Ricky Barnard
Αρχαία Ελληνικά: Παραθετικά επιθέτων (Παραδείγματα κλίσης
ομαλών παραθετικών)
Κανονικός
σχηματισμός μονολεκτικών παραθετικών
Τα
μονολεκτικά παραθετικά των επιθέτων στην αρχαία ελληνική, όπως και στη νέα,
σχηματίζονται κανονικά από το θετικό, αφού στο θέμα (του αρσεν. γένους)
προστεθούν ορισμένες καταλήξεις που λέγονται παραθετικές
καταλήξεις. Οι πιο συνηθισμένες παραθετικές καταλήξεις είναι:
για
το συγκριτικό: -τερος, -τέρα,
-τερον·
για
το υπερθετικό: -τατος, -τάτη,
-τατον.
Έτσι τα παραθετικά που
σχηματίζονται με τις παραπάνω καταλήξεις είναι δευτερόκλιτα επίθετα,
τρικατάληκτα με τρία γένη.
Παραθετικά με τις καταλήξεις αυτές σχηματίζουν τα επίθετα της β΄ κλίσης:
1. Τρικατάληκτα με 3 γένη (σε -ος, -η, -ον και
-ος, -α, -ον)
Θετικός βαθμός: πτωχός- πτωχή - πτωχόν:
Συγκριτικός βαθμός (πτωχότερος,
πτωχοτέρα, πτωχότερον)
ὁ πτωχότερος - τοῦ πτωχοτέρου - τῷ
πρωχοτέρῳ - τό πτωχότερον -
(ὦ) πτωχότερε
οἱ πτωχότεροι - τῶν
πτωχοτέρων - τοῖς πτωχοτέροις -
τούς πτωχοτέρους - (ὦ) πτωχότεροι
ἡ πτωχοτέρα - τῆς πτωχοτέρας - τῇ
πτωχοτέρᾳ - τήν πτωχοτέραν
- (ὦ) πτωχοτέρα
αἱ πτωχότεραι - τῶν
πτωχοτέρων - ταῖς πτωχοτέραις -
τάς πτωχοτέρας - (ὦ) πτωχότεραι
τό πτωχότερον - τοῦ πτωχοτέρου - τῷ πτωχοτέρῳ - τό πτωχότερον -
(ὦ) πτωχότερον
τά
πτωχότερα - τῶν πτωχοτέρων - τοῖς πτωχοτέροις - τά πτωχότερα - (ὦ) πτωχότερα
Υπερθετικός βαθμός (πτωχότατος,
πτωχοτάτη, πτωχότατον)
ὁ πτωχότατος - τοῦ πτωχοτάτου - τῷ
πτωχοτάτῳ - τόν πτωχότατον
- (ὦ) πτωχότατε
οἱ πτωχότατοι - τῶν
πτωχοτάτων - τοῖς πτωχοτάτοις -
τούς πτωχοτάτους - (ὦ) πτωχότατοι
ἡ πτωχοτάτη - τῆς πτωχοτάτης - τῇ
πτωχοτάτῃ - τήν πτωχοτάτην
- (ὦ) πτωχοτάτη
αἱ πτωχόταται - τῶν
πτωχοτάτων - ταῖς πτωχοτάταις -
τάς πτωχοτάτας - (ὦ) πτωχόταται
τό πτωχότατον - τοῦ πτωχοτάτου - τῷ πτωχοτάτῳ - τό πτωχότατον -
(ὦ) πτωχότατον
τά
πτωχότατα - τῶν πτωχοτάτων - τοῖς πτωχοτάτοις - τά πτωχότατα - (ὦ) πτωχότατα
Θετικός βαθμός: σεμνός - σεμνή - σεμνόν
Συγκριτικός βαθμός (σεμνότερος, σεμνοτέρα,
σεμνότερον)
ὁ σεμνότερος - τοῦ σεμνοτέρου - τῷ σεμνοτέρῳ - τό σεμνότερον - (ὦ) σεμνότερε
οἱ σεμνότεροι - τῶν σεμνοτέρων
- τοῖς σεμνοτέροις -
τούς σεμνοτέρους - (ὦ) σεμνότεροι
ἡ σεμνοτέρα - τῆς σεμνοτέρας - τῇ σεμνοτέρᾳ - την σεμνοτέραν - (ὦ) σεμνοτέρα
αἱ σεμνότεραι - τῶν σεμνοτέρων
- ταῖς σεμνοτέραις -
τάς σεμνοτέρας - (ὦ) σεμνότεραι
τό σεμνότερον - τοῦ σεμνοτέρου - τῷ σεμνοτέρῳ - τό σεμνότερον -
(ὦ) σεμνότερον
τά
σεμνότερα - τῶν σεμνοτέρων - τοῖς σεμνοτέροις - τά σεμνότερα - (ὦ) σεμνότερα
Υπερθετικός βαθμός (σεμνότατος, σεμνοτάτη,
σεμνότατον)
ὁ σεμνότατος - τοῦ σεμνοτάτου - τῷ σεμνοτάτῳ - τόν σεμνότατον - (ὦ) σεμνότατε
οἱ σεμνότατοι - τῶν σεμνοτάτων
- τοῖς σεμνοτάτοις -
τούς σεμνοτάτους - (ὦ) σεμνότατοι
ἡ σεμνοτάτη - τῆς σεμνοτάτης - τῇ σεμνοτάτῃ - τήν σεμνοτάτην - (ὦ) σεμνοτάτη
αἱ σεμνόταται - τῶν σεμνοτάτων
- ταῖς σεμνοτάταις -
τάς σεμνοτάτας - (ὦ) σεμνόταται
τό σεμνότατον - τοῦ σεμνοτάτου - τῷ σεμνοτάτῳ - τό σεμνότατον -
(ὦ) σεμνότατον
τά
σεμνότατα - τῶν σεμνοτάτων - τοῖς σεμνοτάτοις - τά σεμνότατα - (ὦ) σεμνότατα
Θετικός βαθμός: ἁγνός - ἁγνή - ἁγνόν
Συγκριτικός βαθμός (ἁγνότερος, ἁγνοτέρα, ἁγνότερον)
ὁ ἁγνότερος - τοῦ ἁγνοτέρου - τῷ ἁγνοτέρῳ - τό ἁγνότερον - (ὦ) ἁγνότερε
οἱ ἁγνότεροι - τῶν ἁγνοτέρων - τοῖς ἁγνοτέροις - τούς ἁγνοτέρους - (ὦ) ἁγνότεροι
ἡ ἁγνοτέρα - τῆς ἁγνοτέρας - τῇ ἁγνοτέρᾳ - τήν ἁγνοτέραν - (ὦ) ἁγνοτέρα
αἱ ἁγνότεραι - τῶν ἁγνοτέρων - ταῖς ἁγνοτέραις - τάς ἁγνοτέρας - (ὦ) ἁγνότεραι
τό ἁγνότερον - τοῦ ἁγνοτέρου - τῷ ἁγνοτέρῳ - τό ἁγνότερον - (ὦ) ἁγνότερον
τά
ἁγνότερα - τῶν ἁγνοτέρων - τοῖς ἁγνοτέροις - τά ἁγνότερα
- (ὦ) ἁγνότερα
Υπερθετικός βαθμός (ἁγνότατος, ἁγνοτάτη, ἁγνότατον)
ὁ ἁγνότατος - τοῦ ἁγνοτάτου - τῷ ἁγνοτάτῳ - τόν ἁγνότατον - (ὦ) ἁγνότατε
οἱ ἁγνότατοι - τῶν ἁγνοτάτων - τοῖς ἁγνοτάτοις - τούς ἁγνοτάτους - (ὦ) ἁγνότατοι
ἡ ἁγνοτάτη - τῆς ἁγνοτάτης - τῇ ἁγνοτάτῃ - τήν ἁγνοτάτην - (ὦ) ἁγνοτάτη
αἱ ἁγνόταται - τῶν ἁγνοτάτων - ταῖς ἁγνοτάταις - τάς ἁγνοτάτας - (ὦ) ἁγνόταται
τό ἁγνότατον - τοῦ ἁγνοτάτου - τῷ ἁγνοτάτῳ - τό ἁγνότατον - (ὦ) ἁγνότατον
τά
ἁγνότατα - τῶν ἁγνοτάτων - τοῖς ἁγνοτάτοις - τά ἁγνότατα
- (ὦ) ἁγνότατα
Θετικός βαθμός: ὁμαλός - ὁμαλή - ὁμαλόν (το –α βραχύχρονο)
Συγκριτικός βαθμός (ὁμαλώτερος, ὁμαλωτέρα, ὁμαλώτερον)
ὁ ὁμαλώτερος - τοῦ ὁμαλωτέρου - τῷ ὁμαλωτέρῳ - τό ὁμαλώτερον - (ὦ) ὁμαλώτερε
οἱ ὁμαλώτεροι - τῶν ὁμαλωτέρων - τοῖς ὁμαλωτέροις - τούς ὁμαλωτέρους - (ὦ) ὁμαλώτεροι
ἡ ὁμαλωτέρα - τῆς ὁμαλωτέρας - τῇ ὁμαλωτέρᾳ - τήν ὁμαλωτέραν - (ὦ) ὁμαλωτέρα
αἱ ὁμαλώτεραι - τῶν ὁμαλωτέρων - ταῖς ὁμαλωτέραις - τάς ὁμαλωτέρας - (ὦ) ὁμαλώτεραι
τό ὁμαλώτερον - τοῦ ὁμαλωτέρου - τῷ ὁμαλωτέρῳ - τό ὁμαλώτερον - (ὦ) ὁμαλώτερον
τά
ὁμαλώτερα - τῶν ὁμαλωτέρων - τοῖς ὁμαλωτέροις - τά ὁμαλώτερα
- (ὦ) ὁμαλώτερα
Υπερθετικός βαθμός (ὁμαλώτατος, ὁμαλωτάτη, ὁμαλώτατον)
ὁ ὁμαλώτατος - τοῦ ὁμαλωτάτου - τῷ ὁμαλωτάτῳ - τόν ὁμαλώτατον - (ὦ) ὁμαλώτατε
οἱ ὁμαλώτατοι - τῶν ὁμαλωτάτων - τοῖς ὁμαλωτάτοις - τούς ὁμαλωτάτους - (ὦ) ὁμαλώτατοι
ἡ ὁμαλωτάτη - τῆς ὁμαλωτάτης - τῇ ὁμαλωτάτῃ - τήν ὁμαλωτάτην - (ὦ) ὁμαλωτάτη
αἱ ὁμαλώταται - τῶν ὁμαλωτάτων - ταῖς ὁμαλωτάταις - τάς ὁμαλωτάτας - (ὦ) ὁμαλώταται
τό ὁμαλώτατον - τοῦ ὁμαλωτάτου - τῷ ὁμαλωτάτῳ - τό ὁμαλώτατον - (ὦ) ὁμαλώτατον
τά
ὁμαλώτατα - τῶν ὁμαλωτάτων - τοῖς ὁμαλωτάτοις - τά ὁμαλώτατα
- (ὦ) ὁμαλώτατα
Θετικός βαθμός: εὔφορος-
εὔφορη - εὔφορον:
Συγκριτικός βαθμός (εὐφορώτερος, εὐφορωτέρα, εὐφορώτερον)
ὁ εὐφορώτερος - τοῦ εὐφορωτέρου - τῷ εὐφορωτέρῳ - τό εὐφορώτερον - (ὦ) εὐφορώτερε
οἱ εὐφορώτεροι - τῶν εὐφορωτέρων - τοῖς εὐφορωτέροις - τούς
εὐφορωτέρους - (ὦ) εὐφορώτεροι
ἡ εὐφορωτέρα - τῆς εὐφορωτέρας - τῇ εὐφορωτέρᾳ - τήν εὐφορωτέραν - (ὦ) εὐφορωτέρα
αἱ εὐφορώτεραι - τῶν εὐφορωτέρων - ταῖς εὐφορωτέραις - τάς εὐφορωτέρας - (ὦ) εὐφορώτεραι
τό εὐφορώτερον - τοῦ εὐφορωτέρου - τῷ εὐφορωτέρῳ - τό εὐφορώτερον - (ὦ) εὐφορώτερον
τά
εὐφορώτερα - τῶν εὐφορωτέρων - τοῖς εὐφορωτέροις - τά εὐφορώτερα - (ὦ) εὐφορώτερα
Υπερθετικός βαθμός (πτωχότατος,
πτωχοτάτη, πτωχότατον)
ὁ εὐφορώτατος - τοῦ εὐφορωτάτου - τῷ εὐφορωτάτῳ - τόν εὐφορώτατον - (ὦ) ευφορώτατε
οἱ εὐφορώτατοι - τῶν εὐφορωτάτων - τοῖς εὐφορωτάτοις - τούς
εὐφορωτάτους - (ὦ) εὐφορώτατοι
ἡ εὐφορωτάτη - τῆς εὐφορωτάτης - τῇ εὐφορωτάτῃ - τήν εὐφορωτάτην - (ὦ) εὐφορωτάτη
αἱ εὐφορώταται - τῶν εὐφορωτάτων - ταῖς εὐφορωτάταις - τάς εὐφορωτάτας - (ὦ) εὐφορώταται
τό εὐφορώτατον - τοῦ εὐφορωτάτου - τῷ εὐφορωτάτῳ - τό εὐφορώτατον - (ὦ) εὐφορώτατον
τά
εὐφορώτατα - τῶν εὐφορωτάτων - τοῖς εὐφορωτάτοις - τά εὐφορώτατα - (ὦ) εὐφορώτατα
Θετικός βαθμός: νέος - νέα - νέον
Συγκριτικός βαθμός (νεώτερος, νεωτέρα,
νεώτερον)
ὁ νεώτερος - τοῦ νεωτέρου - τῷ νεωτέρῳ - τό νεώτερον - (ὦ) νεώτερε
οἱ νεώτεροι - τῶν νεωτέρων - τοῖς νεωτέροις - τούς νεωτέρους - (ὦ) νεώτεροι
ἡ νεωτέρα - τῆς νεωτέρας - τῇ νεωτέρᾳ - την νεωτέραν - (ὦ) νεωτέρα
αἱ νεώτεραι - τῶν νεωτέρων - ταῖς νεωτέραις - τάς νεωτέρας - (ὦ) νεώτεραι
τό νεώτερον - τοῦ νεωτέρου - τῷ νεωτέρῳ - τό νεώτερον - (ὦ) νεώτερον
τά
σεμνότερα - τῶν σεμνοτέρων - τοῖς σεμνοτέροις - τά σεμνότερα - (ὦ) σεμνότερα
Υπερθετικός βαθμός (νεώτατος, νεωτάτη,
νεώτατον)
ὁ νεώτατος - τοῦ νεωτάτου - τῷ νεωτάτῳ - τόν νεώτατον - (ὦ) νεώτατε
οἱ νεώτατοι - τῶν νεωτάτων - τοῖς νεωτάτοις - τούς νεωτάτους - (ὦ) νεώτατοι
ἡ νεωτάτη - τῆς νεωτάτης - τῇ νεωτάτῃ - τήν νεωτάτην - (ὦ) νεωτάτη
αἱ νεώταται - τῶν νεωτάτων - ταῖς νεωτάταις - τάς νεωτάτας - (ὦ) νεώταται
τό νεώτατον - τοῦ νεωτάτου - τῷ νεωτάτῳ - τό νεώτατον - (ὦ) νεώτατον
τά
νεώτατα - τῶν νεωτάτων - τοῖς νεωτάτοις - τά νεώτατα - (ὦ) νεώτατα
Θετικός βαθμός: γενναῖος
- γενναία - γενναῖον
Συγκριτικός βαθμός (γενναιότερος, γενναιοτέρα,
γενναιότερον)
ὁ γενναιότερος - τοῦ γενναιοτέρου - τῷ γενναιοτέρῳ - τό γενναιότερον - (ὦ) γενναιότερε
οἱ γενναιότεροι - τῶν γενναιοτέρων
- τοῖς γενναιοτέροις -
τούς γενναιοτέρους - (ὦ) γενναιότεροι
ἡ γενναιοτέρα - τῆς γενναιοτέρας - τῇ γενναιοτέρᾳ - τήν γενναιοτέραν - (ὦ) γενναιοτέρα
αἱ γενναιότεραι - τῶν γενναιοτέρων
- ταῖς γενναιοτέραις -
τάς γενναιοτέρας - (ὦ) γενναιότεραι
τό γενναιότερον - τοῦ γενναιοτέρου - τῷ γενναιοτέρῳ - τό γενναιότερον
- (ὦ) γενναιότερον
τά
γενναιότερα - τῶν γενναιοτέρων -
τοῖς γενναιοτέροις -
τά γενναιότερα - (ὦ) γενναιότερα
Υπερθετικός βαθμός (γενναιότατος, γενναιοτάτη,
γενναιότατον)
ὁ γενναιότατος - τοῦ γενναιοτάτου - τῷ γενναιοτάτῳ - τόν γενναιότατον - (ὦ) γενναιότατε
οἱ γενναιότατοι - τῶν γενναιοτάτων
- τοῖς γενναιοτάτοις -
τούς γενναιοτάτους - (ὦ) γενναιότατοι
ἡ γενναιοτάτη - τῆς γενναιοτάτης - τῇ γενναιοτάτῃ - τήν γενναιοτάτην - (ὦ) γενναιοτάτη
αἱ γενναιόταται - τῶν γενναιοτάτων
- ταῖς γενναιοτάταις -
τάς γενναιοτάτας - (ὦ) γενναιόταται
τό γενναιότατον - τοῦ γενναιοτάτου - τῷ γενναιοτάτῳ - τό γενναιότατον
- (ὦ) γενναιότατον
τά
γενναιότατα - τῶν γενναιοτάτων -
τοῖς γενναιοτάτοις –
τά γενναιότατα - (ὦ) γενναιότατα
Θετικός βαθμός: ἄξιος - ἀξία - ἄξιον
Συγκριτικός βαθμός (ἀξιώτερος, ἀξιωτέρα, ἀξιώτερον)
ὁ ἀξιώτερος - τοῦ ἀξιωτέρου - τῷ ἀξιωτέρῳ - τό ἀξιώτερον - (ὦ) ἀξιώτερε
οἱ ἀξιώτεροι - τῶν ἀξιωτέρων - τοῖς ἀξιωτέροις - τούς ἀξιωτέρους - (ὦ) ἀξιώτεροι
ἡ ἀξιωτέρα - τῆς ἀξιωτέρας - τῇ ἀξιωτέρᾳ - τήν ἀξιωτέραν - (ὦ) ἀξιωτέρα
αἱ ἀξιώτεραι - τῶν ἀξιωτέρων - ταῖς ἀξιωτέραις - τάς ἀξιωτέρας - (ὦ) ἀξιώτεραι
τό ἀξιώτερον - τοῦ ἀξιωτέρου - τῷ ἀξιωτέρῳ - τό ἀξιώτερον - (ὦ) ἀξιώτερον
τά
ἀξιώτερα - τῶν ἀξιωτέρων - τοῖς ἀξιωτέροις - τά ἀξιώτερα
- (ὦ) ἀξιώτερα
Υπερθετικός βαθμός (ἀξιώτατος, ἀξιωτάτη, ἀξιώτατον)
ὁ ἀξιώτατος - τοῦ ἀξιωτάτου - τῷ ἀξιωτάτῳ - τόν ἀξιώτατον - (ὦ) ἀξιώτατε
οἱ ἀξιώτατοι - τῶν ἀξιωτάτων - τοῖς ἀξιωτάτοις - τούς ἀξιωτάτους - (ὦ) ἀξιώτατοι
ἡ ἀξιωτάτη - τῆς ἀξιωτάτης - τῇ ἀξιωτάτῃ - τήν ἀξιωτάτην - (ὦ) ἀξιωτάτη
αἱ ἀξιώταται - τῶν ἀξιωτάτων - ταῖς ἀξιωτάταις - τάς ἀξιωτάτας - (ὦ) ἀξιώταται
τό ἀξιώτατον - τοῦ ἀξιώτάτου - τῷ ἀξιωτάτῳ - τό ἀξιώτατον - (ὦ) ἀξιώτατον
τά
ἀξιώτατα - τῶν ἀξιωτάτων - τοῖς ἀξιωτάτοις - τά ἀξιώτατα
- (ὦ) ἀξιώτατα
Θετικός βαθμός: ὡραῖος - ὡραία - ὡραῖον
Συγκριτικός βαθμός (ὡραιότερος, ὡραιοτέρα, ὡραιότερον)
ὁ ὡραιότερος - τοῦ ὡραιοτέρου - τῷ ὡραιοτέρῳ - τό ὡραιότερον - (ὦ) ὡραιότερε
οἱ ὡραιότεροι - τῶν ὡραιοτέρων - τοῖς ὡραιοτέροις - τούς ὡραιοτέρους - (ὦ) ὡραιότεροι
ἡ ὡραιοτέρα - τῆς ὡραιοτέρας - τῇ ὡραιοτέρᾳ - τήν ὡραιοτέραν - (ὦ) ὡραιοτέρα
αἱ ὡραιότεραι - τῶν ὡραιοτέρων - ταῖς ὡραιοτέραις - τάς ὡραιοτέρας - (ὦ) ὡραιότεραι
τό ὡραιότερον - τοῦ ὡραιοτέρου - τῷ ὡραιοτέρῳ - τό ὡραιότερον - (ὦ) ὡραιότερον
τά
ὡραιότερα - τῶν ὡραιοτέρων - τοῖς ὡραιοτέροις - τά ὡραιότερα
- (ὦ) ὡραιότερα
Υπερθετικός βαθμός (ὡραιότατος, ὡραιοτάτη, ὡραιότατον)
ὁ ὡραιότατος - τοῦ ὡραιοτάτου - τῷ ὡραιοτάτῳ - τόν ὡραιότατον - (ὦ) ὡραιότατε
οἱ ὡραιότατοι - τῶν ὡραιοτάτων - τοῖς ὡραιοτάτοις - τούς ὡραιοτάτους - (ὦ) ὡραιότατοι
ἡ ὡραιοτάτη - τῆς ὡραιοτάτης - τῇ ὡραιοτάτῃ - τήν ὡραιοτάτην - (ὦ) ὡραιοτάτη
αἱ ὡραιόταται - τῶν ὡραιοτάτων - ταῖς ὡραιοτάταις - τάς ὡραιοτάτας - (ὦ) ὡραιόταται
τό ὡραιότατον - τοῦ ὡραιοτάτου - τῷ ὡραιοτάτῳ - τό ὡραιότατον - (ὦ) ὡραιότατον
τά
ὡραιότατα - τῶν ὡραιοτάτων - τοῖς ὡραιοτάτοις – τά ὡραιότατα
- (ὦ) ὡραιότατα
2. Δικατάληκτα με
τρία γένη (σε -ος, -ον)
Θετικός βαθμός: ἔνδοξος - ἔνδοξος - ἔνδοξον
Συγκριτικός βαθμός (ἐνδοξότερος, ἐνδοξοτέρα, ἐνδοξότερον)
ὁ ἐνδοξότερος - τοῦ ἐνδοξοτέρου - τῷ ἐνδοξοτέρῳ - τό ἐνδοξότερον - (ὦ) ἐνδοξότερε
οἱ ἐνδοξότεροι - τῶν ἐνδοξοτέρων - τοῖς ἐνδοξοτέροις - τούς
ἐνδοξοτέρους - (ὦ) ἐνδοξότεροι
ἡ ἐνδοξοτέρα - τῆς ἐνδοξοτέρας - τῇ ἐνδοξοτέρᾳ - τήν ἐνδοξοτέραν - (ὦ) ἐνδοξοτέρα
αἱ ἐνδοξότεραι - τῶν ἐνδοξοτέρων - ταῖς ἐνδοξοτέραις - τάς ἐνδοξοτέρας - (ὦ) ἐνδοξότεραι
τό ἐνδοξότερον - τοῦ ἐνδοξοτέρου - τῷ ἐνδοξοτέρῳ - τό ἐνδοξότερον - (ὦ) ἐνδοξότερον
τά
ἐνδοξότερα - τῶν ἐνδοξοτέρων - τοῖς ἐνδοξοτέροις - τά ἐνδοξότερα
- (ὦ) ἐνδοξότερα
Υπερθετικός βαθμός (ἐνδοξότατος, ἐνδοξοτάτη, ἐνδοξότατον)
ὁ ἐνδοξότατος - τοῦ ἐνδοξοτάτου - τῷ ἐνδοξοτάτῳ - τόν ἐνδοξότατον - (ὦ) ἐνδοξότατε
οἱ ἐνδοξότατοι - τῶν ἐνδοξοτάτων - τοῖς ἐνδοξοτάτοις - τούς
ἐνδοξοτάτους - (ὦ) ἐνδοξότατοι
ἡ ἐνδοξοτάτη - τῆς ἐνδοξοτάτης - τῇ ἐνδοξοτάτῃ - τήν ἐνδοξοτάτην - (ὦ) ἐνδοξοτάτη
αἱ ἐνδοξόταται - τῶν ἐνδοξοτάτων - ταῖς ἐνδοξοτάταις - τάς ἐνδοξοτάτας - (ὦ) ἐνδοξόταται
τό ἐνδοξότατον - τοῦ ἐνδοξοτάτου - τῷ ἐνδοξοτάτῳ - τό ἐνδοξότατον - (ὦ) ἐνδοξότατον
τά
ἐνδοξότατα - τῶν ἐνδοξοτάτων - τοῖς ἐνδοξοτάτοις - τά ἐνδοξότατα
- (ὦ) ἐνδοξότατα
Θετικός βαθμός: εὔψυχος - εὔψυχος - εὔψυχον (το –υ μακρόχρονο)
Συγκριτικός βαθμός (εὐψυχότερος, εὐψυχοτέρα, εὐψυχότερον)
ὁ εὐψυχότερος - τοῦ εὐψυχοτέρου - τῷ εὐψυχοτέρῳ - τό εὐψυχότερον - (ὦ) εὐψυχότερε
οἱ εὐψυχότεροι - τῶν εὐψυχοτέρων - τοῖς εὐψυχοτέροις - τούς εὐψυχοτέρους - (ὦ) εὐψυχότεροι
ἡ εὐψυχοτέρα - τῆς εὐψυχοτέρας - τῇ εὐψυχοτέρᾳ - τήν εὐψυχοτέραν - (ὦ) εὐψυχοτέρα
αἱ εὐψυχότεραι - τῶν εὐψυχοτέρων - ταῖς εὐψυχοτέραις - τάς εὐψυχοτέρας - (ὦ) εὐψυχότεραι
τό εὐψυχότερον - τοῦ εὐψυχοτέρου - τῷ εὐψυχοτέρῳ - τό εὐψυχότερον - (ὦ) εὐψυχότερον
τά
εὐψυχότερα - τῶν εὐψυχοτέρων - τοῖς εὐψυχοτέροις - τά εὐψυχότερα - (ὦ) εὐψυχότερα
Υπερθετικός βαθμός (εὐψυχότατος, εὐψυχοτάτη, εὐψυχότατον)
ὁ εὐψυχότατος - τοῦ εὐψυχοτάτου - τῷ εὐψυχοτάτῳ - τόν εὐψυχότατον - (ὦ) εὐψυχότατε
οἱ εὐψυχότατοι - τῶν εὐψυχοτάτων - τοῖς εὐψυχοτάτοις - τούς εὐψυχοτάτους - (ὦ) εὐψυχότατοι
ἡ εὐψυχοτάτη - τῆς εὐψυχοτάτης - τῇ εὐψυχοτάτῃ - τήν εὐψυχοτάτην - (ὦ) εὐψυχοτάτη
αἱ εὐψυχόταται - τῶν εὐψυχοτάτων - ταῖς εὐψυχοτάταις - τάς εὐψυχοτάτας - (ὦ) εὐψυχόταται
τό εὐψυχότατον - τοῦ εὐψυχοτάτου - τῷ εὐψυχοτάτῳ - τό εὐψυχότατον - (ὦ) εὐψυχότατον
τά
εὐψυχότατα - τῶν εὐψυχοτάτων - τοῖς εὐψυχοτάτοις - τά εὐψυχότατα - (ὦ) εὐψυχότατα
Παραθετικά
με τις καταλήξεις αυτές σχηματίζουν τα επίθετα της γ΄ κλίσης:
1. Τρικατάληκτα
φωνηεντόληκτα (σε -υς, -εια, -υ)
Θετικός
βαθμός: εὐρύς- εὐρεῖα- εὐρύ
Συγκριτικός
βαθμός (εὐρύτερος, εὐρυτέρα, εὐρύτερον)
ὁ εὐρύτερος - τοῦ εὐρυτέρου - τῷ εὐρυτέρῳ - τό εὐρύτερον - (ὦ) εὐρύτερε
οἱ εὐρύτεροι - τῶν εὐρυτέρων - τοῖς εὐρυτέροις - τούς εὐρυτέρους - (ὦ) εὐρύτεροι
ἡ εὐρυτέρα - τῆς εὐρυτέρας - τῇ εὐρυτέρᾳ - τήν εὐρυτέραν - (ὦ) εὐρυτέρα
αἱ εὐρύτεραι - τῶν εὐρυτέρων - ταῖς εὐρυτέραις - τάς εὐρυτέρας - (ὦ) εὐρύτεραι
τό εὐρύτερον - τοῦ εὐρυτέρου - τῷ εὐρυτέρῳ - τό εὐρύτερον - (ὦ) εὐρύτερον
τά
εὐρύτερα - τῶν εὐρυτέρων - τοῖς εὐρυτέροις - τά εὐρύτερα - (ὦ) εὐρύτερα
Υπερθετικός βαθμός (εὐρύτατος, εὐρυτάτη, εὐρύτατον)
ὁ εὐρύτατος - τοῦ εὐρυτάτου - τῷ εὐρυτάτῳ - τόν εὐρύτατον - (ὦ) εὐρύτατε
οἱ εὐρύτατοι - τῶν εὐρυτάτων - τοῖς εὐρυτάτοις - τούς εὐρυτάτους - (ὦ) εὐρύτατοι
ἡ εὐρυτάτη - τῆς εὐρυτάτης - τῇ εὐρυτάτῃ - τήν εὐρυτάτην - (ὦ) εὐρυτάτη
αἱ εὐρύταται - τῶν εὐρυτάτων - ταῖς εὐρυτάταις - τάς εὐρυτάτας - (ὦ) εὐρύταται
τό εὐρύτατον - τοῦ εὐρυτάτου - τῷ εὐρυτάτῳ - τό εὐρύτατον - (ὦ) εὐρύτατον
τά
εὐρύτατα - τῶν εὐρυτάτων - τοῖς εὐρυτάτοις - τά εὐρύτατα - (ὦ) εὐρύτατα
Θετικός βαθμός: βαθύς- βαθεῖα- βαθύ
Συγκριτικός
βαθμός (βαθύτερος, βαθυτέρα, βαθύτερον)
ὁ βαθύτερος - τοῦ βαθυτέρου - τῷ βαθυτέρῳ - τό βαθύτερον - (ὦ) βαθύτερε
οἱ βαθύτεροι - τῶν βαθυτέρων - τοῖς βαθυτέροις - τούς βαθυτέρους - (ὦ) βαθύτεροι
ἡ βαθυτέρα - τῆς βαθυτέρας - τῇ βαθυτέρᾳ - τήν βαθυτέραν - (ὦ) βαθυτέρα
αἱ βαθύτεραι - τῶν βαθυτέρων - ταῖς βαθυτέραις - τάς βαθυτέρας - (ὦ) βαθύτεραι
τό βαθύτερον - τοῦ βαθυτέρου - τῷ βαθυτέρῳ - τό βαθύτερον -
(ὦ) βαθύτερον
τά
βαθύτερα - τῶν βαθυτέρων - τοῖς βαθυτέροις - τά βαθύτερα - (ὦ) βαθύτερα
Υπερθετικός βαθμός (βαθύτατος, βαθυτάτη,
βαθύτατον)
ὁ βαθύτατος - τοῦ βαθυτάτου - τῷ βαθυτάτῳ - τόν βαθύτατον - (ὦ) βαθύτατε
οἱ βαθύτατοι - τῶν βαθυτάτων - τοῖς βαθυτάτοις - τούς βαθυτάτους - (ὦ) βαθύτατοι
ἡ βαθυτάτη - τῆς βαθυτάτης - τῇ βαθυτάτῃ - τήν βαθυτάτην - (ὦ) βαθυτάτη
αἱ βαθύταται - τῶν βαθυτάτων - ταῖς βαθυτάταις - τάς βαθυτάτας - (ὦ) βαθύταται
τό βαθύτατον - τοῦ βαθυτάτου - τῷ βαθυτάτῳ - τό βαθύτατον -
(ὦ) βαθύτατον
τά
βαθύτατα - τῶν βαθυτάτων - τοῖς βαθυτάτοις - τά βαθύτατα - (ὦ) βαθύτατα
2. Σιγμόληκτα
δικατάληκτα (αρσ. και θηλ. σε -ης, ουδ. σε -ες)
Θετικός
βαθμός: εὐσεβής- εὐσεβής- εὐσεβές
Συγκριτικός
βαθμός (εὐσεβέστερος, εὐσεβεστέρα, εὐσεβέστερον)
ὁ εὐσεβέστερος - τοῦ εὐσεβεστέρου - τῷ εὐσεβεστέρῳ - τό εὐσεβέστερον - (ὦ) εὐσεβέστερε
οἱ εὐσεβέστεροι - τῶν εὐσεβεστέρων - τοῖς εὐσεβεστέροις - τούς
εὐσεβεστέρους - (ὦ) εὐσεβέστεροι
ἡ εὐσεβεστέρα - τῆς εὐσεβεστέρας - τῇ εὐσεβεστέρᾳ - τήν εὐσεβεστέραν - (ὦ) εὐσεβεστέρα
αἱ εὐσεβέστεραι - τῶν εὐσεβεστέρων - ταῖς εὐσεβεστέραις - τάς
εὐσεβεστέρας - (ὦ) εὐσεβέστεραι
τό εὐσεβέστερον - τοῦ εὐσεβεστέρου - τῷ εὐσεβεστέρῳ - τό εὐσεβέστερον - (ὦ) εὐσεβέστερον
τά
εὐσεβέστερα - τῶν εὐσεβεστέρων - τοῖς εὐσεβεστέροις - τά εὐσεβέστερα - (ὦ) εὐσεβέστερα
Υπερθετικός βαθμός (εὐσεβέστατος, εὐσεβεστάτη, εὐσεβέστατον)
ὁ εὐσεβέστατος - τοῦ εὐσεβεστάτου - τῷ εὐσεβεστάτῳ - τόν εὐσεβέστατον - (ὦ) εὐσεβέστατε
οἱ εὐσεβέστατοι - τῶν εὐσεβεστάτων - τοῖς εὐσεβεστάτοις - τούς
εὐσεβεστάτους - (ὦ) εὐσεβέστατοι
ἡ εὐσεβεστάτη - τῆς εὐσεβεστάτης - τῇ εὐσεβεστάτῃ - τήν εὐσεβεστάτην - (ὦ) εὐσεβεστάτη
αἱ εὐσεβέσταται - τῶν εὐσεβεστάτων - ταῖς εὐσεβεστάταις - τάς
εὐσεβεστάτας - (ὦ) εὐσεβέσταται
τό εὐσεβέστατον - τοῦ εὐσεβεστάτου - τῷ εὐσεβεστάτῳ - τό εὐσεβέστατον - (ὦ) εὐσεβέστατον
τά
εὐσεβέστατα - τῶν εὐσεβεστάτων - τοῖς εὐσεβεστάτοις - τά εὐσεβέστατα - (ὦ) εὐσεβέστατα
Θετικός βαθμός: ἀληθής- ἀληθής- ἀληθές
Συγκριτικός
βαθμός (ἀληθέστερος, ἀληθεστέρα, ἀληθέστερον)
ὁ ἀληθέστερος - τοῦ ἀληθεστέρου - τῷ ἀληθεστέρῳ - τό ἀληθέστερον - (ὦ) ἀληθέστερε
οἱ ἀληθέστεροι - τῶν ἀληθεστέρων - τοῖς ἀληθεστέροις - τούς
ἀληθεστέρους - (ὦ) ἀληθέστεροι
ἡ ἀληθεστέρα - τῆς ἀληθεστέρας - τῇ ἀληθεστέρᾳ - τήν ἀληθεστέραν - (ὦ) ἀληθεστέρα
αἱ ἀληθέστεραι - τῶν ἀληθεστέρων - ταῖς ἀληθεστέραις - τάς ἀληθεστέρας - (ὦ) ἀληθέστεραι
τό ἀληθέστερον - τοῦ ἀληθεστέρου - τῷ ἀληθεστέρῳ - τό ἀληθέστερον - (ὦ) ἀληθέστερον
τά
ἀληθέστερα - τῶν ἀληθεστέρων - τοῖς ἀληθεστέροις - τά ἀληθέστερα
- (ὦ) ἀληθέστερα
Υπερθετικός βαθμός (ἀληθέστατος, ἀληθεστάτη, ἀληθέστατον)
ὁ ἀληθέστατος - τοῦ ἀληθεστάτου - τῷ ἀληθεστάτῳ - τόν ἀληθέστατον - (ὦ) ἀληθέστατε
οἱ ἀληθέστατοι - τῶν ἀληθεστάτων - τοῖς ἀληθεστάτοις - τούς
ἀληθεστάτους - (ὦ) ἀληθέστατοι
ἡ ἀληθεστάτη - τῆς ἀληθεστάτης - τῇ ἀληθεστάτῃ - τήν ἀληθεεστάτην - (ὦ) ἀληθεεστάτη
αἱ ἀληθέσταται - τῶν ἀληθεστάτων - ταῖς ἀληθεστάταις - τάς ἀληθεστάτας - (ὦ) ἀληθέσταται
τό ἀληθέστατον - τοῦ ἀληθεστάτου - τῷ ἀληθεστάτῳ - τό ἀληθέστατον - (ὦ) ἀληθέστατον
τά
ἀληθέστατα - τῶν ἀληθεστάτων - τοῖς ἀληθεστάτοις - τά ἀληθέστατα
- (ὦ) ἀληθέστατα
Κατά
τα παραθετικά των σιγμόληκτων επιθέτων σε -ης, -ες (ἀληθής, ἀληθέσ-τερος, ἀληθέσ-τατος) σχηματίζουν τα
παραθετικά τους τα τριτόκλιτα
επίθετα σε -ων, -ον (γεν. -ονος) ὁ, ἡ εὐσχήμων, τὸ εὔσχημον· ὁ, ἡ ἐλεήμων, τὸ ἐλεῆμον·, καθώς και τα
επίθετα ἄκρατος (=αυτός που δεν
έχει ανακατευτεί με άλλον, ανόθευτος), ἄσμενος (=
ευχαριστημένος), ἐρρωμένος (= δυνατός) και πένης.
Θετικός βαθμός: ἐλεήμων- ἐλεήμων- ἐλεῆμον
Συγκριτικός
βαθμός (ἐλεημονέστερος, ἐλεημονεστέρα, ἐλεημονέστερον)
ὁ ἐλεημονέστερος - τοῦ ἐλεημονεστέρου - τῷ ἐλεημονεστέρῳ - τό ἐλεημονέστερον - (ὦ) ἐλεημονέστερε
οἱ ἐλεημονέστεροι - τῶν ἐλεημονεστέρων - τοῖς ἐλεημονεστέροις -
τούς ἐλεημονεστέρους - (ὦ) ἐλεημονέστεροι
ἡ ἐλεημονεστέρα - τῆς ἐλεημονεστέρας - τῇ ἐλεημονεστέρᾳ - τήν ἐλεημονεστέραν - (ὦ) ἐλεημονεστέρα
αἱ ἐλεημονέστεραι - τῶν ἐλεημονεστέρων - ταῖς ἐλεημονεστέραις -
τάς ἐλεημονεστέρας - (ὦ) ἐλεημονέστεραι
τό ἐλεημονέστερον - τοῦ ἐλεημονεστέρου - τῷ ἐλεημονεστέρῳ - τό ἐλεημονέστερον - (ὦ) ἐλεημονέστερον
τά
ἐλεημονέστερα - τῶν ἐλεημονεστέρων - τοῖς ἐλεημονεστέροις - τά ἐλεημονέστερα - (ὦ) ἐλεημονέστερα
Υπερθετικός βαθμός (ἐλεημονέστατος, ἐλεημονεστάτη,
ἐλεημονέστατον)
ὁ ἐλεημονέστατος - τοῦ ἐλεημονεστάτου - τῷ ἐλεημονεστάτῳ - τόν ἐλεημονέστατον - (ὦ) ἐλεημονέστατε
οἱ ἐλεημονέστατοι - τῶν ἐλεημονεστάτων - τοῖς ἐλεημονεστάτοις -
τούς ἐλεημονεστάτους - (ὦ) ἐλεημονέστατοι
ἡ ἐλεημονεστάτη - τῆς ἐλεημονεστάτης - τῇ ἐλεημονεστάτῃ - τήν ἐλεημονεστάτην - (ὦ) ἐλεημονεστάτη
αἱ ἐλεημονέσταται - τῶν ἐλεημονεστάτων - ταῖς ἐλεημονεστάταις -
τάς ἐλεημονεστάτας - (ὦ) ἐλεημονέσταται
τό ἐλεημονέστατον - τοῦ ἐλεημονεστάτου - τῷ ἐλεημονεστάτῳ - τό ἐλεημονέστατον - (ὦ) ἐλεημονέστατον
τά
ἐλεημονέστατα - τῶν ἐλεημονεστάτων - τοῖς ἐλεημονεστάτοις - τά ἐλεημονέστατα - (ὦ) ἐλεημονέστατα
Θετικός βαθμός: σώφρων- σώφρων- σῶφρον
Συγκριτικός
βαθμός (σωφρονέστερος, σωφρονεστέρα, σωφρονέστερον)
ὁ σωφρονέστερος - τοῦ σωφρονεστέρου - τῷ σωφρονεστέρῳ - τό σωφρονέστερον - (ὦ) σωφρονέστερε
οἱ σωφρονέστεροι - τῶν σωφρονεστέρων
- τοῖς σωφρονεστέροις -
τούς σωφρονεστέρους - (ὦ) σωφρονέστεροι
ἡ σωφρονεστέρα - τῆς σωφρονεστέρας - τῇ σωφρονεστέρᾳ - τήν σωφρονεστέραν - (ὦ) σωφρονεστέρα
αἱ σωφρονέστεραι - τῶν σωφρονεστέρων
- ταῖς σωφρονεστέραις -
τάς σωφρονεστέρας - (ὦ) σωφρονέστεραι
τό σωφρονέστερον - τοῦ σωφρονεστέρου - τῷ σωφρονεστέρῳ - τό σωφρονέστερον - (ὦ) σωφρονέστερον
τά
σωφρονέστερα - τῶν σωφρονεστέρων -
τοῖς σωφρονεστέροις -
τά σωφρονέστερα - (ὦ) σωφρονέστερα
Υπερθετικός βαθμός (σωφρονέστατος, σωφρονεστάτη,
σωφρονέστατον)
ὁ σωφρονέστατος - τοῦ σωφρονεστάτου - τῷ σωφρονεστάτῳ - τόν σωφρονέστατον - (ὦ) σωφρονέστατε
οἱ σωφρονέστατοι - τῶν σωφρονεστάτων
- τοῖς σωφρονεστάτοις -
τούς σωφρονεστάτους - (ὦ) σωφρονέστατοι
ἡ σωφρονεστάτη - τῆς σωφρονεστάτης - τῇ σωφρονεστάτῃ - τήν σωφρονεστάτην - (ὦ) σωφρονεστάτη
αἱ σωφρονέσταται - τῶν σωφρονεστάτων
- ταῖς σωφρονεστάταις -
τάς σωφρονεστάτας - (ὦ) σωφρονέσταται
τό σωφρονέστατον - τοῦ σωφρονεστάτου - τῷ σωφρονεστάτῳ - τό σωφρονέστατον - (ὦ) σωφρονέστατον
τά
σωφρονέστατα - τῶν σωφρονεστάτων -
τοῖς σωφρονεστάτοις -
τά σωφρονέστατα - (ὦ) σωφρονέστατα
3. Δικατάληκτα
αφωνόληκτα σε -ις, -ι
Θετικός
βαθμός: εὔχαρις- εὔχαρις- εὔχαρι
Συγκριτικός
βαθμός (εὐχαρίστερος, εὐχαριστέρα, εὐχαρίστερον)
ὁ εὐχαρίστερος - τοῦ εὐχαριστέρου - τῷ εὐχαριστέρῳ - τό εὐχαρίστερον - (ὦ) εὐχαρίστερε
οἱ εὐχαρίστεροι - τῶν εὐχαριστέρων - τοῖς εὐχαριστέροις - τούς
εὐχαριστέρους - (ὦ) εὐχαρίστεροι
ἡ εὐχαριστέρα - τῆς εὐχαριστέρας - τῇ εὐχαριστέρᾳ - τήν εὐχαριστέραν - (ὦ) εὐχαριστέρα
αἱ εὐχαρίστεραι - τῶν εὐχαριστέρων - ταῖς εὐχαριστέραις - τάς
εὐχαριστέρας - (ὦ) εὐχαρίστεραι
τό εὐχαρίστερον - τοῦ εὐχαριστέρου - τῷ εὐχαριστέρῳ - τό εὐχαρίστερον - (ὦ) εὐχαρίστερον
τά
εὐχαρίστερα - τῶν εὐχαριστέρων - τοῖς εὐχαριστέροις - τά εὐχαρίστερα - (ὦ) εὐχαρίστερα
Υπερθετικός βαθμός (εὐχαρίστατος, εὐχαριστάτη, εὐχαρίστατον)
ὁ εὐχαρίστατος - τοῦ εὐχαριστάτου - τῷ εὐχαριστάτῳ - τόν εὐχαρίστατον - (ὦ) εὐχαρίστατε
οἱ εὐχαρίστατοι - τῶν εὐχαριστάτων - τοῖς εὐχαριστάτοις - τούς
εὐχαριστάτους - (ὦ) εὐχαρίστατοι
ἡ εὐχαριστάτη - τῆς εὐχαριστάτης - τῇ εὐχαριστάτῃ - τήν εὐχαριστάτην - (ὦ) εὐχαριστάτη
αἱ εὐχαρίσταται - τῶν εὐχαριστάτων - ταῖς εὐχαριστάταις - τάς
εὐχαριστάτας - (ὦ) εὐχαρίσταται
τό εὐχαρίστατον - τοῦ εὐχαριστάτου - τῷ εὐχαριστάτῳ - τό εὐχαρίστατον - (ὦ) εὐχαρίστατον
τά
εὐχαρίστατα - τῶν ευχαριστάτων - τοῖς ευχαριστάτοις
- τά εὐχαρίστατα - (ὦ) εὐχαρίστατα
4. Τρικατάληκτα
αφωνόληκτα σε -εις, -εσσα, -εν
Θετικός
βαθμός: χαρίεις- χαρίεσσα- χαρίεν
Συγκριτικός
βαθμός (χαριέστερος, χαριεστέρα, χαριέστερον)
ὁ χαριέστερος - τοῦ χαριεστέρου - τῷ χαριεστέρῳ - τό χαριέστερον - (ὦ) χαριέστερε
οἱ χαριέστεροι - τῶν χαριεστέρων - τοῖς χαριεστέροις - τούς χαριεστέρους
- (ὦ) χαριέστεροι
ἡ χαριεστέρα - τῆς χαριεστέρας - τῇ χαριεστέρᾳ - τήν χαριεστέραν - (ὦ) χαριεστέρα
αἱ χαριέστεραι - τῶν χαριεστέρων - ταῖς χαριεστέραις - τάς χαριεστέρας
- (ὦ) χαριέστεραι
τό
χαριέστερον - τοῦ χαριεστέρου - τῷ χαριεστέρῳ - τό χαριέστερον - (ὦ) χαριέστερον
τά χαριέστερα - τῶν χαριεστέρων - τοῖς χαριεστέροις - τά χαριέστερα
- (ὦ) χαριέστερα
Υπερθετικός βαθμός (χαριέστατος, χαριεστάτη, χαριέστατον)
ὁ χαριέστατος - τοῦ χαριεστάτου - τῷ χαριεστάτῳ - τόν χαριέστατον - (ὦ) χαριέστατε
οἱ χαριέστατοι - τῶν χαριεστάτων - τοῖς χαριεστάτοις - τούς χαριεστάτους
- (ὦ) χαριέστατοι
ἡ χαριεστάτη - τῆς χαριεστάτης - τῇ χαριεστάτῃ - τήν χαριεστάτην - (ὦ) χαριεστάτη
αἱ χαριέσταται - τῶν χαριεστάτων - ταῖς χαριεστάταις - τάς χαριεστάτας
- (ὦ) χαριέσταται
τό
χαριέστατον - τοῦ χαριεστάτου - τῷ χαριεστάτῳ - τό χαριέστατον - (ὦ) χαριέστατον
τά χαριέστατα - τῶν χαριεστάτων - τοῖς χαριεστάτοις - τά χαριέστατα
- (ὦ) χαριέστατα
5. Τρικατάληκτα ενρινόληκτα σε -ας, -αινα, -αν
Θετικός βαθμός: μέλας – μέλαινα –
μέλαν
Συγκριτικός βαθμός (μελάντερος, μελαντέρα, μελάντερον)
ὁ μελάντερος - τοῦ μελαντέρου - τῷ μελαντέρῳ - τό μελάντερον - (ὦ) μελάντερε
οἱ μελάντεροι - τῶν μελαντέρων - τοῖς μελαντέροις - τούς μελαντέρους - (ὦ) μελάντεροι
ἡ μελαντέρα - τῆς μελαντέρας - τῇ μελαντέρᾳ - τήν μελαντέραν - (ὦ) μελαντέρα
αἱ μελάντεραι - τῶν μελαντέρων - ταῖς μελαντέραις - τάς μελαντέρας - (ὦ) μελάντεραι
τό
μελάντερον - τοῦ μελαντέρου - τῷ μελαντέρῳ - τό μελάντερον - (ὦ) μελάντερον
τά μελάντερα - τῶν μελαντέρων - τοῖς μελαντέροις - τά μελάντερα - (ὦ) μελάντερα
Υπερθετικός βαθμός (μελάντατος, μελαντάτη, μελάντατον)
ὁ μελάντατος - τοῦ μελαντάτου - τῷ μελαντάτῳ - τόν μελάντατον - (ὦ) μελάντατε
οἱ μελάντατοι - τῶν μελαντάτων - τοῖς μελαντάτοις - τούς μελαντάτους - (ὦ) μελάντατοι
ἡ μελαντάτη - τῆς μελαντάτης - τῇ μελαντάτῃ - τήν μελαντάτην - (ὦ) μελαντάτη
αἱ μελάνταται - τῶν μελαντάτων - ταῖς μελαντάταις - τάς μελαντάτας - (ὦ) μελάνταται
τό
μελάντατον - τοῦ μελαντάτου - τῷ μελαντάτῳ - τό μελάντατον - (ὦ) μελάντατον
τά μελάντατα - τῶν μελαντάτων - τοῖς μελαντάτοις - τά μελάντατα - (ὦ) μελάντατα
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου