Melanie Viola
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μειόω - μειῶ»
μειῶ = ελαττώνω
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
μειῶ, μειοῖς, μειοῖ, μειοῦμεν, μειοῦτε, μειοῦσι(ν)
Υποτακτική
μειῶ, μειοῖς, μειοῖ, μειοῦμεν, μειοῦτε, μειοῦσι(ν)
Ευκτική
μειοῖμι, μειοῖς, μειοῖ, ή μειοίην, μειοίης, μειοίη, μειοῖμεν, μειοῖτε, μειοῖεν
Προστακτική
---, μείου, μειούτω, ---, μειοῦτε, μειούντων (ή μειούτωσαν)
Απαρέμφατο
μειοῦν
Μετοχή
μειῶν, μειοῦσα, μειοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ἐμείουν, ἐμείους, ἐμείου, ἐμειοῦμεν, ἐμειοῦτε, ἐμείουν
Μέλλοντας
Οριστική
μειώσω, μειώσεις, μειώσει, μειώσομεν, μειώσετε, μειώσουσι(ν)
Ευκτική
μειώσοιμι, μειώσοις, μειώσοι, μειώσοιμεν, μειώσοιτε, μειώσοιεν
Απαρέμφατο
μειώσειν
Μετοχή
μειώσων, μειώσουσα, μειῶσον
Αόριστος
Οριστική
ἐμείωσα, ἐμείωσας, ἐμείωσε(ν), ἐμειώσαμεν, ἐμειώσατε, ἐμείωσαν
Υποτακτική
μειώσω, μειώσῃς, μειώσῃ, μειώσωμεν, μειώσητε, μειώσωσι(ν)
Ευκτική
μειώσαιμι, μειώσαις ή μειώσειας, μειώσαι ή μειώσειε(ν), μειώσαιμεν, μειώσαιτε, μειώσαιεν ή μειώσειαν
Προστακτική
---, μείωσον, μειωσάτω, ---, μειώσατε, μειωσάντων (ή μειωσάτωσαν)
Απαρέμφατο
μειῶσαι
Μετοχή
μειώσας, μειώσασα, μειῶσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
μειοῦμαι, μειοῖ, μειοῦται, μειούμεθα, μειοῦσθε, μειοῦνται
Υποτακτική
μειῶμαι, μειοῖ, μειῶται, μειώμεθα, μειῶσθε, μειῶνται
Ευκτική
μειοίμην, μειοῖο, μειοῖτο, μειοίμεθα, μειοῖσθε, μειοῖντο
Προστακτική
---, μειοῦ, μειούσθω, ---, μειοῦσθε, μειούσθων ή μειούσθωσαν
Απαρέμφατο
μειοῦσθαι
Μετοχή
μειούμενος
μειουμένη
μειούμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐμειούμην, ἐμειοῦ, ἐμειοῦτο, ἐμειούμεθα, ἐμειοῦσθε, ἐμειοῦντο
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
μειωθήσομαι, μειωθήσῃ ή μειωθήσει, μειωθήσεται, μειωθησόμεθα, μειωθήσεσθε, μειωθήσονται
Ευκτική
μειωθησοίμην, μειωθήσοιο, μειωθήσοιτο, μειωθησοίμεθα, μειωθήσοισθε, μειωθήσοιντο
Απαρέμφατο
μειωθήσεσθαι
Μετοχή
μειωθησόμενος
μειωθησομένη
μειωθησόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐμειώθην, ἐμειώθης, ἐμειώθη, ἐμειώθημεν, ἐμειώθητε, ἐμειώθησαν
Υποτακτική
μειωθῶ, μειωθῇς, μειωθῇ, μειωθῶμεν, μειωθῆτε, μειωθῶσι(ν)
Ευκτική
μειωθείην, μειωθείης, μειωθείη, μειωθείημεν ή μειωθεῖμεν, μειωθείητε ή μειωθεῖτε, μειωθείησαν ή μειωθεῖεν
Προστακτική
---, μειώθητι, μειωθήτω, ---, μειώθητε, μειωθέντων ή μειωθήτωσαν
Απαρέμφατο
μειωθῆναι
Μετοχή
μειωθείς
μειωθεῖσα
μειωθέν
Παρακείμενος
Οριστική
μεμείωμαι, μεμείωσαι, μεμείωται, μεμειώμεθα, μεμείωσθε, μεμείωνται
Υποτακτική
μεμειωμένος- μεμειωμένη- μεμειωμένον ὦ
μεμειωμένος- μεμειωμένη- μεμειωμένον ᾖς
μεμειωμένος-
μεμειωμένη- μεμειωμένον ᾖ
μεμειωμένοι- μεμειωμέναι- μεμειωμένα ὦμεν
μεμειωμένοι-
μεμειωμέναι- μεμειωμένα ἦτε
μεμειωμένοι-
μεμειωμέναι- μεμειωμένα ὦσι
Ευκτική
μεμειωμένος- μεμειωμένη- μεμειωμένον εἴην
μεμειωμένος-
μεμειωμένη- μεμειωμένον εἴης
μεμειωμένος-
μεμειωμένη- μεμειωμένον εἴη
μεμειωμένοι-
μεμειωμέναι- μεμειωμένα εἴημεν (εἶμεν)
μεμειωμένοι-
μεμειωμέναι- μεμειωμένα εἴητε (εἶτε)
μεμειωμένοι-
μεμειωμέναι- μεμειωμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, μεμείωσο, μεμειώσθω, --- μεμείωσθε, μεμειώσθων ή μεμειώσθωσαν
Απαρέμφατο
μεμειῶσθαι
Μετοχή
μεμειωμένος,
μεμειωμένη,
μεμειωμένον
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μειόω - μειῶ»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
μειῶ, μειοῖς, μειοῖ, μειοῦμεν, μειοῦτε, μειοῦσι(ν)
μειῶ, μειοῖς, μειοῖ, μειοῦμεν, μειοῦτε, μειοῦσι(ν)
μειοῖμι, μειοῖς, μειοῖ, ή μειοίην, μειοίης, μειοίη, μειοῖμεν, μειοῖτε, μειοῖεν
---, μείου, μειούτω, ---, μειοῦτε, μειούντων (ή μειούτωσαν)
μειοῦν
μειῶν, μειοῦσα, μειοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ἐμείουν, ἐμείους, ἐμείου, ἐμειοῦμεν, ἐμειοῦτε, ἐμείουν
Μέλλοντας
Οριστική
μειώσω, μειώσεις, μειώσει, μειώσομεν, μειώσετε, μειώσουσι(ν)
μειώσοιμι, μειώσοις, μειώσοι, μειώσοιμεν, μειώσοιτε, μειώσοιεν
Απαρέμφατο
μειώσειν
Μετοχή
μειώσων, μειώσουσα, μειῶσον
Αόριστος
Οριστική
ἐμείωσα, ἐμείωσας, ἐμείωσε(ν), ἐμειώσαμεν, ἐμειώσατε, ἐμείωσαν
μειώσω, μειώσῃς, μειώσῃ, μειώσωμεν, μειώσητε, μειώσωσι(ν)
μειώσαιμι, μειώσαις ή μειώσειας, μειώσαι ή μειώσειε(ν), μειώσαιμεν, μειώσαιτε, μειώσαιεν ή μειώσειαν
Προστακτική
---, μείωσον, μειωσάτω, ---, μειώσατε, μειωσάντων (ή μειωσάτωσαν)
Απαρέμφατο
μειῶσαι
μειώσας, μειώσασα, μειῶσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
μειοῦμαι, μειοῖ, μειοῦται, μειούμεθα, μειοῦσθε, μειοῦνται
μειῶμαι, μειοῖ, μειῶται, μειώμεθα, μειῶσθε, μειῶνται
μειοίμην, μειοῖο, μειοῖτο, μειοίμεθα, μειοῖσθε, μειοῖντο
---, μειοῦ, μειούσθω, ---, μειοῦσθε, μειούσθων ή μειούσθωσαν
μειοῦσθαι
μειούμενος
μειουμένη
μειούμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐμειούμην, ἐμειοῦ, ἐμειοῦτο, ἐμειούμεθα, ἐμειοῦσθε, ἐμειοῦντο
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
μειωθήσομαι, μειωθήσῃ ή μειωθήσει, μειωθήσεται, μειωθησόμεθα, μειωθήσεσθε, μειωθήσονται
μειωθησοίμην, μειωθήσοιο, μειωθήσοιτο, μειωθησοίμεθα, μειωθήσοισθε, μειωθήσοιντο
Απαρέμφατο
μειωθήσεσθαι
Μετοχή
μειωθησόμενος
μειωθησομένη
μειωθησόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐμειώθην, ἐμειώθης, ἐμειώθη, ἐμειώθημεν, ἐμειώθητε, ἐμειώθησαν
μειωθῶ, μειωθῇς, μειωθῇ, μειωθῶμεν, μειωθῆτε, μειωθῶσι(ν)
μειωθείην, μειωθείης, μειωθείη, μειωθείημεν ή μειωθεῖμεν, μειωθείητε ή μειωθεῖτε, μειωθείησαν ή μειωθεῖεν
---, μειώθητι, μειωθήτω, ---, μειώθητε, μειωθέντων ή μειωθήτωσαν
Απαρέμφατο
μειωθῆναι
μειωθείς
μειωθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
μεμείωμαι, μεμείωσαι, μεμείωται, μεμειώμεθα, μεμείωσθε, μεμείωνται
Υποτακτική
μεμειωμένος- μεμειωμένη- μεμειωμένον ὦ
μεμειωμένος- μεμειωμένη- μεμειωμένον ᾖς
μεμειωμένοι- μεμειωμέναι- μεμειωμένα ὦμεν
Ευκτική
μεμειωμένος- μεμειωμένη- μεμειωμένον εἴην
Προστακτική
---, μεμείωσο, μεμειώσθω, --- μεμείωσθε, μεμειώσθων ή μεμειώσθωσαν
Απαρέμφατο
μεμειῶσθαι
μεμειωμένος,
μεμειωμένη,
μεμειωμένον


0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου