Thomas Moran
Κωνσταντίνος Καβάφης «Τα πλοία»
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης στο πεζό αυτό ποίημα παρουσιάζει τη
δυσκολία που υπάρχει στο να κατορθώσει ο ποιητής να αποδώσει στους στίχους του
ακέραια την ποιητική του ιδέα, χωρίς να τη λησμονήσει. Στα πλαίσια της
αλληγορικής του παρουσίασης οι ποιητικές ιδέες, που δημιουργούνται στον κόσμο
της Φαντασίας, μεταφέρονται με πλοία στο Χαρτί, αφού πρώτα χρειαστεί να
περάσουν μια επικίνδυνη «θάλασσα».
Aπό
την Φαντασίαν έως εις το Xαρτί. Eίναι δύσκολον πέρασμα, είναι επικίνδυνος θάλασσα.
H απόστασις φαίνεται μικρά κατά πρώτην όψιν, και εν τοσούτω πόσον μακρόν ταξίδι
είναι, και πόσον επιζήμιον ενίοτε δια τα πλοία τα οποία το επιχειρούν.
H
πρώτη ζημία προέρχεται εκ της λίαν ευθραύστου φύσεως των εμπορευμάτων τα οποία
μεταφέρουν τα πλοία. Eις τας αγοράς της Φαντασίας, τα πλείστα και τα καλύτερα
πράγματα είναι κατασκευασμένα από λεπτάς υάλους και κεράμους διαφανείς, και με
όλην την προσοχήν του κόσμου πολλά σπάνουν εις τον δρόμον, και πολλά σπάνουν
όταν τα αποβιβάζουν εις την ξηράν. Πάσα δε τοιαύτη ζημία είναι ανεπανόρθωτος,
διότι είναι έξω λόγου να γυρίση οπίσω το πλοίον και να παραλάβη πράγματα
ομοιόμορφα. Δεν υπάρχει πιθανότης να ευρεθή το ίδιον κατάστημα το οποίον τα
επώλει. Aι αγοραί της Φαντασίας έχουν καταστήματα μεγάλα και πολυτελή, αλλ’ όχι
μακροχρονίου διαρκείας. Aι συναλλαγαί των είναι βραχείαι, εκποιούν τα
εμπορεύματά των ταχέως, και διαλύουν αμέσως. Eίναι πολύ σπάνιον εν πλοίον
επανερχόμενον να εύρη τους αυτούς εξαγωγείς με τα αυτά είδη.
Στην αλληγορία του Καβάφη, λοιπόν, οι ποιητικές ιδέες
παρουσιάζονται ως πολύτιμα, αλλά άκρως εύθραυστα εμπορεύματα, τα οποία κατά τη
μεταφορά τους ζημιώνονται ή και καταστρέφονται πολύ εύκολα. Όπως ένα
αντικείμενο που είναι φτιαγμένο από λεπτό γυαλί, μπορεί να σπάσει με την
παραμικρή απροσεξία, έτσι και μια ποιητική ιδέα, μπορεί να αλλοιωθεί ή
χειρότερα, ακόμη και να ξεχαστεί, αν ο ποιητής δεν είναι εξαιρετικά αφοσιωμένος
τη στιγμή που επιχειρεί να τη μετουσιώσει σε ποίηση.
Κάθε ένα από αυτά τα εμπορεύματα που καταστρέφεται κατά τη
μεταφορά, αποτελεί ανεπανόρθωτη απώλεια, καθώς είναι αδύνατο για τα πλοία να
γυρίσουν πίσω και να βρουν ένα πανομοιότυπο αντικείμενο. Κι αυτό, όχι μόνο
γιατί δεν μπορεί να βρεθεί το ίδιο εμπόρευμα, αλλά πολύ περισσότερο γιατί δεν
μπορεί να βρεθεί καν το κατάστημα που το πουλούσε. Η αναλογία με τις ποιητικές
ιδέες είναι σαφής, καθώς κάθε φορά που ο ποιητής δεν κατορθώνει εγκαίρως ή
επιτυχώς να αποτυπώσει την ιδέα του, που συχνά είναι αποτέλεσμα ενός τυχαίου
ειρμού ή ενός μοναδικού συλλογισμού, ύστερα δεν μπορεί να την επανακτήσει. Αν,
επομένως, ο ποιητής δεν είναι πάντοτε σε εγρήγορση και πάντοτε έτοιμος να
καταγράψει τις ιδέες του, είναι πολύ πιθανό να απολέσει σημαντικές ποιητικές
ιδέες.
Άλλωστε, στην αγορά της Φαντασίας, παρόλο που υπάρχουν μεγάλα και
πολύτιμα καταστήματα, αυτά δεν διατηρούνται για πολύ καιρό. Πωλούν πολύ γρήγορα
τα εμπορεύματά τους κι αμέσως διαλύονται. Έτσι, είναι εξαιρετικά σπάνιο για ένα
πλοίο που επιστρέφει στον κόσμο της Φαντασίας να βρει ξανά τους ίδιους εμπόρους
και τα ίδια εμπορεύματα.
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η προσπάθεια του Καβάφη να αποδώσει
την επικοινωνία του ποιητή με τον κόσμο της φαντασίας και το ευάλωτο των
ποιητικών ιδεών, μέσα από την αλληγορική τους παρουσίαση ως εμπορεύματα σε
βραχύβια καταστήματα. Η πρόθεση του ποιητή είναι να αναδείξει την αφοσίωση που
απαιτείται από τη μεριά των ομοτέχνων του, καθώς είναι πολύ εύκολο να ξεχαστούν
ή να αποδοθούν ανεπιτυχώς σημαντικές και το κυριότερο μοναδικές ποιητικές
ιδέες, αν ο ποιητής δεν είναι διαθέσιμος ανά πάσα στιγμή να αξιοποιήσει το
πολύτιμο υλικό που του παρέχει η φαντασία και η σκέψη του.
Η πρόθεση του Καβάφη γίνεται σαφέστερη αν διαβάσουμε ένα από τα
σημειώματά του στο οποίο παρουσιάζει τη συνομιλία του μ’ έναν νεότερο ποιητή,
στον οποίο ο Καβάφης θέλησε να εξηγήσει τις απώλειες που είχε ως δημιουργός
εξαιτίας των καθημερινών επαγγελματικών του υποχρεώσεων.
«Πόσες φορές μες στη δουλειά μου μ’ έρχεται μια ωραία ιδέα, μια
σπάνια εικόνα, σαν ετοιμοκαμωμένοι αιφνίδιοι στίχοι, και αναγκάζομαι να τα
παραμελώ, διότι η υπηρεσία δεν αναβάλλεται. Έπειτα σαν γυρίσω σπίτι μου, σαν
συνέλθω κομμάτι, γυρεύω να τ’ ανακαλέσω αλλά πάνε πια. Και δικαίως. Μοιάζει σαν
η Τέχνη να με λέγει “Δεν είμαι μια δούλα εγώ∙ για
να με διώχνεις σαν έρχομαι, και νάρχομαι σαν θες. Είμαι η μεγαλύτερη Κερά του
κόσμου. Και αν με αρνήθηκες -προδότη και ταπεινέ- για το ελεεινά σου καλό
σπίτι, για τα ελεεινά σου καλά ρούχα, για την ελεεινή καλή κοινωνική σου θέση,
αρκέσου μ’ αυτά λοιπόν, (αλλά πού μπορείς ν’ αρκεσθείς) και με τες λίγες
στιγμές που όταν έρχομαι συμπίπτει να είσαι έτοιμος να με δεχθείς, βγαλμένος
στην πόρτα να με περιμένεις, όπως έπρεπε να είσαι κάθε μέρα.”»
Mία άλλη ζημία προέρχεται εκ της χωρητικότητος των πλοίων. Aναχωρούν από τους λιμένας των ευμαρών ηπείρων καταφορτωμένα, και έπειτα όταν ευρεθούν εις την ανοικτήν θάλασσαν αναγκάζονται να ρίψουν εν μέρος εκ του φορτίου δια να σώσουν το όλον. Oύτως ώστε ουδέν σχεδόν πλοίον κατορθώνει να φέρη ακεραίους τους θησαυρούς όσους παρέλαβε. Tα απορριπτόμενα είναι βεβαίως τα ολιγοτέρας αξίας είδη, αλλά κάποτε συμβαίνει οι ναύται, εν τη μεγάλη των βία, να κάμνουν λάθη και να ρίπτουν εις την θάλασσαν πολύτιμα αντικείμενα.
Ένα
άλλο ζήτημα που προκύπτει κατά τη μεταφορά των ιδεών από τον κόσμο της
φαντασίας είναι πως το πλοίο -το μέσο μεταφοράς- δεν έχει ικανή χωρητικότητα,
με αποτέλεσμα, όταν βγει στα ανοιχτά, έχοντας καταφορτωθεί με εμπορεύματα, να
εξαναγκάζεται να ρίχνει μέρος του φορτίου στη θάλασσα προκειμένου να διασωθεί
το ίδιο, αλλά και το πολυτιμότερο μέρος του φορτίου.
Εμφανής
εδώ η προσπάθεια απόδοσης του αισθήματος που δημιουργείται στον ποιητή, όταν
υπό την επίδραση μιας αιφνίδιας έμπνευσης νιώθει πως του γεννιούνται πλήθος
ιδέες και πλήθος αξιόλογες σκέψεις∙ αδυνατεί, ωστόσο, να τις μεταφέρει ακέραιες
στο φυσικό τους χώρο, στο χαρτί, καθώς στην προσπάθεια να συγκρατήσει τις πιο
καίριες αναγκάζεται να παραμελήσει και άρα να λησμονήσει αρκετές άλλες.
Έτσι,
κανένα πλοίο δεν κατορθώνει να φέρει το σύνολο των θησαυρών που παρέλαβε, και
παρά το γεγονός ότι συνήθως οι ιδέες-εμπορεύματα που απορρίπτονται είναι αυτές
με τη μικρότερη αξία, δεν λείπουν κι οι περιπτώσεις που το πλήρωμα πάνω στη
βιασύνη του να σώσει το πλοίο κάνει λάθος και ρίχνει στη θάλασσα αντικείμενα
πολύ μεγάλης αξίας. Είναι οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ποιητής στρέφει την
προσοχή του σε ορισμένες ιδέες, που εκείνη τη στιγμή του δημιουργούν την
αίσθηση πως έχουν περισσότερη ουσία, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσει πως
ό,τι άφησε να του διαφύγει είχε εν τέλει πολύ μεγαλύτερη αξία.
Μια
διαρκής προσπάθεια του δημιουργού να συγκρατήσει, να διαλέξει και να αποδώσει
με τη μεγαλύτερη δυνατή πληρότητα ποιητικές ιδέες που κάποτε χάνονται από τη
σκέψη του τόσο γοργά και τόσο απροσδόκητα, όσο γοργή και απροσδόκητη ήταν η
αρχική τους εμφάνιση.
Άμα
δε τη αφίξει εις τον λευκόν χάρτινον λιμένα απαιτούνται νέαι θυσίαι πάλιν.
Έρχονται οι αξιωματούχοι του τελωνείου και εξετάζουν εν είδος και σκέπτονται
εάν πρέπη να επιτρέψουν την εκφόρτωσιν· αρνούνται να αφήσουν εν άλλο είδος να
αποβιβασθή· και εκ τινων πραγματειών μόνον μικράν ποσότητα παραδέχονται. Έχει ο
τόπος τους νόμους του. Όλα τα εμπορεύματα δεν έχουν ελευθέραν είσοδον και
αυστηρώς απαγορεύεται το λαθρεμπόριον. H εισαγωγή των οίνων εμποδίζεται, διότι
αι ήπειροι από τας οποίας έρχονται τα πλοία κάμνουν οίνους και οινοπνεύματα από
σταφύλια τα οποία αναπτύσσει και ωριμάζει γενναιοτέρα θερμοκρασία. Δεν τα
θέλουν διόλου αυτά τα ποτά οι αξιωματούχοι του τελωνείου. Eίναι πάρα πολύ
μεθυστικά. Δεν είναι κατάλληλα δι’ όλας τα κεφαλάς. Eξ άλλου υπάρχει μία
εταιρεία εις τον τόπον, η οποία έχει το μονοπώλιον των οίνων. Kατασκευάζει υγρά
έχοντα το χρώμα του κρασιού και την γεύσιν του νερού, και ημπορείς να πίνης
όλην την ημέραν από αυτά χωρίς να ζαλισθής διόλου. Eίναι εταιρεία παλαιά.
Xαίρει μεγάλην υπόληψιν, και αι μετοχαί της είναι πάντοτε υπερτιμημέναι.
Η
μεταφορά των ιδεών, όμως, δεν είναι η μόνη δυσκολία που έχει να αντιμετωπίσει ο
δημιουργός, αφού η καταγραφή τους δεν μπορεί να γίνει με απόλυτη ελευθερία.
Ορισμένες ιδέες δεν είναι κατάλληλες, αρμόζουσες ή επιτρεπόμενες, όπως αυτό
ελέγχεται από τους αξιωματούχους του τελωνείου∙ από τη συνείδηση του ίδιου του
ποιητή που εξαναγκάζεται να λογοκρίνει τα ίδια του τα κείμενα, γνωρίζοντας εκ
των προτέρων τι μπορεί και τι δεν μπορεί να δώσει στο κοινό της εποχής του.
Χωρίς, βέβαια, να απουσιάζει και ο υπαινιγμός για την πραγματική λογοκρισία που
ορισμένες φορές επιβάλλεται σε έργα ιδιαιτέρως τολμηρά ή ανατρεπτικά για τα
δεδομένα της εκάστοτε κοινωνίας.
Από
τα εμπορεύματα ορισμένα προκαλούν αμφιβολίες για την έγκρισή τους στο τελωνείο,
άλλα απαγορεύονται πλήρως κι άλλα μερικώς∙ ο εκτελωνισμός των
εμπορευμάτων-ιδεών πάντως έχει κανόνες, που πρέπει να γίνουν σεβαστοί, διότι
είναι δεδομένο πως το λαθρεμπόριο απαγορεύεται αυστηρώς.
Η
αμηχανία των αξιωματούχων του τελωνείου απέναντι σε ορισμένα προϊόντα φανερώνει
πως το τι είναι κοινωνικώς αποδεκτό, αλλά και το ποιες ιδέες είναι ικανό ή
έτοιμο το κοινό να αντιμετωπίσει δεν είναι πάντοτε κάτι το απολύτως σαφές. Υπάρχουν,
ωστόσο, και κάποια προϊόντα-ιδέες για τα οποία η απαγόρευση είναι δεδομένη. Ο
οίνος είναι ένα από αυτά τα προϊόντα του οποίου η εισαγωγή απαγορεύεται, καθώς
η παραγωγή του γίνεται σε χώρες όπου τα σταφύλια έχουν την ευκαιρία να
ωριμάσουν σε γενναιότερες θερμοκρασίες, κι έτσι το κρασί που προκύπτει είναι
πολύ μεθυστικό, και άρα δεν είναι κατάλληλο για όλους τους ανθρώπους.
Το
κρασί αυτό το τόσο μεθυστικό, που προκαλεί την «εύλογη» αντίδραση των
αξιωματούχων, μπορεί να αναφέρεται τόσο στους ερωτικούς εκείνους στίχους που
έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη δεσπόζουσα νόρμα της κοινωνίας, όσο και σε
ιδέες που δοκιμάζουν τις αντοχές των κρατούντων ή της συντηρητικής μερίδας των
πολιτών. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η κοινωνία έχει φροντίσει να βρει το
ιδανικό υποκατάστατο αυτού του μεθυστικού, αλλά επικίνδυνου κρασιού∙ υπάρχει
μια παλιά εταιρεία που διατηρεί το μονοπώλιο στην κατασκευή κρασιού, με τη
βασική διαφορά πως το δικό της κρασί, αν και δίνει την εντύπωση πως είναι
αληθινό, δεν είναι παρά ένα νοθευμένο υγρό που ούτε καν σε ζαλίζει. Κι έχει,
μάλιστα, κατορθώσει αυτή η εταιρεία να κερδίσει μεγάλη εκτίμηση, έστω κι αν
στην πραγματικότητα οι μετοχές της, όπως και τα προϊόντα της, είναι
υπερεκτιμημένα.
Το
υπονοούμενο του ποιητή σχετικά με την «παλαιά εταιρεία» προφανές∙ στον αντίποδα
της δικής του ποίησης που θέλησε να θίξει θέματα ακόμη και ανάρμοστα για τα
δεδομένα της εποχής, υπήρχε η παλιά ομάδα ποιητών που αρκούνταν στο να δίνει
στίχους επιφανειακούς και ακίνδυνους∙ στίχους που μπορούσε ο κάθε αναγνώστης να
διαβάζει για ώρες, χωρίς ποτέ να ξυπνήσει μέσα του κάποια ιδέα ή κάποια διάθεση
αντίθετη με τα κοινωνικώς αποδεκτά ήθη ή με την εδραιωμένη κοινωνική κατάσταση.
Είναι γνωστό, άλλωστε, πως ο Καβάφης υπήρξε ένας από τους πρώτους ποιητές που
αρνήθηκε να θυσιάσει το περιεχόμενο του ποιήματος στα εξωτερικά «στολίδια» του
λυρισμού. Ο Καβάφης απελευθέρωσε σε μεγάλο βαθμό το στίχο του και τόλμησε να
εκφράσει σκέψεις που δεν είχε αγγίξει κανένας από τους δημιουργούς της εποχής
του. Είναι, μάλιστα, πολύ πιθανό πως ο ποιητής θα είχε καταγράψει στα ποιήματά
του κι ακόμη πιο τολμηρές ιδέες και απόψεις, αν δεν είχε να αντιμετωπίσει τις
διαθέσεις λογοκρισίας της συντηρητικής εποχής του.
Αλλά πάλιν ας είμεθα ευχαριστημένοι όταν
τα πλοία εμβαίνουν εις τον λιμένα, ας είναι και με όλας αυτάς τας θυσίας. Διότι
τέλος πάντων με αγρυπνίαν και πολλήν φροντίδα περιορίζεται ο αριθμός των
θραυομένων ή ριπτομένων σκευών κατά την διάρκειαν του ταξιδίου. Επίσης οι νόμοι
του τόπου και οι τελωνειακοί κανονισμοί είναι μεν τυραννικοί κατά πολλά αλλ’
όχι και όλως αποτρεπτικοί, και μέγα μέρος του φορτίου αποβιβάζεται. Οι δε
αξιωματούχοι του τελωνείου δεν είναι αλάνθαστοι, και διάφορα από τα εμποδισμένα
είδη περνούν εντός απατηλών κιβωτίων που γράφουν άλλο από επάνω και περιέχουν
άλλο, και εισάγονται μερικοί καλοί οίνοι δια τα εκλεκτά συμπόσια.
Παρά
τις δυσκολίες του ταξιδιού εντούτοις ο ποιητής αναγνωρίζει πως το γεγονός και
μόνο ότι τα πλοία καταφέρνουν να φτάσουν στο λιμάνι αποτελεί σημαντικό κέρδος
εφόσον σημαντικό μέρος του εμπορεύματος, έστω και με πολλή φροντίδα και
αγρύπνια από μέρους του δημιουργού, διασώζεται. Ενώ, ακόμη και αξιωματούχοι του
τελωνείου -παρά το πόσο αυστηροί είναι οι νόμοι του τόπου- δεν κατορθώνουν να
αποτρέψουν την εισαγωγή όλων των απαγορευμένων εμπορευμάτων, αφού δεν είναι
αλάνθαστοι στους ελέγχους και στις αποφάσεις τους. Έτσι, πολλές φορές, κιβώτια
τα οποία έχουν άλλη σήμανση, περιέχουν εκείνους τους πολύτιμους οίνους για τα
εκλεκτά συμπόσια.
Ο
ποιητής αναγνωρίζει φυσικά τις ποικίλες δυσκολίες της ποιητικής δημιουργίας,
δεν θέλει ωστόσο να παρουσιάσει μια εικόνα απόλυτης αδυναμίας. Φροντίζει
επομένως να επισημάνει πως παρά τις αντιξοότητες, υπάρχουν σημαντικά περιθώρια
για τον επίμονο θεράποντα της τέχνης, που είναι διατεθειμένος να κοπιάσει
προκειμένου να επιτύχει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Μέχρι και τους αυστηρούς
ελέγχους της εξωτερικής λογοκρισίας μπορεί, ως ένα βαθμό, να ξεπεράσει, εφόσον
ο έλεγχος δεν είναι ούτε τόσο διεξοδικός ούτε πραγματοποιείται από ανθρώπους
που αυξημένης πάντοτε αντίληψης. Υπάρχει άρα η δυνατότητα να ξεγελαστούν
εκείνοι που διενεργούν τον έλεγχο με τη συνδρομή της αλληγορικής γραφής∙ με τα
ποιήματα εκείνα που έχουν άλλο περιεχόμενο στα μάτια του βιαστικού αναγνώστη,
κι τελείως διαφορετικό για εκείνον που θα τα μελετήσει πιο προσεκτικά και θα
κατανοήσει την αληθινή τους φύση.
Θλιβερόν,
θλιβερόν είναι άλλο πράγμα. Είναι όταν περνούν κάτι πελώρια πλοία, με κοράλλινα
κοσμήματα και ιστούς εξ εβένου, με αναπεπταμένας μεγάλας σημαίας λευκάς και
ερυθράς, γεμάτα με θησαυρούς, τα οποία ούτε πλησιάζουν καν εις τον λιμένα είτε
διότι όλα τα είδη τα οποία φέρουν είναι απηγορευμένα, είτε διότι δεν έχει ο
λιμήν αρκετόν βάθος δια να τα δεχθή. Και εξακολουθούν τον δρόμον των. Oύριος
άνεμος πνέει επί των μεταξωτών των ιστίων, ο ήλιος υαλίζει την δόξαν της χρυσής
των πρώρας, και απομακρύνονται ηρέμως και μεγαλοπρεπώς, απομακρύνονται δια
παντός από ημάς και από τον στενόχωρον λιμένα μας.
Μια
σημαντική απώλεια που αναγνωρίζεται εδώ από τον ποιητή είναι αυτή που αφορά τα
πολύ μεγάλα πλοία με το εξόχως πολύτιμο εμπόρευμα τα οποία δεν πλησιάζουν καν
στο λιμάνι, διότι είτε το εμπόρευμά τους είναι τελείως απαγορευμένο είτε διότι
το λιμάνι δεν έχει αρκετό βάθος για να τα δεχτεί. Ο ποιητής, λοιπόν,
εξαναγκάζεται κάποτε να θυσιάσει ιδέες ιδιαίτερης και πρωτόφαντης αξίας λόγω
της αυστηρότητας των ηθών ή λόγω της πλήρους αδυναμίας του κοινού να τις
κατανοήσει και να τις αποδεχτεί. Ιδέες, ίσως, ενός ερωτικού βίου, όπως τον
ήθελε ο ποιητής, ή, ίσως, μιας απόλυτα ελεύθερης κοινωνίας, χωρίς τον ασφυκτικό
έλεγχο των λίγων και ισχυρών, καταπνίγονται και αποσιωπούνται.
Ευτυχώς
είναι πολύ σπάνια αυτά τα πλοία. Mόλις δύο, τρία βλέπομεν καθ’ όλον μας τον
βίον. Tα λησμονώμεν δε ογρήγορα. Όσω λαμπρά ήτο η οπτασία, τόσω ταχεία είναι η
λήθη της. Και αφού περάσουν μερικά έτη, εάν καμίαν ημέραν - ενώ καθήμεθα
αδρανώς βλέποντες το φως ή ακούοντες την σιωπήν - τυχαίως επανέλθουν εις την
νοεράν μας ακοήν στροφαί τινες ενθουσιώδεις, δεν τας αναγνωρίζομεν κατ’ αρχάς
και τυραννώμεν την μνήμην μας δια να ενθυμηθώμεν πού ηκούσαμεν αυτάς πριν. Mετά
πολλού κόπου εξυπνάται η παλαιά ανάμνησις και ενθυμώμεθα ότι αι στροφαί αύται
είναι από το άσμα το οποίον έψαλλον οι ναύται, ωραίοι ως ήρωες της Iλιάδος,
όταν επερνούσαν τα μεγάλα, τα θεσπέσια πλοία και επροχώρουν πηγαίνοντα - τις
ηξεύρει πού.
Τα μεγάλα αυτά πλοία, με τις πολύτιμες ιδέες, είναι ευτυχώς σπάνια∙ ευτυχώς, διότι για κάθε δημιουργό είναι επώδυνη απώλεια να θυσιάζει ή να μην κατορθώνει να αποδώσει τις έξοχες εκείνες ποιητικές συλλήψεις που ξεπερνούν σε κάλλος και ουσία οτιδήποτε άλλο ως τότε αποδοσμένο. Είναι σπάνια και ξεχνιούνται πολύ γρήγορα, εφόσον, ως άμυνα ίσως, ο δημιουργός αποδιώχνει γοργά τη βασανιστική ανάμνηση των άριστων αυτών ιδεών που απέμειναν ανείπωτες.
Μόνο, χρόνια μετά, τυχαίνει κάποτε σε στιγμές περισυλλογής να
επανέλθουν στη σκέψη και στην ακοή του ποιητή στροφές μη αναγνωρίσιμων ποιημάτων,
που με πολύ κόπο κατορθώνει να θυμηθεί πως ανήκουν στο άσμα που έψελναν οι
ωραίοι ναύτες εκείνων των μεγάλων και θεσπέσιων πλοίων.
Τα θεσπέσια αυτά πλοία με το άκρως πολύτιμο εμπόρευμα, που
ακολουθούν μιαν άγνωστη για τους δημιουργούς πορεία, αποτελούν το, υπό μία
έννοια, παράπονο πολλών ποιητών, για την αδυναμία τους να συνθέσουν εκείνα τα
ξεχωριστά ποιήματα που αν και νιώθουν πως το περίγραμμά τους μπορούν να το
διακρίνουν με τη φαντασία και τη σκέψη τους, αδυνατούν ωστόσο να τα υλοποιήσουν
όσο κι αν προσπαθήσουν, όσα χρόνια κι αν αφιερώσουν στην τέχνη της ποιήσεως.
Το ιδεατό ποίημα με την άρτια έκφραση και το μεστό περιεχόμενο
αποτελεί και για τον Καβάφη, όπως και για πολλούς άλλους ποιητές, μια επίμονη
έγνοια, εφόσον κάθε δημιουργός γνωρίζει -ή τουλάχιστον αισθάνεται- πως υπάρχουν
πάντοτε τα περιθώρια τόσο για την καλύτερη ποιότητα γλωσσικής διατύπωσης όσο
και για την απόδοση πιο ουσιαστικών νοημάτων. Το ιδεατό αυτό ποίημα απομένει
όμως σταθερά απροσέγγιστο, ακόμη και για τους σημαντικότερους ποιητές,
φανερώνοντας υπό μία έννοια πως το μεγαλείο και η δυσκολία της ποιητικής τέχνης
έγκειται εν τέλει όχι μόνο στον κόπο που χρειάστηκε να καταβληθεί για όσα έχουν
ειπωθεί, αλλά πολύ περισσότερο στην αγωνία που πέρασαν οι θεράποντές της
πασχίζοντας να την εξυψώσουν ως τα όρια του ιδανικού, μόνο και μόνο για να
νιώσουν στο τέλος πως απέτυχαν∙ έστω, βέβαια, κι αν στην πραγματικότητα
κατόρθωσαν αποτελέσματα εκπληκτικά.
Το όραμα κι η επίγνωση της δυνατότητας ενός ακόμη καλύτερου
ποιητικού δημιουργήματος ταλανίζει και τον Καβάφη, ο οποίος επιλέγει να
επανδρώσει το πλοίο αυτού του οράματος με ναύτες ωραίους σαν τους ήρωες της
Ιλιάδας∙ το ποιητικά ιδεατό και απροσέγγιστο για τον Καβάφη εμπεριέχει και την
αναμέτρηση του ποιητή με την επιθυμία του να αποδώσει στους στίχους του την
ξέχωρη εκείνη ποιότητα της ανδρικής ομορφιάς, που τόσο τον συγκινούσε.