ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Will Bullas

ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

Κρίσεις για την πρώτη μεταπολεμική γενιά


«…Αν οι νεωτερικοί ποιητές του μεσοπολέμου είχαν ως πρότυπά τους τους ξένους ποιητές που έγραφαν στις δικές τους γλώσσες, οι ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς είχαν ως πρότυπά τους το έργο των νεωτερικών ποιητών του μεσοπολέμου, που έδινε λύσεις στην ίδια τους τη γλώσσα […]. Κοιτάζοντας τα πρώιμα δείγματα γραφής των εκπροσώπων της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, που με την αμεσότητά τους μας δείχνουν πιο καθαρά τις βιωματικές καταβολές αυτής της γενιάς, διαπιστώνουμε πόσο έζησαν σε διαφορετικό κλίμα, μέσα στο οποίο είχαν πάψει να λειτουργούν κάποιες από τις κοινωνικές και ιδεολογικές σταθερές, που άγγιζαν ακόμα τη γενιά του μεσοπολέμου, έστω και αν επιδίωκε να τους δώσει καινούριο φωτισμό.
Η νέα τότε γενιά έβλεπε τα πράγματα με άλλη κλίμακα. Η Μικρασιατική Καταστροφή και ο Διχασμός υπήρξαν γι’ αυτή μακρινό παρελθόν. Οι άμεσες επιπτώσεις τους, περασμένες μέσα στους αλλοπρόσαλλους προσανατολισμούς της πολιτικής και ιδεολογικής εξουσίας, δημιουργούσαν τους όρους για μια αμφισβήτηση των κάθε λογής μορφωμάτων, που κρέμονταν από ένα διάτρητο ουρανό. Τα εφηβικά τους χρόνια, όσοι γεννήθηκαν ως το 1922, θα τα περάσουν μέσα στο ζόφο της δικτατορίας του 1936 […]. Η αντίδραση των νέων της εποχής εκείνης σε μια κατάσταση εξανδραποδισμού ήταν φυσιολογική και αυθόρμητη […].
Ας παρακολουθήσομε όμως πιο γενικά τη συνέχεια των γεγονότων που ζει η γενιά αυτή. Ο πόλεμος της Αλβανίας βρίσκεται έξω από τις άμεσες εμπειρίες της (τρεις εξαιρέσεις). Φυσικά, ζουν την ατμόσφαιρα των μετόπισθεν, όπου φτάνει και το αντιφασιστικό φρόνημα που θερμαίνει τους εφέδρους και τους οπλίτες του πολέμου […] Όταν αρχίζει η περίοδος της Κατοχής, το πνεύμα της αντίστασης που αναπτύσσεται δεν είναι οργανωτικά είναι όμως ψυχολογικά προετοιμασμένο […].
Αν ζητούσαμε να δούμε το έργο των πεζογράφων της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς και όχι το έργο των αντίστοιχων ποιητών, θα διαπιστώναμε πιο άμεσα σε τι μεγάλο ποσοστό όλα αυτά τα γεγονότα και η ατμόσφαιρα που εκπορευόταν από αυτά τους σταύρωσαν ανεξίτηλα, αποτέλεσαν το βιωματικό υλικό τους και διαμόρφωσαν τις συνειδήσεις τους. Με τους ποιητές το φαινόμενο αυτό γίνεται λιγότερο ευανάγνωστο […]. περνάει στην ποίηση ό,τι είναι ανταλλάξιμο ποιητικά. Όμως γενικά σε όλους τους ποιητές της γενιάς αυτής έχομε, τουλάχιστον κάποτε, εμφανείς της επιπτώσεις των εμπειριών της κατοχικής και της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Και δεν πρόκειται για μια εντύπωση που μπορεί να χρεωθεί ως υποκειμενική. Ακόμη και μερικοί από τους πιο ερμητικούς ποιητές, που ο προβληματισμός τους θεωρήθηκε ως αποκλειστικά υπαρξιακός, παρουσίασαν σε πολύ μεταγενέστερες εκδόσεις τους, κυρίως μετά την προσωρινή ‘άνοιξη’ του 1964-65, και πολύ περισσότερο μετά την έξοδο από τη δικτατορία του 1967, ποιήματά τους που δείχνουν την ψυχική τους συμμετοχή στο πνεύμα της κατοχικής αντίστασης».

(Α. Αργυρίου, Η Ελληνική Ποίηση, Ανθολογία-Γραμματολογία, Σοκόλης, Αθήνα, 1982, Εισαγωγή, σελ. 7-17)

«…Προτείνω λοιπόν, για να προσδιορίσουμε τα χρονολογικά όρια της Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς, να χρησιμοποιήσουμε δύο αντικειμενικά κριτήρια: α) χρονολογία γέννησης, και β) χρονολογία έκδοσης πρώτης συλλογής […]. Πιο συγκεκριμένα: προτείνω να συμπεριλάβουμε κατ’ αρχήν στη Γενιά μόνον όσους ενηλικιώθηκαν από το 1939 ως το 1949, δηλαδή τους γεννημένους από το 1918 ως το 1928 (όπως έχει ήδη προτείνει ο Αργυρίου), και με τον όρο ότι εξέδωσαν την πρώτη συλλογή τους μετά το 1940 […] Αν δεχτούμε προσώρας την ληξιαρχική οριοθέτηση αυτής της γενιάς ανάμεσα στα τέλη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου και στις αρχές της θρυλικής πρωθυπουργίας του Βενιζέλου, και την ενηλικίωσή της ανάμεσα στις αρχές του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και στα τέλη του Εμφυλίου, μπορούμε να επισημάνουμε με σχετική ακρίβεια ορισμένες κοινές ιστορικές εμπειρίες των ποιητών που μας απασχολούν εδώ:
α) Παιδική και εφηβική ηλικία σημαδεμένες από τον Διχασμό, την Μικρασιατική Καταστροφή και τη Δικτατορία της 4ης Αυγούστου, καθώς και από την Σοβιετική Επανάσταση, την διεθνή οικονομική κρίση, την αποτυχία της Κοινωνίας των Εθνών, την εξάπλωση του Φασισμού και την σκιά του επερχόμενου Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. β) Εφηβική και πρώτη ηλικία σημαδεμένες από τον Πόλεμο, την Κατοχή, τον Εμφύλιο και την πυρηνική ισορροπία του Τρόμου […]. γ) Πρώτη και μέση ώριμη ηλικία σημαδεμένες από την αμερικανική οικονομική και πολιτικοστρατιωτική διείσδυση, τις διασπάσεις του κομμουνιστι-κού κόσμου, το κακοφόρμισμα του Κυπριακού και τη Δικτατορίας της 21ης Απριλίου […].
Ας επιχειρήσουμε τώρα να συνοψίσουμε κάποιες πιο συγκεκριμένες κοινές πολιτισμικές εμπειρίες της Πρώτης Μεταπολεμικής Ποιητικής Γενιάς. α) Βασικά πολιτισμικά κέντρα των ποιητών μας είναι κατά πρώτο λόγο η ολοένα πιο κοσμοπολίτικη και μεσανατολίτικη Αθήνα, μα και σε σημαντικό βαθμό η εγκαρδιότερη και βαλκανικότερη Θεσσαλονίκη.
β) Αν οι περισσότεροι από τους ποιητές τούτης της γενιάς, έχουν κάνει πανεπιστημιακές σπουδές στην Αθήνα, ή στη Θεσσαλονίκη, ελάχιστοι προχώρησαν σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Παρενθετικά, υπενθυμίζω τον κοινό τόπο ότι η ποιητική αυτή γενιά εκκολάφθηκε κυρίως από τρία περιοδικά: Τα Νέα Γράμματα, τα Ελεύθερα Γράμματα και τον Κοχλία. Το σχήμα αυτό βολεύει για τη χοντρική υποδιαίρεση των ποιητών σε τρία ιδεολογικά ρεύματα (σουρρεαλισμός, μαρξισμός, υπαρξισμός)…
γ) Γλωσσικά, η Πρώτη Μεταπολεμική Γενιά γνωρίζει ακόμα καλά την καθαρεύουσα, κάμποσα αρχαία ελληνικά και λιγότερα λατινικά. Η δημοτική θεωρείται αυτονόητη για τη λογοτεχνία και σκόπιμη για την πολιτική...
δ) Οι πρωτοποριακές ποιητικές εμπειρίες της Μεταπολεμικής Γενιάς οφείλονται κατά κύριο λόγο στη βαρυίσκιωτη αειθαλή Γενιά του ’30: ο Σεφέρης, ο Εμπειρίκος, ο Εγγονόπουλος, ο Ρίτσος, ο Ελύτης αμεσότερα, πιο απόμακρα ο Παπατσώνης και πιο οικεία ο Βρεττάκος, ο Γκάτσος και ο κύκλος του Κοχλία […].
…Κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Πρώτης Μεταπολεμικής Ποιητικής Γενιάς συνωστίζονται ακόμα στη συνείδησή μου. Συμπαθάτε με λοιπόν αν τα απαριθμήσω με την μεγαλύτερη δυνατή συντομία:
α) Απουσία, ίσως εσκεμμένη ηγετικών φυσιογνωμιών […]
β) Μικροαστική και μεσοαστική προέλευση […]
γ) Ποιητική εργασία κατά κανόνα σε ελάσσονα κλίμακα, δηλ. συνήθως σύντομα, ολιγόλογα αν όχι πάντοτε πυκνά ποιήματα […]
δ) Τόνος βασικά ελεγειακός και σώστροφος, χωρίς ωραιοπάθεια, ενίοτε δηκτικός ή σαρκαστικός, σπανιότατα ειρωνικός ή σατιρικός, σχεδόν ποτέ υπεροπτικός, ευφρόσυνος ή παιχνιδιάρικος.
ε) Εκλεκτική αφομοίωση της νεοτερικής ερμητικής που είχε καθιερωθεί από την Γενιά του ’30. Μερική εμβάθυνση και εικονοπλαστική ανανέωσή της, χωρίς λεκτικούς ή μετρικούς ριζοσπαστισμούς αλλά κάποτε με νέα τόλμη στη σύνταξη και στην δομή […]».

(Γ.Π. Σαββίδης, “Το στίγμα της πρώτης μεταπολεμικής ποιητικής γενιάς”, Συμπόσιο Νεοελληνικής Ποίησης, Παν. Πατρών, Ιούλιος 1981)

«[…] Στην εξέλιξή της όμως μετά το 1950 η γενιά αυτή πιστοποιεί ότι δεν ακολουθεί δεσμευμένη ακόμα ούτε και τους νεωτερικούς ποιητές του μεσοπολέμου, στις καθαρές και πάγιες μορφές τους. Διαμορφώνεται από τους τελευταίους, δέχεται τις ριζοσπαστικές αντιλήψεις τους για την τέχνη, αλλά διαφέροντας μ’ αυτούς ως προς το γενικό ύφος ζωής πλάθει ανάλογα τα δικά της εκφραστικά μέσα για να μεταδώσει τα ιδιαίτερα μηνύματά της […]. Πιστεύω ότι η πρώτη μεταπολεμική γενιά πολύ περισσότερο από τους νεωτερικούς του μεσοπολέμου, συλλαμβάνει καίρια τη δυσαρμονία που υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτό που πράττει και σ’ εκείνο που βλέπει γύρω της. Από δω αναβρύζει και η σύγχρονη αίσθηση του τραγικού, γιατί οι ποιητές αυτοί, νιώθουν ξένοι στον τόπο τους, μολονότι ζουν μέσα του […]. Η πολυσπερμία των ποιητικών φωνών και υφών δηλώνει κι αυτή σε τελευταία ανάλυση μια ηθική, πολιτική και καλλιτεχνική στάση: αντίκρυ στη συμβατική μορφή της ζωής μετά τις πολεμικές περιπέτειες όπου κυριαρχεί η σκοτεινότητα, οι μεταπολεμικοί ποιητές καταλαβαίνουν ή νιώθουν πως δεν μπορεί να υπάρξει, ότι δεν πρέπει τελικά να υπάρξει, ένα καθολικό ή κυρίαρχο ύφος […]».

(Α. Ζήρας, “Όρια και ορισμοί στην ποίηση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς”, Συμπόσιο Νεοελληνικής Ποίησης, Παν. Πατρών, Ιούλιος 1981)

Κρίσεις για τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά

«Οι ποιητές της Β΄ Μεταπολεμικής Γενιάς εμφανίζονται στα Γράμματα σιωπηλά, όταν η εκτυφλωτική φωταψία του οράματος μιας άλλης πραγματικότητας έχει εξαφανιστεί, αφήνοντας πίσω της την οδυνηρή αίσθηση της ματαίωσης. Εμφανίζονται, με άλλα λόγια, τη στιγμή που το αντιστασιακό, αγωνιστικό ρίγος των λίγο μεγαλύτερων ομοτέχνων τους έχει αρχίσει να μετατρέπεται σε αγωνία, ενίοτε υπαρξιακών διαστάσεων, για την αντιμετώπιση του παρόντος, παράλληλα με την παγίωση της διαβρωτικής συνείδησης ότι “ο θάνατος και η φθορά του ανθρώπου δεν αντισταθμίζεται με καμιά λυτρωτική μελλοντολογία”. Ότι “η πορεία της επανάστασης και η πορεία του ανθρώπου δεν ταυτίζονται” […].
Οι ποιητές της Β΄ Μεταπολεμικής γενιάς εμφανίζονται -κι αυτοί- ηττημένοι, χωρίς ωστόσο να έχουν δώσει καμιά ένοπλη ή -τουλάχιστον προς το παρόνιδεολογικής υφής μάχη […]. Κι όμως, οι συνέπειες της συντριβής αυτού του οράματος τους κατατρέχουν και τους ταλανίζουν, ως εάν ήταν κι αυτοί στον ίδιο βαθμό συνυπεύθυνοι […]. Η παθητική βίωση των γεγονότων και η, ως ένα σημείο συνακόλουθη, άμεση ή έμμεση αναγωγή τους στο επίπεδο του μύθου, σε συνδυασμό με την εγγενή ή επιγενόμενη εσώστροφη διάθεση των ποιητών της Β΄ Μεταπολεμικής γενιάς -διάθεση από την οποία εκπηγάζει η συχνά εκδηλωνόμενη ανάγκη για μοναχικές εξομολογήσεις, σχετικά με ό,τι αποτελεί τον πυρήνα της τραυματικής τους μνήμης-, φορτίζει τον ποιητικό τους λόγο συναισθηματικά και συγκινησιακά, τον καθιστά πραγματικό “συγκινησιακό ισοδύναμο της σκέψης” τους και συντελεί στη διαμόρφωση μιας γλώσσας αυτοβιογραφικής: στη συναισθηματική μετάδοση της εμπειρίας του ιστορικού γίγνεσθαι».

(Κ.Γ. Παπαγεωργίου, Η Ελληνική Ποίηση, Ανθολογία-Γραμματολογία, Σοκόλης, Αθήνα, 2002, Εισαγωγή, σελ. 11-104)

«1) Ιστορικές συνθήκες. Όσοι γεννήθηκαν στη δεκαετία του τριάντα άρχισαν να αποκτούν συνείδηση του κόσμου μέσα στον πόλεμο, στην Κατοχή και στην Αντίσταση. Μπήκαν στην εφηβεία τους στα χρόνια του Εμφύλιου και ανδρώθηκαν στη διάρκεια της μετεμφυλιακής ψυχροπολεμικής περιόδου. Γνώρισαν την αναλαμπή του 1-1-4 και αμέσως μετά έζησαν το κλίμα της εφτάχρονης δικτατορίας και της μεταπολίτευσης. Η μεταπολίτευση τους βρήκε να υποσκελίζουν το μεσοστράτι της ζωής τους. Για κάθε γενιά, φυσιολογικά, έρχεται κάποτε η ώρα να πάρει τη σκυτάλη από την προηγούμενη, να την προωθήσει στο μέτρο των δυνάμεων της και να την παραδώσει αργότερα στην επόμενη. Εννοώ τη σκυτάλη του ρόλου της μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι του τόπου της. Έρχεται δηλαδή η ώρα που παίρνει στα χέρια της την τύχη και την ευθύνη του εαυτού της και του τόπου της. Φυσιολογικά έτσι συμβαίνει. Η γενιά όμως για την οποία μιλώ, όπως θα φάνηκε από την παραπάνω απαρίθμηση των συνθηκών, έζησε μέσα σε καταστάσεις ανώμαλες. Καταστάσεις που, αν εξαιρέσουμε το πολύ σύντομο διάστημα του 1-1-4, της στέρησαν ουσιαστικά κάθε ενεργό ρόλο στο ιστορικό γίγνεσθαι της χώρας. Κι αυτό σημαίνει ότι ως γενιά δεν πήρε ποτέ θέση στο προσκήνιο της ιστορικής συνέχειας. Η ποιοτική πλευρά της πραγματικότητας αυτής, πέρα από τις εξωτερικές συνθήκες, είναι ότι οι όροι για μια οποιαδήποτε θετική δράση υπήρξαν, γενικά και ειδικά, αρνητικοί. Γιατί το ζήτημα δεν είναι ότι απλώς η δεύτερη μεταπολεμική γενιά δεν ανέβηκε στο προσκήνιο της ιστορίας. Είναι ότι έζησε σ’ ένα περιβάλλον που της στέρησε τη δυνατότητα να δραστηριοποιηθεί δημιουργικά. Πορεύτηκε λοιπόν σαν παρίας της ιστορίας. […]. Για τον παραμερισμό της από τα συντελούμενα στον καιρό της χαρακτηρίστηκε ‘χαμένη γενιά’, ενώ η κατάσταση μέσα στην οποία πορεύτηκε θεωρήθηκε παθολογική.
Η συμπεριφορά των ποιητών. Φαίνεται πως η έλλειψη ιστορικής δράσης είχε εξαιρετικές παρενέργειες πάνω στους ανθρώπους του ηλικιακού φάσματος που ονομάζουμε δεύτερη μεταπολεμική γενιά. Έτσι τουλάχιστον μπορεί να σκεφτεί κανείς όταν αναλογίζεται την ιδιόρρυθμη συμπεριφορά των ποιητών που ανήκουν στο συγκεκριμένο ηλικιακό φάσμα. Κοιτάζοντας την πολιτεία αυτών των ποιητών στον τομέα της λογοτεχνικής κίνησης παρατηρούμε ότι παρουσιάζει δυο έκδηλα χαρακτηριστικά: έλλειψη ομαδικής δραστηριότητας και περιορισμένη διακίνηση του έργου τους. Είχα σημειώσει άλλοτε πως η δεύτερη μεταπολεμική γενιά καθώς βρέθηκε από νωρίς έξω από το ιστορικό παιχνίδι, δεν είχε καμιά δυνατότητα ομαδικής δράσης. Πράγμα που σημαίνει αναγκαστικά έλλειψη ομαδικής ζωής και μάλιστα σ’ όλα τα επίπεδα, όπως λ.χ. στο πνευματικό. Δεν είναι π.χ. τυχαίο ότι ποτέ δεν εκπροσωπήθηκε από ένα περιοδικό, μια κίνηση, μια δραστηριότητα με διάρκεια κτλ. Πράγματι, στον τομέα της λογοτεχνικής κίνησης δεν υπήρξαν αντιπροσωπευτικές εκδηλώσεις της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς».

(Γ. Αράγης, Προσεγγίσεις, Πατάκης, Αθήνα, 1996, Εισαγωγή, σελ. 9-54, ιδιαίτερα 11-13)

Κρίσεις για τη γενιά του ’70

«Συνοψίζοντας τα όσα ως τώρα επισημάνθηκαν, με την πρόθεση να εντοπισθούν οι παράγοντες και τα στοιχεία εκείνα πού, κατά κύριο λόγο, συνετέλεσαν στην δημιουργία και στην διάπλαση των χαρακτηριστικών του προσώπου της ποιητικής γενιάς του ’70, όπως αυτά εκδηλώνονται στα ποιητικά δείγματα κάποιων εκπροσώπων της, προχωρώ στην απαρίθμηση τους, ακολουθώντας χρονολογική και όχι αξιολογική σειρά: Οι παράγοντες και τα στοιχεία που, πρωτίστως, συνέβαλαν στην διαμόρφωση του χαρακτήρα και των χαρακτηριστικών του προσώπου της ποιητικής γενιάς του ’70 είναι:
α) Η τραυματική επίδραση που άσκησε το μετεμφυλιακό-ψυχροπολεμικό κλίμα της δεκαετίας του ’50 στον εύπλαστο-εύθραυστο ψυχισμό των ποιητών που βρίσκονται στην κρισιμότατη καμπή της παιδικής έως προεφηβικής περιόδου της ζωής τους.
β) Η έμμεση, διά μέσου του προφορικού-αφηγηματικού, κυρίως, λόγου, πληροφόρηση-γνώση συγκλονιστικών γεγονότων, με αποτέλεσμα την διαμόρφωση μιας μυθοποιημένης-μυθοποιητικής - ανεξαρτήτως ιδεολογικών, συναισθηματικών κ.λπ. αποκλίσεων - ιστορικής αντίληψης.
γ) Ο συγκεχυμένος, απροσδιόριστος φόβος - προϊόν του εντονότατου μετεμφυλιακού ψυχροπολεμικού κλίματος της εποχής - ο οποίος, ενίοτε, αγγίζει τα όρια του πανικού· μετατρέπεται σε ανεξήγητη αίσθηση πανικού ή επενεργεί ως υποφώσκον κακό.
δ) Η παθητικότητα μπροστά σ’ ένα πυρετωδώς “ανοικοδομούμενο” περιβάλλον και η συνακόλουθη αυτής της παθητικότητας - συνεπικουρούντων, βεβαίως, και άλλων τινών - διαδικασία ανάπτυξης ενός μηχανισμού απώθησης ορμών και τάσεων πρωτογενών και δευτερογενών - επιγενομένων.
ε) Ο κοινωνικός προβληματισμός αυτών των ποιητών, που αρχίζει να διαφαίνεται κατά τις αρχές της δεκαετίας του ’60, συχνά μάλιστα εκδηλωνόμενος και με την ένταξη αρκετών απ’ αυτούς σε προοδευτικές νεολαίες. Προβληματισμός που προκαλεί και τα πρώτα συνειδησιακά-υπαρξιακά ρήγματα στον ψυχισμό των νέων ποιητών και αλλοιώνει, καταργεί, μάλλον, την σχέση τους με την καλπαζόντως και πληθωριστικώς αναπτυσσόμενη νεοελληνική κοινωνία. Και
στ) Η οδυνηρή εμπειρία της δικτατορίας του ’67. Εμπειρία, η οποία έχει ως συνέπεια την εμφαντικώς διαδηλωνόμενη και συχνότατα επιδεικνυόμενη διαφοροποίηση από κάθε μορφή και έκφανση του κατεστημένου, καθώς και την σταδιακή αποφόρτιση-απογύμνωση της γενικώς αντιστασιακής στάσης και συμπεριφοράς των ενηλίκων, ήδη, ποιητών της γενιάς του ’70, από τα παντός είδους στεγανά των ιδεολογικών σχημάτων, προσχημάτων και των ιδεολογημάτων. Η δικτατορία, αυτή καθεαυτή, αντιπαρατίθεται, πλέον, ως αντίπαλον εχθρικόν δέος, ενώ η αρνητική στάση και συμπεριφορά απέναντί της τηρείται ή εκδηλώνεται εν ονόματι μιας διαρκώς διογκούμενης, πλην όμως αποχρωματισμένης, αντιεξουσιαστικής νοοτροπίας […].
Μερικά ανακεφαλαιωτικά των όσων ως τώρα σημειώθηκαν: Η επιβολή της δικτατορίας του ’67, η οποία συμβάλλει στην ταχύτερη αποκάλυψη του πραγματικού προσώπου της, επιφανειακώς, απαστράπτουσας “ανάπτυξης” και, εμφαντικώς, προβαλλόμενης καταναλωτικής “ευημερίας” της νεοελληνικής κοινωνίας. Όποτε και η αρνητική στάση και, ενγένει, συμπεριφορά των ποιητών της γενιάς του ’70 επικεντρώνεται στο τερατώδες σύμπλεγμα που συνθέτουν ο στρατός και ο, παντοιοτρόπως, κακοφορμισμένος καταναλωτισμός · τουτέστιν, η φανερή και η συγκαλυμένη βία —οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Και είναι σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που προβάλλει επιτακτικά το σημαντικότατο και καίριο, κατά την γνώμη μου, ερώτημα: Τι ήταν αυτό που, πρωτίστως, εξέφραζε η γενιά του ’70 με την πρώιμη ποιητική παραγωγή της; Άρνηση ή αμφισβήτηση; Και, το επίσης σημαντικότατο, πώς εκδηλώνεται η μια· πώς η άλλη· ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την διαμόρφωση της μιας και ποιες για τη διαμόρφωση της άλλης».

(Κ.Γ. Παπαγεωργίου, Η Γενιά του ’70, Κέδρος, Αθήνα, 1989, σελ. 22-24, 27-28)

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...