Nicolas Martin
Η “μοναξιά” στα πεζογραφήματα του Ιωάννου
Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ
Η πρώτη εικόνα μοναξιάς που μας παρουσιάζει ο συγγραφέας σε αυτό το διήγημα έχει να κάνει με τον μαραγκό, ο οποίος μετά το θάνατο της γυναίκας του και του μπατζανάκη του, κυκλοφορεί μεθυσμένος και αναπολεί τις ευτυχισμένες στιγμές που περνούσαν οι δύο οικογένειες μαζί. Ο μαραγκός αισθάνεται πολύ έντονα την απώλεια της γυναίκας που αγαπούσε και του φίλου του και στρέφεται στο αλκοόλ για να ξεχάσει και να βρει παρηγοριά. «Ο μαραγκός είχε αποθρασυνθεί τελείως. Γυρνούσε κάθε βράδυ μεθυσμένος τραγουδώντας στερεότυπα..... Την είχε αγαπήσει πολύ τη μακαρίτισσα κι ας ήταν κομμάτι αγαθιάρα. Του έλειπε πολύ κι ο μπατζανάκη του.... θυμόταν το γυρισμό στο σπίτι με τον μπατζανάκη του και τις γυναίκες τους... και τα μάτια του βούρκωναν.»
· Το δεύτερο σημείο που θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ως έκφραση μοναξιάς σε αυτό το διήγημα είναι η εποχή όπου τα αγόρια των δύο οικογενειών έχουν φύγει για τη Γερμανία και στο σπίτι έχουν μείνει μόνο ο μαραγκός, η κουνιάδα του και η κόρη της. Στο σπίτι που κάποτε υπήρχαν πολλά άτομα και ήταν γεμάτο ζωή, τώρα μόλις τρία πρόσωπα περιφέρονται, δημιουργώντας εντονότερη την εικόνα της ερήμωσης που προκαλεί η μετανάστευση. «Μονάχα ο μαραγκός με τις σαράντα ομολογίες του, η κουνιάδα του και η κόρη της, μεγαλοκοπέλα πια και παχύσαρκη, αναδεύαν στα ανώγια, στα κατώγια και στις αυλές.»
Ο θείος Βαγγέλης
Στο διήγημα αυτό παρουσιάζεται μια ιδιότυπη εικόνα μοναξιάς που έχει να κάνει με τους νεκρούς στρατιώτες, οι οποίοι ενταφιάζονται χωρίς να είναι κοντά τους κανένας από τους δικούς τους ανθρώπους. «Συνήθως τους έθαβαν έρμους και μοναχούς στο ξένο χώμα.»
Η μόνη κληρονομιά
Ο Ιωάννου σε αυτό το κείμενο αναφέρεται αφενός στο ότι δεν πρόκειται να κληροδοτήσει σε κανέναν το όνομά του και αφετέρου στο ότι δεν έχει περιουσιακά στοιχεία αλλά ούτε και κληρονόμους. Οι σκέψεις αυτές του συγγραφέα δείχνουν ότι αισθάνεται μόνος του γιατί δεν έχει δημιουργήσει οικογένεια και δεν έχει αποκτήσει παιδιά. «Πάντως, είμαι σίγουρος πια πως το όνομα αυτό εγώ σε κανέναν άλλον δε θα το κληροδοτήσω.» «Κι εγώ, φυσικά, τίποτα δε θα κληροδοτήσω. Άλλωστε, και να είχα κάτι, σε ποιον θα το άφηνα;»
Τα σκυλιά του Σέιχ – σού
Στο διήγημα αυτό ο Ιωάννου ακούει τους διάφορους ήχους που ακούγονται τη νύχτα από το δρόμο και θυμάται περασμένες εποχές και τους αντίστοιχους ήχους που άκουγε τότε από το παράθυρό του. Οι αναμνήσεις από την εποχή που ήταν μικρότερος και ζούσε με την οικογένειά του έρχονται σε έντονη αντίθεση με το παρόν του συγγραφέα που είναι πια μόνος του και δεν έχει κανέναν για να μοιραστεί τις σκέψεις και τις ανησυχίες του. Τη μοναξιά του αυτή ο Ιωάννου την εκφράζει με ξεκάθαρο τρόπο όταν περιγράφει τις στιγμές που σηκώνεται από το κρεβάτι για να πάει να μιλήσει σε κάποιον δικό του και συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει κανείς άλλος μέσα στο σπίτι του. «Ξεχνιέμαι καμιά φορά και σηκώνομαι να πάω σε άλλο κρεβάτι να σιγομιλήσω για τις φωνές με κανέναν δικό μου. Μα, μόλις τρίξει το χερούλι της άλλης πόρτας και νιώσω το άδειο δωμάτιο, συνέρχομαι και τρέχω στο γιατάκι μου.»
Ομίχλη
Το πεζογράφημα «Ομίχλη» αποτελεί συνολικά ένα κείμενο μοναξιάς, καθώς ο συγγραφέας μας περιγράφει μια αγαπημένη του μοναχική ασχολία. Του αρέσει να περπατά μόνος του και να χάνεται μέσα στην ομίχλη και τις σκέψεις του. Ακόμη κι όταν επιχειρεί να βρει τους φίλους του, στην ταβέρνα που συνήθιζαν να μαζεύονται, δεν είναι κανένας εκεί και ο Ιωάννου κάθεται και περιμένει μάταια. «Κι ύστερα έφτανα στο καφενείο του λιμανιού, αυτό που χρόνια είναι γκρεμισμένο, να ξαναβρώ την παρέα μου. Κι όταν δεν ήταν εκεί – και δεν ήταν ποτέ εκεί – καθόμουν ώρες και καρτερούσα.»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου