Charles Frederic Ulrich
Κοινωνικά προβλήματα στα διηγήματα του Ιωάννου (Η μόνη κληρονομιά)
Ο Ιωάννου στα διηγήματά του παρουσιάζει την πραγματικότητα, όπως ο ίδιος τη βίωσε, χωρίς να καταφεύγει σε ωραιοποιήσεις και χωρίς να αποφεύγει να μιλήσει για τα καίρια κοινωνικά προβλήματα της εποχής του. Το βασικότερο πρόβλημα της χώρας υπήρξε, βέβαια, η άσχημη οικονομική κατάσταση που επικράτησε για πολλές δεκαετίες και το οποίο είχε αρκετές επιπτώσεις που επηρέασαν καταλυτικά τη ζωή των Ελλήνων. Ο συγγραφέας, λοιπόν, ασχολούμενος με τις εκφάνσεις της οικονομικής δυσπραγίας, αναφέρεται στη μαζική μετανάστευση των νέων της χώρας, στην εξαθλίωση που έζησαν πάρα πολλοί, αλλά και στην οικονομική εκμετάλλευση της χώρας μας από ισχυρότερα κράτη που μοιάζει σχεδόν αναπόφευκτη.
Ένα από τα κοινωνικά προβλήματα που απασχόλησε ιδιαίτερα τον Ιωάννου είναι η μετανάστευση, των νέων κυρίως, που κορυφώθηκε στις δεκαετίες του 50 και του 60 και σήμανε για την Ελλάδα την απώλεια σημαντικού μέρους του ενεργού της πληθυσμού. Ο συγγραφέας αναφέρεται στο θέμα αυτό στο διήγημα «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ», στο οποίο παρακολουθεί την ιστορία δύο ζευγαριών προσφύγων, από το γάμο τους μέχρι τη στιγμή που τα παιδιά τους μη μπορώντας να βρουν δουλειά στην Ελλάδα μεταναστεύουν στη Γερμανία. Η προσέγγιση του Ιωάννου στο θέμα της μετανάστευσης είναι αρκετά ενδιαφέρουσα καθώς αντί να δεχτεί ως βασικό αίτιο του φαινομένου την οικονομική κρίση που ακολούθησε τα χρόνια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και του εμφυλίου, θεωρεί ως υπεύθυνους αυτούς που καταχράστηκαν το δημόσιο χρήμα και δεν φρόντισαν για τη δημιουργία κατάλληλων υποδομών στη χώρα. Ο Ιωάννου, μάλιστα, βλέποντας έναν πλάτανο με γερά κλωνάρια σκέφτεται ότι θα μπορούσαν όλους αυτούς τους καταχραστές να τους κρεμάσουν εκεί ως τιμωρία για την πληγή που προκάλεσαν στη χώρα μας. Μια σχετική άποψη εκφράζει ο Ιωάννου και στο διήγημα «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς» στο οποίο υποστηρίζει ότι οι ιθύνοντες εκμεταλλεύτηκαν την αγνότητα των προσφύγων, τους ενέπλεξαν στο φθοροποιό εμφύλιο και κατόπιν θέλησαν να τους απομακρύνουν από τη χώρα μέσω της μετανάστευσης.
Πέραν, όμως, από τους ανθρώπους που επέλεξαν να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη φεύγοντας από την Ελλάδα, ο Ιωάννου ασχολείται και με εκείνους που παρέμειναν εδώ και βίωσαν την οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση. Στο διήγημα «Ο Θανάσης ο φονιάς», ο Ιωάννου μας παρουσιάζει την ιστορία του Θανάση που κατέληξε να σκοτώσει έναν ξάδερφό του, ο οποίος αρνήθηκε να του επιστρέψει τα χρήματα που του χρωστούσε κι επιπλέον τον έκλεβε. Η ιστορία του Θανάση είναι ενδεικτική για την δραματική επίδραση που είχε η άσχημη οικονομική κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας, ειδικά σε όσους δεν είχαν την ψυχική δύναμη να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες και στις στερήσεις. Άλλωστε, ακόμη κι αν οι άνθρωποι δεν έφταναν στο έγκλημα, προσπαθούσαν πάντως να διαχειριστούν με κάποιο τρόπο τη μιζέρια στην οποία είχαν καταδικαστεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα πρόσωπα που παρουσιάζονται στο διήγημα «Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας». Ένας πατέρας που κάθε βράδυ πίνει και γυρίζει μεθυσμένος στο σπίτι του, μια οικογένεια που στερείται ακόμη και το φαγητό για να διασφαλίζει ο πατέρας χρήματα για το κρασί του κι ένας ταβερνιάρης που νοιάζεται μόνο να πουλήσει κρασί, αδιαφορώντας για το πώς θα βρει τα χρήματα ο αλκοολικός πατέρας. Η εικόνα που μας παρουσιάζει εδώ ο συγγραφέας αποτυπώνει την κατάσταση που επικρατούσε σε πολλές οικογένειες εκείνη την εποχή καθώς πολλοί ήταν οι άνθρωποι που δεν άντεχαν να ζουν με τους μηδαμινούς πόρους που εξασφάλιζαν και γι’ αυτό κατέφευγαν συστηματικά στο ποτό σε μια μάταιη προσπάθεια να ξεφύγουν από τα προβλήματά τους.
Ο Ιωάννου εκτός από την επίπτωση των οικονομικών δυσκολιών σε ατομικό επίπεδο ασχολείται και με τη γενικότερη εκμετάλλευση που ενδέχεται να υποστεί η χώρα μας από τα ισχυρότερα κράτη. Η ανησυχία αυτή δημιουργείται στο συγγραφέα κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Λιβύη όπου παρατηρεί με θλίψη την ανέχεια στην οποία βρίσκονται οι κάτοικοι της χώρας τη στιγμή που οι Αμερικάνοι αξιοποιούν τα πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου της περιοχής και διοχετεύουν άφθονα χρήματα στους ισχυρούς της Λιβύης. Οι εμπειρίες αυτές του Ιωάννου καταγράφονται στο διήγημα «Τζέλτεν» στο οποίο ο συγγραφέας παρουσιάζει τις εντυπώσεις του από την περιήγησή του στις πετρελαιοπηγές της περιοχής. Φτωχοί κάτοικοι, άξεστοι Αμερικάνοι και έντονη εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας συνιστούν το σκηνικό του διηγήματος, που καταλήγει στην έκφραση της ανησυχίας του συγγραφέα για το τι θα συμβεί και στη δική μας χώρα αν οι Αμερικάνοι εντοπίσουν πετρέλαιο. Οι ανησυχίες του Ιωάννου ενισχύονται κι από το γεγονός ότι στην περιοχή άντλησης πετρελαίου της Λιβύης εντοπίζει σακιά με χώμα Μυκόνου, το οποίο θεωρείται κατάλληλο για τα τρυπάνια που χρησιμοποιούσαν στις εργασίες άντλησης.
Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι ο Ιωάννου στα διηγήματά του ασχολείται με την κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική κοινωνία, προβληματίζεται με τις επιπτώσεις των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετωπίζει η χώρα και παράλληλα ανησυχεί για το τι ενδέχεται να συμβεί στην οικονομικά ανίσχυρη Ελλάδα. Οι επιπτώσεις άλλωστε της οικονομικής κρίσης ήταν ήδη αρκετά εμφανείς με τους Έλληνες να καταφεύγουν στο έγκλημα, στη μεταξύ τους εκμετάλλευση αλλά και στο αλκοόλ για να βρουν διέξοδο στην καταθλιπτική αυτή κατάσταση που είχαν περιέλθει.
Ένα από τα κοινωνικά προβλήματα που απασχόλησε ιδιαίτερα τον Ιωάννου είναι η μετανάστευση, των νέων κυρίως, που κορυφώθηκε στις δεκαετίες του 50 και του 60 και σήμανε για την Ελλάδα την απώλεια σημαντικού μέρους του ενεργού της πληθυσμού. Ο συγγραφέας αναφέρεται στο θέμα αυτό στο διήγημα «Ψηλά στο Εσκί Ντελίκ», στο οποίο παρακολουθεί την ιστορία δύο ζευγαριών προσφύγων, από το γάμο τους μέχρι τη στιγμή που τα παιδιά τους μη μπορώντας να βρουν δουλειά στην Ελλάδα μεταναστεύουν στη Γερμανία. Η προσέγγιση του Ιωάννου στο θέμα της μετανάστευσης είναι αρκετά ενδιαφέρουσα καθώς αντί να δεχτεί ως βασικό αίτιο του φαινομένου την οικονομική κρίση που ακολούθησε τα χρόνια του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου και του εμφυλίου, θεωρεί ως υπεύθυνους αυτούς που καταχράστηκαν το δημόσιο χρήμα και δεν φρόντισαν για τη δημιουργία κατάλληλων υποδομών στη χώρα. Ο Ιωάννου, μάλιστα, βλέποντας έναν πλάτανο με γερά κλωνάρια σκέφτεται ότι θα μπορούσαν όλους αυτούς τους καταχραστές να τους κρεμάσουν εκεί ως τιμωρία για την πληγή που προκάλεσαν στη χώρα μας. Μια σχετική άποψη εκφράζει ο Ιωάννου και στο διήγημα «Μες στους προσφυγικούς συνοικισμούς» στο οποίο υποστηρίζει ότι οι ιθύνοντες εκμεταλλεύτηκαν την αγνότητα των προσφύγων, τους ενέπλεξαν στο φθοροποιό εμφύλιο και κατόπιν θέλησαν να τους απομακρύνουν από τη χώρα μέσω της μετανάστευσης.
Πέραν, όμως, από τους ανθρώπους που επέλεξαν να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη φεύγοντας από την Ελλάδα, ο Ιωάννου ασχολείται και με εκείνους που παρέμειναν εδώ και βίωσαν την οικονομική και κοινωνική εξαθλίωση. Στο διήγημα «Ο Θανάσης ο φονιάς», ο Ιωάννου μας παρουσιάζει την ιστορία του Θανάση που κατέληξε να σκοτώσει έναν ξάδερφό του, ο οποίος αρνήθηκε να του επιστρέψει τα χρήματα που του χρωστούσε κι επιπλέον τον έκλεβε. Η ιστορία του Θανάση είναι ενδεικτική για την δραματική επίδραση που είχε η άσχημη οικονομική κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας, ειδικά σε όσους δεν είχαν την ψυχική δύναμη να αντεπεξέλθουν στις δυσκολίες και στις στερήσεις. Άλλωστε, ακόμη κι αν οι άνθρωποι δεν έφταναν στο έγκλημα, προσπαθούσαν πάντως να διαχειριστούν με κάποιο τρόπο τη μιζέρια στην οποία είχαν καταδικαστεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα πρόσωπα που παρουσιάζονται στο διήγημα «Το μαγνητόφωνο της ταβέρνας». Ένας πατέρας που κάθε βράδυ πίνει και γυρίζει μεθυσμένος στο σπίτι του, μια οικογένεια που στερείται ακόμη και το φαγητό για να διασφαλίζει ο πατέρας χρήματα για το κρασί του κι ένας ταβερνιάρης που νοιάζεται μόνο να πουλήσει κρασί, αδιαφορώντας για το πώς θα βρει τα χρήματα ο αλκοολικός πατέρας. Η εικόνα που μας παρουσιάζει εδώ ο συγγραφέας αποτυπώνει την κατάσταση που επικρατούσε σε πολλές οικογένειες εκείνη την εποχή καθώς πολλοί ήταν οι άνθρωποι που δεν άντεχαν να ζουν με τους μηδαμινούς πόρους που εξασφάλιζαν και γι’ αυτό κατέφευγαν συστηματικά στο ποτό σε μια μάταιη προσπάθεια να ξεφύγουν από τα προβλήματά τους.
Ο Ιωάννου εκτός από την επίπτωση των οικονομικών δυσκολιών σε ατομικό επίπεδο ασχολείται και με τη γενικότερη εκμετάλλευση που ενδέχεται να υποστεί η χώρα μας από τα ισχυρότερα κράτη. Η ανησυχία αυτή δημιουργείται στο συγγραφέα κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Λιβύη όπου παρατηρεί με θλίψη την ανέχεια στην οποία βρίσκονται οι κάτοικοι της χώρας τη στιγμή που οι Αμερικάνοι αξιοποιούν τα πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου της περιοχής και διοχετεύουν άφθονα χρήματα στους ισχυρούς της Λιβύης. Οι εμπειρίες αυτές του Ιωάννου καταγράφονται στο διήγημα «Τζέλτεν» στο οποίο ο συγγραφέας παρουσιάζει τις εντυπώσεις του από την περιήγησή του στις πετρελαιοπηγές της περιοχής. Φτωχοί κάτοικοι, άξεστοι Αμερικάνοι και έντονη εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας συνιστούν το σκηνικό του διηγήματος, που καταλήγει στην έκφραση της ανησυχίας του συγγραφέα για το τι θα συμβεί και στη δική μας χώρα αν οι Αμερικάνοι εντοπίσουν πετρέλαιο. Οι ανησυχίες του Ιωάννου ενισχύονται κι από το γεγονός ότι στην περιοχή άντλησης πετρελαίου της Λιβύης εντοπίζει σακιά με χώμα Μυκόνου, το οποίο θεωρείται κατάλληλο για τα τρυπάνια που χρησιμοποιούσαν στις εργασίες άντλησης.
Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι ο Ιωάννου στα διηγήματά του ασχολείται με την κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική κοινωνία, προβληματίζεται με τις επιπτώσεις των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετωπίζει η χώρα και παράλληλα ανησυχεί για το τι ενδέχεται να συμβεί στην οικονομικά ανίσχυρη Ελλάδα. Οι επιπτώσεις άλλωστε της οικονομικής κρίσης ήταν ήδη αρκετά εμφανείς με τους Έλληνες να καταφεύγουν στο έγκλημα, στη μεταξύ τους εκμετάλλευση αλλά και στο αλκοόλ για να βρουν διέξοδο στην καταθλιπτική αυτή κατάσταση που είχαν περιέλθει.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου