Lacey Jane
Μνήμες από τη γερμανική κατοχή στα διηγήματα της συλλογής «Η μόνη κληρονομιά» του Γιώργου Ιωάννου
Τα εφηβικά χρόνια του Γιώργου Ιωάννου σημαδεύτηκαν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την επώδυνη κατοχή της Ελλάδας από τις γερμανικές, ιταλικές και βουλγαρικές στρατιωτικές δυνάμεις. Η στέρηση της ελευθερίας, η πείνα που προκάλεσε χιλιάδες θανάτους στη χώρα, αλλά και οι ταπεινώσεις που υπέστησαν οι Έλληνες από τους κατακτητές, αποτέλεσαν στοιχεία που επέφεραν μεγάλο πόνο στον Ιωάννου. Εντούτοις, ο συγγραφέας κατορθώνει στις αφηγήσεις του να συγκρατεί την ένταση των συναισθημάτων του και μας μιλά για όλα αυτά με ελεγχόμενη αγανάκτηση και κάποτε μάλιστα με χιούμορ, σε μια προσπάθεια να αποστασιοποιηθεί από τις μνήμες αυτές, που η ανάκλησή τους δεν μπορεί παρά να είναι βασανιστική για το συγγραφέα.
Στο σύντομο διήγημα «Τα λεμόνια ήταν ακριβά», ο Ιωάννου αναφέρεται σ’ ένα περιστατικό από τα χρόνια της κατοχής το οποίο, όπως μας αποκαλύπτει, αποτέλεσε έναν από τους μεγαλύτερους εξευτελισμούς της ζωής του. Σε μια περίοδο που οι Έλληνες πέθαιναν κατά χιλιάδες από την έλλειψη τροφής, μια ομάδα Γερμανών αξιωματικών θεώρησε ότι θα ήταν πολύ διασκεδαστικό να χτυπάει τους περαστικούς με λεμόνια. Κι ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση οι διαβάτες απλά θα έφευγαν από αυτό το σημείο για να μη γίνονται τα παιχνίδια των Γερμανών, η πείνα και η πλήρης εξαθλίωση τους έκανε, όχι μόνο να δέχονται τα χτυπήματα των Γερμανών, αλλά και να πέφτουν στο δρόμο για να μαζέψουν τα πολύτιμα λεμόνια. Όπως είναι λογικό, η εικόνα των Ελλήνων που τσακώνονταν για το ποιος θα πρωτοπάρει τα λεμόνια ήταν εξαιρετικά αστεία για τους Γερμανούς αξιωματικούς, οι οποίοι είχαν κατενθουσιαστεί με το παιχνίδι αυτό. Με αντίστοιχες διαθέσεις, άλλωστε, κατά την περιφορά του Επιταφίου εκείνη την εποχή, οι Γερμανοί έβγαιναν στο δρόμο και γέλαγαν με την ψυχή τους εις βάρος των Ελλήνων. Γεγονότα τόσο λυπηρά για τους κατακτημένους Έλληνες που όταν κάποιος βρέθηκε και πέταξε μια χειροβομβίδα στα γραφεία εκείνων των Γερμανών, που τόσο είχαν διασκεδάσει πετώντας λεμόνια στους διαβάτες, ο Ιωάννου θεώρησε ότι επρόκειτο για θεία δίκη.
Ο συγγραφέας εκτός από τις στιγμές εξευτελισμού θυμάται με ιδιαίτερη ένταση και το φόβο που είχε σκεπάσει την πόλη του όσο καιρό διήρκεσε η κατοχή. Στο διήγημα «Τα σκυλιά του Σέιχ-σου», μας αναπαριστά το κλίμα ανελευθερίας και τρόμου που είχαν επιβάλει οι Γερμανοί στους Έλληνες. Με μια σειρά συνειρμών ο Ιωάννου μας περιγράφει τους ήχους που άκουγε από το σπίτι του σε διάφορες εποχές, κι ενώ κατά τις ειρηνικές περιόδους τα αυτοκίνητα, οι πετεινοί και τα παγόνια είχαν τον κυρίαρχο λόγο, στα χρόνια της κατοχής, λόγω της απαγόρευσης της κυκλοφορίας, επικρατούσε μια τρομαχτική ησυχία, την οποία διέκοπταν μόνο ο έντονος βηματισμός των Γερμανών στρατιωτών και το πνιχτό βήξιμο των χαφιέδων. Ο Ιωάννου θυμάται μάλιστα τη μεγάλη αναστάτωση που είχε προκληθεί στην πόλη το διάστημα που οι Γερμανοί είχαν φέρει πολλά άγρια σκυλιά και τα είχαν συγκεντρώσει στο στρατόπεδό τους στο δάσος του Σέιχ-σου. Τα σκυλιά αυτά θα τα χρησιμοποιούσαν οι κατακτητές κατά τις νυχτερινές τους περιπολίες και όπως μας λέει ο συγγραφέας τα ουρλιαχτά τους απλώνονταν σ’ όλη την πόλη. Τα βράδια που οι Θεσσαλονικείς ξαγρυπνούσαν από την πείνα άκουγαν τα δυνατά γαυγίσματα των σκύλων και ήξεραν ότι οι Γερμανοί είχαν στήσει πάλι μπλόκα, στην προσπάθειά τους να πιάσουν αντάρτες. Ο Ιωάννου εκείνα τα χρόνια πήγαινε ακόμα σχολείο, αλλά ήθελε να βοηθήσει κι αυτός όπως μπορούσε, γι’ αυτό και είχε ακολουθήσει την υπόλοιπη ομάδα των μαθητών που είχε σταλεί στο Σέιχ-σου για την παρατήρηση των σκυλιών. Τελικά, η πόλη απαλλάχτηκε από τα σκυλιά αυτά καθώς οι Γερμανοί τα έστειλαν στα βουνά της Μακεδονίας, θέλοντας να κυνηγήσουν τους αντάρτες στα μέρη που συνήθιζαν να κρύβονται.
Πέρα από τις στιγμές ντροπής και φόβου, η κατοχή χαρακτηρίστηκε κι από την πείνα που είχε κυριαρχήσει σε ολόκληρη τη χώρα και ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα. Ο Ιωάννου φυσικά, όπως έζησε όλες τις άλλες επώδυνες επιπτώσεις της γερμανικής κατοχής, έζησε και τη φρίκη του να μην υπάρχουν τρόφιμα και οι άνθρωποι να πεθαίνουν στους δρόμους. Στο θέμα αυτό αναφέρεται στο διήγημα «Το Βουγγάρι», στην ευρύτερη ιστορία του οποίου εγκιβωτίζει την ιστορία του Κυρ-Μάνθου που δούλευε σ’ ένα εστιατόριο και κορόιδευε τους πελάτες που έτρωγαν ό,τι σκουπίδια τους σέρβιρε ο εστιάτορας. Ο Κυρ-Μάνθος διηγόταν στους στρατιώτες που μόλις είχαν γυρίσει από το μέτωπο για την έλλειψη τροφίμων και τους τρομοκρατούσε για όσα έρχονται, αλλά τελικά μόλις έκλεισε το εστιατόριο γιατί δεν είχε πια τι να προσφέρει στους πελάτες, εκείνος πέθανε από την πείνα ενώ αρκετοί από τους στρατιώτες επιβίωσαν ασχολούμενοι με την πώληση αγαθών στη μαύρη αγορά. Ένας από αυτούς μάλιστα είχε πει στον πεινασμένο Κυρ-Μάνθο: Ο θάνατός σου – η ζωή μου! Το θέμα της πείνας βέβαια ο Ιωάννου το προσεγγίζει και με μια δόση χιούμορ καθώς μας περιγράφει ότι ο ίδιος συνήθιζε να παίρνει βαθιές ανάσες σκεπτόμενος ότι κάθε τέτοια ανάσα ισοδυναμούσε με μια χοιρινή μπριζόλα. Πικρό χιούμορ, που είναι όμως απαραίτητο για το συγγραφέα που αναγκάζεται να επιστρέψει σ’ εκείνα τα χρόνια που άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια τους στην ψυχή του.
Οι μνήμες από τη γερμανική κατοχή, όπως είναι φυσικό, διατρέχουν το έργο του Ιωάννου, ο οποίος συνηθίζει να επιστρέφει σ’ εκείνα τα χρόνια σε μια προσπάθεια να καταλάβει, να εκλογικεύσει και εν τέλει να αντιμετωπίσει όλα όσα πέρασε σε μια τόσο ευαίσθητη ηλικία, χωρίς ποτέ να μπορεί να αντιδράσει και να τερματίσει όλη αυτή την απάνθρωπη κατάσταση. Οι ξάγρυπνες νύχτες όπου άκουγε με τρόμο τα αλυχτίσματα των σκύλων, η πείνα που τον έφερνε αντιμέτωπο με το ενδεχόμενο ενός πρόωρου θανάτου, οι εκτελέσεις των συμπατριωτών του και η αδυναμία των Ελλήνων να αντιδράσουν αποτελεσματικά, έχουν αφήσει στον Ιωάννου πόνο και αγανάκτηση για όσα συνέβησαν εκείνα τα χρόνια.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου