Αρχαία Ελληνικά: Παραθετικά επιθέτων (Παραδείγματα κλίσης ομαλών παραθετικών) | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία Ελληνικά: Παραθετικά επιθέτων (Παραδείγματα κλίσης ομαλών παραθετικών)

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Ricky Barnard

 
Αρχαία Ελληνικά: Παραθετικά επιθέτων (Παραδείγματα κλίσης ομαλών παραθετικών)
 
Κανονικός σχηματισμός μονολεκτικών παραθετικών
Τα μονολεκτικά παραθετικά των επιθέτων στην αρχαία ελληνική, όπως και στη νέα, σχηματίζονται κανονικά από το θετικό, αφού στο θέμα (του αρσεν. γένους) προστεθούν ορισμένες καταλήξεις που λέγονται παραθετικές καταλήξεις. Οι πιο συνηθισμένες παραθετικές καταλήξεις είναι:
για το συγκριτικό: -τερος, -τέρα, -τερον·
για το υπερθετικό: -τατος, -τάτη, -τατον.
Έτσι τα παραθετικά που σχηματίζονται με τις παραπάνω καταλήξεις είναι δευτερόκλιτα επίθετα, τρικατάληκτα με τρία γένη.
 
Παραθετικά με τις καταλήξεις αυτές σχηματίζουν τα επίθετα της β΄ κλίσης:
 
1. Τρικατάληκτα με 3 γένη (σε -ος, -η, -ον και -ος, -α, -ον)
 
Θετικός βαθμός: πτωχός- πτωχή - πτωχόν:         
 
Συγκριτικός βαθμός (πτωχότερος, πτωχοτέρα, πτωχότερον)
 
πτωχότερος - το πτωχοτέρου - τ πρωχοτέρ - τό πτωχότερον - () πτωχότερε
ο πτωχότεροι - τν πτωχοτέρων - τος πτωχοτέροις - τούς πτωχοτέρους - () πτωχότεροι
 
πτωχοτέρα - τς πτωχοτέρας - τ πτωχοτέρ - τήν πτωχοτέραν - () πτωχοτέρα
α πτωχότεραι - τν πτωχοτέρων - τας πτωχοτέραις - τάς πτωχοτέρας - () πτωχότεραι
 
τό πτωχότερον - το πτωχοτέρου - τ πτωχοτέρ - τό πτωχότερον - () πτωχότερον
τά πτωχότερα - τν πτωχοτέρων - τος πτωχοτέροις - τά πτωχότερα - () πτωχότερα
 
Υπερθετικός βαθμός (πτωχότατος, πτωχοτάτη, πτωχότατον)
 
πτωχότατος - το πτωχοτάτου - τ πτωχοτάτ - τόν πτωχότατον - () πτωχότατε
ο πτωχότατοι - τν πτωχοτάτων - τος πτωχοτάτοις - τούς πτωχοτάτους - () πτωχότατοι
 
πτωχοτάτη - τς πτωχοτάτης - τ πτωχοτάτ - τήν πτωχοτάτην - () πτωχοτάτη
α πτωχόταται - τν πτωχοτάτων - τας πτωχοτάταις - τάς πτωχοτάτας - () πτωχόταται
 
τό πτωχότατον - το πτωχοτάτου - τ πτωχοτάτ - τό πτωχότατον - () πτωχότατον
τά πτωχότατα - τν πτωχοτάτων - τος πτωχοτάτοις - τά πτωχότατα - () πτωχότατα
 
Θετικός βαθμός: σεμνός - σεμνή - σεμνόν
 
Συγκριτικός βαθμός (σεμνότερος, σεμνοτέρα, σεμνότερον)
 
σεμνότερος - το σεμνοτέρου - τ σεμνοτέρ - τό σεμνότερον - () σεμνότερε
ο σεμνότεροι - τν σεμνοτέρων - τος σεμνοτέροις - τούς σεμνοτέρους - () σεμνότεροι
 
σεμνοτέρα - τς σεμνοτέρας - τ σεμνοτέρ - την σεμνοτέραν - () σεμνοτέρα
α σεμνότεραι - τν σεμνοτέρων - τας σεμνοτέραις - τάς σεμνοτέρας - () σεμνότεραι
 
τό σεμνότερον - το σεμνοτέρου - τ σεμνοτέρ - τό σεμνότερον - () σεμνότερον
τά σεμνότερα - τν σεμνοτέρων - τος σεμνοτέροις - τά σεμνότερα - () σεμνότερα
 
Υπερθετικός βαθμός (σεμνότατος, σεμνοτάτη, σεμνότατον)
 
σεμνότατος - το σεμνοτάτου - τ σεμνοτάτ - τόν σεμνότατον - () σεμνότατε
ο σεμνότατοι - τν σεμνοτάτων - τος σεμνοτάτοις - τούς σεμνοτάτους - () σεμνότατοι
 
σεμνοτάτη - τς σεμνοτάτης - τ σεμνοτάτ - τήν σεμνοτάτην - () σεμνοτάτη
α σεμνόταται - τν σεμνοτάτων - τας σεμνοτάταις - τάς σεμνοτάτας - () σεμνόταται
 
τό σεμνότατον - το σεμνοτάτου - τ σεμνοτάτ - τό σεμνότατον - () σεμνότατον
τά σεμνότατα - τν σεμνοτάτων - τος σεμνοτάτοις - τά σεμνότατα - () σεμνότατα
 
Θετικός βαθμός: γνός - γνή - γνόν
 
Συγκριτικός βαθμός (γνότερος, γνοτέρα, γνότερον)
 
γνότερος - το γνοτέρου - τ γνοτέρ - τό γνότερον - () γνότερε
ο γνότεροι - τν γνοτέρων - τος γνοτέροις - τούς γνοτέρους - () γνότεροι
 
γνοτέρα - τς γνοτέρας - τ γνοτέρ - τήν γνοτέραν - () γνοτέρα
α γνότεραι - τν γνοτέρων - τας γνοτέραις - τάς γνοτέρας - () γνότεραι
 
τό γνότερον - το γνοτέρου - τ γνοτέρ - τό γνότερον - () γνότερον
τά γνότερα - τν γνοτέρων - τος γνοτέροις - τά γνότερα - () γνότερα
 
Υπερθετικός βαθμός (γνότατος, γνοτάτη, γνότατον)
 
γνότατος - το γνοτάτου - τ γνοτάτ - τόν γνότατον - () γνότατε
ο γνότατοι - τν γνοτάτων - τος γνοτάτοις - τούς γνοτάτους - () γνότατοι
 
γνοτάτη - τς γνοτάτης - τ γνοτάτ - τήν γνοτάτην - () γνοτάτη
α γνόταται - τν γνοτάτων - τας γνοτάταις - τάς γνοτάτας - () γνόταται
 
τό γνότατον - το γνοτάτου - τ γνοτάτ - τό γνότατον - () γνότατον
τά γνότατα - τν γνοτάτων - τος γνοτάτοις - τά γνότατα - () γνότατα
 
Θετικός βαθμός: μαλός - μαλή - μαλόν (το –α βραχύχρονο)
 
Συγκριτικός βαθμός (μαλώτερος, μαλωτέρα, μαλώτερον)
 
μαλώτερος - το μαλωτέρου - τ μαλωτέρ - τό μαλώτερον - () μαλώτερε
ο μαλώτεροι - τν μαλωτέρων - τος μαλωτέροις - τούς μαλωτέρους - () μαλώτεροι
 
μαλωτέρα - τς μαλωτέρας - τ μαλωτέρ - τήν μαλωτέραν - () μαλωτέρα
α μαλώτεραι - τν μαλωτέρων - τας μαλωτέραις - τάς μαλωτέρας - () μαλώτεραι
 
τό μαλώτερον - το μαλωτέρου - τ μαλωτέρ - τό μαλώτερον - () μαλώτερον
τά μαλώτερα - τν μαλωτέρων - τος μαλωτέροις - τά μαλώτερα - () μαλώτερα
 
Υπερθετικός βαθμός (μαλώτατος, μαλωτάτη, μαλώτατον)
 
μαλώτατος - το μαλωτάτου - τ μαλωτάτ - τόν μαλώτατον - () μαλώτατε
ο μαλώτατοι - τν μαλωτάτων - τος μαλωτάτοις - τούς μαλωτάτους - () μαλώτατοι
 
μαλωτάτη - τς μαλωτάτης - τ μαλωτάτ - τήν μαλωτάτην - () μαλωτάτη
α μαλώταται - τν μαλωτάτων - τας μαλωτάταις - τάς μαλωτάτας - () μαλώταται
 
τό μαλώτατον - το μαλωτάτου - τ μαλωτάτ - τό μαλώτατον - () μαλώτατον
τά μαλώτατα - τν μαλωτάτων - τος μαλωτάτοις - τά μαλώτατα - () μαλώτατα
 
Θετικός βαθμός: εφορος- εφορη - εφορον:         
 
Συγκριτικός βαθμόςφορώτερος, εφορωτέρα, εφορώτερον)
 
εφορώτερος - το εφορωτέρου - τ εφορωτέρ - τό εφορώτερον - () εφορώτερε
ο εφορώτεροι - τν εφορωτέρων - τος εφορωτέροις - τούς εφορωτέρους - () εφορώτεροι
 
εφορωτέρα - τς εφορωτέρας - τ εφορωτέρ - τήν εφορωτέραν - () εφορωτέρα
α εφορώτεραι - τν εφορωτέρων - τας εφορωτέραις - τάς εφορωτέρας - () εφορώτεραι
 
τό εφορώτερον - το εφορωτέρου - τ εφορωτέρ - τό εφορώτερον - () εφορώτερον
τά εφορώτερα - τν εφορωτέρων - τος εφορωτέροις - τά εφορώτερα - () εφορώτερα
 
Υπερθετικός βαθμός (πτωχότατος, πτωχοτάτη, πτωχότατον)
 
εφορώτατος - το εφορωτάτου - τ εφορωτάτ - τόν εφορώτατον - () ευφορώτατε
ο εφορώτατοι - τν εφορωτάτων - τος εφορωτάτοις - τούς εφορωτάτους - () εφορώτατοι
 
εφορωτάτη - τς εφορωτάτης - τ εφορωτάτ - τήν εφορωτάτην - () εφορωτάτη
α εφορώταται - τν εφορωτάτων - τας εφορωτάταις - τάς εφορωτάτας - () εφορώταται
 
τό εφορώτατον - το εφορωτάτου - τ εφορωτάτ - τό εφορώτατον - () εφορώτατον
τά εφορώτατα - τν εφορωτάτων - τος εφορωτάτοις - τά εφορώτατα - () εφορώτατα
 
Θετικός βαθμός: νέος - νέα - νέον
 
Συγκριτικός βαθμός (νεώτερος, νεωτέρα, νεώτερον)
 
νεώτερος - το νεωτέρου - τ νεωτέρ - τό νεώτερον - () νεώτερε
ο νεώτεροι - τν νεωτέρων - τος νεωτέροις - τούς νεωτέρους - () νεώτεροι
 
νεωτέρα - τς νεωτέρας - τ νεωτέρ - την νεωτέραν - () νεωτέρα
α νεώτεραι - τν νεωτέρων - τας νεωτέραις - τάς νεωτέρας - () νεώτεραι
 
τό νεώτερον - το νεωτέρου - τ νεωτέρ - τό νεώτερον - () νεώτερον
τά σεμνότερα - τν σεμνοτέρων - τος σεμνοτέροις - τά σεμνότερα - () σεμνότερα
 
Υπερθετικός βαθμός (νεώτατος, νεωτάτη, νεώτατον)
 
νεώτατος - το νεωτάτου - τ νεωτάτ - τόν νεώτατον - () νεώτατε
ο νεώτατοι - τν νεωτάτων - τος νεωτάτοις - τούς νεωτάτους - () νεώτατοι
 
νεωτάτη - τς νεωτάτης - τ νεωτάτ - τήν νεωτάτην - () νεωτάτη
α νεώταται - τν νεωτάτων - τας νεωτάταις - τάς νεωτάτας - () νεώταται
 
τό νεώτατον - το νεωτάτου - τ νεωτάτ - τό νεώτατον - () νεώτατον
τά νεώτατα - τν νεωτάτων - τος νεωτάτοις - τά νεώτατα - () νεώτατα
 
Θετικός βαθμός: γενναος - γενναία - γενναον
 
Συγκριτικός βαθμός (γενναιότερος, γενναιοτέρα, γενναιότερον)
 
γενναιότερος - το γενναιοτέρου - τ γενναιοτέρ - τό γενναιότερον - () γενναιότερε
ο γενναιότεροι - τν γενναιοτέρων - τος γενναιοτέροις - τούς γενναιοτέρους - () γενναιότεροι
 
γενναιοτέρα - τς γενναιοτέρας - τ γενναιοτέρ - τήν γενναιοτέραν - () γενναιοτέρα
α γενναιότεραι - τν γενναιοτέρων - τας γενναιοτέραις - τάς γενναιοτέρας - () γενναιότεραι
 
τό γενναιότερον - το γενναιοτέρου - τ γενναιοτέρ - τό γενναιότερον - () γενναιότερον
τά γενναιότερα - τν γενναιοτέρων - τος γενναιοτέροις - τά γενναιότερα - () γενναιότερα
 
Υπερθετικός βαθμός (γενναιότατος, γενναιοτάτη, γενναιότατον)
 
γενναιότατος - το γενναιοτάτου - τ γενναιοτάτ - τόν γενναιότατον - () γενναιότατε
ο γενναιότατοι - τν γενναιοτάτων - τος γενναιοτάτοις - τούς γενναιοτάτους - () γενναιότατοι
 
γενναιοτάτη - τς γενναιοτάτης - τ γενναιοτάτ - τήν γενναιοτάτην - () γενναιοτάτη
α γενναιόταται - τν γενναιοτάτων - τας γενναιοτάταις - τάς γενναιοτάτας - () γενναιόταται
 
τό γενναιότατον - το γενναιοτάτου - τ γενναιοτάτ - τό γενναιότατον - () γενναιότατον
τά γενναιότατα - τν γενναιοτάτων - τος γενναιοτάτοις – τά γενναιότατα - () γενναιότατα
 
Θετικός βαθμός: ξιος - ξία - ξιον
 
Συγκριτικός βαθμός (ξιώτερος, ξιωτέρα, ξιώτερον)
 
ξιώτερος - το ξιωτέρου - τ ξιωτέρ - τό ξιώτερον - () ξιώτερε
ο ξιώτεροι - τν ξιωτέρων - τος ξιωτέροις - τούς ξιωτέρους - () ξιώτεροι
 
ξιωτέρα - τς ξιωτέρας - τ ξιωτέρ - τήν ξιωτέραν - () ξιωτέρα
α ξιώτεραι - τν ξιωτέρων - τας ξιωτέραις - τάς ξιωτέρας - () ξιώτεραι
 
τό ξιώτερον - το ξιωτέρου - τ ξιωτέρ - τό ξιώτερον - () ξιώτερον
τά ξιώτερα - τν ξιωτέρων - τος ξιωτέροις - τά ξιώτερα - () ξιώτερα
 
Υπερθετικός βαθμός (ξιώτατος, ξιωτάτη, ξιώτατον)
 
ξιώτατος - το ξιωτάτου - τ ξιωτάτ - τόν ξιώτατον - () ξιώτατε
ο ξιώτατοι - τν ξιωτάτων - τος ξιωτάτοις - τούς ξιωτάτους - () ξιώτατοι
 
ξιωτάτη - τς ξιωτάτης - τ ξιωτάτ - τήν ξιωτάτην - () ξιωτάτη
α ξιώταται - τν ξιωτάτων - τας ξιωτάταις - τάς ξιωτάτας - () ξιώταται
 
τό ξιώτατον - το ξιώτάτου - τ ξιωτάτ - τό ξιώτατον - () ξιώτατον
τά ξιώτατα - τν ξιωτάτων - τος ξιωτάτοις - τά ξιώτατα - () ξιώτατα
 
Θετικός βαθμός: ραος - ραία - ραον
 
Συγκριτικός βαθμός (ραιότερος, ραιοτέρα, ραιότερον)
 
ραιότερος - το ραιοτέρου - τ ραιοτέρ - τό ραιότερον - () ραιότερε
ο ραιότεροι - τν ραιοτέρων - τος ραιοτέροις - τούς ραιοτέρους - () ραιότεροι
 
ραιοτέρα - τς ραιοτέρας - τ ραιοτέρ - τήν ραιοτέραν - () ραιοτέρα
α ραιότεραι - τν ραιοτέρων - τας ραιοτέραις - τάς ραιοτέρας - () ραιότεραι
 
τό ραιότερον - το ραιοτέρου - τ ραιοτέρ - τό ραιότερον - () ραιότερον
τά ραιότερα - τν ραιοτέρων - τος ραιοτέροις - τά ραιότερα - () ραιότερα
 
Υπερθετικός βαθμός (ραιότατος, ραιοτάτη, ραιότατον)
 
ραιότατος - το ραιοτάτου - τ ραιοτάτ - τόν ραιότατον - () ραιότατε
ο ραιότατοι - τν ραιοτάτων - τος ραιοτάτοις - τούς ραιοτάτους - () ραιότατοι
 
ραιοτάτη - τς ραιοτάτης - τ ραιοτάτ - τήν ραιοτάτην - () ραιοτάτη
α ραιόταται - τν ραιοτάτων - τας ραιοτάταις - τάς ραιοτάτας - () ραιόταται
 
τό ραιότατον - το ραιοτάτου - τ ραιοτάτ - τό ραιότατον - () ραιότατον
τά ραιότατα - τν ραιοτάτων - τος ραιοτάτοις – τά ραιότατα - () ραιότατα
 
2. Δικατάληκτα με τρία γένη (σε -ος, -ον)
 
Θετικός βαθμός: νδοξος - νδοξος - νδοξον
 
Συγκριτικός βαθμός (νδοξότερος, νδοξοτέρα, νδοξότερον)
 
νδοξότερος - το νδοξοτέρου - τ νδοξοτέρ - τό νδοξότερον - () νδοξότερε
ο νδοξότεροι - τν νδοξοτέρων - τος νδοξοτέροις - τούς νδοξοτέρους - () νδοξότεροι
 
νδοξοτέρα - τς νδοξοτέρας - τ νδοξοτέρ - τήν νδοξοτέραν - () νδοξοτέρα
α νδοξότεραι - τν νδοξοτέρων - τας νδοξοτέραις - τάς νδοξοτέρας - () νδοξότεραι
 
τό νδοξότερον - το νδοξοτέρου - τ νδοξοτέρ - τό νδοξότερον - () νδοξότερον
τά νδοξότερα - τν νδοξοτέρων - τος νδοξοτέροις - τά νδοξότερα - () νδοξότερα
 
Υπερθετικός βαθμός (νδοξότατος, νδοξοτάτη, νδοξότατον)
 
νδοξότατος - το νδοξοτάτου - τ νδοξοτάτ - τόν νδοξότατον - () νδοξότατε
ο νδοξότατοι - τν νδοξοτάτων - τος νδοξοτάτοις - τούς νδοξοτάτους - () νδοξότατοι
 
νδοξοτάτη - τς νδοξοτάτης - τ νδοξοτάτ - τήν νδοξοτάτην - () νδοξοτάτη
α νδοξόταται - τν νδοξοτάτων - τας νδοξοτάταις - τάς νδοξοτάτας - () νδοξόταται
 
τό νδοξότατον - το νδοξοτάτου - τ νδοξοτάτ - τό νδοξότατον - () νδοξότατον
τά νδοξότατα - τν νδοξοτάτων - τος νδοξοτάτοις - τά νδοξότατα - () νδοξότατα
 
Θετικός βαθμός: εψυχος - εψυχος - εψυχον (το –υ μακρόχρονο)
 
Συγκριτικός βαθμόςψυχότερος, εψυχοτέρα, εψυχότερον)
 
εψυχότερος - το εψυχοτέρου - τ εψυχοτέρ - τό εψυχότερον - () εψυχότερε
ο εψυχότεροι - τν εψυχοτέρων - τος εψυχοτέροις - τούς εψυχοτέρους - () εψυχότεροι
 
εψυχοτέρα - τς εψυχοτέρας - τ εψυχοτέρ - τήν εψυχοτέραν - () εψυχοτέρα
α εψυχότεραι - τν εψυχοτέρων - τας εψυχοτέραις - τάς εψυχοτέρας - () εψυχότεραι
 
τό εψυχότερον - το εψυχοτέρου - τ εψυχοτέρ - τό εψυχότερον - () εψυχότερον
τά εψυχότερα - τν εψυχοτέρων - τος εψυχοτέροις - τά εψυχότερα - () εψυχότερα
 
Υπερθετικός βαθμόςψυχότατος, εψυχοτάτη, εψυχότατον)
 
εψυχότατος - το εψυχοτάτου - τ εψυχοτάτ - τόν εψυχότατον - () εψυχότατε
ο εψυχότατοι - τν εψυχοτάτων - τος εψυχοτάτοις - τούς εψυχοτάτους - () εψυχότατοι
 
εψυχοτάτη - τς εψυχοτάτης - τ εψυχοτάτ - τήν εψυχοτάτην - () εψυχοτάτη
α εψυχόταται - τν εψυχοτάτων - τας εψυχοτάταις - τάς εψυχοτάτας - () εψυχόταται
 
τό εψυχότατον - το εψυχοτάτου - τ εψυχοτάτ - τό εψυχότατον - () εψυχότατον
τά εψυχότατα - τν εψυχοτάτων - τος εψυχοτάτοις - τά εψυχότατα - () εψυχότατα
 
 
Παραθετικά με τις καταλήξεις αυτές σχηματίζουν τα επίθετα της γ΄ κλίσης:
 
1. Τρικατάληκτα φωνηεντόληκτα (σε -υς, -εια, -υ)
 
Θετικός βαθμός: ερύς- ερεα- ερύ
 
Συγκριτικός βαθμόςρύτερος, ερυτέρα, ερύτερον)
 
ερύτερος - το ερυτέρου - τ ερυτέρ - τό ερύτερον - () ερύτερε
ο ερύτεροι - τν ερυτέρων - τος ερυτέροις - τούς ερυτέρους - () ερύτεροι
 
ερυτέρα - τς ερυτέρας - τ ερυτέρ - τήν ερυτέραν - () ερυτέρα
α ερύτεραι - τν ερυτέρων - τας ερυτέραις - τάς ερυτέρας - () ερύτεραι
 
τό ερύτερον - το ερυτέρου - τ ερυτέρ - τό ερύτερον - () ερύτερον
τά ερύτερα - τν ερυτέρων - τος ερυτέροις - τά ερύτερα - () ερύτερα
 
Υπερθετικός βαθμόςρύτατος, ερυτάτη, ερύτατον)
 
ερύτατος - το ερυτάτου - τ ερυτάτ - τόν ερύτατον - () ερύτατε
ο ερύτατοι - τν ερυτάτων - τος ερυτάτοις - τούς ερυτάτους - () ερύτατοι
 
ερυτάτη - τς ερυτάτης - τ ερυτάτ - τήν ερυτάτην - () ερυτάτη
α ερύταται - τν ερυτάτων - τας ερυτάταις - τάς ερυτάτας - () ερύταται
 
τό ερύτατον - το ερυτάτου - τ ερυτάτ - τό ερύτατον - () ερύτατον
τά ερύτατα - τν ερυτάτων - τος ερυτάτοις - τά ερύτατα - () ερύτατα
 
Θετικός βαθμός: βαθύς- βαθεα- βαθύ
 
Συγκριτικός βαθμός (βαθύτερος, βαθυτέρα, βαθύτερον)
 
βαθύτερος - το βαθυτέρου - τ βαθυτέρ - τό βαθύτερον - () βαθύτερε
ο βαθύτεροι - τν βαθυτέρων - τος βαθυτέροις - τούς βαθυτέρους - () βαθύτεροι
 
βαθυτέρα - τς βαθυτέρας - τ βαθυτέρ - τήν βαθυτέραν - () βαθυτέρα
α βαθύτεραι - τν βαθυτέρων - τας βαθυτέραις - τάς βαθυτέρας - () βαθύτεραι
 
τό βαθύτερον - το βαθυτέρου - τ βαθυτέρ - τό βαθύτερον - () βαθύτερον
τά βαθύτερα - τν βαθυτέρων - τος βαθυτέροις - τά βαθύτερα - () βαθύτερα
 
Υπερθετικός βαθμός (βαθύτατος, βαθυτάτη, βαθύτατον)
 
βαθύτατος - το βαθυτάτου - τ βαθυτάτ - τόν βαθύτατον - () βαθύτατε
ο βαθύτατοι - τν βαθυτάτων - τος βαθυτάτοις - τούς βαθυτάτους - () βαθύτατοι
 
βαθυτάτη - τς βαθυτάτης - τ βαθυτάτ - τήν βαθυτάτην - () βαθυτάτη
α βαθύταται - τν βαθυτάτων - τας βαθυτάταις - τάς βαθυτάτας - () βαθύταται
 
τό βαθύτατον - το βαθυτάτου - τ βαθυτάτ - τό βαθύτατον - () βαθύτατον
τά βαθύτατα - τν βαθυτάτων - τος βαθυτάτοις - τά βαθύτατα - () βαθύτατα
 
2. Σιγμόληκτα δικατάληκτα (αρσ. και θηλ. σε -ης, ουδ. σε -ες)
 
Θετικός βαθμός: εσεβής- εσεβής- εσεβές
 
Συγκριτικός βαθμόςσεβέστερος, εσεβεστέρα, εσεβέστερον)
 
εσεβέστερος - το εσεβεστέρου - τ εσεβεστέρ - τό εσεβέστερον - () εσεβέστερε
ο εσεβέστεροι - τν εσεβεστέρων - τος εσεβεστέροις - τούς εσεβεστέρους - () εσεβέστεροι
 
εσεβεστέρα - τς εσεβεστέρας - τ εσεβεστέρ - τήν εσεβεστέραν - () εσεβεστέρα
α εσεβέστεραι - τν εσεβεστέρων - τας εσεβεστέραις - τάς εσεβεστέρας - () εσεβέστεραι
 
τό εσεβέστερον - το εσεβεστέρου - τ εσεβεστέρ - τό εσεβέστερον - () εσεβέστερον
τά εσεβέστερα - τν εσεβεστέρων - τος εσεβεστέροις - τά εσεβέστερα - () εσεβέστερα
 
Υπερθετικός βαθμόςσεβέστατος, εσεβεστάτη, εσεβέστατον)
 
εσεβέστατος - το εσεβεστάτου - τ εσεβεστάτ - τόν εσεβέστατον - () εσεβέστατε
ο εσεβέστατοι - τν εσεβεστάτων - τος εσεβεστάτοις - τούς εσεβεστάτους - () εσεβέστατοι
 
εσεβεστάτη - τς εσεβεστάτης - τ εσεβεστάτ - τήν εσεβεστάτην - () εσεβεστάτη
α εσεβέσταται - τν εσεβεστάτων - τας εσεβεστάταις - τάς εσεβεστάτας - () εσεβέσταται
 
τό εσεβέστατον - το εσεβεστάτου - τ εσεβεστάτ - τό εσεβέστατον - () εσεβέστατον
τά εσεβέστατα - τν εσεβεστάτων - τος εσεβεστάτοις - τά εσεβέστατα - () εσεβέστατα
 
Θετικός βαθμός: ληθής- ληθής- ληθές
 
Συγκριτικός βαθμός (ληθέστερος, ληθεστέρα, ληθέστερον)
 
ληθέστερος - το ληθεστέρου - τ ληθεστέρ - τό ληθέστερον - () ληθέστερε
ο ληθέστεροι - τν ληθεστέρων - τος ληθεστέροις - τούς ληθεστέρους - () ληθέστεροι
 
ληθεστέρα - τς ληθεστέρας - τ ληθεστέρ - τήν ληθεστέραν - () ληθεστέρα
α ληθέστεραι - τν ληθεστέρων - τας ληθεστέραις - τάς ληθεστέρας - () ληθέστεραι
 
τό ληθέστερον - το ληθεστέρου - τ ληθεστέρ - τό ληθέστερον - () ληθέστερον
τά ληθέστερα - τν ληθεστέρων - τος ληθεστέροις - τά ληθέστερα - () ληθέστερα
 
Υπερθετικός βαθμός (ληθέστατος, ληθεστάτη, ληθέστατον)
 
ληθέστατος - το ληθεστάτου - τ ληθεστάτ - τόν ληθέστατον - () ληθέστατε
ο ληθέστατοι - τν ληθεστάτων - τος ληθεστάτοις - τούς ληθεστάτους - () ληθέστατοι
 
ληθεστάτη - τς ληθεστάτης - τ ληθεστάτ - τήν ληθεεστάτην - () ληθεεστάτη
α ληθέσταται - τν ληθεστάτων - τας ληθεστάταις - τάς ληθεστάτας - () ληθέσταται
 
τό ληθέστατον - το ληθεστάτου - τ ληθεστάτ - τό ληθέστατον - () ληθέστατον
τά ληθέστατα - τν ληθεστάτων - τος ληθεστάτοις - τά ληθέστατα - () ληθέστατα
 
Κατά τα παραθετικά των σιγμόληκτων επιθέτων σε -ης, -ες (ληθής, ληθέσ-τερος, ληθέσ-τατος) σχηματίζουν τα παραθετικά τους τα τριτόκλιτα επίθετα σε -ων, -ον (γεν. -ονος) ,  εσχήμων, τ εσχημον· ,  λεήμων, τ λεμον·, καθώς και τα επίθετα κρατος (=αυτός που δεν έχει ανακατευτεί με άλλον, ανόθευτος), σμενος (= ευχαριστημένος), ρρωμένος (= δυνατός) και πένης.
 
Θετικός βαθμός: λεήμων- λεήμων- λεμον
 
Συγκριτικός βαθμός (λεημονέστερος, λεημονεστέρα, λεημονέστερον)
 
λεημονέστερος - το λεημονεστέρου - τ λεημονεστέρ - τό λεημονέστερον - () λεημονέστερε
ο λεημονέστεροι - τν λεημονεστέρων - τος λεημονεστέροις - τούς λεημονεστέρους - () λεημονέστεροι
 
λεημονεστέρα - τς λεημονεστέρας - τ λεημονεστέρ - τήν λεημονεστέραν - () λεημονεστέρα
α λεημονέστεραι - τν λεημονεστέρων - τας λεημονεστέραις - τάς λεημονεστέρας - () λεημονέστεραι
 
τό λεημονέστερον - το λεημονεστέρου - τ λεημονεστέρ - τό λεημονέστερον - () λεημονέστερον
τά λεημονέστερα - τν λεημονεστέρων - τος λεημονεστέροις - τά λεημονέστερα - () λεημονέστερα
 
Υπερθετικός βαθμός (λεημονέστατος, λεημονεστάτη, λεημονέστατον)
 
λεημονέστατος - το λεημονεστάτου - τ λεημονεστάτ - τόν λεημονέστατον - () λεημονέστατε
ο λεημονέστατοι - τν λεημονεστάτων - τος λεημονεστάτοις - τούς λεημονεστάτους - () λεημονέστατοι
 
λεημονεστάτη - τς λεημονεστάτης - τ λεημονεστάτ - τήν λεημονεστάτην - () λεημονεστάτη
α λεημονέσταται - τν λεημονεστάτων - τας λεημονεστάταις - τάς λεημονεστάτας - () λεημονέσταται
 
τό λεημονέστατον - το λεημονεστάτου - τ λεημονεστάτ - τό λεημονέστατον - () λεημονέστατον
τά λεημονέστατα - τν λεημονεστάτων - τος λεημονεστάτοις - τά λεημονέστατα - () λεημονέστατα
 
Θετικός βαθμός: σώφρων- σώφρων- σφρον
 
Συγκριτικός βαθμός (σωφρονέστερος, σωφρονεστέρα, σωφρονέστερον)
 
σωφρονέστερος - το σωφρονεστέρου - τ σωφρονεστέρ - τό σωφρονέστερον - () σωφρονέστερε
ο σωφρονέστεροι - τν σωφρονεστέρων - τος σωφρονεστέροις - τούς σωφρονεστέρους - () σωφρονέστεροι
 
σωφρονεστέρα - τς σωφρονεστέρας - τ σωφρονεστέρ - τήν σωφρονεστέραν - () σωφρονεστέρα
α σωφρονέστεραι - τν σωφρονεστέρων - τας σωφρονεστέραις - τάς σωφρονεστέρας - () σωφρονέστεραι
 
τό σωφρονέστερον - το σωφρονεστέρου - τ σωφρονεστέρ - τό σωφρονέστερον - () σωφρονέστερον
τά σωφρονέστερα - τν σωφρονεστέρων - τος σωφρονεστέροις - τά σωφρονέστερα - () σωφρονέστερα
 
Υπερθετικός βαθμός (σωφρονέστατος, σωφρονεστάτη, σωφρονέστατον)
 
σωφρονέστατος - το σωφρονεστάτου - τ σωφρονεστάτ - τόν σωφρονέστατον - () σωφρονέστατε
ο σωφρονέστατοι - τν σωφρονεστάτων - τος σωφρονεστάτοις - τούς σωφρονεστάτους - () σωφρονέστατοι
 
σωφρονεστάτη - τς σωφρονεστάτης - τ σωφρονεστάτ - τήν σωφρονεστάτην - () σωφρονεστάτη
α σωφρονέσταται - τν σωφρονεστάτων - τας σωφρονεστάταις - τάς σωφρονεστάτας - () σωφρονέσταται
 
τό σωφρονέστατον - το σωφρονεστάτου - τ σωφρονεστάτ - τό σωφρονέστατον - () σωφρονέστατον
τά σωφρονέστατα - τν σωφρονεστάτων - τος σωφρονεστάτοις - τά σωφρονέστατα - () σωφρονέστατα
 
3. Δικατάληκτα αφωνόληκτα σε -ις, -ι
 
Θετικός βαθμός: εχαρις- εχαρις- εχαρι
 
Συγκριτικός βαθμόςχαρίστερος, εχαριστέρα, εχαρίστερον)
 
εχαρίστερος - το εχαριστέρου - τ εχαριστέρ - τό εχαρίστερον - () εχαρίστερε
ο εχαρίστεροι - τν εχαριστέρων - τος εχαριστέροις - τούς εχαριστέρους - () εχαρίστεροι
 
εχαριστέρα - τς εχαριστέρας - τ εχαριστέρ - τήν εχαριστέραν - () εχαριστέρα
α εχαρίστεραι - τν εχαριστέρων - τας εχαριστέραις - τάς εχαριστέρας - () εχαρίστεραι
 
τό εχαρίστερον - το εχαριστέρου - τ εχαριστέρ - τό εχαρίστερον - () εχαρίστερον
τά εχαρίστερα - τν εχαριστέρων - τος εχαριστέροις - τά εχαρίστερα - () εχαρίστερα
 
Υπερθετικός βαθμόςχαρίστατος, εχαριστάτη, εχαρίστατον)
 
εχαρίστατος - το εχαριστάτου - τ εχαριστάτ - τόν εχαρίστατον - () εχαρίστατε
ο εχαρίστατοι - τν εχαριστάτων - τος εχαριστάτοις - τούς εχαριστάτους - () εχαρίστατοι
 
εχαριστάτη - τς εχαριστάτης - τ εχαριστάτ - τήν εχαριστάτην - () εχαριστάτη
α εχαρίσταται - τν εχαριστάτων - τας εχαριστάταις - τάς εχαριστάτας - () εχαρίσταται
 
τό εχαρίστατον - το εχαριστάτου - τ εχαριστάτ - τό εχαρίστατον - () εχαρίστατον
τά εχαρίστατα - τν ευχαριστάτων - τος ευχαριστάτοις - τά εχαρίστατα - () εχαρίστατα
 
4. Τρικατάληκτα αφωνόληκτα σε -εις, -εσσα, -εν
 
Θετικός βαθμός: χαρίεις- χαρίεσσα- χαρίεν
 
Συγκριτικός βαθμός (χαριέστερος, χαριεστέρα, χαριέστερον)
 
χαριέστερος - το χαριεστέρου - τ χαριεστέρ - τό χαριέστερον - () χαριέστερε
ο χαριέστεροι - τν χαριεστέρων - τος χαριεστέροις - τούς χαριεστέρους - () χαριέστεροι
 
χαριεστέρα - τς χαριεστέρας - τ χαριεστέρ - τήν χαριεστέραν - () χαριεστέρα
α χαριέστεραι - τν χαριεστέρων - τας χαριεστέραις - τάς χαριεστέρας - () χαριέστεραι
 
τό χαριέστερον - το χαριεστέρου - τ χαριεστέρ - τό χαριέστερον - () χαριέστερον
τά χαριέστερα - τν χαριεστέρων - τος χαριεστέροις - τά χαριέστερα - () χαριέστερα
 
Υπερθετικός βαθμός (χαριέστατος, χαριεστάτη, χαριέστατον)
 
χαριέστατος - το χαριεστάτου - τ χαριεστάτ - τόν χαριέστατον - () χαριέστατε
ο χαριέστατοι - τν χαριεστάτων - τος χαριεστάτοις - τούς χαριεστάτους - () χαριέστατοι
 
χαριεστάτη - τς χαριεστάτης - τ χαριεστάτ - τήν χαριεστάτην - () χαριεστάτη
α χαριέσταται - τν χαριεστάτων - τας χαριεστάταις - τάς χαριεστάτας - () χαριέσταται
 
τό χαριέστατον - το χαριεστάτου - τ χαριεστάτ - τό χαριέστατον - () χαριέστατον
τά χαριέστατα - τν χαριεστάτων - τος χαριεστάτοις - τά χαριέστατα - () χαριέστατα
 
5. Τρικατάληκτα ενρινόληκτα σε -ας, -αινα, -αν
 
Θετικός βαθμός: μέλας – μέλαινα – μέλαν
 
 Συγκριτικός βαθμός (μελάντερος, μελαντέρα, μελάντερον)
 
μελάντερος - το μελαντέρου - τ μελαντέρ - τό μελάντερον - () μελάντερε
ο μελάντεροι - τν μελαντέρων - τος μελαντέροις - τούς μελαντέρους - () μελάντεροι
 
μελαντέρα - τς μελαντέρας - τ μελαντέρ - τήν μελαντέραν - () μελαντέρα
α μελάντεραι - τν μελαντέρων - τας μελαντέραις - τάς μελαντέρας - () μελάντεραι
 
τό μελάντερον - το μελαντέρου - τ μελαντέρ - τό μελάντερον - () μελάντερον
τά μελάντερα - τν μελαντέρων - τος μελαντέροις - τά μελάντερα - () μελάντερα
 
Υπερθετικός βαθμός (μελάντατος, μελαντάτη, μελάντατον)
 
μελάντατος - το μελαντάτου - τ μελαντάτ - τόν μελάντατον - () μελάντατε
ο μελάντατοι - τν μελαντάτων - τος μελαντάτοις - τούς μελαντάτους - () μελάντατοι
 
μελαντάτη - τς μελαντάτης - τ μελαντάτ - τήν μελαντάτην - () μελαντάτη
α μελάνταται - τν μελαντάτων - τας μελαντάταις - τάς μελαντάτας - () μελάνταται
 
τό μελάντατον - το μελαντάτου - τ μελαντάτ - τό μελάντατον - () μελάντατον
τά μελάντατα - τν μελαντάτων - τος μελαντάτοις - τά μελάντατα - () μελάντατα

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...