Η γενιά του 1920
Ο μεσοπόλεμος υπήρξε μια ιδιαίτερα σημαντική περίοδος για τη νεοελληνική λογοτεχνία και σημάδεψε την κατοπινή της πορεία. Η ποίηση επηρεάζεται από το νέο λογοτεχνικό ρεύμα που γεννήθηκε στην Ευρώπη (τέλη 19ου - αρχές 20ου αιώνα), τον Συμβολισμό, ως αντίδραση προς την «ψυχρότητα» μορφής και περιεχομένου που εξέφραζε ο Παρνασσισμός. Όπως φαίνεται και από το όνομά του, ο Συμβολισμός χρησιμοποιεί σύμβολα για να εκφράσει ιδέες, συναισθήματα και ψυχικές καταστάσεις. Οι πρώτοι συμβολιστές αυτοαποκλήθηκαν «παρακμίες» (decadents), ιδέα που προήλθε από ένα στίχο του Βερλέν (Verlaine): «Είμαι η Ρώμη στο τέλος της παρακμής της» (Αργυρίου 1979: 23).
Κυριότερα γνωρίσματά του είναι η μουσικότητα, η υποβλητικότητα και η μελαγχολική διάθεση, που δημιουργούν ένα αίσθημα ασάφειας και ρευστότητας. Η αυστηρή μετρική χαλαρώνει και εισάγεται νέο λεξιλόγιο: επιλέγονται οι λέξεις που υποβάλλουν λεπτά, τρυφερά συναισθήματα. Τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου γίνονται σύμβολα εσωτερικών, ψυχικών καταστάσεων και το εννοιολογικό περιεχόμενο του ποιήματος περιορίζεται στο ελάχιστο (Καρβέλης 1983: 16).
Στην Ελλάδα παρατηρούνται δύο ομάδες συμβολιστών ποιητών: η πρώτη εμφανίζεται γύρω στο 1900-1910 και αποτελεί ουσιαστικά την πρώτη μεταπαλαμική γενιά με σαφείς ανανεωτικές τάσεις σε σχέση με τη γενιά του Παλαμά. Στην ομάδα αυτή ανήκουν οι ποιητές: Γιάννης Καμπύσης, Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Σπήλιος Πασαγιάννης, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Λάμπρος Πορφύρας, Ιωάννης Γρυπάρης κ.ά. Η δεύτερη ομάδα κάνει την εμφάνισή της γύρω στο 1910-1920 και γράφει ποίηση χαμηλόφωνη και αδιέξοδη. Στην ομάδα αυτή ανήκουν οι ποιητές: Απόστολος Μελαχρινός, Ρώμος Φιλύρας, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Μήτσος Παπανικολάου, Αναστάσιος Δρίβας, Κώστας Ουράνης, Κώστας Καρυωτάκης, Μαρία Πολυδούρη, Τέλλος Άγρας, Τάκης Παπατσώνης (ο προάγγελος του Μοντερνισμού), κ.ά. Οι συμβολιστές της πρώτης ομάδας διατηρούν περισσότερους δεσμούς με την παράδοση, ενώ παράλληλα «έδωσαν στο ποίημα μια πιο φιλτραρισμένη λυρική ουσία και θέλησαν να εκφράσουν λεπτότερες συναισθηματικές αποχρώσεις, εισάγοντας ταυτόχρονα τον συμβολισμό, τον αισθητισμό και τα ρεύματα της Ευρώπης και του Βορρά» (Στεργιόπουλος 1980: 17).
Οι συμβολιστές της δεύτερης ομάδας (που διακρίνονται από τους άλλους με το όνομα «νεοσυμβολιστές») εκφράζουν μέσα από την τέχνη τους γενική κόπωση και την αίσθηση του ανικανοποίητου. Η κυριότερη διαφορά της δεύτερης ομάδας ποιητών από τους συμβολιστές της πρώτης μεταπαλαμικής γενιάς έγκειται στην ανατροπή της λογικής συγκρότησης του ποιήματος (Καρβέλης 1983: 25). Από τους νεοσυμβολιστές ξεχωρίζει ο Κώστας Καρυωτάκης, που, τσακισμένος από την καθημερινή ανία και επιτήδευση κι αρνούμενος να συμβιβαστεί με την υποκρισία γύρω του, σαρκάζει και στηλιτεύει με την ποίησή του το πνεύμα της διάλυσης που χαρακτηρίζει την εποχή του. Η ποίηση του Καρυωτάκη, ιδιαίτερα μετά την αυτοκτονία του, άσκησε μεγάλη επίδραση στους σύγχρονους ποιητές αλλά και στους μετέπειτα, οι οποίοι προσπάθησαν να τη μιμηθούν. Η τάση μίμησης της καρυωτακικής ποίησης ονομάστηκε «καρυωτακισμός» και είχε ως κύρια χαρακτηριστικά ένα αίσθημα διάχυτης μελαγχολίας και αναίτιας θλίψης, μια πεισιθάνατη διάθεση και άρνηση σε όλα, ένα αίσθημα νοσηρότητας και παρακμής κ.ά. Εξαίρεση σ’ αυτό το πνεύμα απογοήτευσης που κυριάρχησε αποτέλεσε η ποίηση του Παπατσώνη, που διαπνέεται από την αισιοδοξία που προσδίδει στον άνθρωπο η πίστη.
Στην πεζογραφία, στις πρώτες δύο δεκαετίες του 20ου αιώνα ξεχωρίζουν ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος και ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, που υπερβαίνουν την ηθογραφία και πειραματίζονται με νέους εκφραστικούς τρόπους. Ο Χατζόπουλος, μάλιστα, υιοθετεί τον Συμβολισμό και στην πεζογραφία. Σύμφωνα με τον Beaton (1996: 138-139): «Σε γενικές γραμμές, οι πεζογράφοι κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα μπορούν να χωριστούν σε τρεις κυρίως κατηγορίες: σε εκείνους που παρουσιάζουν τη σύγχρονη αστική (κυρίως αθηναϊκή) ζωή σε ένα ευρύ φόντο χωρίς να εξαγγέλλουν κανένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, σε εκείνους που εστιάζονται στον εσωτερικό κόσμο του ατόμου και συνειδητά υιοθετούν την τεχνική της συμβολιστικής ποίησης· και τέλος (κατά χρονολογική σειρά εμφάνισης) σε εκείνους που απεικονίζουν την κοινωνία κατά τρόπο που κατευθύνεται άμεσα ή έμμεσα από ένα συγκεκριμένο όραμα για το μέλλον της κοινωνίας (το “Ιδεολογικό” μυθιστόρημα). Στην πράξη, οι τρεις αυτές κατηγορίες συγγενεύουν τόσο μεταξύ τους όσο και με τον ηθογραφικό ρεαλισμό της προηγούμενης περιόδου».
Ο μεσοπόλεμος υπήρξε μια ιδιαίτερα σημαντική περίοδος για τη νεοελληνική λογοτεχνία και σημάδεψε την κατοπινή της πορεία. Η ποίηση επηρεάζεται από το νέο λογοτεχνικό ρεύμα που γεννήθηκε στην Ευρώπη (τέλη 19ου - αρχές 20ου αιώνα), τον Συμβολισμό, ως αντίδραση προς την «ψυχρότητα» μορφής και περιεχομένου που εξέφραζε ο Παρνασσισμός. Όπως φαίνεται και από το όνομά του, ο Συμβολισμός χρησιμοποιεί σύμβολα για να εκφράσει ιδέες, συναισθήματα και ψυχικές καταστάσεις. Οι πρώτοι συμβολιστές αυτοαποκλήθηκαν «παρακμίες» (decadents), ιδέα που προήλθε από ένα στίχο του Βερλέν (Verlaine): «Είμαι η Ρώμη στο τέλος της παρακμής της» (Αργυρίου 1979: 23).
Κυριότερα γνωρίσματά του είναι η μουσικότητα, η υποβλητικότητα και η μελαγχολική διάθεση, που δημιουργούν ένα αίσθημα ασάφειας και ρευστότητας. Η αυστηρή μετρική χαλαρώνει και εισάγεται νέο λεξιλόγιο: επιλέγονται οι λέξεις που υποβάλλουν λεπτά, τρυφερά συναισθήματα. Τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου γίνονται σύμβολα εσωτερικών, ψυχικών καταστάσεων και το εννοιολογικό περιεχόμενο του ποιήματος περιορίζεται στο ελάχιστο (Καρβέλης 1983: 16).
Στην Ελλάδα παρατηρούνται δύο ομάδες συμβολιστών ποιητών: η πρώτη εμφανίζεται γύρω στο 1900-1910 και αποτελεί ουσιαστικά την πρώτη μεταπαλαμική γενιά με σαφείς ανανεωτικές τάσεις σε σχέση με τη γενιά του Παλαμά. Στην ομάδα αυτή ανήκουν οι ποιητές: Γιάννης Καμπύσης, Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Σπήλιος Πασαγιάννης, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Λάμπρος Πορφύρας, Ιωάννης Γρυπάρης κ.ά. Η δεύτερη ομάδα κάνει την εμφάνισή της γύρω στο 1910-1920 και γράφει ποίηση χαμηλόφωνη και αδιέξοδη. Στην ομάδα αυτή ανήκουν οι ποιητές: Απόστολος Μελαχρινός, Ρώμος Φιλύρας, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Μήτσος Παπανικολάου, Αναστάσιος Δρίβας, Κώστας Ουράνης, Κώστας Καρυωτάκης, Μαρία Πολυδούρη, Τέλλος Άγρας, Τάκης Παπατσώνης (ο προάγγελος του Μοντερνισμού), κ.ά. Οι συμβολιστές της πρώτης ομάδας διατηρούν περισσότερους δεσμούς με την παράδοση, ενώ παράλληλα «έδωσαν στο ποίημα μια πιο φιλτραρισμένη λυρική ουσία και θέλησαν να εκφράσουν λεπτότερες συναισθηματικές αποχρώσεις, εισάγοντας ταυτόχρονα τον συμβολισμό, τον αισθητισμό και τα ρεύματα της Ευρώπης και του Βορρά» (Στεργιόπουλος 1980: 17).
Οι συμβολιστές της δεύτερης ομάδας (που διακρίνονται από τους άλλους με το όνομα «νεοσυμβολιστές») εκφράζουν μέσα από την τέχνη τους γενική κόπωση και την αίσθηση του ανικανοποίητου. Η κυριότερη διαφορά της δεύτερης ομάδας ποιητών από τους συμβολιστές της πρώτης μεταπαλαμικής γενιάς έγκειται στην ανατροπή της λογικής συγκρότησης του ποιήματος (Καρβέλης 1983: 25). Από τους νεοσυμβολιστές ξεχωρίζει ο Κώστας Καρυωτάκης, που, τσακισμένος από την καθημερινή ανία και επιτήδευση κι αρνούμενος να συμβιβαστεί με την υποκρισία γύρω του, σαρκάζει και στηλιτεύει με την ποίησή του το πνεύμα της διάλυσης που χαρακτηρίζει την εποχή του. Η ποίηση του Καρυωτάκη, ιδιαίτερα μετά την αυτοκτονία του, άσκησε μεγάλη επίδραση στους σύγχρονους ποιητές αλλά και στους μετέπειτα, οι οποίοι προσπάθησαν να τη μιμηθούν. Η τάση μίμησης της καρυωτακικής ποίησης ονομάστηκε «καρυωτακισμός» και είχε ως κύρια χαρακτηριστικά ένα αίσθημα διάχυτης μελαγχολίας και αναίτιας θλίψης, μια πεισιθάνατη διάθεση και άρνηση σε όλα, ένα αίσθημα νοσηρότητας και παρακμής κ.ά. Εξαίρεση σ’ αυτό το πνεύμα απογοήτευσης που κυριάρχησε αποτέλεσε η ποίηση του Παπατσώνη, που διαπνέεται από την αισιοδοξία που προσδίδει στον άνθρωπο η πίστη.
Στην πεζογραφία, στις πρώτες δύο δεκαετίες του 20ου αιώνα ξεχωρίζουν ο Κωσταντίνος Χατζόπουλος και ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης, που υπερβαίνουν την ηθογραφία και πειραματίζονται με νέους εκφραστικούς τρόπους. Ο Χατζόπουλος, μάλιστα, υιοθετεί τον Συμβολισμό και στην πεζογραφία. Σύμφωνα με τον Beaton (1996: 138-139): «Σε γενικές γραμμές, οι πεζογράφοι κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα μπορούν να χωριστούν σε τρεις κυρίως κατηγορίες: σε εκείνους που παρουσιάζουν τη σύγχρονη αστική (κυρίως αθηναϊκή) ζωή σε ένα ευρύ φόντο χωρίς να εξαγγέλλουν κανένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, σε εκείνους που εστιάζονται στον εσωτερικό κόσμο του ατόμου και συνειδητά υιοθετούν την τεχνική της συμβολιστικής ποίησης· και τέλος (κατά χρονολογική σειρά εμφάνισης) σε εκείνους που απεικονίζουν την κοινωνία κατά τρόπο που κατευθύνεται άμεσα ή έμμεσα από ένα συγκεκριμένο όραμα για το μέλλον της κοινωνίας (το “Ιδεολογικό” μυθιστόρημα). Στην πράξη, οι τρεις αυτές κατηγορίες συγγενεύουν τόσο μεταξύ τους όσο και με τον ηθογραφικό ρεαλισμό της προηγούμενης περιόδου».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου