Λογοτεχνικά Ρεύματα | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Λογοτεχνικά Ρεύματα

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Yvonne Ayoub

Λογοτεχνικά Ρεύματα 

ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Ο υπερρεαλισμός γεννιέται το 1924 στη Γαλλία, αρχηγός του κινήματος ο Andre Breton. Ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να μένει εγκλωβισμένος στην πραγματικότητα της καθημερινής ζωής αλλά να χρησιμοποιεί τη φαντασία, την τύχη, το όνειρο και το ασυνείδητο, σπάζοντας τα δεσμά του ρεαλισμού, της αληθοφάνειας και της ευλογοφάνειας, έτσι θα μπορέσει να αντικρίσει νέους ορίζοντες, να φτάσει σε μια υπέρ-πραγματικότητα, ξεφεύγοντας οριστικά από τον έλεγχο της λογικής και από κάθε είδους προκαταλήψεις, τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη. Χρησιμοποιούν κάθε μέσο που θα μπορούσε να τους φέρει σε άμεση επαφή με το υποσυνείδητο: καταγραφή ονείρων, ύπνωση καθώς και την αυτόματη γραφή. Άρνηση κάθε περιορισμού, την απόλυτη ελευθερία στο λεξιλόγιο και τη στιχουργική, τους απρόσμενους συνδυασμούς λέξεων και τις εντυπωσιακές εικόνες, καθώς και στοιχεία όπως το όνειρο, ο έρωτας, το χιούμορ, το παράλογο. Μας έκανε πολύ πιο δεκτικούς σε κάθε πειραματισμό, έδωσε σημαντική θέση στο χιούμορ και την ελευθερία του πνευματικού ανθρώπου, συμφιλίωσε κατά κάποιο τρόπο το όνειρο με την πραγματικότητα, το υποσυνείδητο με τη λογική και τη φαντασία με την καλλιτεχνική οργάνωση, ανανεώνοντας την ανθρώπινη έκφραση. Θεόδωρος Ντόρρος, Νικήτας Ράντος. Το 1953 ο Ανδρέας Εμπειρίκος δημοσίευσε την Υψικάμινο. Ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Νίκος Γκάτσος και ως ένα σημείο ο Οδυσσέας Ελύτης. Ο Έκτορας Κακναβάτος, ο Μίλτος Σαχτούρης και στην πεζογραφία η Μέλπω Αξιώτη.


ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ
Τον Σεπτέμβριο του 1886, ο Γάλλος ποιητής Jean Moreas (πρόκειται για τον ελληνικής καταγωγής Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο) δημοσιεύει το μανιφέστο του συμβολισμού, που θα κυριαρχήσει στη γαλλική ποίηση ως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Για τον συμβολιστή ποιητή, ο εξωτερικός κόσμος δεν έχει κανένα ποιητικό ενδιαφέρον, ωστόσο τα πράγματα αυτού του κόσμου η ποίηση μπορεί να τα χρησιμοποιήσει ως διαμεσολαβητές, ως σύμβολα για να φτάσει στο αληθινό της αντικείμενο: στην έκφραση ιδεών, ψυχικών ή νοητικών καταστάσεων, συναισθημάτων κ.τ.λ., με άλλα λόγια, στο ασυνείδητο και στο μυστήριο του εσωτερικού μας κόσμου. Τα χαρακτηριστικά της: η προσπάθεια απόδοσης των ψυχικών καταστάσεων με τρόπο έμμεσο και συμβολικό. Μια υπαινικτική και υποβλητική χρήση της γλώσσας, σε συνδυασμό με μια διαισθητική σύλληψη των πραγμάτων και μια αφθονία εικόνων και μεταφορών. Η αποφυγή της σαφήνειας και η προσπάθεια για τη δημιουργία ενός κλίματος ρευστού, συγκεχυμένου, ασαφούς και θολού, με μια διάθεση ρεμβασμού, μελαγχολίας και ονειροπόλησης. Η έντονη πνευματικότητα, ο ιδεαλισμός και ο μυστικισμός. Η προσπάθεια να ταυτιστεί η ποίηση με τη μουσική, με την έντονη μουσικότητα και τον υποβλητικό χαρακτήρα του στίχου. Οι πολλές τεχνικές, μορφολογικές και εκφραστικές καινοτομίες: χαλαρή ομοιοκαταληξία, ανομοιοκατάληκτος ή ελεύθερος στίχος, πολλά και πρωτότυπα σχήματα λόγου, ιδιόρρυθμη σύνταξη, νέο λεξιλόγιο. Ο περιορισμός του νοηματικού περιεχομένου του ποιήματος στο ελάχιστο: η ποίηση απαλλάσσεται από κάθε φιλοσοφικό και ηθικο-διδακτικό στοιχείο, καθώς και από ρητορισμούς ή θέματα του δημόσιου βίου. Το ποίημα δεν έχει πλέον ως στόχο τη μίμηση της φύσης, του εξωτερικού κόσμου ή της πραγματικότητας αλλά τη δημιουργία ενός άλλου, διαφορετικού, ποιητικού περιεχομένου. Το νέο ρεύμα κάνει την εμφάνισή του στη νεοελληνική λογοτεχνία στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, λίγο μετά τον παρνασσισμό. Οι Έλληνες ποιητές κυρίως οικειοποιούνται δύο βασικές αρχές: Τον υπαινικτικό και υποβλητικό χαρακτήρα της ποίησης, που στρέφει νου και αισθήματα προς την υψηλότερη σφαίρα των ιδεών. Και την αίσθηση του ποιητή ότι όταν κάποιος μπορέσει να φτάσει σε αυτή τη σφαίρα, θεωρεί πλέον την πραγματικότητα ως έναν ταπεινό τόπο μελαγχολίας και απελπισίας. Οι αυθεντικοί συμβολιστές στη χώρα μας είναι ελάχιστοι: Γιάννης Καμπύσης, Σπήλιος Πασαγιάννης και Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, προσπάθησε να εφαρμόσει το συμβολισμό στην πεζογραφία με το μυθιστόρημα Το φθινόπωρο (1917). Συμβολιστικά στοιχεία μπορούμε να αναγνωρίσουμε στους: Λορέντζο Μαβίλη, Ιωάννη Γρυπάρη, Λάμπρο Πορφύρα, Κωστή Παλαμά, Μιλτιάδη Μαλακάση, Ζαχαρία Παπαντωνίου. Στα 1920 κάνουν την εμφάνισή τους ορισμένοι ποιητές τους οποίους συνήθως εντάσσουμε στη λεγόμενη ομάδα του νεοσυμβολισμού. Κώστας Ουράνης, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Τέλλος Άγρας, Κώστας Καρυωτάκης, Μαρία Πολυδούρη. Όλοι αυτοί, κυρίως στο διάστημα της δεκαετίας 1920-1930 γίνονται συντελεστές ορισμένων ουσιαστικών αλλαγών: απομακρύνονται και αποδεσμεύονται από την παλαμική μεγαλοστομία και από τον ποιητικό ρητορισμό. Εισάγουν το χαμηλόφωνο και ιδιαίτερα μουσικό τόνο στην ποίησή τους και γίνονται εκφραστές κυρίως τραυματικών συναισθημάτων και ψυχικών καταστάσεων. Είναι οπαδοί του χαμηλού και ήπιου λυρισμού, που εκφράζει κυρίως τους εσωτερικούς ψυχικούς κυματισμούς του μεμονωμένου και μοναχικού ατόμου. Εκφράζει το άτομο το τραυματισμένο από τη γύρω σκληρή πραγματικότητα, που όμως αποσύρθηκε στον εαυτό του και αναζητά τη λύτρωση στη φυγή προς το παρελθόν και στη νοσταλγία για ό,τι έχει περάσει και χαθεί οριστικά.


ΡΟΜΑΝΤΙΣΜΟΣ
Ο ρομαντισμός κυριαρχεί από τα τέλη του 18ου αιώνα ως και τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα στις ευρωπαϊκές χώρες, ενώ με κάποια καθυστέρηση εμφανίζεται και στην Ελλάδα. Ο ρομαντικός ποιητής συγκρούεται με τον κλασικισμό και το ορθολογικό πνεύμα του διαφωτισμού. Αμφισβητεί όλους τους κανόνες, την τυποποίηση, τις ηθικές αξίες του κλασικού παρελθόντος και γενικά την παράδοση. Στη θέση όλων αυτών τοποθετεί το συναίσθημα και τη φαντασία, το απόλυτο και το υπερβολικό, το συγκινησιακό και το ιδανικό. Ο δημιουργός αισθάνεται πλέον απόλυτα ελεύθερος να αποκαλύψει μέσα από την τέχνη την προσωπική του ιδιοφυΐα και κάθε του διαίσθηση. Όλα αυτά οδηγούν το ρομαντισμό στα παράδοξο και το μυστηριώδες, το όνειρο, το υπερφυσικό και τον εξωτισμό, το ασαφές και το συγκεχυμένο, σε συνδυασμό με μια διάχυτη μελαγχολία και απαισιοδοξία, καθώς και μια νοσταλγική διάθεση για τα περασμένα (όχι όμως για το κλασικό παρελθόν). Από πλευράς μορφής, καταργούνται πολλοί παραδοσιακοί κανόνες και βλέπουμε ποιητικό ρυθμό στην πεζογραφία ή το αντίστροφο, το λεξιλόγιο διευρύνεται και η εικόνα μετατρέπεται σε βασικό στοιχείο του έργου, μαζί με τον έντονο ρυθμό και τα ηχητικά τεχνάσματα. Στη θεματογραφία υπάρχει μια ιδιαίτερη εμμονή στο «εγώ» του δημιουργού ή του ήρωα, ένας έντονος δηλαδή ατομικισμός και εγωκεντρισμός. η προσωπική εμπειρία της φύσης, ο θεός, η περιπέτεια, ο έρωτας (συνήθως μελαγχολικός ή καταδικασμένος), ο ηρωισμός και οι αγώνες για την ελευθερία. Οι ρομαντικοί αρέσκονται στη χρησιμοποίηση υποβλητικών σκηνικών. Ο ρομαντισμός ενδιαφέρεται για τη σύνδεση τέχνης και ζωής. Γι’ αυτό και αγκαλιάζει τους αγώνες των λαών για ελευθερία, δημοκρατία και εθνική ανεξαρτησία, πιστεύει στα ιδανικά της επανάστασης και γενικά επιδιώκει την πολιτική δράση. Καλλιεργώντας το πάθος, την περιπέτεια, ο ρομαντισμός δίνει την ευκαιρία στους ευρωπαίους να ανακαλύψουν μακρινές περιοχές. Στη νεοελληνική λογοτεχνία ο ρομαντισμός κυριαρχεί ανάμεσα στα χρόνια 1830-1880. Γρήγορα θα ξεπέσουν σε μια πολύ επιτηδευμένη μελαγχολία και προσποιητή ερωτική θλίψη, ενώ οι πατριωτικές τους εξάρσεις θα συνοδεύονται από μεγαλοστομία και βερμπαλισμό. Η χρήση της καθαρεύουσας ως μοναδικής κατάλληλης για την τέχνη γλώσσας, θα τους φέρει πολύ πιο κοντά στην παράδοση παρά στην ανανέωση, ενώ θα τους οδηγήσει σε πολυλογία, αμετροέπεια, υπερβολή και αβασάνιστη στιχουργία. Εκπροσωπείται κυρίως από τη λεγόμενη Παλαιά Αθηναϊκή Σχολή ή τους Φαναριώτες. Παναγιώτη και Αλέξανδρο Σούτσο, Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή, Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο, Ιωάννη Καρασούτσα, Γεώργιο Ζαλοκώστα, Θεόδωρο Ορφανίδη, Σπυρίδωνα Βασιλειάδη, Αχιλλέα Παράσχο. Κάποια ρομαντικά στοιχεία μπορούμε να βρούμε στην ποίηση Επτανήσιων ποιητών. Διονύσιος Σολωμός, Ανδρέας Κάλβος, Αριστοτέλης Βαλαωρίτης. Μάλιστα, κατά ένα περίεργο τρόπο σε αυτούς έχουμε την πιο υγιή και επιτυχημένη εκμετάλλευση των ρομαντικών αυτών στοιχείων. Ο ρομαντισμός είναι αυτός που αναλαμβάνει να δώσει διέξοδο και στην άλλη του διάσταση, τη συναισθηματική – ψυχολογική. Ο ρομαντισμός έφτασε πολλές φορές όχι μόνο στην υπερβολή αλλά και στην αποτυχία ως προς το αισθητικό και καλλιτεχνικό αποτέλεσμα.


ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Ο ρεαλισμός, η προσπάθεια δηλαδή για μια όσο το δυνατόν πιο πιστή και αντικειμενική απόδοση του εξω-κειμενικού κόσμου, υπήρχε ανέκαθεν στη λογοτεχνία. Τον όρο αυτό χρησιμοποιούμε για να εκφράσουμε μια τεχνοτροπία που εμφανίστηκε στα μισά του 19ου αιώνα. Εκδηλώνεται αρχικά στη Γαλλία, με πρώτο εκπρόσωπο τον Gustav Flaubert με το μυθιστόρημα Μαντάμ Μποβαρί. Η λογοτεχνία θέτει πλέον ως πρώτο στόχο της την πιστή απόδοση της πραγματικότητας, όπως βέβαια την αντιλαμβάνεται και τη βιώνει ο δημιουργός. Οι ρεαλιστές καλλιεργούν κυρίως το είδος του μυθιστορήματος και θεωρητικά επιδιώκουν την αντικειμενικότητα. Για το ρεαλιστικό μυθιστόρημα, θετικά στοιχεία θεωρούνται η αληθοφάνεια και η πειστικότητα. Οι συγγραφείς δε στοχεύουν καθόλου στον εντυπωσιασμό αλλά αφήνουν την πραγματικότητα να μιλήσει από μόνη της. Επιλέγουν θέματα οικεία στον αναγνώστη και σε γενικές γραμμές συνηθισμένα, προβάλλοντας τις εμπειρίες της καθημερινής ζωής. Με συγγραφείς όπως ο Ντοστογιέφσκι, έχουμε το λεγόμενο ψυχολογικό ρεαλισμό. Από την άλλη όταν ο συγγραφέας επιμένει κυρίως στην απεικόνιση των κοινωνικών σχέσεων γεννιέται ο κοινωνικός ρεαλισμός. Ακραία μορφή του ρεαλισμού ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός, καθιερώθηκε στη Σοβιετική Ένωση από το 1934 και μετά, με απόφαση του κόμματος. Στη νεοελληνική λογοτεχνία ο ρεαλισμός εμφανίζεται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Πρόδρομοι τα μυθιστορήματα Θάνος Βλέκας του Παύλου Καλλιγά και Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη, 1855 και 1866 αντίστοιχα. Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι, αγνώστου 1870, και ο Λουκής Λάρας του Δημήτριου Βικέλα το 1879, τα πρώτα ρεαλιστικά αφηγήματα στη νεοελληνική λογοτεχνία. Στη συνέχεια από την εποχή της ηθογραφίας και μετά, η νεοελληνική λογοτεχνία καλλιεργεί συστηματικά το ρεαλισμό σε όλες του τις μορφές.


ΠΑΡΝΑΣΣΙΣΜΟΣ
Ο παρνασσισμός είναι ένα λογοτεχνικό κίνημα που εμφανίζεται στη Γαλλία γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, ως αντίδραση προς το ρομαντισμό. Ο παρνασσισμός δίνει μεγάλη σημασία στην ακρίβεια της έκφρασης, στη λεπτομέρεια, προσπαθεί να καλλιεργήσει μιαν απρόσωπη και αντικειμενική ποίηση, εκφράζοντας το επιστημονικό πνεύμα της εποχής. Σε ό,τι αφορά την επεξεργασία του στίχου σέβεται τους ρυθμικούς, μετρικούς και στιχουργικούς κανόνες, καθώς και την ομοιοκαταληξία και γενικά ενδιαφέρεται υπερβολικά για τη μορφή. Οι παρνασσικοί ποιητές αντλούν τα θέματά και τις εικόνες από τη μυθολογία και την ιστορία, αναζητούν την έμπνευση στους χαμένους πολιτισμούς της αρχαιότητας, ιδίως στον ελληνικό και τον ινδικό. Αυτό που τελικά επιδιώκουν είναι η απουσία κάθε συναισθήματος, πάθους ή έντασης. Θέλουν να εκφράσουν την ηρεμία, τη γαλήνη, την απάθεια, υιοθετούν την πλαστικότητα και την αρμονία της κλασικής τέχνης. Το ποίημα πρέπει να έχει την ομορφιά ενός αρχαίου αγάλματος. Στην προσπάθειά τους να καλλιεργήσουν το απόλυτα ισορροπημένο και ψυχρό ποιητικό τόνο, δημιούργησαν μια ποίηση χωρίς αληθινή ζωή ή ανθρώπινη παρουσία. Σε ό,τι αφορά τη νεοελληνική λογοτεχνία, ο παρνασσισμός κάνει την εμφάνισή του με την ποιητική γενιά του 1880, τη λεγόμενη Νέα Αθηναϊκή Σχολή. Εμφανίζεται και εδώ ως αντίδραση στο ρομαντισμό, με όλα τα χαρακτηριστικά του γαλλικού παρνασσισμού και τα θετικά και τα αρνητικά. Ο παρνασσισμός αρνείται την καθαρεύουσα και στρέφεται προς τη δημοτική. Παρνασσικά ποιήματα έγραψαν κυρίως: Κωστής Παλαμάς, Ιωάννης Γρυπάρης, Γεώργιος Δροσίνης, Ν. Καμπάς, Αριστομένης Προβελέγγιος, και οι μεταγενέστεροι Άγγελος Σικελιανός, Κώστας Βάρναλης. Με τον παρνασσισμό η ελληνική ποίηση επανέρχεται σε μια ισορροπία, μετά το ξέφρενο συναισθηματικό και πολύ συχνά αρρωστημένο ξέσπασμα του ρομαντισμού. Ιδιαίτερη σημασία έχει η υιοθέτηση της δημοτικής γλώσσας, καθώς και η επεξεργασία του στίχου, στοιχεία που απέρριπταν ή δε φρόντιζαν οι ρομαντικοί.


ΝΕΟΤΕΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
Η νεοελληνική ποίηση διακρίνεται σε: παραδοσιακή και νεοτερική ποίηση. Τα βασικά χαρακτηριστικά της νεοτερικής ποίησης: ελεύθερος στίχος που δεν έχει τα γνωρίσματα του μέτρου, του ρυθμού. Δεν κατανέμεται και δεν οργανώνεται σε στροφές σταθερής μορφής. Οι στίχοι δεν έχουν ορισμένο αριθμό συλλαβών. Ορισμένες φορές δεν κατανέμεται σε στίχους. Ο νεοτερικός ποιητής δε θηρεύει πια τη σπάνια, την εντυπωσιακή λέξη. Εκφραστική τόλμη. Στη ποίηση αυτή συσχετίζονται λέξεις και έννοιες αταίριαστες και ασύμβατες. Οι λέξεις μοιάζουν να ξαναγεννιούνται. Η νεοτερική ποίηση δε φανερώνει και δεν αποκαλύπτει εύκολα τη θεματική της ουσία. Συνήθως κρύβει το θέμα της ή το μισοφωτίζει. Αυτός όμως ο κλειστός χαρακτήρας είναι που την κάνει και ιδιαίτερα γοητευτική στην ανάγνωση. Δεν έχει πάντα ένα καθαρό νοηματικό ειρμό, είναι ποίηση των υπαινιγμών, πυκνή και όχι αναλυτική, είναι κρυπτική.


ΝΑΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ
Ο νατουραλισμός εμφανίζεται στη Γαλλία, τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, εισηγητής και εκπρόσωπος ο Emil Zola. Συνδέεται αποκλειστικά με το μυθιστόρημα και αποτελεί την πιο ακραία εκδοχή του ρεαλισμού. Επιλέγει απλά θέματα από την καθημερινή ζωή, προσπαθεί να μιμηθεί, να αναπαραστήσει δηλαδή πιστά την πραγματικότητα. Ασκεί κριτική απέναντι στην κοινωνία της εποχής, η οποία στο νατουραλισμό γίνεται ο πρώτος στόχος και εμφανίζεται πραγματικά πολύ σκληρή. Καταγγέλλει μέσα από το έργο την κοινωνική εξαθλίωση, τις απαράδεκτες συνθήκες. Η κοινωνία μας δεν είναι αντάξια του ανθρώπου, στα έργα τους υπερτονίζουν τις πιο αρνητικές και άσχημες καταστάσεις της ζωής. Φιλοδοξούν να προκαλέσουν την έντονη αντίδραση του κοινού. Επιδιώκουν την πιστή, τη φωτογραφική σχεδόν απόδοση της πραγματικότητας. Οι εξαντλητικές περιγραφές, λοιπόν, χωρών, ανθρώπων, καταστάσεων. Η επιλογή ιδιαίτερα προκλητικών θεμάτων από το περιθώριο της κοινωνικής ζωής. Οι ήρωες, οι απόκληροι, τα θύματα της κοινωνίας, οι καταπιεσμένοι. Επιμένουν στους τρόπους με τους οποίους διαμορφώνεται η συμπεριφορά του ανθρώπου. Ο άνθρωπος δεν έχει πολλά περιθώρια επιλογής και δρα κάτω από συνεχείς καταναγκασμούς. Νατουραλιστικά στοιχεία συναντάμε σε πολλά πεζά έργα της εποχής (τέλη 19ου αιώνα – αρχές 20ου) με κυριότερο το Ζητιάνο του Ανδρέα Καρκαβίτσα.


ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
Με τον όρο μοντερνισμός δηλώνουμε συνήθως μια σειρά από τάσεις. Η αρχή τους τοποθετείται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και η πλήρης ανάπτυξή του στις τέσσερις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Ένα πνευματικό κίνημα, που εξεγέρθηκε ενάντια στον παραδοσιακό πολιτισμό, αμφισβήτησε τις παραδοσιακές αξίες και επιχείρησε να καταργήσει όλους τους καθιερωμένους κανόνες. Ο βασικός αντίπαλος με τον οποίο αναμετρήθηκε η μοντερνιστική πεζογραφία ήταν ο ρεαλισμός.
Προδρομικές μορφές του νεοτερικού ποιητικού λόγου μπορούν να θεωρηθούν ποιητές όπως ο Κ. Π. Καβάφης και ο Κ. Καρυωτάκης. Η οριστική επικράτηση και καθιέρωση της μοντέρνας ποιητικής γραφής στη χώρα μας έρχεται με τη γενιά του τριάντα. Η επονομαζόμενη σχολή της Θεσσαλονίκης γίνεται το λίκνο του ελληνικού μοντερνιστικού μυθιστορήματος.


ΜΑΓΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Ο όρος χαρακτηρίζει την τάση ορισμένων Γερμανών ζωγράφων αρχικά εξπρεσιονιστών, οι οποίοι παρουσίαζαν την πραγματικότητα με υπερβολική ακρίβεια και ταυτόχρονα με μια επιθετικότητα και μια ωμότητα που οδηγούσε στην παραμόρφωση. Λέγοντας μαγικός ρεαλισμός στη λογοτεχνία, και κυρίως στην πεζογραφία, εννοούμε ένα μίγμα φαντασιακών στοιχείων από τη μια πλευρά, και ρεαλισμού από την άλλη. Υπάρχουν άφθονα μη ρεαλιστικά στοιχεία, τα οποία προβάλλονται πάνω σε ένα ρεαλιστικό φόντο. Στην Ελλάδα σχετικά επιτυχημένη εκμετάλλευση φαντασιακών στοιχείων επάνω σε έναν κατά τα άλλα ρεαλιστικό ιστό έχουμε στα μυθιστορήματα, Ο υπνοβάτης της Μαργαρίτας Καραπάνου και Με το φως του λύκου επανέρχονται της Ζυράννας Ζατέλη.


ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΓΕΝΙΕΣ
- Η πρώτη μεταπολεμική ποιητική γενιά (1940-1960), οι οποίοι γράφουν συνήθως ολιγόστιχα ποιήματα που τα χαρακτηρίζει μια εσωστρέφεια και ένας ελεγειακός τόνος.
- Η δεύτερη μεταπολεμική ποιητική γενιά η οποία και κυριαρχεί στη δεκαετία του 60
- Η τρίτη μεταπολεμική ποιητική γενιά ή η γενιά του 70, λέγεται και η γενιά της αμφισβήτησης.
- Η τέταρτη μεταπολεμική ποιητική γενιά ή γενιά του 80, λέγεται και γενιά του ιδιωτικού οράματος


ΚΑΘΑΡΗ ΠΟΙΗΣΗ
Η λεγόμενη καθαρή ποίηση προήλθε μέσα από το συμβολισμό, αποτελεί ένα είδος προέκτασης του συμβολισμού και εκφράζει τα πιο ακραία του όρια. Στην ποίηση αυτή το πρωταρχικό και το βαρύνον στοιχείο δεν είναι το περιεχόμενο, αλλά η δημιουργία μιας μουσικότητας και μιας υποβλητικής ατμόσφαιρας. Επιδιώκει καινούριους εκφραστικούς τρόπους. Έτσι το ποίημα απευθύνεται πιο πολύ στην ακοή και στο συναίσθημα του αναγνώστη. Η ποίηση του, μια και περιορίζει στο ελάχιστο το νοηματικό περιεχόμενο του ποιήματος, εκφράζει κυρίως ψυχικές καταστάσεις και διαθέσεις.


ΗΘΟΓΡΑΦΙΑ
Η ηθογραφία αποτελεί μια τάση της νεοελληνικής πεζογραφίας, ξεκινά λίγο μετά το 1880 και συνεχίζεται ως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Τα ηθογραφικά κείμενα έχουν ως στόχο την όσο το δυνατόν πιο πιστή παρουσίαση της ζωής στην ελληνική ύπαιθρο και στο ελληνικό χωριό, με τις τοπικές παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα, καθώς και τις συνήθειες, το χαρακτήρα και τη νοοτροπία του απλού ελληνικού λαού, ήρωες πάντα οι απλοί άνθρωποι της υπαίθρου. Η ηθογραφία είναι ένα φαινόμενο καθαρά ελληνικό, η ελληνική εκδοχή του ρεαλισμού. Έχει επηρεαστεί από την επιστήμη της λαογραφίας, που αρχίζει να αναπτύσσεται στη χώρα μας από το 1870 και μετά, με κυριότερο εκπρόσωπο το Νικόλαο Πολίτη. Το έδαφος προετοιμάζεται με το μυθιστόρημα του Δημήτριου Βικέλα Λουκής Λάρας του 1879. Η ηθογραφία γεννιέται το 1883 όταν το περιοδικό Εστία προκηρύσσει διαγωνισμό για τη συγγραφή διηγήματος με θέμα ελληνικό. Μέσα στην πενταετία 1883-1888 εμφανίζονται όλοι οι σημαντικοί εκπρόσωποι της ηθογραφίας, καταρχήν ο Γεώργιος Βιζυηνός που θεωρείται ο βασικός εισηγητής του ηθογραφικού διηγήματος καθώς και: Ο Γεώργιος Δροσίνης, Μιχαήλ Μητσάκης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Κώστας Κρυστάλλης, Ανδρέας Καρκαβίτσας, Χρήστος Χρηστοβασίλης, Ιωάννης Κονδυλάκης, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Γιάννης Βλαχογιάννης, Αργύρης Εφταλιώτης. Γνωρίσματα: Ένας έντονος λυρισμός, και εμπνέονται συνήθως από τα προσωπικά βιώματα και τις εμπειρίες των ίδιων των συγγραφέων. Με πλαίσιο τον τόπο καταγωγής τους. Εθιμογραφία, λαογραφία, αναλυτική καταγραφή των εθίμων και των ηθών του λαού. Απεικόνιση της ζωής στην ύπαιθρο και το χωριό, στα τέλη του 19ου αιώνα, αυτή είναι η κυρίαρχη εικόνα ελληνικής ζωής (η αστική ζωή δεν έχει πραγματικά αρχίσει). Η γενιά του 1880 συνδέεται με το γλωσσικό ζήτημα, στο οποίο πήρε θέση υπέρ του δημοτικισμού. Σε αυτό βοήθησε και το γεγονός ότι οι ήρωες είναι άνθρωποι του λαού και φυσικά μιλούν μεταξύ τους στη δημοτική, χρησιμοποιώντας τους γλωσσικούς ιδιωματισμούς τους. Άλλοι έδωσαν σπουδαία έργα και οδήγησαν σταδιακά στο πέρασμα από την ηθογραφία προς το ρεαλισμό και το νατουραλισμό. Διάφορα ηθικοπλαστικά διδάγματα, συστηματική καλλιέργεια ενός πατριωτικού φρονήματος και μιας εθνικής ιδεολογίας.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...