδρεια, όπου έζησε μόνιμα τα ώριμα χρόνια του, τα χρόνια της δημιουργικής του δράσης, η πόλη με τις αναμνήσεις του πλούσιου ελληνιστικού παρελθόντος, ήταν από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, η έδρα μιας σημαντικής και ακμαίας εμπορικής ελληνικής παροικίας. Πλουσιότατοι εθνικοί ευεργέτες, ο Γ. Αβέρωφ παλαιότερα, ο Εμμ. Μπενάκης αργότερα, ήταν μέλη της παροικίας, η οποία όμως στον πνευματικό τομέα δεν είχε δώσει ως τότε κανένα δείγμα αξιόλογης παρουσίας. Η απομόνωση αυτή μέσα στον ελληνικό χώρο εξηγεί ως ένα μέρος – ως ένα μέρος μονάχα – μερικές από τις ιδιοτυπίες της καβαφικής ποίησης.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1863, τελευταίος από εννέα παιδιά. Ο πατέρας του ήταν έμπορος πλούσια αποκατεστημένος, η μητέρα του από καλή οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Ύστερα από τον πρόωρο θάνατο του πατέρα, η οικογένεια έφυγε για την Αγγλία, όπου έμεινε (στο Λίβερπουλ και στο Λονδίνο) εφτά χρόνια, από το 1872 ως το 1878, όπου ασφαλώς ο Καβάφης (9-15 χρόνων τότε) θα φοίτησε σε κάποιο αγγλικό σχολείο και θα έμαθε τόσο τέλεια την αγγλική γλώσσα, που τη χρησιμοποιούσε για τις ατομικές του σημειώσεις. Στο γυρισμό στην Αλεξάνδρεια συμπλήρωσε τις σπουδές του σ’ ένα ελληνικό λύκειο.
Η οικογένεια θα αναγκαστεί άλλη μια φορά να εγκαταλείψει την πατρική πόλη∙ αιτία αυτή τη φορά οι πολιτικές αναταραχές του 1882, που κατέληξαν στην αγγλική κατοχή της Αιγύπτου. Η μητέρα με τα παιδιά πηγαίνουν στην Κωνσταντινούπολη όπου ζει ο πατέρας της, κι εκεί μένουν ως τον Οκτώβριο του 1885. Από την επιστροφή του και ύστερα ο ποιητής δε θα εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια παρά μόνο για μερικά σύντομα ταξίδια: το 1897 στο Παρίσι και στο Λονδίνο, το 1901 και το 1903 στην Αθήνα. Η ζωή του κυλά ήσυχα∙ έχει μια μόνιμη θέση στη δημόσια υπηρεσία, κατοικεί στην αρχή μ’ έναν αδερφό του, ύστερα μόνος του, τα τελευταία χρόνια τριγυρισμένος από τη συμπάθεια και την εκτίμηση των Αλεξανδρινών φίλων. Πέθανε το 1933 την ημέρα των γενεθλίων του από καρκίνο του λάρυγγα.
Οι πρώτες δημοσιεύσεις αρχίζουν το 1886, τη χρονιά της πρώτης συλλογής του Παλαμά, σε καθαρεύουσα∙ ρομαντικά στη σύλληψή τους, τα ποιήματα αυτά δε φαίνονται καθόλου επηρεασμένα από την αλλαγή του 1880 και, με τον απελπισμό τους και το φανερό εγκεφαλισμό, σαν να εξακολουθούν τη γραμμή του Δ. Παπαρρηγόπουλου, με φανερές ακόμα τις επιδράσεις από τον Hugo και τον Musset. Αλλά το 1881 κιόλας εκδίδει σε αυτοτελές φυλλάδιο ένα ποίημα «Κτίσται» που προοιωνίζει την κατοπινή εξέλιξη, και το 1896 γράφει τα «Τείχη», ποίημα πια απόλυτα «καβαφικό». Ο Καβάφης θα αποκηρύξει σχεδόν όλα αυτά τα έργα μιας ολόκληρης δεκαετίας και δε θα τα ενσωματώσει στην έκδοση των έργων του. Τέτοιες «εκκαθαρίσεις» θα κάνει κι άλλες πολλές∙ ακόμα και στην ώριμη περίοδό του γράφει ποιήματα, που για τον ένα ή τον άλλο λόγο δεν τα «εκδίδει». Το «corpus» των «αναγνωρισμένων» ποιημάτων του είναι συνολικά 154∙ πρώτο χρονολογικά τα «Τείχη» του 1896, τελευταίο το «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας» του 1933, της χρονιάς του θανάτου. Και τα ποιήματα είναι όλα σύντομα, σπάνια εκτείνονται και σε δεύτερη σελίδα, μόνο ένα φτάνει ως την τρίτη.
Η ιδιοτυπία του Καβάφη εκδηλώνεται και στον τρόπο με τον οποίο κυκλοφορούσε τα ποιήματά του, σε μικρά φυλλάδια. Το 1904 σ’ ένα μικρό τεύχος διαλέγει και τυπώνει δεκατέσσερα, και το 1910 τα ξαναεκδίδει προσθέτοντας άλλα εφτά∙ τα τεύχη αυτά, τυπωμένα σε 100 ως 200 το πολύ αντίτυπα, κυκλοφορούν ιδιωτικά. Από το 1912 τυπώνει μεμονωμένα φύλλα, που τα συναπαρτίζει κάθε φορά μόνος του (μ’ έναν μετάλλινο συνδετήρα) σε συλλογές – άλλες με κατάταξη απλά χρονική, άλλες με κάποια θεματική. Πολλές φορές διορθώνει με το χέρι κάποιο στίχο ή ξανατυπώνει διορθωμένο το ποίημα και αντικαθιστά το παλιότερο. Μια αδιάκοπη επαφή και ένας εσώτατος δεσμός του δημιουργού με το έργο του.
Τα κρίσιμα χρόνια της διαμόρφωσης είναι ασφαλώς τα γύρω από το 1900 – ανάμεσα στο 1896, χρονολογία των «Τειχών» και στο 1904 όπου εκδίδει το πρώτο τεύχος με τα δεκατέσσερα συγκεντρωμένα ποιήματα (η χρονιά της Ασάλευτης ζωής). Έχει αφήσει την προσαρμογή του ρομαντικού επιγόνου και δοκιμάζοντας ολοένα, ανακαλύπτει σιγά – σιγά το δικό του εντελώς ιδιαίτερο πρόσωπο. Τα «Τείχη», με όλη την κάπως διστακτική ακόμα τεχνική, ξαφνιάζουν με την ωριμότητά τους∙ με αφάνταστη λιτότητα στα εκφραστικά μέσα δίνεται σε όλο του το τραγικό βάθος το αίσθημα της μόνωσης, αυτό που θα γίνει το μόνιμο τραγικό συστατικό του ανθρώπου του αιώνα μας. Και στα άλλα ποιήματα ως το 1900 – αυτά που «ενέκρινε» και που «εξέδωσε» ο ίδιος – αναγνωρίζουμε τα βασικότερα στοιχεία, τα λιθάρια που θ’ απαρτίσουν την «καβαφική πολιτεία» (η έκφραση είναι των κριτικών): μια υπερρομαντική μελαγχολία στα «Κεριά» (με την έννοια πως έχει ξεπεράσει το ρομαντισμό), την υψηλή αντίληψη για την τέχνη στο «Πρώτο σκαλί», το ιστορικό-μυθολογικό στοιχείο, αλλά και την αναμέτρηση του κόσμου των ανθρώπων και των θεών στα «Άλογα του Αχιλλέως», την «Κηδεία του Σαρπηδόνος», τη «Δέηση». Και το πρόσωπο αυτό ξεκαθαρίζει ακόμα περισσότερο, παίρνει τη γνώριμη μορφή στα ποιήματα της επόμενης πενταετίας (1900-1904): η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια στο «Che fece... il gran rifiuto» και στις «Θερμοπύλες», μια παραπέρα επεξεργασία του θέματος των «Τειχών» στην «Πόλη», και τέλος, στα 1904, ένα ποίημα από τα πιο ώριμα και τα πιο χαρακτηριστικά (ιστορικό και δραματικό μαζί) το «Περιμένοντας τους βαρβάρους». Παράλληλα, λυρικότερα, λιγόστιχα, σαν επιγράμματα, θερμότερα και προσωπικότερα (και λαϊκότερα στη γλώσσα), οι «Φωνές», οι «Επιθυμίες»:
Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πέθαναν....
- (οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες, που είναι)
... σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τά’ κλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά.
Στο τέλος των κρίσιμων αυτών χρόνων, γύρω στα 1900, ώριμος πια και στην ηλικία, σαράντα ετών, ο Καβάφης έχει δημιουργήσει την ποιητική του, έχει διαμορφώσει τη δική του, εντελώς ιδιότυπη και ανεπανάληπτη έκφραση. Για τα επόμενα τριάντα χρόνια, ως το θάνατό του, βαθαίνοντάς την εσωτερικά, θα πλουτίζει ολοένα τη γνώριμη φυσιογνωμία προσθέτοντας με φειδώ καινούρια ποιήματα του ίδιου πάντα τύπου, με αφάνταστο όμως πλούτο θεματικό και αφού τα περάσει πρώτα από εξονυχιστική διεργασία στο εργαστήρι του. Λίγες εγγραφές ως το 1910, περισσότερες μετά το 1911 (με κάποια έξαρση στα 1917-18), με αισθητή την κάμψη στα εντελώς τελευταία χρόνια.
Φαίνεται πως ο ίδιος ο Καβάφης έβλεπε τα ποιήματά του να ανήκουν σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες (ή περιοχές): στα φιλοσοφικά, τα ιστορικά, και τα ηδονικά (ή αισθησιακά). Και πραγματικά η διαίρεση αυτή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, με την επιφύλαξη πως αναφέρεται στην ποιητική έκφραση και όχι στο σημασιολογικό περιεχόμενο. Γιατί από την άλλη μεριά δεν υπάρχει αμφιβολία (και το είπε και ο ίδιος) πως ο καβαφικός κόσμος είναι ενιαίος και πως ένα ποίημα με το να είναι στην εξωτερική του μορφή «ιστορικό», δε σημαίνει πως δεν είναι «φιλοσοφικό» ή «αισθησιακό» ή το αντίστροφο.
Για τον «ηδονισμό» του Καβάφη και για τον ανώμαλο ερωτισμό του που βρίσκεται στη βάση της κατηγορίας αυτής, αλλά και γενικά όλων των ποιημάτων του, έχει γίνει πολύ συχνά λόγος∙ η κριτική μάλιστα έφτασε ως την υπερβολή, ερμηνεύοντας όλα τα ποιήματα με βάση την ερωτική ανορθοδοξία του ποιητή και το ψυχολογικό πλέγμα της απομόνωσης και της απόκρυψης που αυτή δημιουργεί (Τ. Μαλάνος). Η νεότερη κριτική, χωρίς να αρνείται τον ιδιότυπο ερωτισμό ως ένα βασικό συστατικό της ποίησή του, λυτρώθηκε από την επίμονη προσήλωση στο στοιχείο αυτό και μόνο και επισήμανε άλλα στοιχεία, εξίσου βασικά της ποίησής του, τη δραματικότητα, το «διδακτισμό» (Ε. Π. Παπανούτσος), τη σχέση των ποιημάτων με τα ιστορικά περιστατικά της Αιγύπτου και της εκεί ελληνικής παροικίας (Στ. Τσίρκας) – χωρίς να αποφύγει και πάλι πολλές φορές την υπερβολή και τη μονομέρεια. Ο κόσμος του Καβάφη είναι πολυμερής, το έργο του «πολυεδρικό και πρισματικά πολύπλευρο», έτσι που η προσπάθεια να συλλάβεις το νόημά του από μια μονάχα οπτική γωνία, είναι καταδικασμένη από τα πριν σε αποτυχία.
Τα καθαρά «ηδονικά» ποιήματα δεν είναι πολλά∙ και αρχίζουν να παρουσιάζονται απερίφραστα σε εποχή αρκετά προχωρημένη (ίσως από το 1915). Αλλά και στα ιστορικά και αλλού κυρίαρχη είναι στην ποίηση του Καβάφη η μορφή του ωραίου εφήβου, ίνδαλμα ερωτικό, και προπάντων η ανάμνηση, η αναπόληση μέσα στη μοναχική κάμαρα. Η ανθρώπινη ευγένεια και η αξιοπρέπεια, από τα κύρια και μόνιμα χαρακτηριστικά της ποίησής του, δε χάνεται και στα πιο απερίφραστα ακόμα∙ στο κάτω – κάτω αυτό που ενδιαφέρει είναι η μετουσίωση των αισθημάτων σε ποίηση. Συχνά άλλωστε και επίμονα το μοτίβο τέχνη και το μοτίβο έρωτας μπλέκονται στα ποιήματά του:
πότε η ομιλία είναι για τα ωραία σοφιστικά
και πότε για τα ερωτικά των τα εξαίσια.
«Ηρώδης Αττικός»
(το) θέατρον όπου μια ένωσις εγένονταν της Τέχνης
με τες ερωτικές της σάρκας τάσεις!
«Ο Ιουλιανός και οι Αντιοχείς»
Αυτά που ονομάζουμε «ιστορικά» είναι ασφαλώς τα περισσότερο χαρακτηριστικά. Δεν υπάρχει ίσως άλλος ποιητής που να εξέφρασε τόσο έγκυρα τον ποιητικό του κόσμο με την επίμονη αυτή αναδρομή στην ιστορία. Κιόλας στα πρώτα νεανικά (τα αποκηρυγμένα) υπάρχουν μερικά δείγματα της τάσης αυτής. Από τα γραμμένα πριν από το 1900 σημειώσαμε κιόλας μερικά με θέμα μυθολογικό (από την Ιλιάδα), το 1904 έχουμε κιόλας το «Περιμένοντας τους βαρβάρους». Ακολουθούν (όλα πριν από το 1910) «Ο Βασιλεύς Δημήτριος», «Τα βήματα» (για το Νέρωνα), «Ούτος εκείνος» (όχι πια για γνωστό πρόσωπο ιστορικό, αλλά για έναν ποιητή άγνωστο, ξένο μες στην Αντιόχεια, Εδεσσηνόν). Και το 1911-12 τα κορυφαία «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», «Φιλέλλην», «Αλεξανδρινοί βασιλείς».
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως και τα ιστορικά του ποιήματα τον ίδιο κόσμο εκφράζουν όπως και τα άλλα. Το διδακτισμό, αν θέλουμε να τον ονομάσουμε έτσι, ή τη φιλοσοφία του ή τον ηδονισμό του τα ξαναβρίσκουμε απαράλλακτα και στα ιστορικά του ποιήματα, αποτελούν κι αυτά έναν τρόπο για την έκφρασή του. Το ιστορικό παρελθόν τον βοηθά όμως να πετύχει, μέσα από την απόκρυψη, συνηθισμένη στην ποιητική του, την πιο καίρια έκφραση∙ κάτω από τη συσκότιση ή το προσωπείο της ιστορίας, η φωνή – τουλάχιστο για τους μυημένους – γίνεται εναργέστερη. Ποια βασική σημασία έχει η απόκρυψη, το υπονοούμενο, η πλάγια έκφραση στην ποίηση του Καβάφη, το σημείωσε κατά ποικίλους τρόπους η κριτική∙ ο ίδιος μιλά για «μισοϊδωμένα πρόσωπα ή γραμμές», για οράματα «μισοκρυμμένα μες στες φράσεις του». Δεν είναι γιατί ο ερωτισμός του είναι ανορθόδοξος, ούτε πολύ λιγότερο, γιατί φοβάται μήπως ανακαλυφθεί η αναφορά του σε γνωστά σύγχρονα γεγονότα∙ είναι γιατί πράγματα που αποκρύπτει και που ανακαλύπτει βαθιά στον εσωτερικό του κόσμο δεν είναι από εκείνα που λέγονται με τρόπο απλό ή «κατευθείαν». Πέρα όμως από τη βασική αυτή διαπίστωση, η γοητεία του ιστορικού παρελθόντος, μαγικά ξαναζωντανεμένου από τον ποιητή, έρχεται να προστεθεί στην υποβλητική γοητεία της ποίησης. Τα ιστορικά πρόσωπα του Καβάφη, είτε πραγματικά σαν τον Αντώνιο, τον Καισαρίωνα, τον Αντίοχο τον επιφανή, είτε φανταστικά σαν τον Αιμιλιανό Μονάη ή τον Τέμεθο τον Αντιοχέα, έχουν μια ύπαρξη δική τους, αυτοδύναμη, ανεξάρτητη από το στόχο του ποιητή∙ είναι το ίδιο ζωντανά όπως η φύση στους άλλους ποιητές – η φύση, ας σημειωθεί, που δεν παίζει κανέναν ή ελάχιστο ρόλο στην ποίησή του. Λίγα χρόνια πριν πεθάνει ο Καβάφης είπε: «Εγώ είχα δυο ιδιότητες. Να κάνω ποιήματα και να γράψω ιστορία. Ιστορία δεν έγραψα και είναι αργά πλέον».
Το μεγαλύτερο μέρος από τα ιστορικά ποιήματα ανάγονται στην ελληνιστική περίοδο, στον κόσμο που δημιουργήθηκε από τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με την ακμή του («ελληνικός καινούριος κόσμος μέγας») και την παρακμή του, στις διάφορες απομακρυσμένες αποικίες∙ αρκετό χώρο καταλαμβάνει και ελληνορωμαϊκή εποχή, και η πάλη του εθνισμού με το χριστιανισμό (ο Ιουλιανός, ο Απολλώνιος ο Τυανεύς), επίσης τα σκοτεινά χρόνια ως τη μουσουλμανική κατάκτηση της Αιγύπτου, τέλος μερικά ανάγονται και στη βυζαντινή εποχή («ο ένδοξός μας βυζαντινισμός») Κεντρική θέση κατέχει βέβαια στα περισσότερα η Αλεξάνδρεια, η αγαπημένη πολιτεία, τ’ όνομά της κατασταλάζει σιγά – σιγά σε σύμβολο, σε μια λέξη-κλειδί με μαγική φόρτιση, που την καταλαβαίνει ο μυημένος:
που κι ο ρυθμός κι η κάθε φράσις να δηλούν
που γι’ Αλεξανδρινό γράφει Αλεξανδρινός.
«Για τον Αμμόνη»
Η τρίτη κατηγορία (ή περιοχή) είναι τα φιλοσοφικά, «γνωμολογικά» τα χαρακτηρίζουν άλλοι, ή «διδακτικά». Ο Ε. Π. Παπανούτσος ονόμασε τον Καβάφη ποιητή «διδακτικό», και αφού ξεχώρισε μια πρώτη κατηγορία ποιημάτων με «παραινέσεις προς ομοτέχνους» (για την ποίηση και την αισθητική γενικά, για το πως αντικρίζει και πως δένεται ο ποιητής με το έργο του), βλέπει στα υπόλοιπα «διδακτικά» διάφορες ομάδες γύρω από ορισμένα θέματα: το θέμα των «Τειχών», με δεσπόζουσα την έννοια του αναπότρεπτου, του αμετάκλητου, άλλα συγγενικά, όπου κυριαρχεί η βαριά ατμόσφαιρα της μοίρας, της αδυσώπητης φοράς των γεγονότων. Στο μοτίβο των «Θερμοπυλών» η έννοια του χρέους ενώνεται με την αρετή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Το βασικό αυτό χαρακτηριστικό της ποίησης του Καβάφη ακούγεται και μέσα από ποιήματα που παρουσιάζουν τη ματαιότητα των ανθρώπινων μεγαλείων (Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον) ή την έννοια της ύβρεως στην αρχαία της έννοια (Η διορία του Νέρωνος, Μάρτιαι ειδοί). Ο αναγνώστης θα πρόσεξε πως πολλά από τα φιλοσοφικά ή διδακτικά ποιήματα είναι στη μορφή τους ιστορικά.
Μια σοβαρότητα και μια βαρυθυμία∙ δε θα βρούμε στον Καβάφη την εύθυμη νότα, την ευφρόσυνη πολυχρωμία. Ειρωνεία άφθονη, αλλά ειρωνεία συνοδευμένη από μια γκριμάτσα τραγική. Από την ηδονική, την ιστορική ή τη φιλοσοφική άποψη, αδιάφορο, το καίριο είναι η συνειδητοποίηση της δραματικής ουσίας της ζωής, η αίσθηση της παρακμής και της ματαιότητας. Η τραγική όμως αυτή συναίσθηση δεν οδηγεί στη διάλυση και στην απιστία, το αίσθημα της αξιοπρέπειας και της υπερηφάνειας, η βαθύτερη συνείδηση του ανθρώπου, αποτελούν το αντίρροπο και θεμελιώνουν την πίστη και τη σωτηρία. Αν η γενιά των decadents του 1920 έστρεψε το ενδιαφέρον της στον Καβάφη, είδε στην ποίησή του μόνο την αρνητική της πλευρά.
Μια τέτοια ποίηση, τόσο διαφορετική από ό,τι ήταν ως τότε γνωστό και καθιερωμένο, επόμενο είναι να χρησιμοποιήσει και τρόπους εκφραστικούς ολότελα καινούριους. Η γλώσσα του Καβάφη είναι τελείως ιδιότυπη, με την αθηναϊκή καθιερωμένη «ποιητική» δημοτική (του Παλαμά π.χ.) δεν έχει καμία σχέση, αλλά και, παρ’ όλη τη συχνή χρήση τύπων της καθαρεύουσας, βρίσκεται μακριά και από την τυπική καθαρεύουσα, παλαιότερη ή νεότερη. Οι άκρατοι δημοτικιστές δεν του συγχώρησαν ποτέ τη μη προσαρμογή του, αλλά και οι καθαρευουσιάνοι δύσκολα θα τον δέχονταν στη χορεία τους. Βασικά η γλώσσα είναι ζωντανή, δημοτική, οι εκτροπές προς την καθαρεύουσα είναι ίσως ένα θελημένο πεζολογικό, ρεαλιστικό στοιχείο, η δημοτικιστική όμως βάση δίνει θερμότητα και γνησιότητα στο λόγο, ενώ οι πολίτικοι ιδιωματισμοί (επίμονα, και θα έλεγα, αυτάρεσκα κρατημένοι) δηλώνουν την ακριβή παρουσία του ανθρώπου.
Και ο στίχος, σαν τη γλώσσα καλλιεργεί τα πεζολογικά, αντιποιητικά στοιχεία και θέλει να έχει τη βαρύτητα της ρεαλιστικής διατύπωσης. Το μέτρο είναι πάντοτε ο ίαμβος (το πιο κοντά στον πεζό λόγο), αρκετά χαλαρός, ο στίχος ελεύθερος, με άνισο αριθμό συλλαβών, πολλές φορές (στα παλαιότερα ποιήματα περισσότερο) φανερώνεται και η ομοιοκαταληξία, που ηχεί και σαν παιχνίδι ή σαν ειρωνεία∙ κάποτε ο στίχος κόβεται – διαλύεται καλύτερα – στα δύο («Τέμεθος Αντιοχεύς») σαν να μην έχει τη δύναμη να ολοκληρωθεί. Αλλά είναι κι αυτό ένα μέσο της ποιητικής. Στην ποιητική του Καβάφη τίποτα δεν είναι τυχαίο, τα ποιήματά του τα προσέχει και τα λειτουργεί ως την τελευταία λεπτομέρεια. Η στίξη, οι περίοδοι, οι παύσεις, όλα είναι υπολογισμένα, όλα υπηρετούν την «τέχνη της ποιήσεως», ακόμα και η τυπογραφική εμφάνιση. Το καθετί τεχνουργημένο με κομψότητα και καλαισθησία.
Η ποίηση του Καβάφη δεν βρήκε αμέσως την απήχησή της. Με καταπληκτική διαίσθηση πρώτος την επισήμανε πολύ νωρίς ο Γρηγόριος Ξενόπουλος με ένα άρθρο του το 1903. Αλλά η Αθήνα γενικά τον αγνοεί και τον αποστέργει. Σημαντικός σταθμός είναι το 1919 το άρθρο του E. M Forster στο Athenaeum, ο οποίος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε στην Αλεξάνδρεια και γνώρισε προσωπικά τον ποιητή. Ο ίδιος φρόντισε να μεταφραστούν και ποιήματά του στα αγγλικά. Μετά το 1920 ανακαλύπτουν τον Καβάφη οι νέοι της γενιάς εκείνης. Ο Τέλλος Άγρας κάνει μια διάλεξη γι’ αυτόν το 1921, το ίδιο και ο Άλκης Θρύλος το 1924. Τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του η ποίησή του διαβάζεται, μελετιέται και σχολιάζεται, χωρίς να λείπει φυσικά και η αρνητική κριτική. Από το 1930 η επίδρασή του στη νέα γενιά γίνεται ισχυρότατη και παράλληλα πολλαπλασιάζονται οι κριτικές μελέτες και τα βιβλία για το έργο του, όχι μόνο από Έλληνες αλλά και από ξένους. Σημειώνουμε ενδεικτικά τον Γ. Σεφέρη, τον W. H. Auden, τον C. M. Bowra, την M. Yourcenal. Η εκατονταετηρίδα του το 1963 έδωσε αφορμή για μια καινούρια κριτική αντιμετώπιση του έργου του.
Από την Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Λίνου Πολίτη
Είναι περίεργο. Ενώ στην Αθήνα μετά το 1880, μοναδικό πια σχεδόν πνευματικό κέντρο του ελληνισμού μεσουρανεί ο Παλαμάς και επηρεάζει δυναστικά την ποίηση και την πνευματική ζωή, στα ίδια χρόνια, σε μιαν απομονωμένη περιοχή του ελληνισμού, στην Αλεξάνδρεια, δημιουργεί το έργο του ένας ποιητής, που έμελλε στα υστερότερα χρόνια να πάρει αυτός την κεντρική θέση στη νεοελληνική ποίηση και να επηρεάσει αποφασιστικά όλη τη νεότερη εξέλιξή της ως τις μέρες μας. Ο ποιητής αυτός είναι ο Κ. Π. Καβάφης. Η Αλεξάνδρεια, όπου έζησε μόνιμα τα ώριμα χρόνια του, τα χρόνια της δημιουργικής του δράσης, η πόλη με τις αναμνήσεις του πλούσιου ελληνιστικού παρελθόντος, ήταν από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, η έδρα μιας σημαντικής και ακμαίας εμπορικής ελληνικής παροικίας. Πλουσιότατοι εθνικοί ευεργέτες, ο Γ. Αβέρωφ παλαιότερα, ο Εμμ. Μπενάκης αργότερα, ήταν μέλη της παροικίας, η οποία όμως στον πνευματικό τομέα δεν είχε δώσει ως τότε κανένα δείγμα αξιόλογης παρουσίας. Η απομόνωση αυτή μέσα στον ελληνικό χώρο εξηγεί ως ένα μέρος – ως ένα μέρος μονάχα – μερικές από τις ιδιοτυπίες της καβαφικής ποίησης.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 1863, τελευταίος από εννέα παιδιά. Ο πατέρας του ήταν έμπορος πλούσια αποκατεστημένος, η μητέρα του από καλή οικογένεια της Κωνσταντινούπολης. Ύστερα από τον πρόωρο θάνατο του πατέρα, η οικογένεια έφυγε για την Αγγλία, όπου έμεινε (στο Λίβερπουλ και στο Λονδίνο) εφτά χρόνια, από το 1872 ως το 1878, όπου ασφαλώς ο Καβάφης (9-15 χρόνων τότε) θα φοίτησε σε κάποιο αγγλικό σχολείο και θα έμαθε τόσο τέλεια την αγγλική γλώσσα, που τη χρησιμοποιούσε για τις ατομικές του σημειώσεις. Στο γυρισμό στην Αλεξάνδρεια συμπλήρωσε τις σπουδές του σ’ ένα ελληνικό λύκειο.
Η οικογένεια θα αναγκαστεί άλλη μια φορά να εγκαταλείψει την πατρική πόλη∙ αιτία αυτή τη φορά οι πολιτικές αναταραχές του 1882, που κατέληξαν στην αγγλική κατοχή της Αιγύπτου. Η μητέρα με τα παιδιά πηγαίνουν στην Κωνσταντινούπολη όπου ζει ο πατέρας της, κι εκεί μένουν ως τον Οκτώβριο του 1885. Από την επιστροφή του και ύστερα ο ποιητής δε θα εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια παρά μόνο για μερικά σύντομα ταξίδια: το 1897 στο Παρίσι και στο Λονδίνο, το 1901 και το 1903 στην Αθήνα. Η ζωή του κυλά ήσυχα∙ έχει μια μόνιμη θέση στη δημόσια υπηρεσία, κατοικεί στην αρχή μ’ έναν αδερφό του, ύστερα μόνος του, τα τελευταία χρόνια τριγυρισμένος από τη συμπάθεια και την εκτίμηση των Αλεξανδρινών φίλων. Πέθανε το 1933 την ημέρα των γενεθλίων του από καρκίνο του λάρυγγα.
Οι πρώτες δημοσιεύσεις αρχίζουν το 1886, τη χρονιά της πρώτης συλλογής του Παλαμά, σε καθαρεύουσα∙ ρομαντικά στη σύλληψή τους, τα ποιήματα αυτά δε φαίνονται καθόλου επηρεασμένα από την αλλαγή του 1880 και, με τον απελπισμό τους και το φανερό εγκεφαλισμό, σαν να εξακολουθούν τη γραμμή του Δ. Παπαρρηγόπουλου, με φανερές ακόμα τις επιδράσεις από τον Hugo και τον Musset. Αλλά το 1881 κιόλας εκδίδει σε αυτοτελές φυλλάδιο ένα ποίημα «Κτίσται» που προοιωνίζει την κατοπινή εξέλιξη, και το 1896 γράφει τα «Τείχη», ποίημα πια απόλυτα «καβαφικό». Ο Καβάφης θα αποκηρύξει σχεδόν όλα αυτά τα έργα μιας ολόκληρης δεκαετίας και δε θα τα ενσωματώσει στην έκδοση των έργων του. Τέτοιες «εκκαθαρίσεις» θα κάνει κι άλλες πολλές∙ ακόμα και στην ώριμη περίοδό του γράφει ποιήματα, που για τον ένα ή τον άλλο λόγο δεν τα «εκδίδει». Το «corpus» των «αναγνωρισμένων» ποιημάτων του είναι συνολικά 154∙ πρώτο χρονολογικά τα «Τείχη» του 1896, τελευταίο το «Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας» του 1933, της χρονιάς του θανάτου. Και τα ποιήματα είναι όλα σύντομα, σπάνια εκτείνονται και σε δεύτερη σελίδα, μόνο ένα φτάνει ως την τρίτη.
Η ιδιοτυπία του Καβάφη εκδηλώνεται και στον τρόπο με τον οποίο κυκλοφορούσε τα ποιήματά του, σε μικρά φυλλάδια. Το 1904 σ’ ένα μικρό τεύχος διαλέγει και τυπώνει δεκατέσσερα, και το 1910 τα ξαναεκδίδει προσθέτοντας άλλα εφτά∙ τα τεύχη αυτά, τυπωμένα σε 100 ως 200 το πολύ αντίτυπα, κυκλοφορούν ιδιωτικά. Από το 1912 τυπώνει μεμονωμένα φύλλα, που τα συναπαρτίζει κάθε φορά μόνος του (μ’ έναν μετάλλινο συνδετήρα) σε συλλογές – άλλες με κατάταξη απλά χρονική, άλλες με κάποια θεματική. Πολλές φορές διορθώνει με το χέρι κάποιο στίχο ή ξανατυπώνει διορθωμένο το ποίημα και αντικαθιστά το παλιότερο. Μια αδιάκοπη επαφή και ένας εσώτατος δεσμός του δημιουργού με το έργο του.
Τα κρίσιμα χρόνια της διαμόρφωσης είναι ασφαλώς τα γύρω από το 1900 – ανάμεσα στο 1896, χρονολογία των «Τειχών» και στο 1904 όπου εκδίδει το πρώτο τεύχος με τα δεκατέσσερα συγκεντρωμένα ποιήματα (η χρονιά της Ασάλευτης ζωής). Έχει αφήσει την προσαρμογή του ρομαντικού επιγόνου και δοκιμάζοντας ολοένα, ανακαλύπτει σιγά – σιγά το δικό του εντελώς ιδιαίτερο πρόσωπο. Τα «Τείχη», με όλη την κάπως διστακτική ακόμα τεχνική, ξαφνιάζουν με την ωριμότητά τους∙ με αφάνταστη λιτότητα στα εκφραστικά μέσα δίνεται σε όλο του το τραγικό βάθος το αίσθημα της μόνωσης, αυτό που θα γίνει το μόνιμο τραγικό συστατικό του ανθρώπου του αιώνα μας. Και στα άλλα ποιήματα ως το 1900 – αυτά που «ενέκρινε» και που «εξέδωσε» ο ίδιος – αναγνωρίζουμε τα βασικότερα στοιχεία, τα λιθάρια που θ’ απαρτίσουν την «καβαφική πολιτεία» (η έκφραση είναι των κριτικών): μια υπερρομαντική μελαγχολία στα «Κεριά» (με την έννοια πως έχει ξεπεράσει το ρομαντισμό), την υψηλή αντίληψη για την τέχνη στο «Πρώτο σκαλί», το ιστορικό-μυθολογικό στοιχείο, αλλά και την αναμέτρηση του κόσμου των ανθρώπων και των θεών στα «Άλογα του Αχιλλέως», την «Κηδεία του Σαρπηδόνος», τη «Δέηση». Και το πρόσωπο αυτό ξεκαθαρίζει ακόμα περισσότερο, παίρνει τη γνώριμη μορφή στα ποιήματα της επόμενης πενταετίας (1900-1904): η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και υπερηφάνεια στο «Che fece... il gran rifiuto» και στις «Θερμοπύλες», μια παραπέρα επεξεργασία του θέματος των «Τειχών» στην «Πόλη», και τέλος, στα 1904, ένα ποίημα από τα πιο ώριμα και τα πιο χαρακτηριστικά (ιστορικό και δραματικό μαζί) το «Περιμένοντας τους βαρβάρους». Παράλληλα, λυρικότερα, λιγόστιχα, σαν επιγράμματα, θερμότερα και προσωπικότερα (και λαϊκότερα στη γλώσσα), οι «Φωνές», οι «Επιθυμίες»:
Ιδανικές φωνές κι αγαπημένες
εκείνων που πέθαναν....
- (οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες, που είναι)
... σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν
και τά’ κλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό,
με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά.
Στο τέλος των κρίσιμων αυτών χρόνων, γύρω στα 1900, ώριμος πια και στην ηλικία, σαράντα ετών, ο Καβάφης έχει δημιουργήσει την ποιητική του, έχει διαμορφώσει τη δική του, εντελώς ιδιότυπη και ανεπανάληπτη έκφραση. Για τα επόμενα τριάντα χρόνια, ως το θάνατό του, βαθαίνοντάς την εσωτερικά, θα πλουτίζει ολοένα τη γνώριμη φυσιογνωμία προσθέτοντας με φειδώ καινούρια ποιήματα του ίδιου πάντα τύπου, με αφάνταστο όμως πλούτο θεματικό και αφού τα περάσει πρώτα από εξονυχιστική διεργασία στο εργαστήρι του. Λίγες εγγραφές ως το 1910, περισσότερες μετά το 1911 (με κάποια έξαρση στα 1917-18), με αισθητή την κάμψη στα εντελώς τελευταία χρόνια.
Φαίνεται πως ο ίδιος ο Καβάφης έβλεπε τα ποιήματά του να ανήκουν σε τρεις διαφορετικές κατηγορίες (ή περιοχές): στα φιλοσοφικά, τα ιστορικά, και τα ηδονικά (ή αισθησιακά). Και πραγματικά η διαίρεση αυτή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, με την επιφύλαξη πως αναφέρεται στην ποιητική έκφραση και όχι στο σημασιολογικό περιεχόμενο. Γιατί από την άλλη μεριά δεν υπάρχει αμφιβολία (και το είπε και ο ίδιος) πως ο καβαφικός κόσμος είναι ενιαίος και πως ένα ποίημα με το να είναι στην εξωτερική του μορφή «ιστορικό», δε σημαίνει πως δεν είναι «φιλοσοφικό» ή «αισθησιακό» ή το αντίστροφο.
Για τον «ηδονισμό» του Καβάφη και για τον ανώμαλο ερωτισμό του που βρίσκεται στη βάση της κατηγορίας αυτής, αλλά και γενικά όλων των ποιημάτων του, έχει γίνει πολύ συχνά λόγος∙ η κριτική μάλιστα έφτασε ως την υπερβολή, ερμηνεύοντας όλα τα ποιήματα με βάση την ερωτική ανορθοδοξία του ποιητή και το ψυχολογικό πλέγμα της απομόνωσης και της απόκρυψης που αυτή δημιουργεί (Τ. Μαλάνος). Η νεότερη κριτική, χωρίς να αρνείται τον ιδιότυπο ερωτισμό ως ένα βασικό συστατικό της ποίησή του, λυτρώθηκε από την επίμονη προσήλωση στο στοιχείο αυτό και μόνο και επισήμανε άλλα στοιχεία, εξίσου βασικά της ποίησής του, τη δραματικότητα, το «διδακτισμό» (Ε. Π. Παπανούτσος), τη σχέση των ποιημάτων με τα ιστορικά περιστατικά της Αιγύπτου και της εκεί ελληνικής παροικίας (Στ. Τσίρκας) – χωρίς να αποφύγει και πάλι πολλές φορές την υπερβολή και τη μονομέρεια. Ο κόσμος του Καβάφη είναι πολυμερής, το έργο του «πολυεδρικό και πρισματικά πολύπλευρο», έτσι που η προσπάθεια να συλλάβεις το νόημά του από μια μονάχα οπτική γωνία, είναι καταδικασμένη από τα πριν σε αποτυχία.
Τα καθαρά «ηδονικά» ποιήματα δεν είναι πολλά∙ και αρχίζουν να παρουσιάζονται απερίφραστα σε εποχή αρκετά προχωρημένη (ίσως από το 1915). Αλλά και στα ιστορικά και αλλού κυρίαρχη είναι στην ποίηση του Καβάφη η μορφή του ωραίου εφήβου, ίνδαλμα ερωτικό, και προπάντων η ανάμνηση, η αναπόληση μέσα στη μοναχική κάμαρα. Η ανθρώπινη ευγένεια και η αξιοπρέπεια, από τα κύρια και μόνιμα χαρακτηριστικά της ποίησής του, δε χάνεται και στα πιο απερίφραστα ακόμα∙ στο κάτω – κάτω αυτό που ενδιαφέρει είναι η μετουσίωση των αισθημάτων σε ποίηση. Συχνά άλλωστε και επίμονα το μοτίβο τέχνη και το μοτίβο έρωτας μπλέκονται στα ποιήματά του:
πότε η ομιλία είναι για τα ωραία σοφιστικά
και πότε για τα ερωτικά των τα εξαίσια.
«Ηρώδης Αττικός»
(το) θέατρον όπου μια ένωσις εγένονταν της Τέχνης
με τες ερωτικές της σάρκας τάσεις!
«Ο Ιουλιανός και οι Αντιοχείς»
Αυτά που ονομάζουμε «ιστορικά» είναι ασφαλώς τα περισσότερο χαρακτηριστικά. Δεν υπάρχει ίσως άλλος ποιητής που να εξέφρασε τόσο έγκυρα τον ποιητικό του κόσμο με την επίμονη αυτή αναδρομή στην ιστορία. Κιόλας στα πρώτα νεανικά (τα αποκηρυγμένα) υπάρχουν μερικά δείγματα της τάσης αυτής. Από τα γραμμένα πριν από το 1900 σημειώσαμε κιόλας μερικά με θέμα μυθολογικό (από την Ιλιάδα), το 1904 έχουμε κιόλας το «Περιμένοντας τους βαρβάρους». Ακολουθούν (όλα πριν από το 1910) «Ο Βασιλεύς Δημήτριος», «Τα βήματα» (για το Νέρωνα), «Ούτος εκείνος» (όχι πια για γνωστό πρόσωπο ιστορικό, αλλά για έναν ποιητή άγνωστο, ξένο μες στην Αντιόχεια, Εδεσσηνόν). Και το 1911-12 τα κορυφαία «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», «Φιλέλλην», «Αλεξανδρινοί βασιλείς».
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως και τα ιστορικά του ποιήματα τον ίδιο κόσμο εκφράζουν όπως και τα άλλα. Το διδακτισμό, αν θέλουμε να τον ονομάσουμε έτσι, ή τη φιλοσοφία του ή τον ηδονισμό του τα ξαναβρίσκουμε απαράλλακτα και στα ιστορικά του ποιήματα, αποτελούν κι αυτά έναν τρόπο για την έκφρασή του. Το ιστορικό παρελθόν τον βοηθά όμως να πετύχει, μέσα από την απόκρυψη, συνηθισμένη στην ποιητική του, την πιο καίρια έκφραση∙ κάτω από τη συσκότιση ή το προσωπείο της ιστορίας, η φωνή – τουλάχιστο για τους μυημένους – γίνεται εναργέστερη. Ποια βασική σημασία έχει η απόκρυψη, το υπονοούμενο, η πλάγια έκφραση στην ποίηση του Καβάφη, το σημείωσε κατά ποικίλους τρόπους η κριτική∙ ο ίδιος μιλά για «μισοϊδωμένα πρόσωπα ή γραμμές», για οράματα «μισοκρυμμένα μες στες φράσεις του». Δεν είναι γιατί ο ερωτισμός του είναι ανορθόδοξος, ούτε πολύ λιγότερο, γιατί φοβάται μήπως ανακαλυφθεί η αναφορά του σε γνωστά σύγχρονα γεγονότα∙ είναι γιατί πράγματα που αποκρύπτει και που ανακαλύπτει βαθιά στον εσωτερικό του κόσμο δεν είναι από εκείνα που λέγονται με τρόπο απλό ή «κατευθείαν». Πέρα όμως από τη βασική αυτή διαπίστωση, η γοητεία του ιστορικού παρελθόντος, μαγικά ξαναζωντανεμένου από τον ποιητή, έρχεται να προστεθεί στην υποβλητική γοητεία της ποίησης. Τα ιστορικά πρόσωπα του Καβάφη, είτε πραγματικά σαν τον Αντώνιο, τον Καισαρίωνα, τον Αντίοχο τον επιφανή, είτε φανταστικά σαν τον Αιμιλιανό Μονάη ή τον Τέμεθο τον Αντιοχέα, έχουν μια ύπαρξη δική τους, αυτοδύναμη, ανεξάρτητη από το στόχο του ποιητή∙ είναι το ίδιο ζωντανά όπως η φύση στους άλλους ποιητές – η φύση, ας σημειωθεί, που δεν παίζει κανέναν ή ελάχιστο ρόλο στην ποίησή του. Λίγα χρόνια πριν πεθάνει ο Καβάφης είπε: «Εγώ είχα δυο ιδιότητες. Να κάνω ποιήματα και να γράψω ιστορία. Ιστορία δεν έγραψα και είναι αργά πλέον».
Το μεγαλύτερο μέρος από τα ιστορικά ποιήματα ανάγονται στην ελληνιστική περίοδο, στον κόσμο που δημιουργήθηκε από τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με την ακμή του («ελληνικός καινούριος κόσμος μέγας») και την παρακμή του, στις διάφορες απομακρυσμένες αποικίες∙ αρκετό χώρο καταλαμβάνει και ελληνορωμαϊκή εποχή, και η πάλη του εθνισμού με το χριστιανισμό (ο Ιουλιανός, ο Απολλώνιος ο Τυανεύς), επίσης τα σκοτεινά χρόνια ως τη μουσουλμανική κατάκτηση της Αιγύπτου, τέλος μερικά ανάγονται και στη βυζαντινή εποχή («ο ένδοξός μας βυζαντινισμός») Κεντρική θέση κατέχει βέβαια στα περισσότερα η Αλεξάνδρεια, η αγαπημένη πολιτεία, τ’ όνομά της κατασταλάζει σιγά – σιγά σε σύμβολο, σε μια λέξη-κλειδί με μαγική φόρτιση, που την καταλαβαίνει ο μυημένος:
που κι ο ρυθμός κι η κάθε φράσις να δηλούν
που γι’ Αλεξανδρινό γράφει Αλεξανδρινός.
«Για τον Αμμόνη»
Η τρίτη κατηγορία (ή περιοχή) είναι τα φιλοσοφικά, «γνωμολογικά» τα χαρακτηρίζουν άλλοι, ή «διδακτικά». Ο Ε. Π. Παπανούτσος ονόμασε τον Καβάφη ποιητή «διδακτικό», και αφού ξεχώρισε μια πρώτη κατηγορία ποιημάτων με «παραινέσεις προς ομοτέχνους» (για την ποίηση και την αισθητική γενικά, για το πως αντικρίζει και πως δένεται ο ποιητής με το έργο του), βλέπει στα υπόλοιπα «διδακτικά» διάφορες ομάδες γύρω από ορισμένα θέματα: το θέμα των «Τειχών», με δεσπόζουσα την έννοια του αναπότρεπτου, του αμετάκλητου, άλλα συγγενικά, όπου κυριαρχεί η βαριά ατμόσφαιρα της μοίρας, της αδυσώπητης φοράς των γεγονότων. Στο μοτίβο των «Θερμοπυλών» η έννοια του χρέους ενώνεται με την αρετή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Το βασικό αυτό χαρακτηριστικό της ποίησης του Καβάφη ακούγεται και μέσα από ποιήματα που παρουσιάζουν τη ματαιότητα των ανθρώπινων μεγαλείων (Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον) ή την έννοια της ύβρεως στην αρχαία της έννοια (Η διορία του Νέρωνος, Μάρτιαι ειδοί). Ο αναγνώστης θα πρόσεξε πως πολλά από τα φιλοσοφικά ή διδακτικά ποιήματα είναι στη μορφή τους ιστορικά.
Μια σοβαρότητα και μια βαρυθυμία∙ δε θα βρούμε στον Καβάφη την εύθυμη νότα, την ευφρόσυνη πολυχρωμία. Ειρωνεία άφθονη, αλλά ειρωνεία συνοδευμένη από μια γκριμάτσα τραγική. Από την ηδονική, την ιστορική ή τη φιλοσοφική άποψη, αδιάφορο, το καίριο είναι η συνειδητοποίηση της δραματικής ουσίας της ζωής, η αίσθηση της παρακμής και της ματαιότητας. Η τραγική όμως αυτή συναίσθηση δεν οδηγεί στη διάλυση και στην απιστία, το αίσθημα της αξιοπρέπειας και της υπερηφάνειας, η βαθύτερη συνείδηση του ανθρώπου, αποτελούν το αντίρροπο και θεμελιώνουν την πίστη και τη σωτηρία. Αν η γενιά των decadents του 1920 έστρεψε το ενδιαφέρον της στον Καβάφη, είδε στην ποίησή του μόνο την αρνητική της πλευρά.
Μια τέτοια ποίηση, τόσο διαφορετική από ό,τι ήταν ως τότε γνωστό και καθιερωμένο, επόμενο είναι να χρησιμοποιήσει και τρόπους εκφραστικούς ολότελα καινούριους. Η γλώσσα του Καβάφη είναι τελείως ιδιότυπη, με την αθηναϊκή καθιερωμένη «ποιητική» δημοτική (του Παλαμά π.χ.) δεν έχει καμία σχέση, αλλά και, παρ’ όλη τη συχνή χρήση τύπων της καθαρεύουσας, βρίσκεται μακριά και από την τυπική καθαρεύουσα, παλαιότερη ή νεότερη. Οι άκρατοι δημοτικιστές δεν του συγχώρησαν ποτέ τη μη προσαρμογή του, αλλά και οι καθαρευουσιάνοι δύσκολα θα τον δέχονταν στη χορεία τους. Βασικά η γλώσσα είναι ζωντανή, δημοτική, οι εκτροπές προς την καθαρεύουσα είναι ίσως ένα θελημένο πεζολογικό, ρεαλιστικό στοιχείο, η δημοτικιστική όμως βάση δίνει θερμότητα και γνησιότητα στο λόγο, ενώ οι πολίτικοι ιδιωματισμοί (επίμονα, και θα έλεγα, αυτάρεσκα κρατημένοι) δηλώνουν την ακριβή παρουσία του ανθρώπου.
Και ο στίχος, σαν τη γλώσσα καλλιεργεί τα πεζολογικά, αντιποιητικά στοιχεία και θέλει να έχει τη βαρύτητα της ρεαλιστικής διατύπωσης. Το μέτρο είναι πάντοτε ο ίαμβος (το πιο κοντά στον πεζό λόγο), αρκετά χαλαρός, ο στίχος ελεύθερος, με άνισο αριθμό συλλαβών, πολλές φορές (στα παλαιότερα ποιήματα περισσότερο) φανερώνεται και η ομοιοκαταληξία, που ηχεί και σαν παιχνίδι ή σαν ειρωνεία∙ κάποτε ο στίχος κόβεται – διαλύεται καλύτερα – στα δύο («Τέμεθος Αντιοχεύς») σαν να μην έχει τη δύναμη να ολοκληρωθεί. Αλλά είναι κι αυτό ένα μέσο της ποιητικής. Στην ποιητική του Καβάφη τίποτα δεν είναι τυχαίο, τα ποιήματά του τα προσέχει και τα λειτουργεί ως την τελευταία λεπτομέρεια. Η στίξη, οι περίοδοι, οι παύσεις, όλα είναι υπολογισμένα, όλα υπηρετούν την «τέχνη της ποιήσεως», ακόμα και η τυπογραφική εμφάνιση. Το καθετί τεχνουργημένο με κομψότητα και καλαισθησία.
Η ποίηση του Καβάφη δεν βρήκε αμέσως την απήχησή της. Με καταπληκτική διαίσθηση πρώτος την επισήμανε πολύ νωρίς ο Γρηγόριος Ξενόπουλος με ένα άρθρο του το 1903. Αλλά η Αθήνα γενικά τον αγνοεί και τον αποστέργει. Σημαντικός σταθμός είναι το 1919 το άρθρο του E. M Forster στο Athenaeum, ο οποίος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπηρέτησε στην Αλεξάνδρεια και γνώρισε προσωπικά τον ποιητή. Ο ίδιος φρόντισε να μεταφραστούν και ποιήματά του στα αγγλικά. Μετά το 1920 ανακαλύπτουν τον Καβάφη οι νέοι της γενιάς εκείνης. Ο Τέλλος Άγρας κάνει μια διάλεξη γι’ αυτόν το 1921, το ίδιο και ο Άλκης Θρύλος το 1924. Τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του η ποίησή του διαβάζεται, μελετιέται και σχολιάζεται, χωρίς να λείπει φυσικά και η αρνητική κριτική. Από το 1930 η επίδρασή του στη νέα γενιά γίνεται ισχυρότατη και παράλληλα πολλαπλασιάζονται οι κριτικές μελέτες και τα βιβλία για το έργο του, όχι μόνο από Έλληνες αλλά και από ξένους. Σημειώνουμε ενδεικτικά τον Γ. Σεφέρη, τον W. H. Auden, τον C. M. Bowra, την M. Yourcenal. Η εκατονταετηρίδα του το 1963 έδωσε αφορμή για μια καινούρια κριτική αντιμετώπιση του έργου του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου