Juergen Weiss
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Έπος Kαρδίας»
Μετά σου το παν, νομίζω, προσηνές με
μειδιά,
στον καθρέπτη των ματιών σου την χαράν
αντανακλά.
Στάσου, φως μου, και ακόμη δεν σε είπα
τα μισά
απ’ εκείνα που πιέζουν την ερώσαν μου
καρδιά
και στα χείλη μου ορμούνε με μια μόνη
σου ματιά.
Μη με ομιλής αν θέλης, μη με πης
γοητευτικά
λόγια αγάπης και λατρείας. Φθάνει να
’σαι εδώ κοντά,
να σε λέγω πως σε θέλω, να σ’ εγγίζω,
την δροσιά
του πρωιού που αναπνέεις ν’ αναπνέω· κι
αν και αυτά
υπερβολικά τα βρίσκης, να σε βλέπω μοναχά!
Το ποίημα «Έπος Καρδίας» με χρονολογική
ένδειξη «Πρωία 12 Φεβρουαρίου 1886» εντάσσεται στα πρώιμα εκείνα ποιήματα του
Κωνσταντίνου Καβάφη, στα οποία η επίδραση του ρομαντισμού είναι εμφανής. Ένας
βαθύς έρωτας που μοιάζει να μην έχει την επιθυμητή ανταπόκριση, συνθέτει ένα σκηνικό
σύνηθες για τον ρομαντισμό∙ αν και το ποίημα λαμβάνει περαιτέρω προεκτάσεις και
αποκτά πιο συγκεκριμένο νόημα, αν ληφθεί υπόψη το πιθανό φύλο του προσώπου που
γίνεται αποδέκτης αυτής της θερμής ερωτικής εξομολόγησης.
Ο τίτλος θα μπορούσε να αποδοθεί ως τα
λόγια της καρδιάς, αν θεωρήσουμε ότι λόγω της καθαρεύουσας που χρησιμοποιείται
εδώ από τον ποιητή η λέξη έπος δίνεται με την παλαιότερη σημασία της.
Διαφορετικά, το έπος της καρδιάς θα μπορούσε να υποδηλώνει την έντονη περιπέτεια
που βιώνει συναισθηματικά του ποιητικό υποκείμενο.
Μετά σου το παν, νομίζω, προσηνές με
μειδιά,
στον καθρέπτη των ματιών σου την χαράν
αντανακλά.
Μαζί σου, λέει ο ποιητής στο αγαπημένο
του πρόσωπο, όλος ο κόσμος -το καθετί- μου χαμογέλα μ’ ευγένεια και γλυκύτητα,
και στον καθρέφτη των ματιών σου αντανακλάται η χαρά της ζωής και της φύσης∙ η
χαρά που κατακλύζει τις αισθήσεις του ερωτευμένου ανθρώπου και τον κάνει να
θεωρεί πως όλοι και όλα γύρω του βιώνουν μιαν αντίστοιχη εμπειρία ευδαιμονίας
και εσωτερικού ενθουσιασμού.
Ο ποιητής, όπως και κάθε ερωτευμένος
άνθρωπος, κάθε στιγμή που βρίσκεται πλάι στο αγαπημένο του πρόσωπο, κυριεύεται
από ένα ισχυρό αίσθημα χαράς, που χρωματίζει τελείως διαφορετικά καθετί γύρω
του.
Στάσου, φως μου, και ακόμη δεν σε είπα
τα μισά
απ’ εκείνα που πιέζουν την ερώσαν μου
καρδιά
και στα χείλη μου ορμούνε με μια μόνη
σου ματιά.
Η παράκληση του ποιητή προς το
αγαπημένο του πρόσωπο να παραμείνει κοντά του και να μην απομακρυνθεί,
φανερώνει πως η αρχή της ιδιαίτερης αυτής εξομολόγησης δεν έχει τη ζητούμενη
ανταπόκριση. Γεγονός που αντί να αποτρέψει τον ποιητή από το να πει
περισσότερα, τον ωθεί ν’ αποκαλύψει πως ακόμη δεν έχει καν εκφράσει ούτε τα
μισά από εκείνα που πιέζουν την ερωτευμένη του καρδιά και τα οποία θέλουν να
ειπωθούν επιτακτικά -να ξεχυθούν από τα χείλη του με ορμή-, κάθε φορά που ο
ποιητής δέχεται έστω και μια μόνη ματιά απ’ το αγαπημένο του πρόσωπο.
Ο ποιητής, αν και αντιλαμβάνεται πως ο
έρωτας που τόσο έντονα τον βιώνει ο ίδιος, δεν έχει την αμοιβαιότητα που θα
επιθυμούσε, δεν μπορεί εντούτοις να συγκρατήσει τον εαυτό του και να μην
εκφράσει όλα όσα αισθάνεται. Κάθε φορά, άλλωστε, που βλέπει το αγαπημένο του
πρόσωπο νιώθει όλο και πιο ισχυρή την επιθυμία να φανερώσει το πλήθος και τη
δύναμη των συναισθημάτων που κυριεύουν την ψυχή του.
Μη με ομιλής αν θέλης, μη με πης
γοητευτικά
λόγια αγάπης και λατρείας. Φθάνει να
’σαι εδώ κοντά,
να σε λέγω πως σε θέλω, να σ’ εγγίζω,
την δροσιά
του πρωιού που αναπνέεις ν’ αναπνέω∙ κι
αν και αυτά
υπερβολικά τα βρίσκης, να σε βλέπω
μοναχά!
Ο ποιητής νιώθει πως δεν μπορεί να
καταπιέσει άλλο τα συναισθήματά του και να τα κρατήσει κρυφά από το αγαπημένο
του πρόσωπο, γι’ αυτό και του ζητά μετ’ επιμονής να μείνει κοντά του, έστω κι
αν δεν έχει καμία απολύτως πρόθεση να μιλήσει και να ανταποκριθεί σε όσα ακούει
με ανάλογα λόγια αγάπης και λατρείας. Ό,τι ενδιαφέρει τον ποιητή είναι να
βρίσκεται κοντά του, για να μπορεί να του λέει πως τον θέλει, και να μπορεί να
τον αγγίζει. Αν εκείνος δεν αισθάνεται το ίδιο κι αν δεν έχει να εκφράσει
συναισθήματα ανάλογης έντασης, αυτό δεν αρκεί για να κατασιγάσει τα ήδη πολύ
έντονα συναισθήματα του ποιητή.
Αρκεί, λοιπόν, να είναι μαζί του για να
μπορεί να τον αγγίζει και ν’ αναπνέει τη δροσιά του πρωινού που αναπνέει κι
εκείνος∙ κι αν όλα αυτά του φαίνονται υπερβολικά, τουλάχιστον να βρίσκεται πλάι
του, ώστε να μπορεί να τον βλέπει, έστω κι αν δεν υπάρχει κάποια άλλη επαφή ή
επικοινωνία μεταξύ τους.
Ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής δηλώνει
πρόθυμος να στερηθεί κάθε είδους επαφή ή ανταπόκριση από τη μεριά του
αγαπημένου του, αρκεί να έχει τη δυνατότητα να βλέπει το πρόσωπό του φανερώνει
το ρομαντικό υπόβαθρο του ποιήματος, καθώς ανάλογοι συμβιβασμοί και υποχωρήσεις
με μόνο αντάλλαγμα το προνόμιο μιας πλατωνικής ενατένισης της αγαπημένης μορφής
κινούνται ακριβώς στα όρια των δίχως ανταπόκριση ερώτων του ρομαντισμού.
Προσέχουμε πως ο Καβάφης έχει ήδη από
το πρώιμο αυτό ποίημα έρθει σε ρήξη με τους κανόνες και τους περιορισμούς της
παραδοσιακής ποίησης, διατηρώντας ως μόνο εξωτερικό στοιχείο σύνδεσης με την
παλαιότερη ποιητική παραγωγή μια επίφαση ομοιοκαταληξίας, μιας και όλοι οι
στίχοι του ποιήματος έχουν κατάληξη σε –ά.