Εικόνες απαισιοδοξίας στα διηγήματα της συλλογής «Η μόνη κληρονομιά» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Εικόνες απαισιοδοξίας στα διηγήματα της συλλογής «Η μόνη κληρονομιά»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips


Εικόνες απαισιοδοξίας στα διηγήματα της συλλογής «Η μόνη κληρονομιά»

Οι εποχές στις οποίες αναφέρονται τα πεζογραφήματα του Γιώργου Ιωάννου υπήρξαν δύσκολες για τους Έλληνες, καθώς από άποψη ιστορικών συγκυριών – δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος πόλεμος – η χώρα βρέθηκε σε μια διαρκή εμπόλεμη κατάσταση, αλλά και μια δεινή οικονομική θέση. Οι Έλληνες στερήθηκαν την ελευθερία τους, αναγκάστηκαν να ζήσουν με ελάχιστους οικονομικούς πόρους και το κυριότερο έζησαν πολλαπλά επώδυνες εμπειρίες. Όλα αυτά αντικατοπτρίζονται στα έργα του Ιωάννου, τα οποία πολλές φορές αποπνέουν μια έντονη αίσθηση απαισιοδοξίας καθώς η ζωή των ηρώων μοιάζει να είναι εγκλωβισμένη σε μια αδιέξοδη κατάσταση θλίψης, οικονομικής στέρησης και απουσίας της ελπίδας για μια καλύτερη ζωή.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του απαισιόδοξου κλίματος που παρουσιάζεται στα κείμενα του Ιωάννου είναι το διήγημα «Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας», στο οποίο μας δίνεται η ζωή ενός νεαρού άντρα που έχει μόλις χάσει τον πατέρα του. Η οικογένεια του νεαρού ζει με πολλές στερήσεις, σ’ ένα μικρό διαμέρισμα που μετά βίας χωράνε όλοι κι ενώ τα χρήματά τους είναι ελάχιστα, ο πατέρας πηγαίνει κάθε βράδυ στη ταβέρνα και πίνει μέχρι να μεθύσει. Το διήγημα κινείται γύρω από το πώς εξασφαλίζει ο πατέρας χρήματα για το κρασί του και μας δίνεται με αναδρομική αφήγηση από τη στιγμή που ο νεαρός πηγαίνει στην ταβέρνα που συνήθιζε να πίνει ο πατέρας του. Τελικά το μυστήριο λύνεται και ο νεαρός μαθαίνει ότι ο πατέρας του μέσω διατακτικών που πληρώνονταν απευθείας από την εταιρεία στην οποία εργαζόταν, αγόραζε στον ταβερνιάρη διάφορες συσκευές, μεταξύ των οποίων είναι και το μαγνητόφωνο της ταβέρνας. Ο νεαρός, επομένως, έχει πάει στην ταβέρνα για να εκδικηθεί τον ταβερνιάρη γι’ αυτή την απάτη που κόστισε στην οικογένειά του μια μίζερη ζωή στέρησης. Επειδή, όμως, δεν είναι απόλυτα βέβαιος για την ενοχή του ταβερνιάρη και σκέφτεται ότι ίσως το όλο κόλπο να ήταν ιδέα του αλκοολικού πατέρα του, περιορίζεται στο να σπάσει το μαγνητόφωνο, που ούτως ή άλλως είχε αγοραστεί με χρήματα της οικογένειάς του. Το διήγημα αυτό καθρεφτίζει τη ζωή πολλών ανθρώπων εκείνης της εποχής που αναγκάζονταν να επιβιώνουν μέσα σε συνθήκες φτώχειας και συχνά έβρισκαν παρηγοριά στο ποτό, προκαλώντας μεγάλα προβλήματα στην οικογένειά τους.
Μια εξίσου απαισιόδοξη εικόνα μας παρουσιάζει ο Ιωάννου στο διήγημα «Ο Θανάσης ο φονιάς», στο οποίο μας περιγράφει τη ζωή δύο φίλων που γνώρισε όταν είχε μετατεθεί σε κάποιο φτωχικό χωριό, το οποίο όμως δεν το κατονομάζει. Το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας είναι ο Θανάσης, ο οποίος δουλεύει ως μάγειρας στο αστυνομικό τμήμα, έχοντας περάσει είκοσι χρόνια στη φυλακή γιατί είχε σκοτώσει έναν ξάδερφό του που τον έκλεβε. Ο Θανάσης ο φονιάς είναι μια τραγική φιγούρα που έφτασε στο έγκλημα περισσότερο από απελπισία παρά γιατί ήταν κακός άνθρωπος. Όταν ήταν νεότερος είχε μια καντίνα και όσο καιρό έβγαζε λεφτά όλοι τον πλησίαζαν για δανεικά, όταν όμως ο ίδιος τους χρειάστηκε όλοι τον εγκατέλειψαν, οδηγώντας σε μια πράξη παραλογισμού, την οποία όμως πλήρωσε με το παραπάνω. Τώρα, βρίσκεται άρρωστος, καχεκτικός και αποκρουστικός στην όψη να φροντίζει με μεγάλο ενδιαφέρον του αστυνομικούς και τους υπόλοιπους δημόσιους υπαλλήλους του χωριού. Η μοναδική παρέα του Θανάση είναι ο Γιαγκούλας ο λούστρος, ο οποίος επίσης είχε περάσει πολλά χρόνια στη φυλακή, γιατί όταν ήταν νέος καταδικάστηκε ως ληστοτρόφος επειδή πήγαινε φαγητό στον περιβόητο λήσταρχο Φώτη Γιαγκούλα. Το φίλο του Θανάση του φονιά ο συγγραφέας μας τον περιγράφει ως βρωμιάρη που έζεχνε ολόκληρος κι έμενε σ’ ένα ερειπωμένο σπίτι, χειρότερο κι από στάβλο. Τόσο τα δύο αυτά πρόσωπα όσο και οι υπόλοιποι κάτοικοι του χωριού, κινούνται σ’ ένα περιβάλλον φτώχειας κι εξαθλίωσης, που ήταν εντούτοις πολύ συνηθισμένο στα χρόνια που ακολούθησαν την κατοχή και τον εμφύλιο. Το διήγημα κλείνει με το θάνατο του Θανάση του φονιά, που αφήνει πλέον το φίλο του το Γιαγκούλα να συνεχίσει την τσακισμένη πορεία της ζωής του εντελώς μόνος του.
Κι ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις η απαισιοδοξία συνδυάζεται με τη φτώχεια και τις ανυπέρβλητες δυσκολίες της ζωής, στο διήγημα «Η Ευτυχούλα», ο Ιωάννου μας παρουσιάζει τη ζωή μιας κοπέλας που ενώ είχε όλες τις προϋποθέσεις να γίνει ευτυχισμένη, καταλήγει να ζει στερημένη από κάθε προσωπική ευτυχία και ολοκλήρωση. Η Ευτυχούλα γεννιέται μ’ ένα σημάδι στο πρόσωπο, γεγονός που όλοι το θεωρούν πολύ καλό οιωνό για το μέλλον της, γι’ αυτό και της δίνουν αυτό το όνομα. Μεγαλώνοντας είναι πάντοτε τόσο ευγενική και πρόθυμη να ικανοποιήσει τους ανθρώπους γύρω της ώστε κατορθώνει να κερδίζει τη συμπάθεια και την αγάπη όλων. Πηγαίνει στο πανεπιστήμιο, και αργότερα χάρη στις σωστές γνωριμίες των δικών της εξασφαλίζει μια καλή δουλειά ως γραμματέας υπουργού. Οι γονείς της έχουν μια καλή οικονομική κατάσταση κι εκείνη με τα χρόνια κατορθώνει να συγκεντρώσει πολλά χρήματα, αλλά προφανώς αυτό δεν επαρκεί για να της διασφαλίσει την προσωπική ευτυχία. Έχοντας από μικρή τη διάθεση να ευχαριστεί τους δικούς της εγκλωβίζεται στις δικές τους επιθυμίες, παραμερίζει την προσωπική της ζωή και μένει πλάι τους, ακολουθώντας πάντα τις δικές τους συνήθειες και αρέσκειες. Τα χρόνια περνούν, οι γονείς της αρρωσταίνουν κι εκείνη παραμένει κοντά τους να τους φροντίζει, μέχρι που πεθαίνουν και η Ευτυχούλα απομένει μόνη της, με ικανή πάντως περιουσία και ομορφιά για να προσελκύσει το ενδιαφέρον υποψήφιων γαμπρών. Έχοντας, όμως, ζήσει μια ζωή μακριά από κάθε είδους προσωπικής επαφής, αρνείται να αφήσει τις συνήθειες στις οποίες έχει δομήσει τη ζωή της και προτιμά να συνεχίσει μόνη της, χάνοντας την ευκαιρία να γνωρίσει τον έρωτα και να δημιουργήσει τη δική της οικογένεια. Η εικόνα που κλείνει το διήγημα μας δείχνει την Ευτυχούλα να δυσανασχετεί κάποιες φορές τα βράδια που κοιμάται, και να επιχειρεί να απομακρύνει κάτι από το πρόσωπό της που μοιάζει να την εμποδίζει να ανασάνει, αλλά αμέσως μετά υποτάσσεται ξανά και ηρεμεί, παραμένοντας πάντα γαλήνια, όμορφη και μόνη.
Αυτό που παρατηρούμε, λοιπόν, στα διηγήματα του Ιωάννου είναι αφενός μια αίσθηση απαισιοδοξίας που προκύπτει από τις στερήσεις, τη φτώχεια και τη ζωή χωρίς προοπτικές, αλλά κάποτε και την απαισιοδοξία που μπορεί να προκύψει από μια ζωή που ενώ μοιάζει ιδανική, καταλήγει στη μοναξιά και τη στέρηση της προσωπικής ευτυχίας. Ένα πλέγμα οικονομικής ανέχειας, έλλειψης ευκαιριών, προσωπικών περιορισμών και ενοχών, δημιουργούν το χώρο μέσα στον οποίο συντρίβονται οι ήρωες του συγγραφέα, που αδυνατούν να ξεφύγουν τόσο από τις εξωτερικές συνθήκες όσο και από τις δικές τους ελλείψεις.

Δείτε επίσης:

Η αγάπη στα διηγήματα της συλλογής Η μόνη κληρονομιά του Ιωάννου

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...