Michelangelo Buonarroti
Οδυσσέας
Ελύτης «Το άξιον εστί» [Ψαλμός ΙΕ΄]
ΘΕΕ ΜΟΥ συ με θέλησες και να, στο ανταποδίδω
Τη συγγνώμη δεν έδωσα,
την ικεσία δεν έστερξα,
την ερημιά την άντεξα σαν το χαλίκι.
Τι, τι, τι άλλο μου μέλλεται;
Τα κοπάδια των άστρων οδηγώ στην αγκάλη
σου
κι η Αυγή, πριν προλάβω,
στα δίχτυα της τα ‘χει μακριά
παρασύρει,
που συ τη θέλησες!
Λόφους με κάστρα και πελάγη με
καρποφόρα
στεριώνω στον άνεμο
κι η καμπάνα τα πίνει, αργά, του
δειλινού,
που συ τη θέλησες!
Υψώνω χόρτα σα να φωνάζω μ’ όλα τα
φρένα μου
και να τα που πάλι καταπέφτουν
από το κάμα του Ιουλίου,
που συ το θέλησες!
Τι λοιπόν, τι άλλο, τι νέο μου
μέλλεται;
Ιδού που εσύ μιλείς κι εγώ αληθεύω.
Σφεντονάω την πέτρα και βρίσκει επάνω
μου.
Ορυχεία βαθαίνω και τους ουρανούς εργάζομαι.
Τα πουλιά κυνηγώ και στο βάρος τους
χάνομαι.
Θεέ μου συ με θέλησες και να, στο ανταποδίδω.
Τα στοιχεία που είσαι,
ημέρες και νύχτες,
ήλιοι κι αστέρες, θύελλες και γαλήνη,
ανατρέπω στην τάξη κι εναντίον τα βάζω
του δικού μου θανάτου
που συ τον θέλησες!
Στον 15ο Ψαλμό ο Οδυσσέας
Ελύτης καταγράφει σε α΄ πρόσωπο τη δοκιμασία που βιώνει ο ίδιος ως ποιητής και
ως άνθρωπος, καθώς στην προσπάθειά του να δημιουργήσει το έργο του έρχεται
διαρκώς αντιμέτωπος με την επίγνωση της προσωρινότητας που διακρίνει καθετί το
ανθρώπινο. Πασχίζει με όλες τους τις δυνάμεις να αντιπαλέψει τις πλείστες
δυσκολίες του ανθρώπινου βίου, μόνο και μόνο για να δει το μόχθο του να
εξανεμίζεται απέναντι σ’ ένα νέο εμπόδιο∙ απέναντι σε μια νέα πραγματικότητα.
Το πεπερασμένο της ανθρώπινης φύσης και υπόστασης καθιστά επί της ουσίας
ανίσχυρο τον ποιητή -μα και κάθε άνθρωπο-, απέναντι στις υπέρτερες δυνάμεις του
χρόνου και του θανάτου.
Το ποίημα λαμβάνει τη μορφή ενός
παραπόνου που διατυπώνεται από τον ποιητή προς τον Θεό, προς τον δημιουργό της
φύσης και του κόσμου, ο οποίος εν γνώσει του υποβάλλει τους ανθρώπους σε μια
συνεχή διαδικασία δοκιμασίας. Η αίσθηση ματαιότητας που διατρέχει τη σκέψη του
ποιητή προκύπτει ακριβώς λόγω των πλείστων δυσκολιών που ο ίδιος ο Θεός θέτει
καθημερινά στο δρόμο των ανθρώπων, κι υπ’ αυτή την έννοια τα λόγια του ποιητή,
αν και δοσμένα σε α΄ πρόσωπο, εκφράζουν την πολλαπλώς απαιτητική πορεία κάθε
ανθρώπου που επιθυμεί να αγωνιστεί και να παραμείνει δημιουργικός, έστω κι αν
έχει πλήρη επίγνωση του επερχόμενου τέλους του.
ΘΕΕ ΜΟΥ συ με θέλησες και να, στο
ανταποδίδω
Τη συγγνώμη δεν έδωσα,
την ικεσία δεν έστερξα,
την ερημιά την άντεξα σαν το χαλίκι.
Τι, τι, τι άλλο μου μέλλεται;
Ο ποιητής, όπως και κάθε άνθρωπος,
υπάρχει διότι αυτή ήταν η θέληση του Θεού. Δημιουργήματα όλοι μιας ανώτερης
βούλησης που ελέγχει κάθε πτυχή του βίου, χωρίς να επιτρέπει, ωστόσο, στους
ανθρώπους να γνωρίζουν το τι επέρχεται. Η ζωή είναι ένα θείο δώρο, μα δεν παύει
να είναι γεμάτη δυσκολίες και δοκιμασίες, όλες γεννήματα ενός απρόσιτου στους
ανθρώπους θεϊκού σχεδίου.
Διαρκής προσπάθεια του ποιητή είναι να
ανταποδώσει στον Θεό την ευγνωμοσύνη του για το δώρο της ύπαρξης, διατηρώντας
πάντοτε και, μάλιστα, απέναντι σε ισχυρότατες πιέσεις, την ακεραιότητά του. Δεν
παραχώρησε ποτέ τη συγχώρεσή του σ’ εκείνους που με τις πράξεις τους έβλαψαν
τους άλλους, μήτε καταδέχτηκε να ικετεύσει εκείνους που βρίσκονταν σε θέση
ισχύος απέναντί του. Στάθηκε εντελώς μόνος στην πορεία της ζωής του, μα
κατάφερε ν’ αντέξει την οδύνη της ερημιάς σαν το χαλίκι που αντιστέκεται
σθεναρά απέναντι στα στοιχεία της φύσης.
Ο ποιητής υπέμεινε τις προσωπικές, μα
και τις εθνικές δοκιμασίες, χωρίς να κάνει καμία παραχώρηση στις αρχές του
προκειμένου να διευκολύνει τη θέση του και να γλιτώσει κάποιες τουλάχιστον απ’
τις δυσκολίες που αντιμετώπισε. Ωστόσο, τώρα στέκει απέναντι στον Θεό και ρωτά
με εμφατική αγωνία, τι άλλο του είναι γραφτό να ζήσει. Πόσες ακόμη δυσχέρειες
θα κληθεί ν’ αντιπαλέψει;
Τα κοπάδια των άστρων οδηγώ στην αγκάλη
σου
κι η Αυγή, πριν προλάβω,
στα δίχτυα της τα ‘χει μακριά
παρασύρει,
που συ τη θέλησες!
Ο ποιητής δεν αγωνίστηκε μόνο να
διατηρήσει την ακεραιότητα του, προσπάθησε κιόλας να αποδώσει με την ποίησή του
το θαυμασμό που του ενέπνευσε η ωραιότητα του θεϊκού δημιουργήματος. Θέλησε με
την ποίησή του να εξυμνήσει το κάλλος της ουράνιας φύσης -τα κοπάδια των άστρων
οδηγώ στην αγκάλη σου-, μα πολύ γρήγορα συνειδητοποίησε πως το έργο του αυτό, η
ποιητική του προσπάθεια, δεν είναι εφικτό να ολοκληρωθεί, μιας κι η πραγματικότητα
λειτουργεί κατά τρόπο πλήρως ανασταλτικό σε κάθε ανάλογη απόπειρα∙ η Αυγή
παρασύρει μακριά τ’ αστέρια προτού προλάβει ο ποιητής να αντικρίσει και να
αποτυπώσει σ’ όλη της την έκταση την ομορφιά τους. Η πραγματικότητα, βέβαια, που
έρχεται και αναιρεί την προσπάθεια του δημιουργού, που έρχεται σαν την αυγή και
σκορπίζει τα όνειρα της νύχτας, υπηρετεί κι αυτή τη θέληση του Θεού. Είναι κι
αυτή μέρος των δυσκολιών που θέτει ο Θεός στον ποιητή.
Λόφους με κάστρα και πελάγη με
καρποφόρα
στεριώνω στον άνεμο
κι η καμπάνα τα πίνει, αργά, του
δειλινού,
που συ τη θέλησες!
Ο ποιητής προσπάθησε, συνάμα, να
αποδώσει στην ποίησή του, όχι μόνο το στοιχείο της φυσικής ομορφιάς, μα και τη
λυτρωτική λειτουργία της φαντασίας (ή και του υπερρεαλισμού ίσως), μα βρέθηκε
και πάλι αντιμέτωπος με τη σταδιακή απώλεια της δουλειάς και του μόχθου του. Η
καμπάνα του δειλινού, το πέρασμα του χρόνου, εξαφανίζει σιγά-σιγά όλα εκείνα τα
έργα που αψήφησαν τους περιορισμούς της λογικής και της πραγματικότητας,
επιτρέποντας στον δημιουργό να στεριώσει τις φανταστικές δημιουργίες του, όπως
τα πελάγη με τα καρποφόρα δέντρα και τους λόφους με τα κάστρα, στην επισφαλή
αγκάλη του ανέμου.
Η καμπάνα του δειλινού, όπως ακριβώς το
θέλησε ο Θεός, έρχεται ν’ αποδομήσει σταδιακά τους φανταστικούς κόσμους του
ποιητή και να τους αφανίσει. Απομένει, έτσι, ο ποιητής να βλέπει όλα εκείνα για
τα οποία μόχθησε να χάνονται με την πάροδο του χρόνου, γεγονός που του
δημιουργεί την πικρή αίσθηση πως όλος ο πνευματικός του αγώνας ήταν μάταιος και
ανούσιος.
Υψώνω χόρτα σα να φωνάζω μ’ όλα τα
φρένα μου
και να τα που πάλι καταπέφτουν
από το κάμα του Ιουλίου,
που συ το θέλησες!
Δίνει πνοή στο έργο του με όλο του το
είναι και το βλέπει να υψώνεται για λίγο, μόνο και μόνο για να καταπέσει αμέσως
μετά καταπονημένο από τις δυσκολίες της πραγματικότητας και το μόχθο, όπως
ακριβώς μαραίνονται τα χόρτα από την υπερβολική ζέστη του Ιουλίου. Σταθερά αντιμέτωπος
ο ποιητής με μια αντίξοη πραγματικότητα, που όμως υπηρετεί τη θέληση Εκείνου.
Η διαπίστωση του ποιητή πως το έργο
του, που αποτελεί μέγιστο κομμάτι της ταυτότητάς του, δεν κατορθώνει να βρει
την ολοκλήρωσή του, μα ούτε και ν’ αντέξει στις αντιποιητικές συνθήκες της
εποχής του, είναι εξαιρετικά επώδυνη γι’ αυτόν, μα φανερώνει κιόλας την πλήρη
πρόθεσή του να υπομείνει κάθε δοκιμασία που του παρουσιάζεται προκειμένου να
δείξει έμπρακτα στον Θεό το πόσο ευγνώμων είναι για το δικαίωμα που του προσέφερε
στη ζωή.
Τι λοιπόν, τι άλλο, τι νέο μου
μέλλεται;
Ιδού που εσύ μιλείς κι εγώ αληθεύω.
Σφεντονάω την πέτρα και βρίσκει επάνω
μου.
Ποια είναι, ρωτά εκ νέου ο ποιητής τον
Θεό, η επόμενη δοκιμασία που τον περιμένει; Πόσα ακόμη νέα βάσανα θα κληθεί να
αντιμετωπίσει; Διότι, ιδού, μένει ως τώρα απόλυτα πιστός στο λόγο Εκείνου∙
ακολουθεί χωρίς παρέκκλιση τα κελεύσματά του κι επαληθεύει τη σοφία της
βούλησής του. Κάτι που δεν έρχεται φυσικά χωρίς σημαντικό προσωπικό κόστος για
τον ίδιο, μιας και στην προσπάθειά του ν’ αναζητά πάντα την αλήθεια, να μένει
συνεπής στις ζητούμενες ηθικές αρχές και ν’ αγωνίζεται για ό,τι είναι σύμφωνο
με τη βούληση Εκείνου καταλήγει να πληγώνει τον εαυτό του. Ο αγώνας του για την
αλήθεια είναι ένας αγώνας που στρέφεται εις βάρος του∙ ρίχνει την πέτρα κι αυτή
βρίσκει πάνω του.
Ορυχεία βαθαίνω και τους ουρανούς
εργάζομαι.
Τα πουλιά κυνηγώ και στο βάρος τους
χάνομαι.
Ο αγώνας του ποιητή για την ιδανική
βίωση της ζωής, χωρίς συμβιβασμούς και φυγοπονία∙ ο αγώνας για την ανεύρεση της
αλήθειας και για τη μέχρι τέλους προσπάθεια να δικαιώσει την ύπαρξή του -φανερώνοντας
τελικά πόσο πραγματικά εκτιμά το θείο δώρο της ζωής- τον οδηγεί σ’ έναν
ακατάπαυστο πνευματικό μόχθο. Βαθαίνει ορυχεία στη γη, αναζητώντας την αλήθεια
και την ουσία της ζωής, κι εργάζεται στους ουρανούς, ψάχνοντας τα ιδανικά
εκείνα που ανταποκρίνονται πληρέστερα στην επιθυμία του να φανερώσει στους
συνανθρώπους του ένα θεμιτό τρόπο ν’ αντικρίζουν τη ζωή και τους άλλους. Μα κι
ακόμη περισσότερο, σπεύδει να κυνηγήσει ολοένα και υψηλότερες ιδέες,
καταλήγοντας τελικά να καταποντίζεται από το βάρος της ευθύνης που
συνειδητοποιεί πως έχει απέναντι στον ίδιο κι απέναντι στους συγκαιρινούς του.
Ο ποιητής θέτει, λοιπόν, εξαιρετικά δυσεπίτευκτους στόχους στον εαυτό του,
επιχειρώντας συνεχώς να εκπληρώσει το σημαντικότατο χρέος του πνευματικού
ανθρώπου που του αναλογεί.
Θεέ μου συ με θέλησες και να, στο ανταποδίδω.
Τα στοιχεία που είσαι,
ημέρες και νύχτες,
ήλιοι κι αστέρες, θύελλες και γαλήνη,
ανατρέπω στην τάξη κι εναντίον τα βάζω
του δικού μου θανάτου
που συ τον θέλησες!
Εσύ με θέλησες, αναφωνεί ο ποιητής στον
Θεό, και να σου το ανταποδίδω με το να δίνω έναν -καταδικασμένο ίσως- αγώνα να
κερδίσω το δικαίωμα σε μια διαχρονική συνέχιση της ύπαρξής μου. Ο ποιητής δεν
θέλει το δώρο της ζωής που του δόθηκε να χαθεί δίχως κανένα όφελος. Επιδιώκει,
έτσι, μέσα από το έργο του και το ήθος του, μα και μέσα από το σύμπαν των ιδεών
που επιχειρεί να συνθέσει, να κερδίσει την -πνευματική έστω- μάχη με το θάνατο.
Παίρνει, λοιπόν, όλα τα στοιχεία που συνθέτουν τη βούληση του Θεού και τα
αξιοποιεί, ανατρέποντας την τάξη των πραγμάτων, προκειμένου να αντιπαλέψει τον
επερχόμενό θάνατό του, έστω κι αν αυτός είναι επιθυμία και κέλευσμα του Θεού.
Οι μέρες κι οι νύχτες, οι ήλιοι και τ’
αστέρια, οι θύελλες κι η γαλήνη, γίνονται όλα όπλα στα χέρια και στη διάθεση
του ποιητή, προκειμένου να κατορθώσει το σχεδόν ανέφικτο∙ προκειμένου να
παλέψει με τον θάνατο και να βγει κερδισμένος. Παίρνει όλο το κάλλος κι όλη τη
δύναμη της φύσης, τα μετουσιώνει σε ποιητικό λόγο και σε διαρκή εξύμνηση της
ομορφιάς που αντικρίζει γύρω του, επιδιώκοντας να ξεπεράσει το φραγμό της
θνητότητας, αν όχι επιβιώνοντας ο ίδιος, τουλάχιστον δίνοντας στο έργο του μια
ευκαιρία στη διαχρονία.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου