Michelle Calkins
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «βάλλω / βάλλομαι»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
βάλλω, βάλλεις, βάλλει, βάλλομεν, βάλλετε, βάλλουσι(ν)
Υποτακτική
βάλλω, βάλλῃς, βάλλῃ, βάλλωμεν, βάλλητε, βάλλωσι(ν)
Ευκτική
βάλλοιμι, βάλλοις, βάλλοι, βάλλοιμεν, βάλλοιτε, βάλλοιεν
Προστακτική
---, βάλλε, βαλλέτω, ---, βάλλετε, βαλλόντων (ή βαλλέτωσαν)
Απαρέμφατο
βάλλειν
Μετοχή
βάλλων, βάλλουσα, βάλλον
Παρατατικός
Οριστική
ἔβαλλον, ἔβαλλες, ἔβαλλε, ἐβάλλομεν, ἐβάλλετε, ἔβαλλον
Μέλλοντας
Οριστική
βαλῶ, βαλεῖς, βαλεῖ, βαλοῦμεν, βαλεῖτε, βαλοῦσι(ν)
Ευκτική
βαλοῖμι, βαλοῖς, βαλοῖ, ή βαλοίην, βαλοίης, βαλοίη, βαλοῖμεν, βαλοῖτε, βαλοῖεν
Απαρέμφατο
βαλεῖν
Μετοχή
βαλῶν, βαλοῦσα, βαλοῦν
Αόριστος Β΄
Οριστική
ἔβαλον, ἔβαλες, ἔβαλε(ν), ἐβάλομεν, ἐβάλετε, ἔβαλον
Υποτακτική
βάλω, βάλῃς, βάλῃ, βάλωμεν, βάλητε, βάλωσι(ν)
Ευκτική
βάλοιμι, βάλοις, βάλοι, βάλοιμεν, βάλοιτε, βάλοιεν
Προστακτική
---, βάλε, βαλέτω, ---, βάλετε, βαλόντων (ή βαλέτωσαν)
Απαρέμφατο
βαλεῖν
Μετοχή
βαλών, βαλοῦσα, βαλόν
Παρακείμενος
Οριστική
βέβληκα, βέβληκας, βέβληκε, βεβλήκαμεν, βεβλήκατε, βεβλήκασι(ν)
Υποτακτική
βεβληκώς- βεβληκυῖα- βεβληκός ὦ
βεβληκώς- βεβληκυῖα- βεβληκός ᾖς
βεβληκώς- βεβληκυῖα- βεβληκός ᾖ
βεβληκότες- βεβληκυῖαι- βεβληκότα ὦμεν
βεβληκότες- βεβληκυῖαι- βεβληκότα ἦτε
βεβληκότες- βεβληκυῖαι- βεβληκότα ὦσι
Ευκτική
βεβληκώς- βεβληκυῖα- βεβληκός εἴην
βεβληκώς- βεβληκυῖα- βεβληκός εἴης
βεβληκώς- βεβληκυῖα- βεβληκός εἴη
βεβληκότες- βεβληκυῖαι- βεβληκότα εἴημεν (εἶμεν)
βεβληκότες- βεβληκυῖαι- βεβληκότα εἴητε (εἶτε)
βεβληκότες- βεβληκυῖαι- βεβληκότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
βεβληκώς- βεβληκυῖα- βεβληκός ἴσθι
βεβληκώς- βεβληκυῖα- βεβληκός ἔστω
---
βεβληκότες- βεβληκυῖαι- βεβληκότα ἔστε
βεβληκότες- βεβληκυῖαι- βεβληκότα ἔστων
Απαρέμφατο
βεβληκέναι
Μετοχή
βεβληκώς- βεβληκυῖα- βεβληκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐβεβλήκειν, ἐβεβλήκεις, ἐβεβλήκει, ἐβεβλήκεμεν, ἐβεβλήκετε, ἐβεβλήκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
βάλλομαι, βάλλῃ/βάλλει, βάλλεται, βαλλόμεθα, βάλλεσθε, βάλλονται
Υποτακτική
βάλλωμαι, βάλλῃ, βάλληται, βαλλώμεθα, βάλλησθε, βάλλωνται
Ευκτική
βαλλοίμην, βάλλοιο, βάλλοιτο, βαλλοίμεθα, βάλλοισθε, βάλλοιντο
Προστακτική
---, βάλλου, βαλλέσθω, ---, βάλλεσθε, βαλλέσθων ή βαλλέσθωσαν
Απαρέμφατο
βάλλεσθαι
Μετοχή
βαλλόμενος
βαλλομένη
βαλλόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐβαλλόμην, ἐβάλλου, ἐβάλλετο, ἐβαλλόμεθα, ἐβάλλεσθε, ἐβάλλοντο
Μέλλοντας
Οριστική
βαλοῦμαι, βαλῇ/βαλεῖ, βαλεῖται, βαλοῦμεθα, βαλεῖσθε, βαλοῦνται
Ευκτική
βαλοίμην, βαλοῖο, βαλοῖτο, βαλοίμεθα, βαλοῖσθε, βαλοῖντο
Απαρέμφατο
βαλεῖσθαι
Μετοχή
βαλούμενος
βαλουμένη
βαλούμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
βληθήσομαι, βληθήσῃ/βληθήσει, βληθήσεται, βληθησόμεθα, βληθήσεσθε, βληθήσονται
Ευκτική
βληθησοίμην, βληθήσοιο, βληθήσοιτο, βληθησοίμεθα, βληθήσοισθε, βληθήσοιντο
Απαρέμφατο
βληθήσεσθαι
Μετοχή
βληθησόμενος
βληθησομένη
βληθησόμενον
Αόριστος Β΄
Οριστική
ἐβαλόμην, ἐβάλου, ἐβάλετο, ἐβαλόμεθα, ἐβάλεσθε, ἐβάλοντο
Υποτακτική
βάλωμαι, βάλῃ, βάληται, βαλώμεθα, βάλησθε, βάλωνται
Ευκτική
βαλοίμην, βάλοιο, βάλοιτο, βαλοίμεθα, βάλοισθε, βάλοιντο
Προστακτική
---, βαλοῦ, βαλέσθω, ----, βάλεσθε, βαλέσθων
Απαρέμφατο
βαλέσθαι
Μετοχή
βαλόμενος, βαλομένη, βαλόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐβλήθην, ἐβλήθης, ἐβλήθη, ἐβλήθημεν, ἐβλήθητε, ἐβλήθησαν
Υποτακτική
βληθῶ, βληθῇς, βληθῇ, βληθῶμεν, βληθῆτε, βληθῶσι(ν)
Ευκτική
βληθείην, βληθείης, βληθείη, βληθείημεν ή βληθεῖμεν, βληθείητε ή βληθεῖτε, βληθείησαν ή βληθεῖεν
Προστακτική
---, βλήθητι, βληθήτω, ---, βλήθητε, βληθέντων ή βληθήτωσαν
Απαρέμφατο
βληθῆναι
Μετοχή
βληθείς
βληθεῖσα
βληθέν
Παρακείμενος
Οριστική
βέβλημαι, βέβλησαι, βέβληται, βεβλήμεθα, βέβλησθε, βέβληνται
Υποτακτική
βεβλημένος- βεβλημένη-βεβλημένον ὦ
βεβλημένος- βεβλημένη-βεβλημένον ᾖς
βεβλημένος- βεβλημένη-βεβλημένον ᾖ
βεβλημένοι- βεβλημέναι-βεβλημένα ὦμεν
βεβλημένοι- βεβλημέναι-βεβλημένα ἦτε
βεβλημένοι- βεβλημέναι-βεβλημένα ὦσι
Ευκτική
βεβλημένος- βεβλημένη-βεβλημένον εἴην
βεβλημένος- βεβλημένη-βεβλημένον εἴης
βεβλημένος- βεβλημένη-βεβλημένον εἴη
βεβλημένοι- βεβλημέναι-βεβλημένα εἴημεν (εἶμεν)
βεβλημένοι- βεβλημέναι-βεβλημένα εἴητε (εἶτε)
βεβλημένοι- βεβλημέναι-βεβλημένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, βέβλησο, βεβλήσθω, --- βέβλησθε, βεβλήσθων ή βεβλήσθωσαν
Απαρέμφατο
βεβλῆσθαι
Μετοχή
βεβλημένος,
βεβλημένη,
βεβλημένον
Υπερσυντέλικος
ἐβεβλήμην, ἐβέβλησο, ἐβέβλητο, ἐβεβλήμεθα, ἐβέβλησθε, ἐβέβληντο
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «βάλλω / βάλλομαι»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
βάλλω, βάλλεις, βάλλει, βάλλομεν, βάλλετε, βάλλουσι(ν)
βάλλω, βάλλῃς, βάλλῃ, βάλλωμεν, βάλλητε, βάλλωσι(ν)
βάλλοιμι, βάλλοις, βάλλοι, βάλλοιμεν, βάλλοιτε, βάλλοιεν
Προστακτική
---, βάλλε, βαλλέτω, ---, βάλλετε, βαλλόντων (ή βαλλέτωσαν)
Απαρέμφατο
βάλλειν
Μετοχή
βάλλων, βάλλουσα, βάλλον
Παρατατικός
Οριστική
ἔβαλλον, ἔβαλλες, ἔβαλλε, ἐβάλλομεν, ἐβάλλετε, ἔβαλλον
Μέλλοντας
Οριστική
βαλῶ, βαλεῖς, βαλεῖ, βαλοῦμεν, βαλεῖτε, βαλοῦσι(ν)
βαλοῖμι, βαλοῖς, βαλοῖ, ή βαλοίην, βαλοίης, βαλοίη, βαλοῖμεν, βαλοῖτε, βαλοῖεν
βαλεῖν
βαλῶν, βαλοῦσα, βαλοῦν
Οριστική
ἔβαλον, ἔβαλες, ἔβαλε(ν), ἐβάλομεν, ἐβάλετε, ἔβαλον
βάλω, βάλῃς, βάλῃ, βάλωμεν, βάλητε, βάλωσι(ν)
βάλοιμι, βάλοις, βάλοι, βάλοιμεν, βάλοιτε, βάλοιεν
Προστακτική
---, βάλε, βαλέτω, ---, βάλετε, βαλόντων (ή βαλέτωσαν)
Απαρέμφατο
βαλεῖν
βαλών, βαλοῦσα, βαλόν
Οριστική
βέβληκα, βέβληκας, βέβληκε, βεβλήκαμεν, βεβλήκατε, βεβλήκασι(ν)
Υποτακτική
βεβληκώς- βεβληκυῖα- βεβληκός ὦ
βεβληκώς- βεβληκυῖα- βεβληκός ᾖς
βεβληκότες- βεβληκυῖαι- βεβληκότα ὦμεν
Ευκτική
βεβληκώς- βεβληκυῖα- βεβληκός εἴην
Προστακτική
---
βεβληκώς- βεβληκυῖα- βεβληκός ἴσθι
βεβληκότες- βεβληκυῖαι- βεβληκότα ἔστε
Απαρέμφατο
βεβληκέναι
Μετοχή
βεβληκώς- βεβληκυῖα- βεβληκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐβεβλήκειν, ἐβεβλήκεις, ἐβεβλήκει, ἐβεβλήκεμεν, ἐβεβλήκετε, ἐβεβλήκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
βάλλομαι, βάλλῃ/βάλλει, βάλλεται, βαλλόμεθα, βάλλεσθε, βάλλονται
βάλλωμαι, βάλλῃ, βάλληται, βαλλώμεθα, βάλλησθε, βάλλωνται
βαλλοίμην, βάλλοιο, βάλλοιτο, βαλλοίμεθα, βάλλοισθε, βάλλοιντο
Προστακτική
---, βάλλου, βαλλέσθω, ---, βάλλεσθε, βαλλέσθων ή βαλλέσθωσαν
Απαρέμφατο
βάλλεσθαι
Μετοχή
βαλλόμενος
βαλλομένη
βαλλόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐβαλλόμην, ἐβάλλου, ἐβάλλετο, ἐβαλλόμεθα, ἐβάλλεσθε, ἐβάλλοντο
Μέλλοντας
Οριστική
βαλοῦμαι, βαλῇ/βαλεῖ, βαλεῖται, βαλοῦμεθα, βαλεῖσθε, βαλοῦνται
βαλοίμην, βαλοῖο, βαλοῖτο, βαλοίμεθα, βαλοῖσθε, βαλοῖντο
βαλεῖσθαι
βαλούμενος
βαλουμένη
βαλούμενον
Οριστική
βληθήσομαι, βληθήσῃ/βληθήσει, βληθήσεται, βληθησόμεθα, βληθήσεσθε, βληθήσονται
βληθησοίμην, βληθήσοιο, βληθήσοιτο, βληθησοίμεθα, βληθήσοισθε, βληθήσοιντο
Απαρέμφατο
βληθήσεσθαι
Μετοχή
βληθησόμενος
βληθησομένη
βληθησόμενον
Αόριστος Β΄
Οριστική
ἐβαλόμην, ἐβάλου, ἐβάλετο, ἐβαλόμεθα, ἐβάλεσθε, ἐβάλοντο
βάλωμαι, βάλῃ, βάληται, βαλώμεθα, βάλησθε, βάλωνται
βαλοίμην, βάλοιο, βάλοιτο, βαλοίμεθα, βάλοισθε, βάλοιντο
Προστακτική
---, βαλοῦ, βαλέσθω, ----, βάλεσθε, βαλέσθων
βαλέσθαι
Μετοχή
βαλόμενος, βαλομένη, βαλόμενον
Οριστική
ἐβλήθην, ἐβλήθης, ἐβλήθη, ἐβλήθημεν, ἐβλήθητε, ἐβλήθησαν
βληθῶ, βληθῇς, βληθῇ, βληθῶμεν, βληθῆτε, βληθῶσι(ν)
βληθείην, βληθείης, βληθείη, βληθείημεν ή βληθεῖμεν, βληθείητε ή βληθεῖτε, βληθείησαν ή βληθεῖεν
---, βλήθητι, βληθήτω, ---, βλήθητε, βληθέντων ή βληθήτωσαν
Απαρέμφατο
βληθῆναι
βληθείς
βληθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
βέβλημαι, βέβλησαι, βέβληται, βεβλήμεθα, βέβλησθε, βέβληνται
Υποτακτική
βεβλημένος- βεβλημένη-βεβλημένον ὦ
βεβλημένος- βεβλημένη-βεβλημένον ᾖς
βεβλημένοι- βεβλημέναι-βεβλημένα ὦμεν
Ευκτική
βεβλημένος- βεβλημένη-βεβλημένον εἴην
Προστακτική
---, βέβλησο, βεβλήσθω, --- βέβλησθε, βεβλήσθων ή βεβλήσθωσαν
Απαρέμφατο
βεβλῆσθαι
βεβλημένος,
βεβλημένη,
βεβλημένον
Υπερσυντέλικος
ἐβεβλήμην, ἐβέβλησο, ἐβέβλητο, ἐβεβλήμεθα, ἐβέβλησθε, ἐβέβληντο
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου