Ο παλιός αέρας
«Καθώς διάβαζα στην κρεμασμένη εφημερίδα τη λέξη “πόλεμος”, σηκώθηκε ένας αέρας δυνατός, μια σκόνη, χαρτιά πολλά με τυλίξανε κι έχασα για μια στιγμή την αναπνοή μου και τον κόσμο.»
- Το κείμενο με το οποίο ολοκληρώνεται η συλλογή είναι μια προσπάθεια του Ιωάννου να περάσει ένα μήνυμα ελπίδας στους Έλληνες που εκείνα τα χρόνια ζούσαν υπό καθεστώς δικτατορίας.
- Ο παλιός αέρας είναι το σύμβολο μιας επαναστατικής πνοής, μιας διάθεσης για αλλαγή και ανατροπής καταστάσεων που ανά διαστήματα πνέει στον κόσμο και προκαλεί εκρηκτικές καταστάσεις, όπως ήταν ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, αλλά και η ήττα των Γερμανών.
- Επειδή τα χρόνια που κυκλοφόρησε η συλλογή αυτή υπήρχε λογοκρισία και δεν εκδίδονταν κείμενα που μιλήσουν κατά του καθεστώτος, ο συγγραφέας δεν μπορούσε να μιλήσει ανοιχτά για την ελπίδα του ότι πλησιάζει η στιγμή που θα ξεκινήσει μια εξέγερση, η οποία θα ανατρέψει τη χούντα και θα επαναφέρει την ελευθερία στη χώρα. Για το λόγο αυτό αναφέρεται στην γερμανική κατοχή που σε πολλά σημεία έμοιαζε με την δικτατορία που είχε επιβληθεί στους Έλληνες. Όπως λοιπόν ο αέρας αυτός έγινε αισθητός τότε που οι Γερμανοί έχασαν τον πόλεμο, έτσι και τώρα ο συγγραφέας λέει ότι αισθάνεται τον αέρα αυτό να ετοιμάζεται και πάλι να φυσήξει δυνατά.
- Το κείμενο αυτό έχει σε αρκετά σημεία μια ποιητικότητα στην έκφραση που παραπέμπει στην «Ομίχλη».
«Έξω από τη σπιταρόνα αυτή είχα ακούσει ένα βραδάκι τους εφημεριδοπώλες να διαλαλούν σε έκτακτο παράρτημα τη δολοφονία του βασιλιά της Σερβίας Αλέξανδρου στη Μασσαλία.»
- Η πρώτη φορά που ο Ιωάννου ένιωσε την παρουσία αυτού του αέρα που ξυπνάει μαχητικές διαθέσεις στους ανθρώπους ήταν όταν έγινε η δολοφονία του βασιλιά της Σερβίας Αλέξανδρου το 1934. Εκείνη την εποχή, πέντε χρόνια πριν από την έκρηξη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, η κατάσταση ήταν ήδη τεταμένη και ο κόσμος θεωρούσε πολύ πιθανό το ενδεχόμενο ενός νέου πολέμου.
«... ενώ κατεβαίναμε από ορειβατική εκδρομή στο Ιτς Μπουνάρ κι άκουγα τους μεγάλους, που κανείς τους δεν υπάρχει πια, να μιλούν για πόλεμο και επερχόμενες δυστυχίες κοιτάζοντας κάθε τόσο προς την Αρβανιτιά.»
- Η αφήγηση αμέσως μετά προχωρά λίγα χρόνια μπροστά και συγκεκριμένα ένα μόλις χρόνο πριν από την έναρξη του πολέμου, όπου Ιωάννου βρέθηκε μαζί με άτομα μεγαλύτερης ηλικίας σε μια εκδρομή στο Ιτς Μπουνάρ. Εκεί όλοι μιλούσαν για το νέο πόλεμο που πλησίαζε και σχολίαζαν τις δυσκολίες που θα είχαμε να αντιμετωπίσουμε.
- Η συζήτηση αυτή δημιουργεί στον Ιωάννου ένα έντονο αίσθημα φόβου, όπως αυτό που του προκλήθηκε όταν συνειδητοποίησε ότι είχε περάσει δίπλα του μια αλεπού και τον είχε ακουμπήσει απλώς με την ουρά της.
«Απ’ την άλλη χρονιά τα φώτα αυτά έμελε για πολύν καιρό να σβήσουν.»
- Οι δυσκολίες που πράγματι ήρθαν στη χώρα δίνονται από τον Ιωάννου με μια εικόνα σχετική με τα φώτα στους δρόμους. Ο συγγραφέας σχολιάζει ότι ένα χρόνο μετά από αυτή την εκδρομή τα φώτα στους δρόμους έσβησαν και παρέμειναν σκοτεινά για αρκετά χρόνια μετά. Όπως σκοτεινά ήταν τα χρόνια που ακολούθησαν για τους Έλληνες, έτσι σκοτεινοί παρέμειναν και οι δρόμοι της χώρας.
«Όταν είχαμε πουλήσει εκείνο το σπίτι, που ακόμα το κλαίμε, και πήγαμε να ψωνίσουμε στην αγορά, στην αρχή απορούσα για ποιο λόγο οι μεγάλοι δεν χαίρονταν για τα ωραία ψώνια, όπως εγώ.»
- Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος ο Ιωάννου ήταν 13 ετών και δεν ήταν ακόμη σε ηλικία που οι δικοί του θα μπορούσαν να του μιλήσουν για κάτι τόσο άσχημο. Ο ίδιος σχολιάζει ότι η παιδική του ψυχή προαισθανόταν σωστά, ότι κάτι κακό συνέβαινε. Εκείνη την περίοδο οι γονείς του είχαν πουλήσει το σπίτι τους και ο Ιωάννου τους έβλεπε ότι δεν ήταν χαρούμενοι. Τη μέρα εκείνη, μετά την πώληση του σπιτιού, οι γονείς του τον αφήνουν για λίγο μόνο του έξω από ένα κατάστημα και τότε ο Ιωάννου βλέπει στις εφημερίδες την λέξη «πόλεμος».
- Το διάβασμα και μόνο της λέξης ήρθε και αναστάτωσε τον Ιωάννου, ο οποίος ένιωσε σαν να σηκώθηκε ένας πολύ δυνατός άνεμος που του έκοψε την ανάσα. Η ζωή του Ιωάννου δεν θα ήταν ποτέ πια η ίδια μετά την έναρξη του πολέμου και ο ίδιος μας λέει ότι από τότε κάθε φορά που τα πράγματα δυσκόλευαν ένιωθε έναν παρόμοιο άνεμο να τον κατακλύζει. Κι αλήθεια ήταν πως η έναρξη του πολέμου έφερε μεγάλες στεναχώριες και δυσκολίες στη ζωή του συγγραφέα, όπως βέβαια και στους υπόλοιπους Έλληνες, κυρίως στα σκληρά χρόνια της κατοχής, όπου χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν από την πείνα, ερημώνοντας τις ελληνικές πόλεις.
«Το στροβίλισμα το ‘νιωσα όσο ποτέ άλλοτε, όταν την τελευταία Μεγάλη Παρασκευή της σκλαβιάς ο διάκος διάβαζε απ’ τον άμβωνα την ευαγγελική περικοπή τη σχετική με το θάνατο του Χριστού.»
- Τον ίδιο έντονο αέρα ο Ιωάννου τον αισθάνθηκε και μέσα στην εκκλησία, την τελευταία Μεγάλη Παρασκευή προτού έρθει το τέλος της κατοχής. Μήνες, δηλαδή, προτού φανεί έστω και μια ελπίδα ότι η κατάσταση αυτή φτάνει στο τέλος της, ο συγγραφέας μας αποκαλύπτει ότι είχε αισθανθεί τον άγριο εκείνο αέρα να τον προετοιμάζει για την επερχόμενη αλλαγή. Τα βάσανα της κατοχής επρόκειτο να τελειώσουν με μια ηρωική προσπάθεια από μέρους των Ελλήνων, αλλά κυρίως με τη βοήθεια των ξένων δυνάμεων.
- Η αναφορά σε μια χρονική στιγμή που απείχε αρκετούς μήνες από το τέλος της κατοχής, γίνεται γιατί το 1972 που έγραφε το κείμενο αυτό ο συγγραφέας, ακόμη δεν φαινόταν να πλησιάζει το τέλος της δικτατορίας. Ο Ιωάννου, δηλαδή, θέλει να πει στους αναγνώστες του ότι παρόλο που δεν φαίνεται να πλησιάζει το τέλος της χούντας και αρκετοί έχουν απελπιστεί, το τέλος θα έρθει σίγουρα όπως είχε έρθει και το τέλος της κατοχής.
«Ο ίδιος αέρας, ανακατεμένος όμως με σκόνη και καπνό, σηκώθηκε και την τελευταία μέρα της σκλαβιάς...»
Οι Γερμανοί αποχωρώντας από την Ελλάδα, προκειμένου να καθυστερήσουν την καταδίωξή τους από τις δυνάμεις των αντιπάλων τους, κατέστρεψαν τους δρόμους, τις γέφυρες και τα λιμάνια της χώρας. Κι ενώ η παρουσία τους είχε ήδη ζημιώσει τον ελληνικό λαό, την ύστατη στιγμή του πολέμου οι Γερμανοί προχώρησαν και σε μια πρωτοφανή καταστροφή των υποδομών της Ελλάδας.
«Ύστερα ο αέρας πήρε να κατακάθεται∙ θαρρείς και λιγόστευε μαζί με την αθωότητα και την πίστη.»
- Καθώς ο συγγραφέας μεγάλωνε και μέσα από τις πικρές εμπειρίες του πολέμου και της κατοχής, αισθανόταν τον εαυτό του να χάνει την αθωότητα της ψυχής του, μαζί και την πίστη του. Οι ανείπωτες εικόνες φρίκης που σημάδεψαν τις ζωές των ανθρώπων εκείνη την εποχή, είχαν ως αποτέλεσμα να δοκιμαστεί ακόμη και η πίστη τους στο Θεό, καθώς ένιωθαν πως τους είχε εγκαταλείψει στη βιαιότητα και την απανθρωπιά των Γερμανών.
- Τα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του πολέμου ο Ιωάννου μας λέει ότι ο αέρας αυτός έπαψε να τον απασχολεί, μιας και τα χρόνια εκείνα ήταν σχετικά ήρεμα για την Ελλάδα. Μόνο για προσωπικά του ζητήματα ένιωθε κατά καιρούς να αναστατώνεται αλλά δεν ήταν ποτέ κάτι το έντονο.
«Δεν ξέρω αν κάνω λάθος, όμως τον τελευταίο καιρό πολλά μικρά στροβιλίσματα υψώνονται πάλι σαν προβοσκίδες μέσα μου, μα γρήγορα καταπέφτουν. Φοβάμαι πως κάποια στιγμή θα σηκωθεί ο παλιός εκείνος αέρας, αλλά αυτή τη φορά δε θα προφτάσει να σταματήσει.»
- Τον τελευταίο καιρό ο συγγραφέας λέει ότι αισθάνεται τον αέρα να ξεκινά δειλά - δειλά να φυσάει και πάλι. Τη χρονιά που ο Ιωάννου έγραφε αυτό το κείμενο η δικτατορία ήταν ακόμη ισχυρή στην Ελλάδα, αλλά ο συγγραφέας ως ευαίσθητος δέκτης των μηνυμάτων της εποχής του, διέβλεπε τη διάθεση του λαού να αλλάζει κι αισθανόταν πως δεν θα αργήσει η στιγμή που οι Έλληνες θα ξεσηκωθούν μαζικά και θα ανατρέψουν το μισητό καθεστώς της χούντας. Γι’ αυτό στο κλείσιμο του πεζογραφήματος σχολιάζει πως όταν ξεκινήσει και πάλι ο παλιός εκείνος αέρας, δεν θα προλάβει να σταματήσει και θα φέρει ουσιαστικά τη ριζική ανατροπή στα πολιτικά πράγματα της χώρας και μαζί την πολυπόθητη ελευθερία.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου