Βάλια Ανδρινοπούλου
Γιώργος Ιωάννου «Η αποζημίωση»
Περίληψη του κειμένου: Μετά τη λήξη του πολέμου ο συγγραφέας θα καταφύγει σ’ έναν μικρό-απατεώνα ο οποίος αναλάμβανε να φτιάξει τις αιτήσεις όσων ήθελαν να πάρουν αποζημιώσεις από το κράτος για καταστροφές που έγιναν στις περιουσίες τους κατά τη διάρκεια του πολέμου. Το σπίτι του Ιωάννου έχει βέβαια καταστραφεί λόγω των βομβαρδισμών, αλλά ούτε έπιπλα αξίας είχε ούτε το ίδιο το σπίτι ήταν μεγάλης αξίας.
Με αφορμή πάντως την αίτηση αυτή ο συγγραφέας θα θυμηθεί τις περιπλανήσεις της οικογένειάς του από τη στιγμή που αναγκάστηκαν να φύγουν από τη Θεσσαλονίκη που βομβαρδίζονταν από τους Ιταλούς.
«Στη βομβαρδισμένη οδό φράγκων υπήρχε ένα ύποπτο γραφείο, που διατυμπάνιζε πως μπορούσε να βγάλει γρήγορα και με το παραπάνω τις αποζημιώσεις των βομβόπληκτων.»
- Ο Ιωάννου μετά τη λήξη του πολέμου πηγαίνει σ’ ένα γραφείο που αναλάμβανε να εξασφαλίσει μεγαλύτερες αποζημιώσεις από το κράτος για όσους είχαν χάσει τις περιουσίες τους από τους βομβαρδισμούς των Ιταλών.
- Το κείμενο αυτό αναφέρεται σε γεγονότα από τη ζωή του συγγραφέα γι’ αυτό και η αφήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο. Ο αφηγητής-συγγραφέας είναι δραματοποιημένος, συμμετέχει δηλαδή στα δρώμενα της αφήγησης και μάλιστα προχωρά και σε εκμυστηρεύσεις προσωπικών σκέψεων και συναισθημάτων.
- Στο διήγημα αυτό ο Ιωάννου δεν τηρεί τη χρονική σειρά των γεγονότων αλλά εμπλουτίζει την αφήγησή του με πολλές αναχρονίες, με αναδρομές δηλαδή στο παρελθόν αλλά και με αναφορές σε γεγονότα που θα συμβούν αργότερα.
- Το ύφος της αφήγησης είναι λιτό, με απλή γλώσσα και σε αρκετά σημεία αρκετά εξομολογητικό, καθώς ο Ιωάννου μας αποκαλύπτει τις σκέψεις αλλά και τα συναισθήματα του.
«Η καταγραφή αυτή, εκτός που μας έκανε να τσακωθούμε αρκετές φορές μεταξύ μας, μας εξανάγκασε να ξαναβουτηχτούμε στα πικρά περασμένα.»
- Η αίτηση στην οποία θα έπρεπε η οικογένεια του Ιωάννου να καταγράψει τις απώλειες που είχε από τον βομβαρδισμό, γίνεται η αφορμή για να γυρίσει ο συγγραφέας στο παρελθόν και να θυμηθεί όσα έζησε τον πρώτο χρόνο του πολέμου με τους Ιταλούς, όταν η Θεσσαλονίκη βομβαρδίστηκε και πολλοί κάτοικοι αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν.
«Καθυστέρησα σ’ ένα σταυροδρόμι για να δω δυο πτώματα, που τα ‘χαν ξαπλωμένα μέσα σ’ ένα ημιφορτηγό αυτοκίνητο.»
- Η αναφορά των δύο νεκρών στην αρχή του διηγήματος μας παραπέμπει στην εποχή του εμφυλίου, κάποια στιγμή ανάμεσα στο 1946 και το 1949. Ενώ ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος είχε τελειώσει από το 1945 για την Ευρώπη, στην Ελλάδα συνεχίζονται οι πολεμικές συρράξεις ανάμεσα στους κομμουνιστές και στους κεντροδεξιούς.
«Τα λεφτά φρόντισαν να τα καταπιούν αυτοί που τα πρωτοπιάσανε στα χέρια τους. Αν είχε πάθει τίποτε η πρωτεύουσα -αυτή η τόσο ανοχύρωτη πόλη- τότε να δεις λεφτά που θα μοιράζονταν.»
- Αν και πηγαίνει για να δώσει την αίτηση στο «ύποπτο» γραφείο, γνωρίζει εξαρχής ότι δεν πρόκειται ποτέ να πάρουν αποζημίωση, κι αυτό γιατί όπως αναφέρει με αρκετό σαρκασμό, το κράτος ενδιαφέρεται μόνο για την Αθήνα.
«Αυτή η αίτηση δεν είναι καλή. Δεν μπορεί με τις λεκάνες εμαγιέ, τα δώδεκα πιάτα και την τσίγκινη σκάφη να πάρουμε σοβαρή αποζημίωση. Που είναι το πιάνο; που είναι το ραδιόφωνο;...»
- Η απαίτηση του διευθυντή του γραφείου να δηλωθούν στην αίτηση διάφορα αντικείμενα αξίας, για να μπορέσουν να ζητήσουν μεγαλύτερη αποζημίωση, προκαλεί τρόμο στον Ιωάννου καθώς θεωρεί ότι είναι επικίνδυνο να πουν τόσα ψέματα στο κράτος.
«Εμείς αρκετά κιόλας είχαμε αποκρύψει ή παραφουσκώσει, φαντάσου τί θα γινόταν στη δικιά του την αίτηση∙ ούτε ανάκτορο να ήταν το τουρκόσπιτό μας.»
- Ο Ιωάννου παραδέχεται ότι οι απώλειες που είχαν από τον βομβαρδισμό ήταν ελάχιστες γιατί ούτως ή άλλως δεν είχαν ούτε ακριβά έπιπλα αλλά ούτε και τίποτε άλλο αξίας στο φτωχικό τους τουρκόσπιτο.
«Όταν σηκώθηκα να φύγω, ο καταφερτζής εκείνος μου έκανε τη μόνη σωστή ερώτηση: “Που ήσασταν, όταν βομβαρδίστηκε το σπίτι;”».
- Ο Ιωάννου αρνείται να αποκαλύψει στον διευθυντή του γραφείου που βρίσκονταν ο ίδιος και η οικογένειά του την ώρα του βομβαρδισμού. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι οι αναμνήσεις από αυτές τις εμπειρίες είναι πολύτιμες και δε θέλει να τις μοιράζεται με κανέναν και κυρίως με ένα άτομο που δεν το εκτιμά, όπως είναι ο διευθυντής αυτού του γραφείου.
«Ξεκινήσαμε λίγο μετά τα μεσάνυχτα της έκτης μέρας αφότου είχαν αρχίσει οι βομβαρδισμοί.»
- Η πορεία προς την Χαλκιδική, θυμίζει πορεία προσφύγων που εγκαταλείπουν κακήν κακώς τη χώρα τους. Ο Ιωάννου βέβαια δεν εγκατέλειψε τη χώρα του αλλά και μόνο το γεγονός ότι έφυγε από τη Θεσσαλονίκη και ιδίως οι συνθήκες υπό τις οποίες αναγκάστηκε να φύγει, δημιουργούν στο συγγραφέα το αίσθημα της προσφυγιάς. Όταν μάλιστα θα μάθει αργότερα ότι μια βόμβα έχει καταστρέψει το σπίτι του θα νιώσει τελείως ξεριζωμένος, καθώς δε θα έχει πια ένα σπίτι για να μπορεί να γυρίσει στην πόλη του.
«Όταν έφεξε, περνούσαμε καταμουσκεμένοι από το Σέδες, το πολεμικό αεροδρόμιο, που όμως μόνο αεροπλάνα δεν είχε.»
- Ο συγγραφέας μας περιγράφει μια σειρά από περιστατικά που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της πορείας τους από τη Θεσσαλονίκη μέχρι τη Χαλκιδική. Η διαδρομή αυτή κράτησε ουσιαστικά ένα βράδυ αλλά επειδή ήταν ένα γεγονός που είχε μεγάλη σημασία για τον Ιωάννου, φροντίζει να παρατείνει την αφήγηση ώστε να δώσει και στον αναγνώστη την αίσθηση ότι διαρκεί πολύ αυτή η πορεία μακριά από την αγαπημένη του πόλη. Η τεχνική αυτή, της παράτασης της αφήγησης, χρησιμοποιείται από τον Ιωάννου όταν πρόκειται για γεγονότα που του έχουν κάνει εντύπωση, αλλά και για γεγονότα που έχουν αλλάξει την ζωή του.
«Αργότερα, όταν την κυρίεψαν σε τρεις μέρες οι γερμανοί, μάθαμε τη συμφορά σε ώρα συναγερμού μέσα στο τούνελ του Ηλεκτρικού, στο Μοναστηράκι, που είχε μετατραπεί σε καταφύγιο.»
- Την ώρα που ξημερώνει ακούγονται βομβαρδισμοί από τη μεριά της Θεσσαλονίκης. Το γεγονός αυτό προκαλεί μεγάλη στεναχώρια στο συγγραφέα, ο οποίος θυμάται ότι έχει συμβεί να κλάψει πολλές φορές για την πόλη του. Μας αναφέρει μάλιστα ότι όταν τελικά έμαθαν ότι η Θεσσαλονίκη κυριεύτηκε από τους Γερμανούς, αυτός και η οικογένειά του βρισκόταν στην Αθήνα. Στο σημείο αυτό δηλαδή προχωρά την αφήγησή του σ’ ένα μελλοντικό γεγονός σε σχέση με το χρονικό σημείο που αποτελεί το παρόν της αφήγησης. Η αναφορά αυτή γίνεται συνειρμικά και οφείλεται στην ανησυχία που δημιουργείται ακόμη και στον αναγνώστη από την αναφορά στον βομβαρδισμό της Θεσσαλονίκης.
«Απ’ τη Γαλάτιστα πήραμε μουλάρια και φτάσαμε απόβραδο στο ορεινό χωριό.»
- Αμέσως μετά ο συγγραφέας επιστρέφει στο παρόν της αφήγησης για να μας ενημερώσει ότι παίρνοντας μουλάρια πήγαν από τη Γαλάτιστα στο χωριό που επρόκειτο να εγκατασταθούν. Το χωριό αυτό είναι τα Πετροκέρασα Χαλκιδικής, αλλά ο Ιωάννου δεν μας αναφέρει το όνομα του χωριού στο κείμενό του.
«Μάλλον πρέπει να χάρηκαν, γιατί εγώ αμέσως ανάλαβα να γράφω τα γράμματα στο νιόπαντρο νοικοκύρη του σπιτιού, που ήταν στο μέτωπο.»
- Εκεί μένουν στο σπίτι μιας οικογένειας κι ο συγγραφέας αναλαμβάνει να γράφει τα γράμματα που προορίζονταν για τον νοικοκύρη, για τον άντρα του σπιτιού δηλαδή, ο οποίος τώρα βρίσκεται στον πόλεμο. Η αναφορά σε αυτόν τον άντρα οδηγεί τον Ιωάννου σε μια ακόμη αναφορά στο μέλλον, για να μας πει ότι ενώ αυτός ο δυνατός άντρας επέζησε στον πόλεμο με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς, σκοτώθηκε αργότερα από τους Έλληνες, κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου.
«Το δωμάτιό μας στο σπίτι τους είχε πυκνές αρμαθιές καπνά κρεμασμένες απ’ τα δοκάρια.»
- Στη συνέχεια του κειμένου ο συγγραφέας φροντίζει να μας δώσει κάποιες πληροφορίες για τη ζωή στο χωριό, ώστε να μπορέσουμε να αποκτήσουμε μια καλύτερη εικόνα για το πώς περίπου πέρασε το διάστημα που έζησε εκεί.
- Μας μιλά για το σπίτι στο οποίο έμενε, όπου υπήρχαν πάρα πολλά καπνά που δημιουργούσαν μια αποπνικτική ατμόσφαιρα με το άρωμά τους και δημιουργούσαν φόβο στο συγγραφέα ότι μπορεί να πάθει φυματίωση.
- Η αναφορά στη φυματίωση θυμίζει στον συγγραφέα το γιο του μπακάλη του χωριού, που είχε φυματίωση και ήθελε να εκδικηθεί τους συγχωριανούς του που τον είχαν απομονώσει.
- Επίσης, ο Ιωάννου αναφέρεται σ’ έναν από τους χωριανούς που πυροβόλησε μόνος του το πόδι του για να γυρίσει πίσω στο χωριό κοντά στη γυναίκα του, γιατί ζήλευε και δεν άντεχε μακριά της.
«Ο έφιππος ταχυδρόμος περνούσε δυο φορές τη βδομάδα και καλούσε τον κόσμο με την τρομπέτα του, μόλις έπαιρνε να κατηφορίζει την απέναντι πλαγιά.»
- Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στον ταχυδρόμο και την τακτική που ακολουθούσε όταν έφερνε σε κάποια από τις γυναίκες του χωριού ενημέρωση από το Γενικό Επιτελείο Στρατού ότι κάποιος δικός τους είχε σκοτωθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου.
«Ανάμεσα στα καφεδιά φύλλα ξεπετάγονταν το χλωμό χορτάρι. Βρισκόμασταν στις φουσκοδεντριές.»
- Ο Ιωάννου κλείνει την αναφορά του στο χωριό όπου πέρασε τους πρώτους μήνες του πολέμου με μια όμορφη εικόνα μιας μικρής εκκλησίας μέσα στα δέντρα. Όπως χαρακτηριστικά λέει: «Βρισκόμασταν στις φουσκοδεντριές.» Φουσκοδεντριές είναι η εποχή λίγο πριν την άνοιξη, λίγο πριν τα δέντρα ανθίσουν. Η εικόνα αυτή λειτουργεί ως ένα μήνυμα ελπίδας και αισιοδοξίας. Παρά το γεγονός ότι παντού ακούγονταν βομβαρδισμοί, η φύση ήταν έτοιμη και πάλι να αναγεννηθεί και να γεμίσει νέα ζωή.
- Ο Ιωάννου προσπαθεί στα κείμενά του να δίνει πάντοτε μια αίσθηση αισιοδοξίας, γιατί θεωρεί ότι παρά τις δυσκολίες και παρά τα δυσάρεστα γεγονότα που συμβαίνουν, η ζωή έχει να προσφέρει και χαρά στους ανθρώπους.
«Πάντως, ατσίδας δεν ήμουν ποτέ κι ευλογώ γι’ αυτό τον θεό. Θα ήμουν, τώρα, κανένα μαναβάκι ή το πολύ πολύ ταξιτζής.»
- Μετά την εικόνα με την ομορφιά της φύσης επιστρέφει στο παρόν της αφήγησης, δηλαδή στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου, όπου επιχειρεί να βρει μια πρόχειρη δουλειά αλλά δεν κατορθώνει να κερδίσει την εκτίμηση των υποψήφιων εργοδοτών του, οι οποίοι έτσι αφηρημένο που τον είδαν τον θεώρησαν προφανώς για χαζό.
«Καλά θα κάνετε ν’ αρχίσετε να μαθαίνετε πιάνο, αλλιώς αποζημίωση δεν έχει.»
- Το κείμενο κλείνει με το σχόλιο του Ιωάννου στους δικούς του ότι θα πρέπει να μάθουν πιάνο αν θέλουν να πάρουν αποζημίωση. Το σχόλιο αυτό λειτουργεί ως αστείο μεταξύ του συγγραφέα και του αναγνώστη, καθώς ο αναγνώστης ήδη γνωρίζει πώς σχετίζεται το πιάνο με την αποζημίωση.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου