Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ενοικιάζω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ενοικιάζω, ενοικιάζεις, ενοικιάζει, ενοικιάζουμε, ενοικιάζετε, ενοικιάζουν ή ενοικιάζουνε
να ενοικιάζω, να ενοικιάζεις, να ενοικιάζει, να ενοικιάζουμε, να ενοικιάζετε, να ενοικιάζουν ή να ενοικιάζουνε
Προστατική
β΄ ενικό: ενοικίαζε – β΄ πληθυντικό: ενοικιάζετε
Μετοχή
ενοικιάζοντας
Παρατατικός
Οριστική
ενοικίαζα, ενοικίαζες, ενοικίαζε, ενοικιάζαμε, ενοικιάζατε, ενοικίαζαν ή ενοικιάζανε
Αόριστος
Οριστική
ενοικίασα, ενοικίασες, ενοικίασε, ενοικιάσαμε, ενοικιάσατε, ενοικίασαν ή ενοικιάσανε
να ενοικιάσω, να ενοικιάσεις, να ενοικιάσει, να ενοικιάσουμε, να ενοικιάσετε, να ενοικιάσουν ή να ενοικιάσουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: ενοικίασε – β΄ πληθυντικό: ενοικιάστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ενοικιάζω, θα ενοικιάζεις, θα ενοικιάζει, θα ενοικιάζουμε, θα ενοικιάζετε, θα ενοικιάζουν ή θα ενοικιάζουνε
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ενοικιάσω, θα ενοικιάσεις, θα ενοικιάσει, θα ενοικιάσουμε, θα ενοικιάσετε, θα ενοικιάσουν ή θα ενοικιάσουνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ενοικιάσει, θα έχεις ενοικιάσει, θα έχει ενοικιάσει, θα έχουμε ενοικιάσει, θα έχετε ενοικιάσει, θα έχουν(ε) ενοικιάσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ενοικιάσει, έχεις ενοικιάσει, έχει ενοικιάσει, έχουμε ενοικιάσει, έχετε ενοικιάσει, έχουν(ε) ενοικιάσει
να έχω ενοικιάσει, να έχεις ενοικιάσει, να έχει ενοικιάσει, να έχουμε ενοικιάσει, να έχετε ενοικιάσει, να έχουν(ε) ενοικιάσει
Μετοχή
έχοντας ενοικιάσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ενοικιάσει, είχες ενοικιάσει, είχε ενοικιάσει, είχαμε ενοικιάσει, είχατε ενοικιάσει, είχαν(ε) ενοικιάσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ενοικιάζομαι, ενοικιάζεσαι, ενοικιάζεται, ενοικιαζόμαστε, ενοικιάζεστε, ενοικιάζονται
να ενοικιάζομαι, να ενοικιάζεσαι, να ενοικιάζεται, να ενοικιαζόμαστε, να ενοικιάζεστε, να ενοικιάζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ενοικιάζεστε
Μετοχή
ενοικιαζόμενος, ενοικιαζόμενη, ενοικιαζόμενο
Παρατατικός
Οριστική
ενοικιαζόμουν, ενοικιαζόσουν, ενοικιαζόταν, ενοικιαζόμαστε, ενοικιαζόσαστε, ενοικιάζονταν
Αόριστος
Οριστική
ενοικιάστηκα, ενοικιάστηκες, ενοικιάστηκε, ενοικιαστήκαμε, ενοικιαστήκατε, ενοικιάστηκαν ή ενοικιαστήκανε
να ενοικιαστώ, να ενοικιαστείς, να ενοικιαστεί, να ενοικιαστούμε, να ενοικιαστείτε, να ενοικιαστούν ή να ενοικιαστούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: ενοικιάσου - β΄ πληθυντικό: ενοικιαστείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ενοικιάζομαι, θα ενοικιάζεσαι, θα ενοικιάζεται, θα ενοικιαζόμαστε, θα ενοικιάζεστε, θα ενοικιάζονται
Οριστική
θα ενοικιαστώ, θα ενοικιαστείς, θα ενοικιαστεί, θα ενοικιαστούμε, θα ενοικιαστείτε, θα ενοικιαστούν ή θα ενοικιαστούνε
Οριστική
θα έχω ενοικιαστεί, θα έχεις ενοικιαστεί, θα έχει ενοικιαστεί, θα έχουμε ενοικιαστεί, θα έχετε ενοικιαστεί, θα έχουν(ε) ενοικιαστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ενοικιαστεί, έχεις ενοικιαστεί, έχει ενοικιαστεί, έχουμε ενοικιαστεί, έχετε ενοικιαστεί, έχουν(ε) ενοικιαστεί
να έχω ενοικιαστεί, να έχεις ενοικιαστεί, να έχει ενοικιαστεί, να έχουμε ενοικιαστεί, να έχετε ενοικιαστεί, να έχουν(ε) ενοικιαστεί
Μετοχή
ενοικιασμένος, ενοικιασμένη, ενοικιασμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ενοικιαστεί, είχες ενοικιαστεί, είχε ενοικιαστεί, είχαμε ενοικιαστεί, είχατε ενοικιαστεί, είχαν(ε) ενοικιαστεί


0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου